Στην συμπληρωματική του επιστολή προς τον σύλλογο «Ενωμένη Ρωμιοσύνη» ο γέρων Γαβριήλ εκφράζει ένα επιχείρημα, που απευθύνεται σε όλους όσους ασχολούνται με δευτερεύοντα θέματα, το ύψιστο όμως θέμα της αντιμετώπισης της Παναιρέσεως του Οικουμενισμού το αγγίζουν ελάχιστα, διότι αυτό απαιτεί (όλοι το γνωρίζουν) την διακοπή κοινωνίας με τους αιρετικούς. Το επιχείρημα αυτό είναι υψίστης σημασίας αν θέλουμε να μιλούμε για ευσέβεια και συνέπεια στα θέματα Πίστεως και έχει εκφραστεί κι από εμάς πολλές φορές.
Όλη η επιστολή του γέροντος Γαβριήλ εδώ
Ὁ συγκεκριμένος σύλλογος, ὁ ὁποῖος διενεργεῖ τήν συλλογήν τῶν ὑπογραφῶν, ἐνδεχομένως ἐστενοχωρήθησαν γιά ὅσα ἔγραψα· ὅμως ἄς μοι συγχωρήσουν καί τήν ἔκφρασιν τοῦ ἑξῆς παραπόνου: κατά τά πρόσφατα ἔτη τῆς ἐπωφελοῦς δραστηριότητός τους χάριν τῆς Πατρίδος, τόσο στό περιοδικόν τους, ὅσο καί γενικώτερα, ἀποφεύγουν νά ἐκφράσουν δημοσίως τήν ἀντίδρασίν τους σέ ὅσα αἱρετικά καί πρόξενα ἐκκοσμικεύσεως λέγονται καί πράττονται δημοσίως ἀπό ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι σημείου νά κατηγοροῦνται ἀπό σκανδαλιζομένους ἀδελφούς – ἀδίκως βέβαια, ὅτι συμφωνοῦν μέ τούς ἐκπροσώπους αὐτούς. Ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας στούς αἱρετικούς, κατά τήν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου (2016) ὑπῆρξε παρωνυχίς, ἄν ἐξετασθῆ ὑπό τό φῶς τῶν ἀγώνων τοῦ Μ. Ἀθανασίου γιά τήν «κεραίαν» τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας; Ἡ ἐπίσημος ὑπεράσπισις καί υἱοθέτησις ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν διοίκησιν τῶν αἱρετικῶν κειμένων τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2007) καί τοῦ Πουσάν (2013) πού ἔθεσαν σέ ἴσην μοίραν εὐθύνης ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους καί τούς αἱρετικούς γιά τήν «διαίρεσιν τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι λεπτομέρεια; Τό αἱρετικόν δόγμα τῆς Μοναρχίας τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖον ἐξεφράσθη μέ τήν παρέμβασιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τήν ἐπί αἰῶνας ξένην δικαιοδοσίαν τῆς Οὐκρανίας καί τήν πρόκλησιν τεραστίου, ἱστορικῶν διαστάσεων, σχίσματος εἶναι ἐλάχιστον θέμα; Ἐλησμονήσαμεν, ὅτι καί τό αἱρετικόν δόγμα τῆς Μοναρχίας τοῦ Πάπα τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἐξεφράσθη ἐν πρώτοις μέ τήν ἐκκλησιαστικήν εἰσβολήν του στήν Ἐκκλησίαν τῆς Βουλγαρίας ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Μ. Φωτίου; Ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν Ἐσταυρωμένων ἀπό τάς Ἐκκλησίας, ἡ μετατροπή τῶν Ναῶν εἰς χώρους συναυλίας, ἡ ἀμφισβήτησις τῆς ἰσχύος τῆς θείας Χάριτος ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς πανδημίας καί ἄλλα πολλά καί ἰσοβαρῆ ἁμαρτήματα ἀσεβείας τῶν διοικούντων τήν Ἐκκλησίαν, εἶναι θέματα πού δέν ἀφοροῦν στούς Ρωμηούς καί τήν Ρωμηοσύνην, ἡ ὁποία πρωτίστως χαρακτηρίζεται ἀπό τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν Ὀρθοπραξίαν; Καί ἠμπορεῖ ἡ Ρωμηοσύνη τῶν ἀληθῶν Ρωμηῶν νά εἶναι ἑνωμένη μέ τήν ἀποθρασυνομένην πλάνην, μέ τήν αἵρεσιν καί τούς ἀμετανοήτους ὑπηρέτας των, ὅταν τό μόνον εἶδος εἰρήνης πού ἀπορρίπτει ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ εἰρήνη μέ τούς ἐχθρούς Του; (Ματθ. 10, 34-36 καί Γαλ. 1, 8.9)
Ἡ παρατήρησίς μου δέν ἦταν ἐπί προσωπικοῦ θέματος, ἀλλά θεσμικοῦ, διότι ἡ Πίστις καί ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι κτῆμα ἰδιωτῶν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά θησαυρός καί καταπίστευμα πάντων τῶν σωζομένων Ὀρθοδόξων, Κληρικῶν καί Μοναχῶν καί λαϊκῶν