Προσπάθεια ἀπάντησης τῶν σημερινῶν ἐπικρατούντων ἐπιχειρημάτων κατὰ τῆς Ἀποτειχίσεως.

                       


Ἐπειδὴ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα πηγαίνουν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο κι ἐπειδὴ οἱ ἀντιδράσεις, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν κλῆρο, ἀντὶ νὰ αὐξάνονται λιγοστεύουν, θεώρησα σωστὸ νὰ ἀρχίσω μία σειρὰ ἀπολογητικῶν κειμένων ὑπέρ της Ἀποτειχίσεως καὶ κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Στὰ κείμενα αὐτὰ δὲν θὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὶς βασικὲς ἀρχές της Ἀποτειχίσεως, οὔτε μὲ τὰ κύρια γνωρίσματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Περὶ αὐτῶν ἔχει γραφτεῖ καὶ γράφεται πληθώρα ἐγκυροτάτων κειμένων ἀπὸ καλύτερους συγγραφεῖς ἀπὸ μένα. Θὰ ἀσχοληθῶ κυρίως μὲ τὴν ἀπάντηση τῆς ἐπιχειρηματολογίας ποὺ κυριαρχεῖ κυριολεκτικὰ στὶς μέρες μας καὶ ποὺ ἀκυρώνει τὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν Ὀρθοδοξία ἀκόμα καὶ μόλις πρὶν 60 χρόνια καὶ τὴν ὑπεράσπιση τῆς διαχρονικῆς πρακτικῆς τῆς Ἐκκλησίας σὲ παρόμοιες μὲ τὴν σημερινὴ καταστάσεις. Σκοπὸς τῶν κειμένων αὐτῶν (παρόλες τὶς ἐλάχιστες ἱκανότητες καὶ δυνατότητές μου) εἶναι ἡ ἀφύπνιση τῶν συνειδήσεων καὶ θεοῦ θέλοντος ἡ συνεισφορά μου σὲ μία ἀναζωπύρωση τῆς ἀγωνιστικῆς διάθεσης τῶν Χριστιανῶν.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

Μέρος Α΄

Ἐπιχείρημα: Δὲν βλέπεις τὸ χάος ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἐκκλησία; Τί μπορεῖ νὰ γίνει; Νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μεταξύ μας;

Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ ἀκούγεται πάρα πολλὲς φορὲς καὶ δὲν δείχνει μόνο τὴν γενικὴ ἀπογοήτευση ποὺ ἐπικρατεῖ σὲ ἀνθρώπους ποὺ πράγματι πιστεύουν καὶ πράγματι ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπανέλθει ἡ Ὀρθοδοξία. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ξεχνοῦν ὅτι τὸ φαινόμενο αὐτὸ τοῦ φαινομενικοῦ χάους στὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα δὲν ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ. Ἴσα ἴσα μάλιστα ποὺ ἀποτελεῖ τὸ πιὸ συνῆθες φαινόμενο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς εἰρηνικὲς περιόδους ποὺ ἦταν ἐλάχιστες καὶ μικρὲς σὲ διάρκεια. Ὁ λόγος εἶναι τὸ ἀπύθμενο μῖσος τοῦ διαβόλου κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὡς ἀπόδειξη παραθέτω κάποια περιστατικά ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Μ. Βασιλείου ὅπως αὐτὰ παρουσιάζονται σὲ διάφορες ἐπιστημονικές ἐργασίες, σχολιάζοντάς τα (με μπλέ) ὥστε νὰ βγοῦν τὰ ἀνάλογα μὲ τὸ σήμερα συμπεράσματα.

Α) Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν διπλωματικὴ ἐργασία τοῦ κ. Κωνσταντίνου Τρυφωνίδη «Η στάση του Μ. Βασιλείου έναντι αιρετικών και σχισματικών» (Α.Π.Θ. 2011). Γράφει ο κ. Τριφωνίδης στο κεφάλαιο «Η διάσπαση της ενότητας» από την σελίδα 12:

«Τα χρόνια όμως που ζει ο Βασίλειος η εκκλησιά έχει διασπαστεί σε άπειρα κομμάτια και από τους κόλπους της έχουν ξεπηδήσει πολυάριθμες αιρέσεις. Η εκκλησία χωρίζεται σε ορθοδόξους, παλαιονικαιανούς, ευσταθιανούς, μαρκελλιανούς, νεονικαιανούς, ομοιουσιανούς, όμοιους, ανόμοιους και απολιναριστές. Και ας μην ξεχνούμε ότι στην κοινωνία της εποχής υπάρχουν ακόμα σε πολύ μεγάλο αριθμό οι ειδωλολάτρες με τις δικές τους άπειρες διαιρέσεις, καθώς και οι Ιουδαίοι. Σε επιστολές του συχνά διεκτραγωδεί αυτή τη ζοφερή κατάσταση που έχει ενσκήψει στην εκκλησία με τα πιο μελανά χρώματα. Όμως, για την διάσπαση αυτή της εκκλησίας υπεύθυνοι δεν είναι μόνο οι αιρετικοί ετεροδιδάσκαλοι, αλλά και οι ομοφρονούντες».

Ἐδῶ βλέπουμε μὲ ἀδιαμφισβήτητη σαφήνεια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τότε δὲν βρισκόταν σὲ καλύτερη κατάσταση ἀπὸ τὴν σημερινή. Ἀντιθέτως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ, ὅτι βρισκόταν σὲ παρασάγγας χειρότερη, καθώς ἑνότητα δὲν ὑπῆρχε, οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ κακοδοξίες βασίλευαν καὶ καταδυνάστευαν τὸ ποίμνιο, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀβεβαιότητα τῶν συνθηκῶν ζωῆς εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὶς συνεχεῖς ἐπιδρομὲς διαφόρων βαρβάρων. Ἡ δὲ πολιτικὴ ἐξουσία (ὅπως καὶ σήμερα) ὄχι μόνο ὑποστήριζε τὴν αἵρεση, ἀλλά καὶ (πολὺ χειρότερα ἀπὸ σήμερα) δίωκε, βασάνιζε, ἐξόριζε, σκότωνε τοὺς πιστούς. Ἄρα ἂν σκέφτονταν οἱ τότε Χριστιανοὶ ὅπως οἱ σημερινοί, παραδίδοντας τὰ ὅπλα καὶ ὑποκύπτοντας στὴν ἀπογοήτευση, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε Ὀρθοδοξία σήμερα. Γνωρίζουμε ὅμως ξεκάθαρα, ὅτι οἱ Χριστιανοί, ὄχι οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ οἱ ἀπλοί, οἱ ἀδύναμοι, δὲν ὑπέκυψαν οὔτε στὴν αἱρεση οὔτε στὴν ἀπογοήτευση. Ἀγωνίστηκαν μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ νίκησαν, διότι ἡ Ἐκκλησία πάντα νικάει. Μάλιστα οἱ Χριστιανοὶ τοῦ τετάρτου αἰῶνος βρίσκονταν σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ τὴν σημερινή, διότι ἡ δογματικὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶχε ἀκόμα ἀποκρυσταλλωθεῖ, δὲν εἶχαν ἀκόμα γίνει ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (μόνο ἡ Α΄ εἶχε γίνει), ὥστε ὁ κίνδυνος νὰ παρασυρθεῖ κάποιος σὲ μία αἵρεση, ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ ὅτι σήμερα, ποὺ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξεκάθαρα διατυπωμένα καὶ προσιτὰ σὲ ὅλους.

Βλέπουμε στὸ κείμενο ὅμως ἀκόμα μία πληροφορία ποὺ ἀφορᾶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται νὰ πληροφορήσουν τὸ ποίμνιο γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ τὸ ἀπειλοῦν καὶ κατηγοροῦνται ὡς ἀκραῖοι καὶ ἀδιάκριτοι. Οἱ ἀντιδροῦντες στὴν αἵρεση καὶ στὸ χάος ἔγραφαν παντοῦ ἐπιστολὲς καὶ ἐνημέρωναν τοὺς Χριστιανούς. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο ἔλεγαν αὐτὸ ποὺ σήμερα λένε οἱ λίγοι καὶ κατηγοροῦνται γι’ αὐτό: «για την διάσπαση αυτή της εκκλησίας υπεύθυνοι δεν είναι μόνο οι αιρετικοί ετεροδιδάσκαλοι, αλλά και οι ομοφρονούντες». Ὅσοι δηλαδὴ ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι ἀλλὰ εἴτε ἀπὸ δειλία εἴτε ἀπὸ συμφέροντα μένουν, ἀρέσκονται σ’ αὐτό, δὲν ἀντιδροῦν, δὲ καταγγέλουν (ὄχι γενικὰ καὶ ἀόριστα, ἀλλὰ ὀνομαστικά), δὲν διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀπαιτώντας παράλληλα τὴν σύγκλιση συνόδου ποὺ θὰ τοὺς καταδικάσει. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ Χριστιανοὶ τότε καὶ νίκησαν. Σήμερα ὅμως ?ὅταν κάποιος τολμήσει νὰ συγγράψει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θεωρεῖται ἀκραῖος καὶ διασπαστικός. Συνεχίζει τὸ κείμενο:

«Τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση την εκκλησία κατά τον Μ. Βασίλειο θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρεις βασικούς άξονες. Πρώτον η ενέργεια και το διασπαστικό έργο του κοινού εχθρού, που αρχικά και πριν την νομιμοποίηση του χριστιανισμού αντιμάχονταν το σωτηριώδες έργο με τους διωγμούς («έξωθεν προσβολές») και τις πιέσεις εναντίον της εκκλησίας· και τώρα προσπαθεί έσωθεν με τις αιρέσεις να επιβάλλει το «κατάβρωμα τοῖς ὡμοφάγοις». Έτσι, δεν μπορούν από τα εξωτερικά χαρακτηρίστηκα να διαγνωστούν οι εχθροί της πίστεως και συνεπώς της ενότητας, εφόσον όλοι τους χαρακτηρίζονται ως χριστιανοί. Ως δεύτερη βασική αιτία της διάσπασης θεωρεί ο Βασίλειος την έλλειψη αγάπης μεταξύ των πιστών. Τρίτη και εξίσου σημαντική αιτία είναι η φιλαυτία, φιλαρχία και φιλοδοξία των προϊσταμένων των εκκλησιαστικών κοινοτήτων που προβάλλουν μόνο το ατομικό τους συμφέρον και ερίζουν για τα πρωτεία, αδιαφορώντας για το καλό των πιστών».

Ἐδῶ βλέπουμε τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ποὺ κάνουν σήμερα πολλοὺς νὰ ἀπελπίζονται ἢ χρησιμοποιοῦνται ὡς δικαιολογία νὰ μὴν ἀγωνιστοῦν, ὅπως π.χ. τὸ ἐπιχείρημα «δὲν τοὺς βλέπεις πῶς μαλώνουν μεταξύ τους», ὑπῆρχαν καὶ τότε παρότι οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν ἀπὸ πνευματικῆς ἄποψης καὶ πίστεως πολὺ ἀνώτεροι ἀπὸ ὅτι εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα. Μάλιστα ἡ διχόνια συνέβαινε ἀκόμα καὶ μὲ Ἁγίους, ὅπως π.χ. ὁ ἅγ. Ἀμβρόσιος παρασυρμένος ἀπὸ διάφορες φῆμες δὲν ἤθελε στὴν ἀρχὴ νὰ ἀκούσει καθόλου γιὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ συμβούλευε τοὺς πιστοὺς νὰ πράξουν τὸ ἴδιο. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε τοὺς Χριστιανοὺς τελικὰ νὰ βροῦν τὸν σωστὸ δρόμο νὰ ἀντισταθοῦν ἔως θανάτου στὴν αἵρεση καὶ νὰ τὴν νικήσουν.

Ὁ Μ. Βασίλειος στὴν ἐπιστολή του 258 “Πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον Ἐπιφάνιον”, τὸν ἅγ. Ἐπιφάνιο Κύπρου ὑπενθυμίζει τὸν λόγον ἐκεῖνον ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι θὰ ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν ἐκ τοῦ λόγου ὅτι θὰ πληθυνθεῖ σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ ἡ ἀνομία. Ἄρα αὐτὸ δὲν συμβαίνει μόνο σήμερα, συνέβαινε καὶ τότε. Σήμερα εἶναι μόνο πιὸ ἔντονο. Τὸ πρωτάκουστο σήμερα εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ψύξη τῆς ψυχῆς συνοδεύεται σὲ σύγκριση μὲ τὸ παρελθὸν ἀπὸ τὸ ἑξῆς παράδοξο, ἀλλὰ τελικὰ ἄκρως ὑποκριτικό: Ὅλοι ἀρνοῦνται, ὅτι ἔχουν ψυχρανθεῖ, ὅλοι λένε ὅτι ἀγαποῦν καὶ μιλοῦν μόνο γι’ ἀγάπη, ἐνῶ πραγματικὴ ἀγάπη δὲν ὑπάρχει.

Κατὰ τὰ ἄλλα συμβαίνει αὐτὸ ποὺ συνέβαινε καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Βασιλείου: «ὅλοι συμπεριφέρονται πρὸς ὅλους μὲ ὑποψίαν» καὶ τότε: ««Οὐδὲν γὰρ τούτου σπανιώτερον θέαμα, πάντων πρὸς πάντας λοιπὸν ὑπόπτως διακειμένων. Οὐδαμοῦ γὰρ εὐσπλαγχνία, οὐδαμοῦ συμπάθεια, οὐδαμοῦ δάκρυον ἀδελφικὸν ἐπ' ἀδελφῷ κάμνοντι. Οὐ διωγμοὶ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, οὐκ Ἐκκλησίαι στενάζουσαι πανδημεί, οὐχ ὁ πολὺς οὗτος τῶν περιεχόντων ἡμᾶς δυσχερῶν κατάλογος κινεῖν δύναται ἡμᾶς πρὸς τὴν ὑπὲρ ἀλλήλων μέριμναν. Ἀλλὰ τοῖς πτώμασιν ἐναλλόμεθα, τὰ τραύματα ἐπιξαίνομεν, τὰς παρὰ τῶν αἱρετικῶν ἐπηρείας οἱ δοκοῦντες τῷ αὐτῷ κοινωνεῖν φρονήματι ἐπιτείνομεν, καὶ οἱ ἐν τοῖς καιριωτάτοις ἔχοντες συμφωνίαν ἑνί γέ τινι πάντως διεστήκασιν ἀπ' ἀλλήλων».

Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι καὶ τότε συνέβαινε τὸ ἑξῆς τραγικό· καὶ τρομερὰ ὀδυνηρό: οἱ ὁμόφρονες νὰ φέρονται μὲ ἀπαράδεκτο τρόπο πρὸς τοὺς ἀδελφούς τους καὶ ἔτσι νὰ χειροτερεύουν τὴν ἤδη ὑπάρχουσα αἱρετικῶν σύγχυση πρὸς ὄφελος τῆς αἵρεσης. Ἔτσι ἡ ἑνότητα χάνεται σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε καὶ ἐκεῖνοι ποὺ συμφωνοῦν εἰς τὰ σπουδαιότατα σημεῖα τῆς Πίστεως, νὰ διαφέρουν μεταξύ τους καὶ νὰ ἐπιμένουν στανικῶς στὶς λεπτομέρειες ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν διχόνοια καὶ τὴν διάσταση.

Τί πρέπει νὰ γίνει λοιπόν; Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνιε ὁ ἀείμνηστος Στυλιανὸς Παπαδόπουλος περιγράφοντας τί ἔκανε ὁ Μ. Βασίλειος, (ἄρα τὸ ἴδιο πρέπει νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς) γιὰ νὰ λυθοῦν αὐτὰ τὰ προβλήματα (ἐδῶ):

«ποτέ μέχρι τότε άνδρας εκκλησιαστικός δεν ταξίδεψε και δεν έγραψε τόσο για την ενότητα όσο ο Β., που της έδινε μυστηριακό και εκκλησιολογικό βάθος. Την ονόμαζε «κοινωνίαν» (Επιστ. 69 και 70) και την κατανοούσε ως κοινωνία στην αλήθεια, που εκφραζόταν με αμοιβαία αναγνώριση των τοπικών Εκκλησιών και μυστηριακή διακοινωνία... Οι ενωτικές προσπάθειες του Β. προϋπέθεταν ρητά την ομολογία της ορθής πίστεως... (Μηδέν τοίνυν πλέον επιζητώμεν, αλλά προτεινώμεθα τοις βουλομένοις ημίν συνάπτεσθαι αδελφοίς την εν Νικαία πίστιν. Καν εκείνη συνθώνται, επερωτώμεν και το μη δείν λέγεσθαι κτίσμα το Πνεύμα το Άγιον, μηδέ κοινωνικούς αυτών είναι τους λέγοντας)... Εάν βέβαια πρόκειται για κακόδοξους η ομάδα κακοδόξων, που έχουν ρητά καταδικαστεί από την Εκκλησία, τότε η αποδοχή τους σε κοινωνία απαιτεί συναίνεση της όλης Εκκλησίας και όχι απλώς μιας τοπικής Εκκλησίας (Επιστ. 265, 3)... Και πράγματι, μολονότι δεν μπορούσε να γίνει σύνοδος, ο Β. είχε καταδικάσει τους Παυλίνο, Απολινάριο και Ευστάθιο για τις κακοδοξίες τους. Αυτό έπρεπε να γίνει και από τους δυτικούς. Μάλιστα δεν τους παρακαλεί ν’ αποφανθούν για τους κακόδοξους αυτούς, δεν ζητάει την γνώμη των δυτικών δηλαδή, αλλά, βέβαιος για την αλήθεια του, γράφει: «αξιούμεν» την καταδίκη τους (Επιστ. 263, 2)... είχε τόση βεβαιότητα για την αλήθεια του, ώστε να λέει και να γράφει ότι όποιος δεν έχει «κοινωνία» μαζί του, δεν έχει κοινωνία με την Εκκλησία (Επιστ. 204, 7».

Δὲν χρειάζεται ἰδιαίτερος σχολιασμὸς στὴν παραπάνω ἑρμηνεία καθὼς τὰ λόγια εἶναι ξεκάθαρα καὶ δὲν προσφέρουν χῶρο γιὰ καμία παρερμηνεία: Ἒὰν θέλουμε νὰ πολεμηθεῖ σωστὰ ἡ αἵρεση, νὰ ἀποκοποῦν τὰ ζιζάνια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ λάμψει καὶ πάλι ἀμόλυντη καὶ κρυστάλλινη ἡ ἀλήθεια πρέπει, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος, νὰ ἀποκόψουμε μολονότι (ἀκόμα) δεν μπορούσε να γίνει σύνοδος ἀπὸ τὴν κοινωνία τοὺς κακόδοξους καὶ νὰ «αξιούμεν» ἑνωμένοι καὶ ἐν ὁμονοίᾳ την καταδίκη τους ἔως νὰ γίνει ἡ σύνοδος ποὺ θὰ καταδικάζει τοὺς ἀμετανόητους καὶ θὰ συγχωρέσει τοὺς μετανοημένους, ὅπως συνέβαινε καὶ θὰ συμβαίνει πάντα στὴν Ἐκκλησία σὲ τέτοιες περιπτώσεις. Τίποατα λιγότερο καὶ τίποτα παραπάνω.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου