Υπακοή και Αποτείχιση
Από την παρακάτω απάντηση κόλαφο του π. Θεοδώρου στον μητρ. Φλωρίνης δημοσιεύουμε τα δύο εξέχοντα κεφάλαια για την υπακοή και την Αποτείχιση. Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε στο Λίνκ που είναι συνδεδεμένο στον παρακάτω τίτλο
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
ΔΙΑΣΤΡΕΦΟΥΝ
ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ἡ ἔκταση τοῦ παρόντος ἄρθρου ξεπέρασε τὸν ἀρχικὸ σχεδιασμό, διότι ἔπρεπε νὰ προστεθοῦν καὶ νὰ ἀναιρεθοῦν νέες συκοφαντίες καὶ διαστρεβλώσεις τοῦ νεωτεριστῆ καὶ οἰκουμενιστῆ μητροπολίτη τῆς Φλώρινας Εἰρηναίου. Γι᾽ αὐτὸ θεώρησα ἀπαραίτητο νὰ προτάξω τοὺς τίτλους τῶν ἑνοτήτων, ὥστε νὰ παραμείνει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀναγνωστῶν ζωντανὸ καὶ νὰ μὴ ἀποκάμουν νὰ τὸ διαβάσουν μέχρι τέλους. Διαρθρώνεται λοιπὸν τὸ περιεχόμενο ὡς ἑξῆς:
1. Μεταβάλλουν τὸ κακὸ σὲ καλὸ καὶ τὸ σκοτάδι σὲ φῶς. Παρεμποδίζουν τὴν σωτηρία.
2. Ἐστάλη στὴν Φλώρινα γιὰ νὰ ξερριζώσει τὴν καλὴ φυτεία τοῦ ὁσίου Αὐγουστίνου Καντιώτη
3. Οἱ διαστρεβλωμένες καὶ κακοποιημένες ἀλήθειες
α) Ἐκκλησία δὲν εἶναι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν. Ἡ πλάνη τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ
β) Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή
γ) Καλοὶ καὶ κακοὶ ἐπίσκοποι
δ) Κακοποιοῦν καὶ ὑβρίζουν τὴν Θεοπαράδοτη καὶ Πατροπαράδοτη Ἀποτείχιση
ε) Ξεπέρασε καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο στὴν διαστρέβλωση
στ) Ὁ αἱρετικὸς Πολυχρόνιος καὶ οἱ ἀποτειχισμένοι. Συκοφαντικὴ μυθοπλασία.
ζ) Πάμπολλες διαστρεβλώσεις. Δὲν χωροῦν σὲ ἕνα ἄρθρο.
η) Οἱ προβατόσχημοι λύκοι καὶ ὁ καταξιωμένος καθηγητής
Ἐπίλογος: Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε.
...
β) Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή.
Δυστυχῶς ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης Εἰρηναῖος καὶ πολλοὶ ἄλλοι, κανοναρχοῦντος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, τὸν ὁποῖο δουλικὰ ἀκολουθοῦν ὡς εὐγνώμονα ἀνταπόκριση γιὰ τὴν ἐκλογή τους, ἄλλα διδάσκουν πρὸς τοὺς ἀκατήχητους πιστούς, τοὺς ὁποίους κατηχοῦν διαστρέφοντας καὶ ὄχι ὀρθοτομώντας τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Στὸ κήρυγμά του κατὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Μαρίνας στὸν Ἱερὸ Ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὴν Πτολεμαΐδα (16.07.2024),
ἀφοῦ ὁμίλησε σύντομα γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας, θέλησε νὰ διδάξει, ἀναφερόμενος «στὴν Παράδοση καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πῶς καθιερώνει κάποιον “ἅγιο”. Ἐπειδὴ κυρίως τὰ τελευταῖα χρόνια ἀκοῦμε ἀποφάσεις Συνόδων, εἴτε πατριαρχικῶν εἴτε τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ἀνακηρύσσουν ἁγίους. Τί σημαίνει αὐτὸ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς διδάσκει ὅτι γιὰ νὰ γίνει κάποιος ἅγιος πρέπει νὰ ἔχει κάποια κριτήρια τὰ ὁποῖα θέσπισαν Σύνοδοι καὶ ἡ πράξη τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας». Τὸ θέμα τῆς Ἁγιοκατάταξης ἤ τῆς Ἀναγνώρισης Ἁγίων ἤ τῆς Ἀνακήρυξης Ἁγίων ἤ τῆς Ἁγιοποίησης, ὅπως ἐσφαλμένα ἔλεγαν παλαιότερα, εἶναι ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον θέμα, στὸ ὁποῖο μάλιστα ἔχουν εἰσχωρήσει παπικὲς ἐπιρροὲς εἰς βάρος τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων. Πολλὲς ἁγιοκατατάξεις γίνονται χαριστικὰ μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια. Ἡ ἁγιοκατάταξη ὅμως εἶναι διαφορετικὸ θέμα ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἄλλα εἶναι τὰ κριτήρια γιὰ νὰ ἁγιάσει κανεὶς καὶ νὰ σωθεῖ καὶ ἄλλα τὰ κριτήρια γιὰ νὰ φανερωθεῖ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἁγιότητα, ὥστε νὰ ἁγιοκαταταγεῖ. Ὑπάρχουν πλήθη ἁγίων καὶ σεσωσμένων ἀνθρώπων ποὺ παραμένουν ἀφανεῖς. Ὀλίγους ἐξ αὐτῶν φανερώνει ὁ Θεός. Ὁ μητροπολίτης Εἰρηναῖος συγχέει τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῶν πολλῶν, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἄλλα κριτήρια, μὲ τὴν ἁγιοκατάταξη ὀλίγων, τοὺς ὁποίους φανερώνει ὁ Θεὸς μὲ εἰδικὰ κριτήρια. Ἂς διαβάσει ἕνα ἐγχειρίδιο Ἁγιολογίας, γιὰ νὰ μάθει μὲ ποιά κριτήρια ἡ Ἐκκλησία καθιερώνει κάποιον ὡς Ἅγιο ἤ τὸν ἀναγνωρίζει ὡς Ἅγιο. Πολὺ καλὸ εἶναι τὸ ἐγχειρίδιο τοῦ καθηγητοῦ Π. Β. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ. Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1995.
Στὴν συνέχεια ἀπαριθμώντας τὰ κριτήρια βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνει ἅγιος ἀναφέρει ὡς τρίτο κριτήριο τὴν «ὀρθὴ πίστη» καὶ προσθέτει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν «ὅτι εἶναι πολὺ πιὸ σωστοὶ καὶ διδάσκουν καλύτερα τὸν Χριστὸ καὶ τὸν βιώνουν, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι στὴ γῆ, ὅλοι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ὅπως εἴμαστε ἐδῶ, καὶ κεφαλὴ ὁρατὴ ἔχει τὴν ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, ποὺ σὲ μᾶς εἶναι τοπικὰ ὁ ἐπίσκοπος καὶ συνολικὰ οἱ Σύνοδοι. Ἀοράτως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι δὲ τόσο σημαντικὸ νὰ ὑπακοῦμε στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀκόμη καὶ θαύματα νὰ κάνουμε, ἐὰν δὲν ὑπακοῦμε, τότε λατρεύουμε τὸν Διάβολο, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος». Δύσκολα βάζει κανεὶς σὲ τάξη ὅσα διαστρεβλωμένα λέγονται. Δὲν βγάζεις ὀρθόδοξο νόημα. Ἐν πρώτοις, σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα παρουσιάσαμε, στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀνήκουν μόνον οἱ ζῶντες ἐπὶ τῆς γῆς πιστοί, ἀλλὰ καὶ οἱ κεκοιμημένοι, οἱ ζῶντες στὸν οὐρανό, ἡ στρατευομένη καὶ ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Αὐτὸ ἔχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, διότι ὅσα οἱ ποιμένες λέγουν καὶ πράττουν, πρέπει νὰ ἐκφράζουν ὄχι μόνον τοὺς ζῶντες ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ τοὺς προαπελθόντας στὸν οὐρανό, ἑπομένως καὶ σύνολη τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, τὴν ὁποία ἀπορρίπτουν οἱ μεταπατερικοὶ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου καὶ τοῦ Θεολογικοῦ Συνδέσμου «Καιρός», τοὺς ὁποίους ἀκολουθοῦν ὁ Ἄνθιμος Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ ὁ νέος Φλωρίνης Εἰρηναῖος, ὑπὸ τὴν καθοδηγητικὴ κάλυψη τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου. Κατὰ τὸν καθολικὰ ἀποδεκτὸ ὁρισμὸ τῆς Παράδοσης ἀπὸ τὸν Βικέντιο τὸν ἐκ Λειρίνου ἤ Λερίνου «κρατοῦμεν πᾶν ὅ,τι πανταχοῦ, πάντοτε καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη». (Id teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus
creditum est). Ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ βρίσκεται μόνο στὴ γῆ ἐξηγεῖ καὶ ὅσα βλάσφημα εἶπε ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος ὅτι, ἂν οἱ Χριστιανοὶ ἀποφασίσουν διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸς θὰ συμφωνήσει μὲ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ὄχι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο[25]. Ἐξηγεῖ ἀκόμη γιὰ τὸ ὅτι ἐπιμένουν στὸ νὰ ὑπακοῦμε στοὺς ζῶντες ἐπισκόπους καὶ στὶς συνόδους ποὺ συγκαλοῦν, γιατὶ ἔτσι ἠμποροῦν νὰ ἀποφασίζουν χωρὶς νὰ λαμβάνουν ὑπ᾽ ὄψιν τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση. Ἐξοβελίζουν ἔτσι τὸ ὀρθόδοξο συνοδικὸ ἀξίωμα «Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι» καὶ ὅσα θριαμβευτικὰ διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν· ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν... Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν»[26].
Ἡ ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ δὲν εἶναι ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἡ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων, ὅπως θέλει ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας. Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τοῦ οὐράνιου καὶ τοῦ ἐπίγειου τμήματος, τῆς θριαμβεύουσας καὶ τῆς στρατευομένης, εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Διαφορετικὰ ρέπουμε πρὸς τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν ἐπισκοποκεντρισμό, ποὺ ἀποτελοῦν ἐκκλησιολογικὲς ἐκτροπὲς καὶ παρεκκλίσεις[27]. Εἶναι ὄντως «σημαντικὸ νὰ ὑπακοῦμε στὴν Ἐκκλησία», ὅπως συνιστᾶ ὁ μητροπολίτης, ἀλλὰ στὴν διὰ τῶν αἰώνων Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ ὄχι στὴν σύγχρονη Ἐκκλησία τοῦ Βαρθολομαίου, τοῦ Ἱερωνύμου, τῶν Ἀνθίμων καὶ ὅσων τοὺς ἀκολουθοῦν, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπακούουν στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Ὑπακούουμε στοὺς ἐπισκόπους καὶ στὶς συνόδους ποὺ κάνουν ὑπακοὴ στὸν Χριστό, στοὺς Ἀποστόλους καὶ στοὺς Πατέρες· αὐτὸς εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος, ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιὰ νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ ὑπακοὴ στοὺς ἐπισκόπους. Δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη οὔτε ἀδιάκριτη ἡ ὑπακοή. Ὑπάρχει κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, ὅπως δείξαμε στὸ σχετικὸ βιβλίο μας, τὸ ὁποῖο ἀφυπνίζει ὅσους ἀγνοοῦν καὶ ἐλέγχει τοὺς δειλοὺς καὶ ἐθελόδουλους[28]. Ἐπιμένει στὴν κακὴ ὑπακοὴ ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης καὶ λίγο πιὸ κάτω λέγει: «Ὁ πιὸ ἀσφαλὴς τόπος καὶ ὁ πιὸ καλὸς τρόπος γιὰ νὰ σωθοῦμε εἶναι ἡ ἐνορία μας, εἶναι ὁ παπᾶς μας, εἶναι οἱ ἐφημέριοι ποὺ ξέρουμε, εἶναι ὁ ἐπίσκοπός μας ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἔστειλε νὰ θυσιαστεῖ γιὰ μᾶς, εἶναι οἱ Σύνοδοί μας». Εἶναι ὄντως ἀσφαλὴς τόπος καὶ τρόπος γιὰ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση οἱ ἐνορίες καὶ οἱ ἐφημέριοι, ὅταν διδάσκουν καὶ ὁδηγοῦν τοὺς ἐνορίτες μὲ βάση τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ὁρίζει ὅτι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Πίστεως, ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Ὀρθοπραξία, ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία. Ὅταν διδάσκουν ἄλλο Εὐαγγέλιο, «ἕτερον Εὐαγγέλιον», καὶ δὲν τηροῦν τὶς ἀποστολικὲς καὶ πατερικὲς παραδόσεις, τότε γίνονται τόποι καὶ τρόποι ἀπωλείας καὶ πνευματικῆς καταστροφῆς. Πόσες αἱρέσεις καὶ σχίσματα δὲν ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ποὺ τὶς ἐδίδαξαν πατριάρχες, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς; Ἂν σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς ἔκαναν ὑπακοὴ οἱ πιστοί, ὅπως συμβουλεύει ὁ Φλωρίνης, δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία.
Ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, μεγάλη σύγχρονη ἀσκητικὴ μορφή, ποὺ θὰ ἔπρεπε ἤδη νὰ εἶχε ἐπισήμως ἀνακηρυχθεῖ σὲ ἅγιο, ὅπως καὶ ὁ πανάξιος ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς μητροπολίτης ἀείμνηστος Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ὁ Γέροντας Φιλόθεος λοιπὸν ἔγραψε τὸ 1930 τὰ ἑξῆς ἀπαντώντας στὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο ποὺ τοῦ συνιστοῦσε ὑπακοὴ στὸν ἐπίσκοπο καὶ στὶς συνόδους: «Ἐὰν αὐτὴν τὴν γνώμην ἠκολούθουν πάντες οἱ Χριστιανοὶ κατὰ γράμμα, νὰ ἀκολουθοῦν δηλαδὴ τοὺς ἐπισκόπους εἰς πάντα, ἀλλοίμονο τότε, οὔτε Ὀρθοδοξία, οὔτε Ἐκκλησία, οὔτε Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς θὰ ὑπῆρχε σήμερον. Ἐὰν οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἠκολούθουν τοὺς πατριάρχας καὶ ἐπισκόπους, Ἀπολιναρίους, Μακεδονίους, Εὐτυχέας, Διοσκόρους, Σαβελλιο-Σεβήρους, Εὐσεβίους καὶ πολλοὺς ἄλλους, καὶ ἐδέχοντο καὶ ἠσπάζοντο τὰ φρονήματά των, ποῦ τότε Ὀρθοδοξία; Ποῦ χριστιανὸς εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος;!! Καὶ τί λέγω ἀνθρώπους, πατριάρχας καὶ μητροπολίτας; Καὶ δὲν λέγω συνόδους, ὄχι ἀπὸ πέντε ἤ δέκα καὶ εἴκοσι τοιούτους, ἀλλὰ ἀπὸ 100, 200 καὶ 348 μητροπολίτας καὶ ἐπισκόπους, ἀποτελουμένας; Διότι 348 τὸν ἀριθμὸν συνῆλθον ἐν ἔτει 754 ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐξέδωκαν τὸν ὅρον»[29]. Ἐννοεῖ τὴν εἰκονομαχικὴ σύνοδο τῆς Ἱερείας ποὺ ἐξέδωκε «ὅρον», ἀπόφαση, ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων.γ) Καλοὶ καὶ κακοὶ ποιμένες.
Ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ὑπακοὴ σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐνδέχεται καὶ νὰ πλανῶνται, ἀλλὰ ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ προκύπτει μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν διαχρονικὴ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὑπάρχουν καλοὶ καὶ κακοὶ ἐπίσκοποι. Ὑπακούουμε μόνον στοὺς καλοὺς ποιμένες. Στὸ μνημονευθὲν βιβλίο μας γιὰ τὴν κακὴ ὑπακοὴ καὶ τὴν ἁγία ἀνυπακοὴ παραθέσαμε ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς πολλὲς ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς μαρτυρίες. Ἐδῶ ἐπιλεκτικὰ θὰ παραθέσουμε μερικὲς κορυφαίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλους τοῦ ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος διακρίνει τοὺς καλοὺς ποιμένες ἀπὸ τοὺς κακούς, τοὺς μισθωτούς, οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονται ὡς ξένοι μόνον γιὰ τὸ προσωπικό τους συμφέρον, καὶ ἀφήνουν τὸ ποίμνιο στὶς ἄγριες διαθέσεις τῶν λύκων, τῶν αἱρετικῶν, τῶν σχισματικῶν, τῶν ἀνηθίκων. Συνήθως οἱ κακοὶ ποιμένες εἰσέρχονται στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ὄχι κανονικά, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «διὰ τῆς θύρας», ἀλλὰ μὲ συναλλαγὲς καὶ ἀλληλοεξυπηρετήσεις «ἀλλαχόθεν», ἀλλότριοι καὶ ξένοι πρὸς τὸ ὑγιὲς ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν διὰ τῆς θύρας ποιμὴν ἐστι τῶν προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾽ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. Καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾽ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν»[30]. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιστρέφοντας στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὴν τελευταία του ἀποστολικὴ περιοδεία ἐκάλεσε σὲ σύναξη τοὺς ἐπισκόπους – πρεσβυτέρους τῆς περιοχῆς τῆς Ἐφέσου, γιὰ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσει καὶ νὰ τοὺς δώσει τὶς τελευταῖες του ὁδηγίες. Καὶ ἀφοῦ τοὺς εἶπε νὰ προσέχουν τὸ ποίμνιο ἀπὸ τοὺς βαρεῖς λύκους, τοὺς ἀπίστους καὶ αἱρετικούς, πρόσθεσε ὅτι καὶ ἀπὸ ἐσᾶς, ποὺ εἶσθε κανονικοὶ ποιμένες, θὰ ἐμφανισθοῦν πρόσωπα ποὺ θὰ διαστρέφουν τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ προσωπικό τους συμφέρον, προφητεία ποὺ ἐπαληθεύθηκε πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, πολὺ περισσότερο ἐπαληθεύεται σήμερα: «Καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν»[31]. Φθάνει στὸ σημεῖο ὁ οὐρανοβάμων ἀπόστολος νὰ ἐπιπλήττει τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Γαλατίας ποὺ πίστεψαν σὲ διαστροφεῖς τοῦ Εὐαγγελίου, «εἰς ἕτερον Εὐαγγέλιον», καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἴδιος ἀλλοίωνε τὸ Εὐαγγέλιο ἤ ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔπρεπε ὄχι ἁπλῶς νὰ μὴν τοὺς ἀκολουθήσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀναθεματίσουν. Οἱ σημερινοὶ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων ἀλλοιώνουν τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ διαστρέφουν, καὶ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νὰ κάνουν ὑπακοή. Δὲν διαστρέφει τὸ Εὐαγγέλιο ὁ γνωστὸς ἐπίσκοπος ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν καταδικάζει τὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀποφασίσει σχετικά[32], ἐνῶ οἱ συνεπίσκοποί του καὶ ἡ Σύνοδος συμφωνοῦντες σιωποῦν; «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»[33].
Ἀπὸ τὶς πάμπολλες μαρτυρίες τῶν Ἁγίων Πατέρων θὰ ἀναφέρουμε ὀλίγες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μ. Βασιλείου πρὸς τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, τὸν ὁποῖο ἔστειλε στὴν Καισάρεια ὁ προστάτης τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρείου αὐτοκράτορας Οὐάλης, γιὰ νὰ ὑποχρεώσει σὲ ὑπακοὴ τὸν ἱεράρχη καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν αἵρεση. Στὴν ἄκαμπτη καὶ ἀνυπάκουη στάση τοῦ Βασιλείου τοῦ εἶπε ὁ Μόδεστος ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι ἔκαναν ὑπακοὴ καὶ ὑποχώρησαν, γιατί ἐσὺ δὲν ὑποχωρεῖς, ὅπως ὑποχώρησαν καὶ οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι στοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες, τοὺς πλανητάρχες καὶ τοὺς ἐπιτόπιους. Μὴν ἀπορεῖς τοῦ εἶπε ὁ Βασίλειος, γιατὶ φαίνεται πὼς δὲν συνάντησες στὶς περιοδεῖες σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, γιατὶ ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, ἡ Ὀρθοδοξία, ὅταν κινδυνεύει ὁ Θεός, οἱ ἀληθινοὶ ἐπίσκοποι δὲν ὑποχωροῦν, ἀντιστέκονται καὶ δὲν φοβοῦνται ὅ,τι καὶ ἂν πάθουν: «(Μόδεστος) Οὐδεὶς μέχρι τοῦ νῦν οὕτως ἐμοὶ διείλεκται καὶ μετὰ τοσαύτης τῆς παρρησίας – (Βασίλειος) Οὐδὲ γὰρ ἐπισκόπῳ ἴσως ἐνέτυχες· ἤ πάντως ἂν τοῦτον διελέχθη τὸν τρόπον ὑπὲρ τοιούτων ἀγωνιζόμενος»[34]. Ὁ ἴδιος φωτισμένος καὶ διακριτικὸς Διδάσκαλος ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση ἂν πρέπει νὰ ὑπακούουμε εἰς ὅλους καὶ σὲ ὁ,τιδήποτε μᾶς διατάσσουν: «Εἰ δεῖ παντὶ καὶ ὅ,τι δήποτε ἐπιτάσσοντι ὑπακούειν». Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολὺ διαφωτιστική. Μᾶς λέγει ὅτι δὲν ἔχει σημασία ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς διατάζει, ἂν εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, ἂν ἔχει κάποιο ἀξίωμα, ἀλλὰ ἂν αὐτὸ ποὺ μᾶς συμβουλεύει εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως καὶ οἱ ἐπίσκοποι πρέπει νὰ ὑπακούουν καὶ στοὺς λαϊκούς, ὅταν δίνουν ἀγαθὲς συμβουλές. Ὁ Μέγας Μωϋσῆς ὑπήκουσε στὸν πεθερό του Ἰοθόρ[35]. Παραθέτει πολλὰ παραδείγματα καλῆς καὶ κακῆς ὑπακοῆς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα λέγει μαθαίνουμε ὅτι, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι γνήσιος καὶ ἀξιόπιστος καὶ ὑπερβολικὰ ἔνδοξος καὶ ἐπιφανὴς αὐτὸς ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἤ προτρέπει νὰ πράξουμε αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἀπαγορεύει, αὐτὸν πρέπει νὰ ἀποφεύγει ἤ νὰ τὸν σιχαίνεται ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο: «Ἐξ ὧν παιδευόμεθα, ὅτι κἂν πολὺ γνήσιός τις ᾖ κἂν ὑπερβαλλόντως ἔνδοξος ὁ κωλύων τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου προστεταγμένον, ἤ προτρέπων ποιεῖν τὸ ὑπ᾽ αὐτοῦ κεκωλυμένον, φευκτὸς ἢ βδελυκτὸς ὀφείλει εἶναι ἑκάστῳ τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον»[36].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶναι πολὺ πιὸ αὐστηρὸς καὶ λέγει τόσα πολλὰ γιὰ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους, ὡς μία θεραπευτικὴ κριτικὴ τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων, ὥστε καθιστᾶ ἀναπολόγητους κάποιους «καλούς» σημερινοὺς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν νὰ ἀναφερθοῦν στὴν κατάπτωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ ἐνισχύουν μόνον τὴν ἐπισκοποκεντρικὴ αἵρεση καὶ τὴν κακὴ ὑπακοή. Διαπιστώνει ἐν πρώτοις ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ εὑρίσκεται στὸν τρόπο ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων, διότι συνήθως ἐκλέγονται ὄχι οἱ ἱκανοὶ καὶ οἱ ἄξιοι, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν κοσμικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ δύναμη καὶ ὑποστήριξη: «Οὐ γὰρ ἐξ ἀρετῆς μᾶλλον, ἤ κακουργίας, ἡ προεδρία· οὐδὲ τῶν ἀξιωτέρων, ἀλλὰ τῶν δυνατωτέρων οἱ θρόνοι»[37]. Ὁ ἴδιος ἐδοκίμασε διωγμοὺς καὶ συκοφαντίες ἀπὸ κακοὺς ἐπισκόπους καὶ γράφει ὅτι δὲν φοβᾶται οὔτε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε τὰ ἄγρια θηρία· τὸ μόνο ἀπὸ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ φυλάγεται εἶναι οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι, ἔστω καὶ ἂν κινδυνεύει ὁ ἐπισκοπικός του θρόνος. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα, δὲν ἔχουν ὅμως ὅλοι τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂν παραμερίσεις τὸ ἔνδυμα τοῦ προβάτου, θὰ ἀντικρύσεις τὸν λύκο:
«Ἓν ἐκτρέπου μοι, τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους,
μηδὲν φοβηθεὶς τοῦ θρόνου τὴν ἀξίαν.
Πάντων τὸ ὕψος, οὐχὶ πάντων δ᾽ ἡ χάρις.
Τὸ κώδιον πάρελθε, τὸν λύκον βλέπε»[38].
Διστάζει νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἔχει, καὶ ντρέπεται, τελικῶς ὅμως τολμᾶ καὶ τὴν λέγει· οἱ ἐπίσκοποι, ἐνῶ τάχθηκαν νὰ εἶναι διδάσκαλοι τοῦ καλοῦ, κατήντησαν νὰ εἶναι ἐργαστήριο ὅλων τῶν κακῶν: «Αἰσχρὸν μὲν εἰπεῖν, ὡς ἔχει, φράσσω δ᾽ ὅμως· ταχθέντες εἶναι τοῦ καλοῦ διδάσκαλοι, κακῶν ἁπάντων ἐσμὲν ἐργαστήριον»[39].
Μὲ τοὺς δύο μεγάλους Καππαδόκες θεολόγους συμφωνεῖ ἀπόλυτα ὁ ἐξ Ἀντιοχείας ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ ἐβίωσε πιὸ σκληρὰ καὶ ἀπάνθρωπα τοὺς διωγμοὺς τῶν κακῶν ἐπισκόπων, ὥστε ἐξόριστος ἐπὶ τρία ἔτη μὲ κακοσυνοδικὲς ἀποφάσεις νὰ ἀποθάνει συρόμενος καὶ κακοποιούμενος στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου τὸ 407. Διαπιστώνει καὶ αὐτὸς ὅτι ἡ ἀκαταστασία καὶ οἱ ταραχὲς στὶς Ἐκκλησίες ὀφείλονται στὸν κακὸ τρόπο ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων. Δὲν ἐκλέγονται ἄξιοι καὶ ἐνάρετοι, ἀλλὰ γεμᾶτοι ἀπὸ κακίες ἄνθρωποι, ποὺ δὲν εἶναι ἄξιοι οὔτε τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας νὰ πατήσουν, γίνονται ὅμως μὲ τὴν Ἱερωσύνη ἔντιμοι καὶ περίβλεπτοι, τολμοῦν τὰ ἀτόλμητα, ἐξυβρίζουν τὰ ἅγια, διώκουν τοὺς σπουδαίους καὶ ἀξίους, ὥστε ἀνεμπόδιστα οἱ πονηροὶ νὰ ἀνατρέψουν ὅσα θέλουν. Πολλὲς χειροτονίες δὲν γίνονται ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπινη συμβολή[40]. Ὁ μεγαλομάρτυς αὐτὸς καὶ μεγαλειώδης Χρυσορρόας Πατὴρ μετὰ τὰ ὅσα ὑπέστη ἀπὸ κακοὺς ἐπισκόπους καὶ κακὲς συνόδους γράφει ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ἡ ὁποία ὑπέστη κατάθλιψη ἀπὸ τοὺς ἄδικους καὶ ἐξοντωτικοὺς διωγμοὺς ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Διδασκάλου. Δὲν φοβᾶμαι, τῆς γράφει, κανένα ὅσο τοὺς ἐπισκόπους, ἐκτὸς ἀπὸ ὀλίγους: «Οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα, ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»[41].
Νὰ κάνουμε λοιπὸν ὑπακοὴ καὶ στοὺς κακοὺς ἐπισκόπους, ὅπως τοὺς περιέγραψε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ Τρεῖς μέγιστοι φωστῆρες καὶ Ἱεράρχες; Θὰ μπορούσαμε ὁλόκληρο τόμο νὰ γεμίσουμε ἀπὸ σχετικὲς μαρτυρίες. Δικαιολογημένα γι᾽ αὐτὸ ἕτερος νεώτερος Καππαδόκης, προβάλλοντας τὴν σταθερὴ πατερικὴ Παράδοση καὶ δροσίζοντας μὲ αὐτὴν τὴν νεώτερη ἀκαδημαϊκὴ Θεολογία, ποὺ προσπαθοῦσε σὲ πολλὲς περιπτώσεις νὰ ξεδιψάσει μὲ τὰ θολά νερὰ τῆς Παπικῆς καὶ Προτεσταντικῆς Δύσης, ὁ ἐξέχων καὶ ἐπιφανὴς καθηγητὴς τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἀείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, τὰ βιβλία τοῦ ὁποίου εἶναι θησαυρὸς πολύτιμος, συνόψισε τὰ περὶ κακῶν ἐπισκόπων τῶν ἡμερῶν μας λέγοντας τὸ συγκλονιστικό: «Τώρα ὁ Διάβολος κάνει διακοπές, γιατὶ τὸ ἔργο του τὸ ἔχουν ἀναλάβει οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι τρομοκράτες τῶν ἀγωνιζομένων καὶ ἐκπαιδευτὲς τῶν ἀλλοτριωμένων»[42].
δ) Κακοποιοῦν καὶ ὑβρίζουν τὴν Θεοπαράδοτη καὶ Ἁγιοπαράδοτη Ἀποτείχιση. Διαστρέφει καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος.
Τὸ ἄκρον ἄωτον ὅμως τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς διαστρέβλωσης, ἡ κορύφωση τοῦ νὰ παρουσιάζεις τὸ κακὸ ὡς καλὸ καὶ τὸ καλὸ ὡς κακό, τὸ φῶς ὡς σκότος καὶ τὸ σκότος ὡς φῶς, εὑρίσκεται εἰς τὰ ὅσα ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας καὶ πολλοὶ ἄλλοι πιστεύουν καὶ κηρύσσουν γιὰ τὴν εὐλογημένη Ἀποτείχιση, τὴν ὁποία χαρακτηρίσαμε ὡς θεοπαράδοτη καὶ ἁγιοπαράδοτη. Ἤδη ἀναγκασθήκαμε πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, στηριζόμενοι σὲ ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς μαρτυρίες, νὰ συγγράψουμε ἕνα μικρὸ τευχίδιο, γιὰ νὰ διαλύσουμε τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς παρεξηγήσεις. Ἐκεῖ ἐκφράζουμε τὴν ἀπορία καὶ τὴν λύπη μας, διότι ἀκόμη καί πρόσωπα μὲ «ὀρθόδοξο» φρόνημα, καὶ μάλιστα λόγιοι ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καὶ καθηγητές, ἐκλαμβάνουν τὴν Ἀποτείχιση κακῶς καὶ ἀμαθῶς, ἴσως καὶ ἰδιοτελῶς, ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ὅπως εἶναι, ὡς χωρισμὸ δηλαδὴ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς ψευδεπισκόπους. Ἰσχυρίζονται, γράφουν καὶ κηρύσσουν ὅτι αὐτοὶ δὲν ἀποτειχίζονται, ἀλλὰ μένουν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅτι δίνουν τὸν ἀγώνα μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὑπονοοῦν ἔτσι ὅτι ὅσοι ἀποτειχίζονται εὑρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἀποτείχιση εἶναι σχίσμα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ μικρό μας αὐτὸ βιβλίο τὸ κυκλοφορήσαμε μὲ τὸν τίτλο «Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις»[43].
Γίνονται ἔτσι καλοὶ συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν αἱρετικῶν ψευδεπισκόπων, διότι δὲν ἀφήνουν νὰ ὑψωθεῖ τὸ τεῖχος τῆς διακοπῆς τῆς μνημόνευσης τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου, μὲ συνέπεια, χωρὶς τείχη καὶ ὀχύρωση, ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπὶ δεκαετίες τώρα, νὰ προελαύνει ἀνεμπόδιστα, νὰ καταλαμβάνει πρόσωπα, θεσμούς, συνόδους, ἀρχιερεῖς, θεολογικὲς σχολές, καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς ἐλεύθεροι σκοπευτές, χωρὶς τεῖχος καὶ ὀχύρωση, ρίχνουμε μερικὲς τουφεκιές, «ἔπεα πτερόεντα», ἀπέναντι ἑνὸς ἐχθροῦ ὀργανωμένου μὲ ἀσύγκριτη ὑπεροπλία, ποὺ ἀποτελεῖ ἀσύμμετρη ἀπειλή. Αὐτὸ ὅμως δὲν κάναμε τόσα χρόνια ἀναβάλλοντας τὴν κατασκευὴ τοῦ τείχους; Τὸ νὰ παύσουμε δηλαδὴ νὰ μνημονεύουμε στὶς ἀκολουθίες τὰ ὀνόματα τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων; Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ Ἀποτείχιση, τὸ νὰ μὴ μνημονεύει ὁ ἱερεὺς τὸ ὄνομα τοῦ οἰκουμενιστοῦ ἐπισκόπου, καὶ ὁ λαϊκὸς νὰ μὴν ἐκκλησιάζεται ἐκεῖ ποὺ μνημονεύεται οἰκουμενιστὴς ἐπίσκοπος. Δὲν χρειάζεται μεγάλη ἀρχαιομάθεια γιὰ νὰ καταλάβεις διαβάζοντας τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου (861) ὅτι α) τὸν ὅρο Ἀποτείχιση τὸν χρησιμοποιεῖ ἡ Σύνοδος, καὶ δὲν εἶναι ἐφεύρημα κάποιων σχισματικῶν ἤ αἱρετικῶν καὶ β) ὅτι Ἀποτείχιση ὀνομάζεται ὄχι κάποια σχισματικὴ ἐνέργεια ἤ αἵρεση, ἀλλὰ ἁπλῶς ἡ διακοπὴ μνημόνευσης τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου. Νὰ διδάξουμε τώρα καὶ Γραμματικὴ καὶ Συντακτικό; Θὰ παραθέσουμε ξανὰ τὸν Ἱερὸ Κανόνα στὴν ὑποσημείωση, γιὰ νὰ φραγοῦν τὰ στόματα τῶν διαστροφέων καὶ νὰ ἀφυπνισθοῦν κάποιοι ἀδιάφοροι καὶ ἀπρόσεκτοι. Ἀφοῦ στὸ πρῶτο τμῆμα ὁ Κανὼν λέγει ὅτι σὲ σχίσμα περιπίπτουν ὅσοι διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς ἐπισκόπους καὶ δὲν ἀναφέρουν τὸ ὄνομά τους στὶς ἀκολουθίες μὲ πρόφαση κάποια «ἐγκλήματα» καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξει συνοδικὴ ἀπόφαση, στὸ δεύτερο μέρος ὁ Ἱερὸς Κανὼν διευκρινίζει ὅτι αὐτὸ δὲν ἰσχύει, δηλαδὴ ἡ κατηγορία γιὰ σχίσμα, γιὰ ὅσους διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο, ὅταν αὐτὸς κηρύσσει αἵρεση. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ ἐπιτιμῶνται καὶ νὰ τιμωροῦνται «οἱ ἀποτειχίζοντες ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας», ἀλλὰ πρέπει νὰ τιμῶνται ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς Ὀρθοδόξους. Διότι κατέκριναν καὶ ἀπέρριψαν ὄχι ἀληθινοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ ψευδεπισκόπους καὶ δὲν προκάλεσαν στὴν Ἐκκλησία σχίσματα καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ φρόντισαν νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτά[44]. Θὰ ἦταν ποτὲ δυνατόν, ἂν ἡ Ἀποτείχιση εἶναι σχίσμα καὶ σὲ βγάζει ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος νὰ συνιστᾶ τὴν Ἀποτείχιση καὶ νὰ ἐπαινεῖ καὶ νὰ τιμᾶ ὅσους ἀποτειχίζονται; Ἂς διαβάσουν κάποιοι προσεκτικὰ τὸν Ἱερὸ Κανόνα καὶ ἂς σκεφθοῦν ὅτι μεγάλοι Ἅγιοι καὶ Πατέρες, ἀλλὰ καὶ σύγχρονοι Ἅγιοι Γέροντες καὶ Ἐπίσκοποι ἀποτειχίσθηκαν ἀπὸ αἱρετίζοντες πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιο Ὄρος ἀποτειχίσθηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ μαζί τους ὁ Ἅγιος Παΐσιος καὶ τρεῖς ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁμολογητὴς ὅσιος Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ οἱ ὁμόφρονες καὶ συναγωνιστές του μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καὶ Παραμυθίας Παῦλος. Ὅλοι αὐτοὶ βγῆκαν ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἦσαν σχισματικοί; Ἂς τολμήσει ὁ ξένος καὶ ἀλλότριος ποιμενάρχης τῆς Φλώρινας Εἰρηναῖος νὰ ἰσχυρισθεῖ ὀνομαστικὰ σὲ κήρυγμά του ὅτι ὁ ὅσιος Αὐγουστῖνος ἦταν σχισματικός, πολὺ δὲ περισσότερο ὅτι ἦταν αἱρετικός, ὅπως ἀμαθέστατα ἰσχυρίσθηκε, ὅπως θὰ δοῦμε. Πιστεύει στὰ ψεύδη τοῦ μητροπολίτη Λεμεσοῦ ὁ ὁποῖος (κρίμα!! ἐλύπησε πολλούς) δικαιολογώντας τὴν δειλία, τὴν ἀπραξία, τὸ βόλεμα, τὴν ἔλλειψη ὁμολογητικοῦ καὶ ἀνδρείου πνεύματος ἰσχυρίσθηκε ὅτι οὔτε ὁ Ἅγιος Παΐσιος οὔτε ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἀποτειχίσθηκαν; Δὲν εἶδε τὴν πλημμυρίδα τῶν διαψεύσεων ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων ποὺ δημοσιεύθηκαν στὸ Διαδίκτυο καὶ κατεντρόπιασαν τὸν ἀπὸ πολλοὺς ἐκτιμώμενο ἱεράρχη[45]; Θὰ ἐντραπεῖ ἆραγε καὶ θὰ ἀνακαλέσει ὅσα χειρότερα ἰσχυρίσθηκε ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας Εἰρηναῖος γιὰ τὴν θεοπαράδοτη καὶ ἁγιοπαράδοτη Ἀποτείχιση;
Πρὶν παραθέσουμε ὅσα διεστραμμένα καὶ διαστρεβλωμένα εἶπε στὸ συγκεκριμένο κήρυγμα θὰ ἐξηγήσουμε, γιατὶ χαρακτηρίζουμε τὴν Ἀποτείχιση ὡς θεοπαράδοτη καὶ ἁγιοπαράδοτη, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθοῦμε ὡς ὑπερβάλλοντες. Ὅπως ἐξηγήσαμε ἐννοιολογικά, μὲ βάση καὶ τὰ Λεξικά, ἀποτειχίζω, σημαίνει ὑψώνω τεῖχος, καὶ ἀποτειχίζομαι σημαίνει ὀχυρώνομαι μὲ τεῖχος, γιὰ νὰ προστατευθῶ ἀπὸ κάποιο κίνδυνο, ἀπὸ κάποιο ἐχθρό. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα, ἀκόμη καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο ποὺ συνιστᾶ τὴν Ἀποτείχιση, χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι ὑψώνουμε τεῖχος γιὰ νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐκτροπὲς καὶ παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ ὅσους διδάσκουν τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς ἐκτροπές[46]. Αὐτὸ ὅμως δὲν δίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς μὲ ὅσα περὶ καλῶν καὶ κακῶν ποιμένων εἶπε, τοὺς ὁποίους κακοὺς καὶ μισθωτοὺς ποιμένες δὲν ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα; Αὐτὸ δὲν ἐδίδαξαν καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες, ὅπως ἐνωρίτερα παρουσιάσαμε ἐνδεικτικά; Θεοπαράδοτη λοιπὸν γιατὶ τὴν ἐδίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ Ἁγιοπαράδοτη γιατὶ τὴν ἐδίδαξαν καὶ τὴν ἐφήρμοσαν οἱ Ἅγιοι.
Τώρα ἂς δοῦμε ὅσα ἀπίστευτα καὶ πρωτάκουστα εἶπε ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας γιὰ τὴν Ἀποτείχιση καὶ τοὺς ἀποτειχισμένους: «Εἶναι δὲ τόσο σημαντικὸ οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑπακοῦμε στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀκόμη καὶ θαύματα νὰ κάνουμε, ἐὰν δὲν ὑπακοῦμε, τότε λατρεύουμε τὸν Διάβολο, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Μάλιστα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους σήμερα, ποὺ νομίζουν ὅτι ἔχουν ὀρθὴ πίστη καὶ θέτουν τὸν ἑαυτό τους πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τοὺς ὀνομάζουμε αἱρετικοὺς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ αἰῶνες ἀγωνίσθηκε μ᾽ αὐτοὺς καὶ πάντα ἐμφανίζονται μὲ νέες μορφές, ὅπως εἶναι σήμερα τὰ σχίσματα καὶ οἱ λεγόμενοι ἀποτειχισμένοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀλαζόνες ἄνθρωποι ποὺ ὁδηγοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, τὴν ψυχή τους, καὶ ἄλλους ἀνθρώπους στὴν καταστροφὴ καὶ στὸν πνευματικὸ θάνατο». Ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσω τὴν διόρθωση καὶ τὴν ἀφαίρεση τῶν διαστροφῶν καὶ τῶν κακοποιήσεων; Πάλιν καὶ πολλάκις προβάλλεται ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ὅπως ἀναπτύξαμε στὰ προηγούμενα, κατανοεῖται ἐσφαλμένα ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ὡς ὑπακοὴ στοὺς ἐπισκόπους, στὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία, καὶ ὄχι στὴν Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, στὸ σύνολο τῶν πιστῶν, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, στὸν Χριστό, στοὺς Ἀποστόλους, στοὺς Ἁγίους, στὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ μεταπατερικοὶ τοῦ Βόλου καὶ γενικῶς οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ Νεωτεριστές, στοὺς ὁποίους ἀνήκει ὁ Φλωρίνης, κατανοοῦν τὴν ὑπακοὴ ὡς ὑπακοὴ στοὺς σύγχρονους μόνον ἐπισκόπους καὶ στὶς σύγχρονες συνόδους, ἔστω καὶ ἂν ἀποφασίζουν ἀντίθετα πρὸς τὸν Χριστό, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Ἁγίους, ὅπως συνέβη μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καὶ μὲ τὶς ἀποφάσεις γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα.
Αὐτὰ ποὺ λέγει, ἂν τὰ λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιηθοῦν μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ γιὰ δύο λόγους. Ἐν πρώτοις, γιατὶ δὲν προέρχονται ἀπὸ γνήσιο ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου. Δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ ἕναν πτυχιοῦχο τῆς Θεολογίας νὰ ξεχωρίσει τὰ γνήσια ἀπὸ τὰ μὴ γνήσια ἔργα, καί, ἂν δὲν τὰ θυμᾶται, νὰ συμβουλευθεῖ ἕνα ἐγχειρίδιο Πατρολογίας. Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἡ «Ἐπιστολὴ πρὸς Ἥρωνα διάκονον Ἀντιοχείας» ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ γνώμη ποὺ παραθέτει ὁ Εἰρηναῖος τῆς Φλώρινας προέρχεται ἀπὸ μὴ γνήσιο ἔργο. Ἀκόμη καὶ ἡ γνωστὴ μεγάλη ἔκδοση τοῦ ἀββᾶ Migne ἐκδίδει τὴν ἐπιστολὴ ὄχι μεταξὺ τῶν γνησίων, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν «ὑποβολιμαίων» ἐπιστολῶν (Epistolae Suppositiae) καὶ ἡ νεώτερη ἑλληνικὴ ἔκδοση τῆς ΕΠΕ (Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας) τοῦ καθηγητοῦ Π. Χρήστου καὶ τῶν συνεργατῶν του, στοὺς ὁποίους ἐξ ἀρχῆς συγκαταλέγεται καὶ ὁ γράφων, τὴν ἐκδίδει μεταξὺ τῶν ἀμφιβαλλομένων ἔργων, πάντως ὄχι τῶν γνησίων. Ὁ δεύτερος λόγος τῆς προσοχῆς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιδειχθεῖ φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι καὶ ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς ἀμφιβαλλόμενης ἐπιστολῆς Πρὸς Ἥρωνα δὲν προκύπτουν αὐτὰ ποὺ προβάλλει ὁ ἐπίσκοπος Εἰρηναῖος, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στὴν Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ θαύματα ἂν κάνουμε, γιατὶ ἂν δὲν ὑπακοῦμε, τότε λατρεύουμε τὸν Διάβολο. Πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ λατρεία τοῦ Διαβόλου. Τὸ χωρίο λέγει: «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, κἂν προφητεύει, λύκος σοι φαινέσθω, ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος»[47]. Τὰ διατεταγμένα δὲν εἶναι ὅσα οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι λέγουν, οἱ οἰκουμενιστὲς καὶ νεωτεριστές, οἱ μεταπατερικοὶ καὶ ἀντιπατερικοί, ἀλλὰ ὅσα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν «τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στὸ κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα περιφρονοῦν οἱ ὁμόφρονες τοῦ ἐπισκόπου Εἰρηναίου. Οὐσιαστικῶς τὸ χωρίο στρέφεται ἐναντίον τῶν Οἰκουμενιστῶν ποὺ περιφρονοῦν ὁλοφάνερα τοὺς Ἁγίους Πατέρς καὶ ὄχι ἐναντίον τῶν Ἀποτειχισμένων ποὺ ἀκολουθοῦν τὰ διατεταγμένα. Τὸ βέλος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει ὡς αὐτεπίστροφο (μπούμεραγκ) ἐναντίον τοῦ ἰδίου καὶ τῶν ὁμοίων του, ποὺ τοὺς παρουσιάζει ὡς λύκους μὲ ἐμφάνιση προβάτου ἤ ὅπως θέλει ὁ ἐπίσκοπος ὡς λατρευτὰς τοῦ Διαβόλου.
Ἡ μεγάλη πάντως διαστροφὴ δὲν βρίσκεται στὴν χρήση μὴ γνήσιου ἔργου καὶ στὴν ἀλλοίωση τοῦ σχετικοῦ χωρίου, βρίσκεται εἰς τὸ ὅτι παρακάτω ἰσχυρίζεται ὁ διαστροφέας καὶ συκοφάντης ἐπίσκοπος ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίζονται πολλοὶ αἱρετικοί· καὶ μία νέα μορφὴ τῶν αἱρετικῶν εἶναι οἱ λεγόμενοι σήμερα ἀποτειχισμένοι. Ντροπή
σου, Δέσποτα, γιὰ τὴν ἐλαφρότητα, τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ὕβρη, τὴν συκοφαντία, καὶ κρίμα γιὰ τὴν θεολογική σου ἀμάθεια καὶ ἀσχετοσύνη, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προκύπτει ὅτι, ἐνῶ εἶσαι τυφλός, προσπαθεῖς νὰ ὁδηγήσεις ἄλλους μὲ τὴν γνωστὴ κατάληξη τοῦ παροιμιακῶς λεγομένου ὅτι, ἂν κάποιος τυφλὸς ὁδηγεῖ ἄλλον τυφλό, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο στὸν λάκκο: «Ἐὰν τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται». Δὲν φρόντισες νὰ μάθεις, ὅπως ἔχεις ὑποχρέωση ὡς ἐπίσκοπος ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, μερικὲς βασικὲς θεολογικὲς ἔννοιες, ὥστε ὡς διδάσκαλος τοῦ ποιμνίου σου νὰ διδάσκεις ὀρθά, ὀρθόδοξα, καὶ νὰ μὴ γίνεσαι ψευδοδιδάσκαλος καὶ ψευδεπίσκοπος, ὑποκείμενος σὲ κανονικὰ ἐπιτίμια[48]; Ἤδη ὁ Μ. Βασίλειος στὴν Α´ Κανονικὴ Ἐπιστολή του, ποὺ περιέχεται εἰς ὅλες τὶς συλλογὲς Κανόνων καὶ εἰς τὸ γνωστὸν εἰς ὅλους Πηδάλιον μᾶς δίδει τὸν ὁρισμὸ τῆς αἱρέσεως καὶ ὡς πρὸς τί διαφέρει ἡ αἵρεση ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν παρασυναγωγή. Μᾶς λέγει λοιπὸν ὅτι κατὰ τὴν Παράδοση αἱρέσεις ὀνομάζονται οἱ παρεκκλίσεις σὲ δογματικὰ θέματα, σὲ θέματα πίστεως, ἐνῶ σχίσματα οἱ διενέξεις σὲ διοικητικὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα καὶ παρασυναγωγὲς οἱ συνάξεις ἀπὸ ἀνυπότακτους ἱερεῖς, ἐπισκόπους καὶ λαϊκούς: «Ὅθεν τὰ μὲν αἱρέσεις ὠνόμασαν, τὰ δὲ σχίσματα, τὰ δέ, παρασυναγωγάς. Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾽ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, Σχίσματα δέ, τοὺς δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας, Παρασυναγωγὰς δέ, τὰς συνάξεις, τὰς παρὰ τῶν ἀνυποτάκτων Πρεσβυτέρων ἤ Ἐπισκόπων, καὶ παρὰ τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας». Κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἰωάννη Καρμίρη, ποὺ ἀκολουθεῖ ὅσα λέγει ὁ Μ. Βασίλειος «ἐπεκράτησε νὰ χαρακτηρίζονται ὡς αἱρετικοὶ μὲν οἱ ἐνσυνειδήτως ἀποκλίνοντες ἀπὸ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ ἀπορρίπτοντες ἓν ἤ πλείονα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐμμένοντες εἰς τὰς ἑαυτῶν πλάνας καὶ μετὰ τὴν νουθεσίαν καὶ προτροπὴν τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἀπόπτωσιν αὐτῶν, σχισματικοὶ δὲ οἱ ἀντισυνάγοντες τοῖς κανονικοῖς ἐπισκόποις καὶ “δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντες”, ἄρα οἱ ἀποκλίνοντες ἀπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καὶ εὐταξίας καὶ μὴ ὑποτασσόμενοι εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱεραρχίαν»[49].
Καὶ γιὰ νὰ προσγειωθεῖς στὴν Ὀρθόδοξη πραγματικότητα, σὲ ἐνημερώνουμε ὅτι ὁ Ὁσιολογιώτατος Γέροντας Γαβριὴλ Ἁγιορείτης τοῦ Κουτλουμουσιανοῦ Κελλίου «Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ ἐν Πάτμῳ», ἀπὸ τὸ ὁποῖον περνοῦν καθημερινὰ πλῆθος πιστῶν, γιὰ νὰ συμβουλευθοῦν τὸν Γέροντα, ὅπως συνέβαινε μὲ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, εἶπε σὲ σχετικὴ ἐρώτηση προσκυνητή, πὼς ὅποιος συκοφαντεῖ ἤ πολεμεῖ τὴν Ἀποτείχιση εἶναι αἱρετικός, διότι ἀρνεῖται τὴν θεοπνευστία τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Ποιός λοιπόν, συκοφάντη, ἐπίσκοπε, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποτειχίσθηκαν «πάλαι τε καὶ ἐπ᾽ ἐσχάτων», ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Ἁγίους Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, Θεόδωρο Στουδίτη, Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων, Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, καὶ τοὺς συγχρόνους Ἅγιο Παΐσιο, Ὅσιο Αὐγουστῖνο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπισκόπους Ἀμβρόσιο καὶ Παῦλο, καὶ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀποτειχισθέντες στὶς ἡμέρες μας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ γράφων, ποιός ἐδίδαξε αἵρεση καὶ ποιά αἵρεση ἐδίδαξε; Κανεὶς μέχρι τώρα δὲν διέστρεψε, δὲν ἀναποδογύρισε τὴν ἀλήθεια ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ διαφωνοῦν μὲ τὴν Ἀποτείχιση. Διαδέχθηκες λοιπὸν στὴν Μητρόπολη τῆς Φλώρινας ἕναν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, τὸν ὁμολογητὴ Αὐγουστῖνο Καντιώτη; Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ Ἅγιοι ποὺ ἀποτειχίσθηκαν, ποὺ δὲν τοὺς μνημονεύσαμε ὅλους, αὐτοὶ ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ γι᾽ αὐτὸ τοὺς τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία, ἐνῶ ἐσὺ τοὺς θεωρεῖς ὡς αἱρετικούς. Τόλμησε νὰ πεῖς σὲ Ναὸ τῆς Μητροπόλεως ὅτι ὁ Αὐγουστῖνος εἶναι αἱρετικὸς ἤ ὁ Ἅγιος Παΐσιος εἶναι αἱρετικός. Μνημονεύεις ἆραγε μεταξὺ τῶν προκατόχων σου τὸν ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο; Καὶ ἂν τὸν μνημονεύεις, πῶς δὲν θυμᾶσαι ὅτι ἔπαυσε νὰ μνημονεύει τὸν μασόνο Ἀθηναγόρα, ἐνῶ ἐσὺ μνημονεύεις τὸν οἰκουμενιστὴ Βαρθολομαῖο;
Ἡ Ἀποτείχιση, ἐπίσκοπε τῆς Φλώρινας, δὲν εἶναι οὔτε αἵρεση οὔτε σχίσμα. Ἀγωνίζονται οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, διωκόμενοι καὶ τιμωρούμενοι, γιὰ νὰ φυλάξουν καὶ νὰ τηρήσουν τὰ Δόγματα καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Πράττουν αὐτὸ ποὺ ἐσὺ ὑποσχέθηκες νὰ πράξεις κατὰ τὴν χειροτονία σου ψευδόμενος καὶ δὲν τὸ ἔπραξες[50]. Αἱρετικοὶ εἶναι ὅσοι στηρίζουν καὶ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ μικρότητά σου, ἔστω καὶ ἂν κάποιοι ἄλλοι μικροὶ νομίζουν καὶ κηρύσσουν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ὑπάρχει, εἶναι στὴν φαντασία τῶν ἀντιοικουμενιστῶν[51], ὀρθώνοντας τὴν ἀναξιότητα καὶ μηδαμινότητά τους ἀπέναντι σὲ κορυφαίους, γιγαντιαίους Ἁγίους καὶ Θεολόγους, ἀπέναντι στὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τὸν Ἅγιο Παΐσιο, τὸν Γέροντα Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, τὸν Γέροντα Γεώργιο Καψάνη, τὸν Γέροντα Μᾶρκο Μανώλη, τὸν πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό, τὸν καθηγητὴ Κωνσταντῖνο Μουρατίδη καὶ πολλοὺς ἄλλους, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. Οἱ οἰκουμενιστές, ἐπειδὴ βλέπουν, ἀλλὰ δὲν βλέπουν καὶ ἀκούουν ἀλλὰ δὲν ἀκούουν, ἂς κάνουν τὸν κόπο νὰ προμηθευθοῦν τοὺς δύο τόμους τῶν Πρακτικῶν τοῦ «Διορθοδόξου Θεολογικοῦ Συνεδρίου», ποὺ συνδιοργάνωσαν τὸ «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» ἐπὶ πέντε ἡμέρες ἀπὸ 20-24 Σεπτεμβρίου 2004 στὴν Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μὲ γενικὸ θέμα «Οἰκουμενισμός: Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις» καὶ μὲ ἑξήντα εἰσηγήσεις καὶ ἰσάριθμους εἰσηγητὰς ἀπὸ πολλὲς Ὀρθόδοξες χῶρες. Θὰ ξυπνήσουν τότε καὶ θὰ διαπιστώσουν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ὑπαρκτός, δὲν εἶναι φάντασμα καὶ δημιούργημα τῶν ἀντιοικουμενιστῶν. Ὅμως καὶ ὁ Διάβολος πείθει πολλοὺς ὅτι εἶναι ἀνύπαρκτος, γιὰ νὰ μὴ τὸν πολεμοῦν. Μήπως ἔβαλε τὴν πονηριά του, τὸ χεράκι του, γιὰ νὰ διδάσκουν κάποιοι ὅτι δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενισμός, ἑπομένως ὅσοι τὸν πολεμοῦν κυνηγοῦν φαντάσματα;
ε) Ξεπέρασε καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο στὴν διαστρέβλωση.
Ξεπέρασε πάντως καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο ὁ μητροπολίτης Εἰρηναῖος καὶ ἐπλειοδότησε στὴν διαστρέβλωση, διότι καὶ ἐκεῖνος ἔδειξε τὴν ἀποστροφὴ καὶ ἀπέχθειά του πρὸς τὴν Ἀποτείχιση κατὰ τὴν χειροτονία τοῦ μητροπολίτη Καστοριᾶς Καλλινίκου (10.10.2021) δίνοντάς του συμβουλὲς ὅτι πρέπει νὰ ὑπακούει ἀδιάκριτα καὶ χωρὶς προϋποθέσεις εἰς αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ ἴδιος καὶ ἡ Σύνοδος, γιατὶ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Σύνοδος: «Πάνω ἀπὸ ὅλα εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ Σύνοδό της, διότι αὐτὴ καθοδηγεῖ αὐτὸ τὸ σκάφος. Καὶ σὲ αὐτὴν θὰ πειθαρχεῖς». Ὅταν ὅμως ἡ Σύνοδος κάνει λάθος ἀκολουθώντας τὴν λάθος καθοδήγηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου, καὶ ὅσα ἀποφασίζουν καὶ ἐν συνόδῳ εἶναι ἀντίθετα πρὸς ὅσα ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ἐδίδαξαν, πρὸς ὅσα διαχρονικὰ πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι ὅπως ἀναπτύξαμε, ὅταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἡ Σύνοδος ὁδηγοῦν τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας στὰ βράχια τῆς αἵρεσης, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης, στὴν ὑποδούλωση στοὺς ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ τότε ὑπακοὴ στὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ στὴν Σύνοδο; Πόσες σύνοδοι καὶ πόσοι ἐπίσκοποι δίδαξαν αἱρέσεις καὶ ἀποδείχθηκαν ψευδοσύνοδοι καὶ ψευδοεπίσκοποι; Μόνον ὁ πάπας διεκδικεῖ τὸ ἀλάθητο καὶ οἱ σύνοδοι ποὺ αὐτὸς κατευθύνει.
Δὲν τόλμησε πάντως ὁ ἀρχιεπίσκοπος νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἡ Ἀποτείχιση εἶναι αἵρεση ἤ σχίσμα, ἁπλῶς τὴν ὑποβίβασε σὲ μία προσωπική, ἰδιωτικὴ ἐκτίμηση τοῦ ἀποτειχιζόμενου, ποὺ σὰν ἐλεύθερος ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαφωνεῖ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ διατυπώνει τὴν ἀμφισβήτηση γραπτῶς καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα κάνει ἰδιωτικὴ ζωή, κάνει αὐτὰ ποὺ θέλει, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως συμβαίνει μὲ ἕναν ὑπάλληλο Ἑταιρείας ἤ καταστήματος, ἀποσύρεται στὸ σπίτι του στὸ Μοναστήρι του, στὸ κελλί του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔχει τὶς θέσεις τὶς δικές του. Ἔτσι ὅμως δὲν ἀφήνει ἐλεύθερους τοὺς προβατόσχημους λύκους, τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ τὶς ψευδοσυνόδους, νὰ κατασπαράσσουν τὰ πρόβατα; Ἀνατριχιάζει πάντως μαζὶ μὲ ἄλλους ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὅταν ἀκούει τὴν λέξη ἀποτείχιση. Δὲν ξέρει ὅτι ἡ λέξη ὑπάρχει στὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861); Ἀνατριχιάζει μὲ ὅσα λέγει μία ἀληθινὴ σύνοδος, καὶ εὐχαριστεῖται μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, μὲ τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα, μὲ τὶς βλάσφημες ἐνέργιες στὰ μέτρα γιὰ τὸν Κορωνοϊὸ καὶ μὲ τὰ «σωτήρια» ἐμβόλια; Εἶπε ἐπὶ λέξει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος: «Σεβόμαστε τὴν ἐλευθερία σου καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ καθενός. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἔρθει καὶ νὰ πεῖ, “πατέρα μου ἐγὼ αὐτὸ εἶμαι” καὶ νὰ ἀφήσει τὰ καθήκοντά του καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ σπίτι του, στὸ Μοναστήρι του, στὸ κελλί του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἔχει τὶς θέσεις τὶς δικές του. Ὑπάρχει μία φράση, ποὺ πολλοὶ τὴν ἀκοῦνε καὶ ἀνατριχιάζουν: ἀποτειχίζομαι. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ διαφωνεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ τηρήσει τὴν γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἔρχεται καὶ λέει “αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι δικά μου πιστεύματα, ἀλλὰ ὅμως ὀφείλω ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία”, ἑπομένως σᾶς δίνω ἕνα χαρτὶ καὶ σᾶς λέω ἀποτειχίζομαι καὶ ἀπὸ ᾽δῶ καὶ πέρα κάνω ἰδιωτικὴ ζωή, κάνω αὐτὸ ποὺ θέλω». Αὐτὴν τὴν συμβουλὴ πάντως δὲν τὴν ἐτήρησε ὁ ἀρχιεπίσκοπος ὡς μητροπολίτης Θηβῶν καὶ Λεβαδείας ἀπέναντι τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου καὶ τῶν τότε συνοδικῶν ἀποφάσεων, ὅπως, τοῦ ὑπενθυμίζει σὲ ἐπιστολὴ ὁ μητροπολίτης πρώην Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος[52].
Φαίνεται πὼς αὐτὴ τήν «σοφή», τήν «δημοκρατική», τὴν πρωτότυπη καὶ «εἰρηνική» γιὰ τοὺς ἐπισκόπους συμβουλὴ τοῦ Ἱερωνύμου, ποὺ ὁ ἴδιος δὲν τηροῦσε, δὲν τὴν ἤξερε ὁ πρώην Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος καὶ ὅσοι συνεργάσθηκαν μαζί του, ὅπως ὁ Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου Στέφανος, ὡς πρωτοσύγκελλος τοῦ Θεσαλονίκης καὶ ἔστησαν ἐπισκοπικὰ δικαστήρια καὶ ἔδιωξαν ἀπὸ τοὺς ναοὺς των τὸν ἀείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο π. Νικόλαο Μανώλη, ποὺ ἦταν πανάξιος κληρικός, φιλομόναχος, φιλακόλουθος, ἁγιόφιλος, ἀγωνιστής, ὁμολογητής, ὑποδειγματικὸς οἰκογενειάρχης, τέκνο πολιοῦ σεπτοῦ ἱερέως, πνευματικὸς καθοδηγητὴς καὶ ἐξομολόγος πλήθους πιστῶν, καὶ τὸν γράφοντα, τοῦ ὁποίου ὁ δικαστικὸς φάκελλος μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς καθαιρέσεως διαβιβάσθηκε στὴν Ἱερὰ Σύνοδo, ἀλλὰ δὲν προχωροῦν τὴν διαδικασία καὶ ἐπὶ ἔτη τώρα ἐκκρεμοδικεῖ τὸ θέμα, παρανόμως καὶ ἀντικανονικῶς, καὶ ὑφίσταμαι τὰ ἐπιτίμια τοῦ διωγμοῦ ἀδίκως, μὲ τὴν ἐλπίδα τους ἤ ὅτι θὰ ἀποθάνω καὶ θὰ ἡσυχάσουν ἤ ὅτι θὰ κουρασθῶ καὶ θὰ τὰ παρατήσω.
Κάποιοι μάλιστα ἀγαπολόγοι ὑποκριτές, κατὰ τὴν συνήθη τακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὁμιλοῦν ὅτι αὐτὸ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη, γιατὶ περιμένουν τὴν μετάνοιά μου, νὰ ἀφήσω δηλαδὴ τὴν ἀκολούθηση τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, νὰ μισήσω τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ ἀγαπήσω τὸ ψεῦδος, ἑπόμενος ὄχι τοῖς θείοις Πατράσι, ἀλλὰ τοῖς προβατοσχήμοις λύκοις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ Κολυμπαρίου, τοῦ Οὐκρανικοῦ σχίσματος, τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς Ὁμοφυλοφιλίας καὶ τῶν προγαμιαίων σχέσεων, ποὺ θριαμβεύουν καὶ μένουν ἀτιμώρητοι, τῶν βλασφήμων ποὺ ἔκλεισαν τοὺς ναοὺς καὶ τοὺς ἀπολύμαναν, ποὺ ὑποχρέωσαν τοὺς πιστοὺς νὰ φοροῦν μάσκες μέσα στοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἐμβολιασθοῦν μὲ ἐπικίνδυνα ἐμβόλια. Νὰ παύσω δηλαδὴ νὰ ἀγαπῶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ νὰ ἀγαπήσω τὸν Διάβολο, ποὺ ψιθυρίζει στὰ αὐτιὰ τῶν αἱρετικῶν ὅλων τῶν αἰώνων τὶς πλάνες καὶ τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ παύσω νὰ ἀγαπῶ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς Ὀρθοδόξους, τοὺς ἀνύποπτους καὶ ἀκατήχητους πιστούς, ποὺ δὲν βλέπουν οὔτε καταλαβαίνουν τοὺς κακοὺς καὶ ἐπικίνδυνους ποιμένες, καὶ περιμένουν ἀπὸ κάποιους νὰ τοὺς ἐνημερώσουν γιὰ τὸν κίνδυνο. Δὲν χρειάζομαι τὴν ψεύτικη ἀγάπη τοῦ Διαβόλου καὶ τῶν ἀνθρώπων του, οὔτε φοβοῦμαι τὴν καθαίρεση, αὐτοὶ τὴν φοβοῦνται, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν συμφωνεῖ, οὔτε ἐγκρίνει τὶς ἀποφάσεις τῶν ἀδίκων, ἀλλὰ ἐπιβραβεύει καὶ μακαρίζει ὅσους ἀδίκως συκοφαντοῦνται καὶ διώκονται. Πάντως μετὰ ἀπὸ ὅσα γιὰ τὴν Ἀποτείχιση εἶπε ὁ ἀρχιεπίσκοπος κατὰ τὴν χειροτονία τοῦ Καστορίας Καλλινίκου, ξένα, ἀλλότρια καὶ διεστραμμένα, κατάλαβα γιατὶ δὲν προχωροῦν στὴν καθαίρεσή μου ἤ γιατὶ ὁ νέος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἀκολουθώντας τὴν συμβουλὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου, δὲν ἀποσύρει τὴν δίωξή μου. Μὲ θεωροῦν ἰδιώτη καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ συκοφαντοῦν ψευδόμενοι τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία μου. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπικυρώνει ὅμως τὶς ἄδικες ἀποφάσεις. Ὑπάρχει μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀνάλυση τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη στό «Πηδάλιο». Λέγει λοιπὸν ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς σὲ ἁπλὴ κατανοητὴ γλώσσα: «Ὅσοι δὲ ἀδίκως ἀφορισθοῦν διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἤτοι ἤ διὰ τὴν πίστιν, ἤ διὰ τὰς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἤ καὶ διὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Χριστοῦ, οὗτοι πρέπει νὰ χαίρουν, ἐπειδὴ καὶ εἶναι μακαρισμοῦ ἄξιοι, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅστις εἶπε “Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου”». Στὴ συνέχεια παραθέτει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη τὴν γνώμη, ὅτι βεβαίως οἱ ἀρχιερεῖς ἀσκοῦν κάποιες ἐξουσίες καὶ δικαιώματα, ποὺ πρέπει ὅμως νὰ ἐκφαίνουν τὴν θεία θέληση καὶ τὴν θεία δικαιοσύνη. Ὅταν αὐτὸ δὲν συμβαίνῃ, καὶ ἡ κρίση τους δὲν εἶναι δίκαιη καὶ κατ᾽ ἀξίαν, τότε δὲν τὴν ἀποδέχεται ὁ Θεὸς ἀποφάσεις ἄδικες, ποὺ ὀφείλονται σὲ ἐμπαθεῖς κρίσεις καὶ παράλογες· ἀλλοίμονο ἂν ὁ πάνσοφος Θεὸς ἀκολουθεῖ ὑπηρετικὰ τέτοιες ἀποφάσεις. Σχολιάζοντας δὲ τὰ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέγει ἐπὶ λέξει: «Ἐὰν παρὰ τὸν σκοπὸν τοῦ Θεοῦ, ἀφορίσῃ ὁ Ἱεράρχης, οὐχ ἕπεται αὐτῷ τὸ θεῖον κρίμα. Κατὰ γὰρ θείαν κρίσιν καὶ οὐ διὰ θέλημα ἴδιον, ταῦτα ὀφείλει ἐπιφέρει»[53].
στ) Ὁ αἱρετικὸς Πολυχρόνιος καὶ οἱ ἀποτειχισμένοι. Συκοφαντικὴ μυθοπλασία.
Γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν ἀθεμελίωτη συκοφαντικὴ καὶ δαιμονοκίνητη θέση του ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι εἶναι αἱρετικοὶ ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας, ἐπειδὴ δὲν βρῆκε ποῦ νὰ στηρίξει αὐτὴν τὴν πρωτάκουστη θέση του, ποὺ μόνο τὸν Διάβολο ἐξυπηρετεῖ, βρῆκε καὶ διέστρεψε ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴν περίπτωση ἑνὸς μονοθελήτη αἱρετικοῦ, τὸν ὁποῖο καταδίκασε ἡ Σύνοδος γιὰ τὰ αἱρετικά του φρονήματα. Πουθενὰ δὲν φαίνεται ὅτι ὁ ἐν λόγῳ αἱρετικός, Πολυχρόνιος ὀνομαζόμενος, εἶχε ὀρθόδοξα φρονήματα καὶ ἐθεωρεῖτο ἅγιος. Ἀντίθετα ἡ Σύνοδος ὀρθῶς ποιοῦσα καὶ ὀρθοδόξως φρονοῦσα, ὅπως οἱ διαχρονικῶς ἀποτειχισθέντες Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ σήμερα ἀποτειχιζόμενοι, καταδίκασε τὸν αἱρετικὸ Πολυχρόνιο, ὅπως θὰ καταδικάσει μία μελλοντικὴ Πανορθόδοξη Σύνοδος τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν Παπισμό, τὸν Προτεσταντισμό, ὡς αἱρέσεις, τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ποὺ ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες καὶ ὅσους ἐστήριξαν καὶ δέχονται τὴν ψευδοσύνοδο. Στὴν θέση τοῦ αἱρετικοῦ Πολυχρονίου δὲν εἶναι οἱ διωκόμενοι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τους ἀποτειχισμένοι, ἀλλὰ οἱ διώκοντες τοὺς Ὀρθοδόξους οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μητροπολίτης Φλώρινας, ὁ ὁποῖος διαστρέφει, ἀντιστρέφει τὰ πράγματα καὶ ταυτίζει τὸν αἱρετικὸ μονοθελήτη Ἀνατόλιο μὲ τοὺς ἀποτειχισμένους. Ποιός ἀποτειχισμένος καὶ πότε κατηγορήθηκε, ἄλλοτε καὶ τώρα, ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ Ὀρθοδόξους; Κατηγορήθηκαν Ἅγιοι Ὀρθόδοξοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, ἀλλὰ ἀπὸ αἱρετικούς, ἀπὸ τοὺς Μονοθελῆτες, ἀπὸ τοὺς Εἰκονομάχους, ἀπὸ τοὺς Βαρλααμίτες, ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς καὶ Λατινόφρονες, στὴν παρέα τῶν ὁποίων ἀνήκει καὶ ὁ Ἀνατόλιος, τὴν ἱστορία τοῦ ὁποίου ἀντιστρέφει ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας, γιὰ νὰ τὸν ταυτίσῃ ψευδέστατα μὲ τοὺς ἀποτειχισμένους, ἐνῶ ὡς ὑποστηρικτὴς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Κολυμπαρίου ταυτίζεται ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἀνατόλιο καὶ τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες αἱρετικούς. Διαβάστε καὶ θαυμᾶστε τὴν δύναμη καὶ τὶς μεθοδεῖες τοῦ Διαβόλου! Γράφει ὁ δεσπότης: «῾Υπάρχει στὶς ἀποφάσεις τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου μία ἱστορία: Ἡ 6η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔγινε τὸ 680 στὴν Κωνσταντινούπολη, διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, ἄρχισε στὶς ἀρχὲς τοῦ 680, τελείωσε τὸ 681, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει σοβαρὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες βέβαια εἶχαν τὶς ρίζες τους πίσω, χρονικά. Ὑπῆρχε λοιπὸν ἕνας κληρικός, ἕνας ἱερέας, τὸ ὄνομά του ἦταν Πολυχρόνιος, τὸν ὁποῖον θεωροῦσαν ἅγιο. Καὶ πράγματι ἔδινε λύσεις καὶ θεραπεῖες σὲ πολλὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν, βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ λέγαμε σήμερα ἀποτειχίσθηκε. Ζήτησε νὰ δεῖ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν 6η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τοὺς εἶπε πὼς ἐγὼ μπορῶ νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ ἀναστήσω ἀκόμη καὶ νεκρό. Τοῦ εἶπαν λοιπὸν οἱ ἐπίσκοποι – ποὺ πάντα οἱ Σύνοδοι συγκροτοῦνται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁπότε καὶ ἀνθρώπινο λάθος νὰ ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν παρουσία του τὸ διορθώνει- τοῦ εἶπαν λοιπόν, ὁ πρόεδρος τῆς Συνόδου, “πολὺ εὐχαρίστως, πάτερ μου, ἀφοῦ ἔχεις αὐτὴν τὴν δύναμη νὰ ἀναστήσεις ὅποιον θέλεις”. Ὅμως δὲν ἦταν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶχε πάει μὲ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ ἐνῶ προκάλεσε τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἐπισκόπους, ἐξευτελίσθηκε στὴν οὐσία, καὶ ὁ ἴδιος κατάλαβε ὅτι, ὅταν δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία καὶ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι ἡ ἑνότητα ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας, τότε καὶ ἡ ἱερωσύνη καὶ ἡ ἁγιότητα ποὺ μπορεῖ κάποιος νὰ εἶχε καθίσταται ἀνενεργή». Τὰ ἴδια ἐκήρυξε ὁ Φλωρίνης τὴν ἄλλη ἡμέρα (17.7.2024) κατὰ τὴν πανηγυρικὴ ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνας στὸ Τσοτύλι Κοζάνης, μὲ μικρὲς φραστικὲς διαφοροποιήσεις.
Οἱ ἀνακρίβειες καὶ τὰ λάθη φαίνονται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν ὅσων εἶπε καὶ τὶς ἀναφέρουμε πρὶν σχολιάσουμε τὶς διαστροφὲς καὶ τὶς ἀνάποδες ἀλήθειες. Ἡ 6η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε πράγματι στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὰ ἔτη 680-681 καὶ σὲ γνωστὰ καὶ ἀκριβῆ χρονικὰ ὅρια, ἀπὸ 7 Νοεμβρίου τοῦ 680 μέχρι 16 Σεπτεμβρίου τοῦ 681, διήρκεσε δηλαδὴ ὄχι δύο ἔτη, ὅπως λέγει ὁ ἐπίσκοπος Εἰρηναῖος, ἀλλὰ ἕνδεκα μῆνες. Ἂν μάλιστα συνυπολογισθεῖ ὅτι οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου διεκόπησαν ἀπὸ τὶς 26 Ἀπριλίου τοῦ 681 μέχρι τὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 681 γιὰ πάνω ἀπὸ τρεῖς μῆνες, ἡ Σύνοδος ἐργάσθηκε οὔτε γιὰ ἕνα ἔτος, ἀλλὰ γιὰ 8 μῆνες[54]. Δὲν ἀπαιτοῦμε βέβαια χρονολογικὴ ἀκρίβεια μηνῶν σὲ ἕνα λειτουργικὸ κήρυγμα, ἀλλὰ τὰ δύο χρόνια σὲ σχέση μὲ τοὺς 11 ἤ τοὺς 8 μῆνες, δὲν εἶναι οὔτε ἡ μισὴ ἀλήθεια, καὶ καλὸν εἶναι καὶ στὰ κηρύγματα νὰ εἴμαστε σὲ ὅλα ἀκριβεῖς καὶ ἀληθινοὶ ὥστε νὰ ἀποδεικνυόμαστε ἀξιόπιστοι. Οὔτε στὴν ἀρχὴ τοῦ 680 συνῆλθε ἡ Σύνοδος, γιατὶ ὁ Νοέμβριος δὲν εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀλλὰ τὸ τέλος τοῦ ἔτους. Ἂν δὲν εἴμαστε σίγουροι γιὰ ὅ,τι λέμε, ἀποφεύγουμε νὰ τὸ ποῦμε. Τὴν ἄλλη μέρα ὄντως, στὸ Τσοτύλι, στὴν Θεία Λειτουργία, ποὺ ἐπανέλαβε σχεδὸν τὰ ἴδια, προσπάθησε νὰ ἀποφύγει χρονολογικοὺς προσδιορισμοὺς καὶ εἶπε ὅτι «Στὴν Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκε τὸ 680, τὸν 7ο αἰώνα, ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ σύνοδος», ἀλλὰ πάλι ἔκανε λάθος, διότι ἡ Σύνοδος πραγματοποιήθηκε τὸ 680-681. Καὶ ὡς πρὸς τὴν χρονολογικὴ ἀκρίβεια δὲν χάθηκε βέβαια ὁ κόσμος, αὐτὸ ὅμως δείχνει ἐπιπολαιότητα καὶ ἀπροσεξία, ἡ ὁποία στὰ σημαντικὰ θέματα εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ δημιουργεῖ διαστρεβλώσεις καὶ κακοποιήσεις τῆς Ἀλήθειας, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ὁποίας γιὰ τὸν Ἀνατόλιο γνωρίζουμε τὰ ἑξῆς ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὴν γνώμη ἐγκρίτων ἱστορικῶν. Ὁ ἐπίσκοπος Εἰρηναῖος ἔπλασε μὲ τὴν φαντασία του μιὰ ἱστορία γιὰ τὸν Ἀνατόλιο, χρησιμοποίησε ὡς πυρήνα ἕνα γεγονὸς ποὺ πράγματι συνέβη, καὶ τὸ ἐκμεταλλεύθηκε γιὰ νὰ κτυπήσει τὸν Γεροντισμό, τοὺς Γέροντες δηλαδὴ πνευματικούς, τοὺς ὁποίους ἐμπιστεύονται οἱ πιστοὶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἐξαπατῶνται κατὰ τὸν Φλωρίνης, ὅπως ἐξαπατήθηκαν ὅσοι ἐμπιστεύθηκαν τὸν θεωρούμενο ἅγιο καὶ ἐνάρετο Γέροντα Ἀνατόλιο. Αὐτὸ ὅμως δὲν προκύπτει ἀπὸ πουθενά. Ὁ Ἀνατόλιος ἀπὸ τὰ γενοφάσκια του ἦταν αἱρετικός, γεννήθηκε μέσα στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, μαθητὴς καὶ ὀπαδὸς τοῦ μεγάλου μονοθελήτη πατριάρχη Ἀντιοχείας Μακαρίου, ποὺ πρωτοστατοῦσε στὴν αἵρεση, ὅπως τώρα πρωτοστατοῦν στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, τοὺς ὁποίους ἀκολουθεῖ σὰν τὸν Πολυχρόνιο, ὁ Εἰρηναῖος τῆς Φλώρινας. Κατὰ τὴν 15η Συνεδρία τῆς Συνόδου παρουσιάσθηκε ὄντως ἐνώπιον τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ὡς ὑπόδικος αἱρετικὸς καὶ τοῦ ἐζητήθη νὰ ἐκθέσει τὴν πίστη του πρὸς διακρίβωση τῶν ὀρθοδόξων ἤ αἱρετικῶν φρονημάτων του. Ἀρνήθηκε νὰ ἐκθέσει τὴν αἱρετική του πίστη καὶ ἀντιπρότεινε νὰ τοποθετήσει τὸ γραπτὸ κείμενο ποὺ εἶχε μὲ τὴν πίστη του ἐπάνω σὲ ἕνα νεκρὸ καὶ μὲ τὴν δύναμη τῆς αἱρετικῆς ἔκθεσης τοῦ γραπτοῦ κειμένου καὶ τὶς προσευχές του θὰ ἀναστήσει τὸν νεκρό, καὶ ἔτσι θὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς αἵρεσης. Ἐὰν δὲν τὸν ἀναστήσει, ἂς τὸν τιμωρήσει ἡ Σύνοδος ὡς αἱρετικό. Ἀναγνώσθηκε πράγματι τὸ αἱρετικὸ κείμενο εἰς ἐπήκοον τῆς Συνόδου καὶ τοποθετήθηκε στὴ συνέχεια ἐπάνω σὲ σκήνωμα νεκροῦ ποὺ προσκομίσθηκε. Ἔπεσε πάνω στὸ σκήνωμα ὁ Πολυχρόνιος καὶ προσευχόταν ἐπὶ ὧρες γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ ὁ νεκρός, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσε νὰ ἐπιτύχει ὅσα ἄτοπα καὶ βλάσφημα εἶχε ὑποσχεθῆ, γι᾽ αὐτὸ καὶ παραδέχθηκε «ἀδυνάτως ἔχω ἐγεῖραι τὸν νεκρόν». Ἡ πειρασμικὴ αὐτὴ δοκιμασία τῆς πίστεως ἔγινε σὲ δημόσιο χῶρο, ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι ποὺ συνεδρίαζε ἡ Σύνοδος, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ λαός, μετὰ τὴν ἔκβασή της ἀνεβόησε: «Τῷ νέῳ Σίμωνι ἀνάθεμα, Πολυχρονίῳ λαοπλάνῳ ἀνάθεμα». Στὸ κείμενο τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης ἡ Σύνοδος ἔγραψε: «Συνείδομεν τοῦτον ὡς λαοπλάνον καὶ ἀπατεῶνα, καὶ πρόδηλον αἱρετικὸν πάσης ἱερατικῆς τάξεώς τε καὶ λειτουργίας γυμνωθῆναι. Καὶ καθαιρεθέντος αὐτοῦ, ἡ Ἁγία Σύνοδος ἐξεβόησεν· Πολυχρονίῳ αἱρετικῷ, καὶ τοῖς ὁμόφροσιν αὐτοῦ ἀνάθεμα· Μακαρίῳ καὶ Στεφάνῳ καὶ Πολυχρονίῳ ἀνάθεμα. Ἡ Τριὰς τοὺς τρεῖς καθεῖλεν»[55]. Στὴν εἰσαγωγὴ τῶν Πρακτικῶν ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς ἤ ὅσους ἀντέγραψαν τὰ Πρακτικὰ καὶ κάνουν περίληψη χαρακτηρίζεται ὁ Πολυχρόνιος ὡς μαθητὲς τοῦ αἱρεσιάρχη Μακαρίου καὶ ὡς «κακὸν ἀγγεῖον» καὶ γίνεται καὶ πάλιν σύντομη ἀναφορὰ στὴν ἀπάτη του νὰ ἀναστήσει νεκρόν: «Εἰς δὲ τὴν δεκάτην πέμπτην πρᾶξιν ὁ μαθητὴς Μακαρίου, τὸ κακὸν ἀγγεῖον, (φημί) ὁ Πολυχρόνιος ἔφερε χάρτην τῆς αἱρέσεως αὐτοῦ ὡς πρὸς τὸν βασιλέα γεγραμμένον καὶ εἶπε τῇ συνόδῳ ἐπιθεῖναι αὐτὸν νεκρῷ καὶ ἐγερθῆναι»[56]. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι καὶ μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ ἐγχειρήματος καὶ ἐνῶ τοῦ συνέστησαν οἱ συνοδικοὶ νὰ ὁμολογήσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη γιὰ δύο φυσικὰ θελήματα καὶ δύο φυσικὲς ἐνέργειες στὸν Χριστό, αὐτὸς ἐγωϊστικά, ὅπως ὅλοι οἱ αἱρετικοί, ἐπέμεινε στὸν Μονοθελητισμό, στὴν πλάνη καὶ στὴν ἀπάτη τῆς αἵρεσης, μὲ τὴν ὁποία ὅπως γράφουν τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου, πολλοὺς πιστοὺς ἐξαπατοῦσαν κατὰ τὰ προηγούμενα χρόνια ὁ Ἀνατόλιος καὶ οἱ ὁμόφρονές του, ὅπως ἐξαπατοῦν τὸν λαὸ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος οἱ οἰκουμενιστὲς πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι καὶ ἐπίσκοποι. Διακηρύσσει τὴν καταδίκη του ἡ Σύνοδος «εἰς πληροφορίαν τῶν φιλοχρίστων λαῶν ὧν πλείστους ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἠπάτησαν αὐτός τε καὶ οἱ τούτου ὁμόφρονες»[57]. Στὸν ἀμετανόητο αὐτὸν αἱρετικὸ ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ στὴν καταδίκη του, στὰ εἰσαγωγικὰ τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸν ὀνομάζει «νηπιόφρονα
γέροντα»[58]. Γνωστὸς ἐπίσης σύγχρονος ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς γράφει: «Ἡ 15η συνεδρία ἐξαντλήθηκε μὲ τὴν πρωτοφανῆ περίπτωση τοῦ αἱρετικοῦ πρεσβυτέρου Πολυχρονίου, ὁ ὁποῖος ἐπέμενε στὴν ἀξίωσή του νὰ ἀποδείξῃ τὴν ὀρθοδοξία τῆς σφραγισμένης Ὁμολογίας του μὲ θεοσημία, ἤτοι μὲ τὴ χρησιμοποίησή της γιὰ ἀνάσταση νεκροῦ»[59].
Ποῦ στηρίχθηκε λοιπὸν καὶ ἔπλασε τὸ παραμύθι του, γιὰ τὸν Ἀνατόλιο ὁ μητροπολίτης τῆς Φλώρινας, ὅτι «τὸν θεωροῦσαν Ἅγιο τὸν Ἀνατόλιο» καὶ «ὅτι πράγματι ἔδινε λύσεις καὶ θεραπεῖες σὲ πολλὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων» καὶ ὅτι κατάλαβε ὅτι ἔκανε λάθος; Σὲ ποιά πηγή; Στὴν νοσηρὴ φαντασία του; Καὶ ποιά σχέση ἔχει ὁ ἀμετανόητος καὶ καταδικασμένος αὐτὸς ἀπὸ Σύνοδο αἱρετικὸς μὲ τοὺς ἀποτειχισμένους, οἱ ὁποῖοι οὔτε κάποια αἵρεση κηρύσσουν οὔτε καταδικάσθηκαν ὡς αἱρετικοί, οὔτε ἀναστάσεις νεκρῶν ὑπόσχονταν ἤ ὑπόσχονται πῶς θὰ ἐνεργήσουν. Ξεπέρασε τὰ ὅρια τῆς συκοφαντίας καὶ τῆς διαστρέβλωσης ὁ δεσπότης τῆς Φλώρινας.