Ένα πράγματι υπέροχο κείμενο που αφορά όλους μας: Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς στὴ ζωή μας

Προσευχή για εργασία για ευλογία και ευόδωση της - ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τὸ θέμα ποὺ μοῦ ζητήθηκε νὰ ἀναπτύξω εἶναι: «ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς στὴ ζωή μας». Εἶναι ἕνα θέμα πάρα πολὺ πλούσιο σὲ προβληματισμοὺς ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴν πραγματοποίηση τῆς κατ’ ἐξοχὴν αὐτῆς πνευματικῆς λειτουργίας ποὺ λέγεται προσευχή.

Ἂν ἀναζητήσει κανεὶς ἕνα διάγραμμα αὐτοῦ τοῦ θέματος, θὰ δεῖ ὅτι πραγματικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ξέρη ἀπὸ ποῦ πρέπει ν’ ἀρχίσει καὶ ποῦ πρέπει νὰ τελειώσει. Κι αὐτὸ γιατί, ὅπως καταλαβαίνουμε, ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μιὰ διδακτικὴ ἑνότητα, δὲν εἶναι ἕνα μάθημα ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ διδάξει σὲ ὁρισμένη ὥρα. Δὲν εἶναι προσδιορισμένο θεωρητικὰ αὐτὸ τὸ βιωματικὸ πνευματικὸ γεγονός.

Ὅταν κανεὶς μιλᾷ γιὰ τὴν προσευχή, καταλαβαίνει ὅτι μιλάει γιὰ ἕνα μυστήριο. Γιατί, ὅπως ξέρουμε, ἡ προσευχὴ εἶναι, στὴν ἁπλούστερη διατύπωσή της, ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἢ τοὐλάχιστον μιὰ βασικὴ μορφὴ τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἀσφαλῶς ὅ,τι προσεγγίζει τὸν Θεὸ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μελετηθεῖ καὶ νὰ προσδιοριστεῖ. Γι’ αὐτὸ ὁμολογῶ, ὅτι κι ἐγὼ δὲν μπόρεσα πολὺ εὔκολα νὰ καταλάβω τί θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ. Κατέληξα ὅμως στὸ συμπέρασμα, ὅτι μᾶλλον πρέπει κανεὶς νὰ ἀντιμετωπίσει ἕνα βασικὸ θέμα μέσα στὸ ὅλο πρόβλημα τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς, ποὺ εἶναι οἱ ὅροι ὑπὸ τοὺς ὁποίους ἡ προσευχὴ ἀποβαίνει ἕνα δυναμικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Νομίζω ὅτι ἄμεσα δὲν θὰ ἐνδιέφερε τὸ νὰ μάθει κανεὶς τί εἶναι ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς ἢ πῶς ἐκδηλώνεται. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἀντικείμενο ἑνὸς κατηχητικοῦ μαθήματος. Ἴσως περισσότερο βασικὸ εἶναι νὰ σταματήσει κανεὶς σ’ αὐτὸ τὸ ἰδιαίτερο πρόβλημα καὶ νὰ διερωτηθεῖ ὑπὸ ποιούς ἀκριβῶς ὅρους, βάσει ποιῶν προϋποθέσεων, ἡ προσευχή μᾶς δίνει δύναμη, γίνεται πηγὴ δυνάμεως.

Γιατί εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μιλᾶ γιὰ προσευχὴ ἢ ὅταν προσεύχεται -γιὰ νὰ πᾶμε ἀμέσως στὸ πρόβλημα- , περιμένει νὰ δεῖ τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς πνευματικῆς του λειτουργίας· ἡ σκέψη του εἶναι πάντα προσανατολισμένη στὸ ἀποτέλεσμα, στὴν δύναμη τῆς προσευχῆς. Γι’ αὐτὸ νομίζω, πιὸ εὔκολα κανεὶς ἀνάγεται στὴν ἔννοια τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς, παρὰ στὶς προϋποθέσεις ποὺ μποροῦν νὰ ἐξασφαλίσουν, σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα πάντοτε κριτήρια, τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς.

Θὰ ἤθελα λοιπὸν νὰ ὑπογραμμίσω μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ὅρους, ποὺ μποροῦν, κατὰ τεκμήριο ἴσως καὶ σύμφωνα – ὅπως εἴπαμε – μὲ τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια, νὰ μᾶς δώσουν τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ προσευχὴ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ ἐκφρασθεῖ σὰν μιὰ δυναμικὴ λειτουργία τῆς προσωπικότητας, μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πηγὴ δυνάμεως.

Μιὰ πρώτη βασικὴ προϋπόθεση εἶναι το πῶς ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὴν προσευχή. Τί ἐννοεῖ ὅταν λέει προσευχή, ἢ καλύτερα πῶς συλλαμβάνει ὑπαρξιακὰ καὶ πῶς αἰσθάνεται τὴν προσευχή;

Τί εἶναι ὅμως προσευχή; Εἶναι ἕνα βασικὸ ἐρώτημα ποὺ μπορεῖ σὰν ἀπάντηση νὰ μᾶς δώσει τὸν πρῶτο ὅρο ποὺ εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ νὰ ἀποβεῖ ἡ προσευχὴ πηγὴ δυνάμεως.

Ἐδῶ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς πάρα πολλά. συνήθως ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας ἁπλοποιήσεις τοῦ ὁρισμοῦ τῆς προσευχῆς. Ὅτι δηλαδὴ προσευχὴ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἤ, ἡ ὁμιλία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ ἤ, ἡ καταφυγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν βοήθειά Του. Μποροῦμε νὰ βροῦμε ἄπειρους τέτοιους ὁρισμοὺς τοῦ γεγονότος τῆς προσευχῆς. Κι ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὑπάρχουν πάρα πολλὲς τέτοιες δυνατότητες, κατέφυγα σ’ ἕνα φιλοκαλικὸ κείμενο, δηλαδὴ σ’ ἕναν νηπτικὸ συγγραφέα, ἀλλὰ καὶ πατέρα καὶ ἀσκητή, ὁ ὁποῖος ἀφιερώνει, μιὰ μεγάλη ὁμιλία του στὴν προσευχή. Μέσα σ’ αὐτήν, μὲ τὴν πεῖρα τὴν προσωπικὴ ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ἀπὸ τὴν ἄσκηση, μᾶς δίνει μιὰ ποικιλία ὁρισμῶν, ποὺ ὅλοι μαζὶ ἴσως θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς δώσουν μιὰ ἰδέα του τί εἶναι ἡ προσευχή.

Ἀρχίζει μ’ ἕναν ἁπλὸ ὁρισμό: «Προσευχὴ ἐστὶ ἀνάβασις νοῦ πρὸς Θεόν». Ὅσο μπορεῖ πιὸ συνοπτικὰ μᾶς λέει τί εἶναι ἡ προσευχή. Εἶναι ἡ ἀνάβαση τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό. Κάπου ἀλλοῦ λέει: «Προσευχὴ ἐστὶ πρέπουσα ἐνέργεια τῇ ἀξίᾳ τοῦ νοῦ, ἤτοι κρείττων καὶ εἰλικρινὴς χρῆσις αὐτοῦ». Προσευχὴ εἶναι μιὰ ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἀνάλογη πρὸς τὴν ἀξία τοῦ νοῦ. Δηλαδὴ ἡ κάλλιστη, θὰ λέγαμε, καὶ ἡ πιὸ εἰλικρινὴς χρήση τοῦ νοῦ. Αὐτὴ εἶναι προσευχή.

Σ’ ἕναν ἄλλον ὁρισμό, προχωρεῖ σὲ περισσότερο ὑπαρξιακὸ ἔδαφος καὶ μᾶς λέει: «ὦσπερ ὁ ἄρτος τροφὴ ἐστὶ τῷ σώματι καὶ ἡ ἀρετὴ τῇ ψυχῇ, οὕτως καὶ τοῦ νοῦ ἡ πνευματικὴ προσευχὴ τροφὴ ὑπάρχει». Ἐδῶ κάνει ἕνα πολὺ θετικὸ βῆμα στὴν προσπάθεια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ μᾶς δώσει νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μιὰ θεωρητικὴ προσέγγιση τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι κάτι πολὺ βασικότερο καὶ ὑπαρξιακό. Αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς ἤ, ἡ ἀλληγορία, ἡ εἰκόνα τῆς προσευχῆς ὡς τροφῆς, ὡς ἄρτου, δείχνει ὅτι ἡ προσευχὴ γιὰ τὸν προσευχόμενο ἄνθρωπο, ὅπως λέει ἀλλοῦ καὶ ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ ἄλλοι πατέρες, εἶναι ἡ τροφὴ καὶ ἡ ἀναπνοή. Χωρὶς αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις τῆς τροφῆς καὶ τῆς ἀναπνοῆς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἕνας ἄνθρωπος. Ἔτσι καὶ ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴν προσευχή.

Ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὁρισμοὺς ποὺ ἔχει στὴν συνέχεια τῆς ὁμιλίας του ὁ νηπτικὸς πατήρ, ξεχώρισα ἰδιαιτέρως ἕναν, ὁ ὁποῖος νομίζω ὅτι μᾶς δίνει τὸ πλήρωμα, κατὰ κάποιον τρόπο, τῆς ὑπαρξιακῆς προβολῆς τῆς προσευχῆς.

Σημειώνει σ’ ἕναν στίχο: «Αἴσθησις ἐστὶ προσευχῆς σύννοια μετ’ εὐλάβειας καὶ κατανύξεως καὶ ὀδύνης ψυχῆς, ἐν ἐξαγορεύσει πταισμάτων μετὰ στεναγμῶν ἀφανῶν». Δηλαδὴ ἡ αἴσθηση τῆς προσευχῆς εἶναι σύννοια -τὸ λεξικὸ ἀποδίδει τὴν λέξη αὐτὴ μὲ τὸν ὅρο σκέψη βαθειά -, ἀλλὰ καὶ ἀγωνία καὶ στενοχώρια καὶ συναίσθηση καὶ τύψεις συνειδήσεως ἀκόμη. Θὰ μπορούσαμε ἑπομένως νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ αἴσθηση τῆς προσευχῆς εἶναι ἕνα προσωπικὸ βίωμα ποὺ δονεῖ τὸν ἄνθρωπο «μετ’ εὐλαβείας καὶ κατανύξεως καὶ ὀδύνης ψυχῆς» καὶ μὲ προϋπόθεση τὴν ἔξαγόρευσή των πταισμάτων, τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς «μετὰ στεναγμῶν ἀφανῶν».

Μὲ τὸν ὁρισμὸ αὐτὸ εἰσέρχεται στὸ βάθος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι ἡ σωστὴ καὶ ὁλοκληρωμένη προσευχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἐνέργεια τῶν χειλέων, οὔτε εἶναι μιὰ θεωρητικὴ πράξη, ἕνα γεγονὸς νοησιαρχικῆς ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶναι μιὰ ὑπόθεση ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν ὅλο ἄνθρωπο, τὸν δονεῖ, τὸν συγκλονίζει καὶ ποὺ σὰν καταστάλαγμα τῆς ὅλης αὐτῆς ἐμπειρίας ἔχει τοὺς ἀφανεῖς στεναγμούς.

Σὰν συμπέρασμα αὐτῶν θὰ λέγαμε, ὅτι ἡ πρώτη προϋπόθεση τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς εἶναι το νὰ ἀντιληφθεῖ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὴν προσευχὴ σὰν μιὰ πηγὴ δυνάμεως, Ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνα ὑπαρξιακὸ γεγονός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ συγκλονίζει τὸν ὅλο ἄνθρωπο, τὸν συναρπάζει καὶ τὸν κάνει νὰ βιώνει καταστάσεις πού, ὅπως λένε σὲ ἄλλες περιπτώσεις οἱ νηπτικοὶ ποὺ ζοῦν τὸ πλήρωμα τῆς προσευχῆς, δὲν μπορεῖ νὰ τὶς περιγράφει. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ προσευχή, στὴν κανονική της διάσταση, πρέπει νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλες τὶς κινήσεις του καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐνέργειές του.

Βέβαια ἐμεῖς μπορεῖ νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ λειτουργία ποὺ γίνεται σὲ τακτὲς ὧρες ἢ ὅτι ἐντάσσεται καὶ σὰν λατρεία σ’ ἕνα ὁρισμένο πρόγραμμα, ὅπως εἶναι ἡ λατρεία τῆς Κυριακῆς ἐπὶ παραδείγματι. Ἀλλὰ ἡ ὑπαρξιακὴ σύλληψη τοῦ νοήματος τῆς προσευχῆς μας τὴν δίνει σὰν μιὰ λειτουργία ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν ὅλο ἄνθρωπο, σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, ὅταν οἱ νηπτικοὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ θέμα τῆς προσευχῆς καὶ κατασταλάζουν σ’ ἕναν ὁρισμένο τύπο προσευχῆς, στὴν Εὐχὴ τοῦ Κυρίου, προσδιορίζουν τὴν προσευχὴ σὰν τὴν ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς. Καὶ λένε ὅτι ὅταν κανεὶς κατορθώσει νὰ συνάψει τὴν μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μὲ τὴν ἀναπνοή του, τότε θὰ μπορέσει νὰ καταλάβει τὸ νόημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τότε «γνώσει ἡσυχίας ὠφέλειαν», ἀλλὰ καὶ τότε μπορεῖ νὰ καταλάβει ποιά εἶναι ἡ προσευχὴ σὲ ὅλες της τὶς διαστάσεις.

Ἴσως τὰ ὅσα εἴπαμε μέχρι στιγμῆς γιὰ τὸ ὑπαρξιακὸ νόημα τῆς προσευχῆς νὰ δημιούργησαν σὲ μερικοὺς τὸν προβληματισμό, ὅτι ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ προσεύχεται κάθε ὥρα καὶ στιγμή. Πρὶν ὅμως ἔλθουμε νὰ ἐξετάσουμε αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πτυχὴ τοῦ θέματος εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀναφέρουμε καὶ νὰ ὑπογραμμίσουμε ἕνα γεγονός, ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ καταλάβουμε πῶς ἡ προσευχή, σὰν ὑπαρξιακὸ γεγονός, καλύπτει καὶ ἀγκαλιάζει τὴν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

Πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ φαίνεται παράδοξο στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, θὰ ἔλεγα πολλὲς φορὲς καὶ στὸν σύγχρονο χριστιανό, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἄρθρο πίστεως καὶ ζωῆς.

Ἡ ὑπαρξιακὴ κατανόηση τοῦ πνευματικοῦ γεγονότος τῆς προσευχῆς δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ὅτι ὁ ἀγῶνας τοῦ ἀνθρώπου καὶ συγκεκριμένα τοῦ χριστιανοῦ, δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ περιορισμένη περιπέτεια ἢ ἐργασία, ἀλλὰ εἶναι μιὰ πάλη. Αὐτὴν τὴν πάλη μᾶς βοηθάει ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ τὴν καταλάβουμε πολλαπλῶς. Τὴν περιγράφει ὡραιότατα στὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὴν Ἀποκάλυψη. Συνοπτικὰ τὴν συναντᾶμε στὸ γνωστὸ χωρίο τοῦ Παύλου: «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. στ΄ 12).

Σ’ αὐτὸ τὸ χωρίο ὑπογραμμίζεται ὁ δαιμονισμός, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει σὰν ἕνας ὅρος ὑπάρξεως, θὰ ἔλεγε κανείς, τῆς Ἐκκλησίας. Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τῆς στιγμῆς νὰ ἀναπτύξουμε τὴν θεολογία τοῦ δαιμονισμοῦ. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο ὁ χριστιανός, περισσότερο ἴσως ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ κόσμου τούτου ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει πολλὰ πράγματα, νὰ καταλάβει ὅτι ἐφ’ ὅσον θέλει νὰ εἶναι χριστιανός, εἶναι ἐντεταγμένος σ’ ἕναν ἀγῶνα καὶ σὲ μιὰ πάλη, ποὺ ἔχει ἀντικείμενο (σὲ ἀρσενικὸ γένος), τοῦ ὁποίου οἱ ἀντιδράσεις παρουσιάζονται στὴν Ἀποκάλυψη, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα του ὑπάρχει σ’ ὅλο τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλο -ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἔτσι ἁπλὰ νὰ πῶ – τὸ ὑλικὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ξέρουμε ὅτι ὁ Κύριος, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ δημόσιου βίου Του, εἶχε ἕναν ζωντανὸ διάλογο μὲ τὸν διάβολο, μὲ τὸν δαιμονισμό, ὑπεβλήθη στὴν δοκιμασία, κατὰ τὴν ὅποια ὁ διάβολος ἤθελε νὰ τὸν ὑποτάξει. Μὲ τὴν ἀντιμετώπισή του ἐκείνη, ὁ Κύριος, δίνει τὴν σημασία ποὺ πρέπει νὰ δώσει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος στὴν συνάντησή του μὲ τὸν δαιμονισμό.

Ἡ πάλη τοῦ χριστιανοῦ δὲν εἶναι μιὰ πάλη γιὰ ἠθικὴ τελείωση, μέσα σὲ μιὰ κατάσταση πνευματικῆς ἐκστάσεως καὶ ὀμορφιᾶς -λόγων καὶ συναισθηματικῶν ἐμπειριῶν, ὅπως συχνὰ τὴν ἐννοοῦμε. Πολλὲς φορὲς ἐξωραΐζουμε τὰ πράγματα, μιλᾶμε γιὰ ἰδανικά, γιὰ πνευματικὲς ἐξάρσεις, γιὰ προσπάθεια αὐτοθυσίας, ἡ ὁποία εἶναι ἔργο ποὺ ὀμορφαίνει τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κάτω ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ σχήματα, τὰ ὡραῖα καὶ τὰ ἀληθινά -δὲν εἶναι ψεύτικα αὐτά- ὑπάρχει ἡ σκληρὴ πραγματικότητα, ἡ ὁποία ὁπωσδήποτε σὲ κάποια κρίσιμη ὥρα θὰ ἀποκαλυφθεῖ στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ἀποφασισμένος νὰ ἀγωνισθεῖ μέσα στὴν χριστιανικὴ κονίστρα.

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀρκετὲς φορὲς σημειώνεται κάποια ἀταξία. Ἴσως ὁρισμένοι νέοι νὰ ξεκινοῦν μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ὀμορφιᾶς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ποὺ ὅμως ἔχει -δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε αὐτό- καὶ τὴν μορφὴ τῆς αὐταπάτης. Διότι, ἂν κανεὶς δὲν ξέρει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν σκληρότητα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καὶ δὲν ἔχει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνειδητοποιήσει αὐτὸν τὸν δαιμονισμό, ποὺ συνέχει τὰ πάντα καὶ ποὺ ἀντιδρᾶ συνεχῶς στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ ξεκινήσει μὲ μιὰ αἰσιοδοξία, ποὺ εἶναι νόμιμη ἀπὸ πλευρᾶς χριστιανικῆς πραγματικότητας· αὐτὴ ὅμως ἡ αἰσιοδοξία μπορεῖ νὰ γίνει τὸ σκάνδαλο ἤ, ἡ παγίδα, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ μιὰ καταστροφὴ ὁριστική.

Αὐτὸ εἶναι μιὰ παλιὰ ὑπόθεση. Χρονολογεῖται ἀπὸ τότε, ποὺ μέσα στὸν κύκλο τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων παρουσιάστηκε ὁ Ἰούδας. Καὶ τὸ γεγονὸς προχώρησε, ὥστε ὁ Παῦλος μὲ πικρία νὰ γράψει: «Δημὰς γὰρ μὲ ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα…» (Β΄ Τιμοθ. δ΄ 10). Ὁ νῦν αἰών, ὁ ὁποιοσδήποτε αἰών, ἔχει μιὰ γλυκύτητα δαιμονική, θὰ ἔλεγε κανείς, ποὺ ἀντιδρᾶ οὐσιαστικὰ καὶ δραστικὰ στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ συγκεκριμένα στὴν προσπάθεια τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Ὅταν λοιπὸν ὁ χριστιανὸς δὲν ἔχει πλήρη ἐπίγνωση αὐτῶν τῶν καταστάσεων ἀπὸ τὴν ἀρχή, στερεῖται μιᾶς βασικῆς προϋποθέσεως ποὺ μπορεῖ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει γόνιμη, ἀπὸ πλευρᾶς δυνάμεως, προσευχή. Διότι, ἂν κανεὶς δὲν ὑπολογίζει τὴν δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, τότε ἡ προσευχή του εἶναι μιὰ κατάσταση, ἢ μιὰ λειτουργία, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα, ἀλλὰ ἀποφεύγει τὴν οὐσία.

Συνήθως ἡ προσευχὴ ἑνὸς καλοῦ χριστιανοῦ ἔχει σὰν θέμα το νὰ προκόψει στὴν ζωή του, νὰ ἀποκτήσει μιὰ καλὴ ἐργασία, νὰ δημιουργήσει καλὴ οἰκογένεια, νὰ ἀποκτήσει παιδιά, νὰ τὰ δεῖ νὰ προοδεύουν, πράγματα τὰ ὁποῖα ὅλα εἶναι ἀσφαλῶς νόμιμα. Καὶ μέσα σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἱκεσίες, ποὺ ἀποτελοῦν στόχο τῆς προσευχῆς, ὑπάρχει καὶ τὸ αἴτημα, νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Τὶς περισσότερες φορὲς ὅμως, λείπει αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπογραμμίσει τὸν ὑπαρξιακὸ χαρακτῆρα τῆς προσευχῆς, κι ἔτσι ἡ προσευχὴ γίνεται ἁπλῶς ἕνα ἐφόδιο γιὰ νὰ ζήσουμε καλύτερα τὴν ζωή μας. Ἀλλά, ὅταν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, φθάνουμε στὸ σημεῖο νὰ θυμόμαστε τὴν προσευχὴ ὁρισμένες ὧρες μόνο, τὶς ὧρες ποὺ ἔχουμε μπροστά μας ἕνα πρόβλημα ἢ μιὰ δυσκολία. Τότε ξυπνάει περισσότερο μέσα μας ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ διάθεση γιὰ προσευχή.

Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ζεῖ ὑπαρξιακὰ τὸ γεγονὸς τῆς προσευχῆς, ἐφαρμόζει τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» ποὺ λέει ὁ Παῦλος καὶ ζεῖ, ὄχι ἁπλῶς μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ζωῆς τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ στὴν κατάσταση τῆς προσευχῆς. Εἶναι ὅλος προσευχὴ καὶ ἑπομένως ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀντιμετωπίζει τον δαιμονισμὸ τοῦ νῦν αἰῶνος μὲ τὴν ἄνεση ποὺ τοῦ δίνει ἡ προσευχή.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνοίξουμε μιὰ παρένθεση, γιὰ νὰ δοῦμε τὴν τραγικὴ εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει ὁ ἑκάστοτε χριστιανὸς μέσα στὰ πλαίσια τοῦ δαιμονισμοῦ τῆς ἐποχῆς του. Βλέπουμε ὅτι πάρα πολλὲς φορές, λείπει ἀπὸ τὸν χριστιανὸ ἡ συναίσθηση τῆς ἐξαρτήσεώς του ἀπὸ τὸν Θεό, μιᾶς ἐξαρτήσεως ὑπαρξιακῆς καὶ ὄχι συναισθηματικῆς. Διότι συχνὰ λέμε ὅτι ἡ προσευχὴ ὑπογραμμίζει τὴν ἐξάρτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὶς περισσότερες φορὲς ἐννοοῦμε μιὰ συναισθηματικὴ ἐξάρτηση. Δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὸ βαθύτερο στοιχεῖο, ποὺ θὰ ἔλεγα ὅτι ἔχει ἕναν χαρακτῆρα τραγικό, ἰδιαίτερα γιὰ τὸν σύγχρονο χριστιανό. Καὶ αὐτὴ ἡ τραγικότητα ζωγραφεῖται πολὺ ὡραῖα στὴν ὑμνολογία καὶ στὶς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου.

Ἂν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σταματήσει μὲ ἄνεση -ἀπὸ πλευρᾶς χρόνου- μπροστὰ στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ τὴν μελετήσει μὲ προσοχή, θὰ ἔβλεπε ὅτι μέσα σ’ αὐτὴν ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται. Ὅλη ἡ ὑμνολογία τοῦ Τριωδίου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ οἱ πνευματικὲς ἐξάρσεις ἑνὸς προσευχόμενου ἀνθρώπου.

Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ προσερχόμενος ἄνθρωπος; Μήπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει λύσει τὰ προβλήματά του καὶ μὲ τὴν συναίσθηση πλέον τῆς ἀσφάλειας ὅτι εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, προσεύχεται καὶ ὑμνολογεῖ; Ἢ μήπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀναζητάει κάτι καὶ προσεύχεται μὲ κάποια ἀγωνία;

Μιὰ βαθειὰ ἐξέταση τοῦ Τριωδίου δείχνει ὅτι στὴν πνευματικὴ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ παρουσιάζεται μέσα σ’ αὐτό, ἐκφράζεται καὶ ἀντανακλᾶται ἡ τραγικότητα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ὅταν διαβάζουμε στὸ Τριώδιο τοὺς τόσο ὡραίους ὕμνους καὶ βλέπουμε τὴν ἀγωνία τοῦ προσευχόμενου ἀνθρώπου, τὴν τραγικότητα ποὺ δείχνει ἡ ἐσωτερική του ἔκρηξη, θὰ λέγαμε τὴν ἀπελπισία του -γιατί πολλὲς φορὲς τὸν βλέπουμε νὰ προσεύχεται μὲ μιὰ ἀπελπισία-, ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι βλέπουμε μιὰ εἰκόνα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ὁ ὅποιος εἶναι παγιδευμένος κι αὐτὸς σὲ κάποια κατάσταση τραγική, σὲ ἕναν μηδενισμὸ ποὺ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἀπελπισία χωρὶς ὅρια. Κι αὐτὸ πραγματικὰ εἶναι ἕνα κοινὸ σημεῖο τοῦ προσευχόμενου ἀνθρώπου μέσα στὸ Τριώδιο καὶ τοῦ ἀνθρώπου γενικὰ τῆς ἐποχῆς μας.

Κάτι ὅμως ποὺ ὑπάρχει στὸ Τριώδιο, δὲν ὑπάρχει τὶς περισσότερες φορὲς στὸν σύγχρονο χριστιανό. Ἐνῶ ὁ σύγχρονος ὑπαρξιστὴς ἔχει μιὰ ἀγωνία, ζεῖ μιὰ τραγικότητα, διότι ἐσωτερικὰ συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ μηδενισμοῦ, ὁ σύγχρονος χριστιανός, ὅπως ἔχει πολλὲς φορὲς λεχθεῖ καὶ ὑπογραμμισθεῖ, παρουσιάζεται σὰν ἕνας ἄνθρωπος τοῦ βολέματος. Καὶ κοντὰ στὸν Θεὸ θέλει νὰ βρίσκεται, καὶ τὴν ζωή του τὴν σύγχρονη νὰ ζήσει. Δὲν δείχνει ὅτι ἔχει κάποια ἀγωνία ἐσωτερική, ὅτι αἰσθάνεται τὴν τραγικότητα τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀντίθετα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἔχει μιὰ σιγουριά, διότι ξέρει ὅτι θὰ νηστέψει, θὰ ἐξομολογηθεῖ, ἀκόμα ὅτι θὰ κοινωνήσει. Ξέρει ὅτι θὰ μπεῖ στὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, ποὺ θὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀνανήψει κάπως καὶ ἔτσι νὰ προχωρήσει. Στὸ βάθος τοῦ πνεύματός του ἐπικρατεῖ ἡ προοπτική, ὅτι προχωρῶντας θὰ βρει ἀνοιχτῆ μπροστά του τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου. Κι ἔτσι δὲν συγκλονίζεται ὁ σύγχρονος χριστιανός, ὅπως συγκλονίζεται ὁ ἄπιστος ἢ ὁ ἄθεος ἢ ὁ ὑπαρξιστὴς ποὺ δὲν ἔχει προσανατολισμό.

Ἀλλὰ ἄραγε, αὐτὴ εἶναι ἡ νοοτροπία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ προσεύχεται μέσα στὸ Τριώδιο, αὐτοῦ ποὺ γιὰ τὸν χριστιανὸ ἀποτελεῖ τὸν τύπο τοῦ προσευχόμενου ἀνθρώπου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Μέσα στὸ Τριώδιο βρίσκει κανεὶς πάρα πολὺ ἐκφραστικά, μὲ ὑμνολογικὲς ἀποχρώσεις καὶ πινελιὲς τὸν χριστιανικὸ ὑπαρξισμὸ νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς μιὰ ἀγωνία, μιὰ ἀπελπισία, ἴσως καὶ μιὰ ἀμφισβήτηση μέχρις ἑνὸς ὁρισμένου σημείου. Νὰ εἶναι ὅμως μιὰ ὑγιὴς ἀμφισβήτηση καὶ μιὰ ἀπελπισία ποὺ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ὕπαρξη τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ὕπαρξη ἀντλεῖ ὅλη του τὴν δύναμη.

Μέσα στὴν ὑμνολογία τοῦ Τριωδίου διαφαίνεται μιὰ ἀπελπισία ποὺ εἶναι ἀκατανόητη γιὰ τὸν σύγχρονο χριστιανό. Μιὰ ἀπελπισία ποὺ πολλὲς φορές μᾶς προβληματίζει, μήπως ὑπάρχουν στοιχεῖα ὑπερβολῆς μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία, τὰ ὁποῖα δὲν δίνουν τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, μήπως ὑπερτονίζουμε τὴν παραποιημένη εἰκόνα τοῦ χριστιανοῦ. Ὅμως δὲν πρέπει ποτὲ νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει δύο ὄψεις, μία ὄψη χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, ἐπαγγελίας ζωῆς καὶ μία ὄψη ἐγρηγόρσεως, τραγικότητας, ἀγωνίας καὶ γιατί ὄχι καὶ φρίκης. Ἂν μπορούσαμε νὰ σταματήσουμε στὴν μία ὄψη τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγνοῶντας τὴν ἄλλη, θὰ ἦταν εὔκολο νὰ διαγράψουμε καὶ τὸ Τριώδιο ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ τραγικότητα ὑπάρχει ἤδη μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, γιατί εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀποκορυφώνεται ἡ τραγικότητα τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως καὶ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ πηγάζει ὁ πιὸ δυναμικὸς χαρακτῆρας τῆς προσευχῆς,

Στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὑπάρχει ἕνα χωρίο ποὺ δικαιώνει, ὄχι μόνο τὸν χαρακτῆρα τοῦ Τριωδίου, ἀλλὰ καὶ τὴν τραγικότητα ποὺ πρέπει νὰ βιώνει ὁ χριστιανὸς σὰν προϋπόθεση τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς. Βέβαια καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχουμε περιγραφὲς γιὰ τὸν δραματικὸ καὶ τραγικό, θὰ λέγαμε, χαρακτῆρα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου. Ἐπὶ παραδείγματι, γράφει ὁ Ἀπόστολος πρὸς τοὺς Γαλάτες, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε κατάρα -ὄχι ἔγινε σὰν κατάρα- γιὰ νὰ ἐξαγοράσει ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Στὴν πρὸς Ἑβραίους ὅμως ἔχουμε μιὰ πραγματικὰ ὑπαρξιακὴ ἀπεικόνιση τοῦ δραματικοῦ χαρακτῆρα τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὄχι σὲ μία, ἀλλὰ σὲ πάρα πολλὲς περιπτώσεις.

Σημειώνει ὁ συγγραφέας τῆς ἐπιστολῆς ὅτι, ὅταν ὁ Κύριος ἔκανε τὸ ἔργο Του ἐδῶ στὴν γῆ «ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ δεήσεις τε καὶ ἱκετηρίας πρὸς τὸν δυνάμενον σώζειν αὐτὸν ἐκ θανάτου μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων προσενέγκας, καὶ εἰσακουσθεῖς ἀπὸ τῆς εὐλάβειας, καίπερ ὤν υἱός, ἔμαθεν ἀφ’ ὦν ἔπαθε τὴν ὑπακοήν, καὶ τελειωθεῖς ἐγένετο τοῖς ὑπακούουσιν αὐτῷ πᾶσιν αἴτιος σωτηρίας αἰωνίου» (Ἐβρ. ε’ 7 – 9).

Ἕνας σύγχρονος χριστιανός, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν προβληματικότητα τῆς προσευχῆς καὶ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου, πρέπει ἰδιαίτερα νὰ προσέξει αὐτὴν τὴν τόσο ἐκφραστικὴ καὶ ζωντανὴ περιγραφὴ τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου. Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προσευχήθηκε πρὸς τὸν Πατέρα Του, «τὸν δυνάμενον σώζειν αὐτὸν ἐκ θανάτου», γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μᾶς δώσει τύπον προσευχῆς, «μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων», γιατί ἕνας σύγχρονος χριστιανὸς νὰ δικαιοῦται νὰ προσεύχεται μὲ λιγότερο δυναμισμό -στὴν καλύτερη περίπτωση- ἢ χωρὶς νὰ βιώνει τὴν τραγικότητα τῆς ὑπαρξιακῆς πραγματικότητας; Νομίζω ὅτι στὸ χωρίο αὐτὸ ἐκφράζεται συνοπτικὰ τὸ νόημα τοῦ Τριωδίου καὶ φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ προσευχή, σὰν πηγὴ δυνάμεως, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἤπια πνευματικὴ λειτουργία.

Πολλὲς φορὲς ἐπιδιώκουμε νὰ ἔχουμε μιὰ ὥρα περισυλλογῆς, νὰ βρεθοῦμε κάπου ἥσυχα, νὰ διαβάσουμε ἕνα καλὸ βιβλίο, νὰ ζήσουμε μιὰ ἔξαρση πνευματική, γιὰ νὰ πετύχουμε μιὰ ψυχικὴ ἀνάβαση. Ἂν καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν αὐθεντικότητα τῆς πνευματικῆς ποιότητας αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων, πρέπει ἐν τούτοις νὰ προβληματισθοῦμε ἄν, μὲ αὐτὲς μόνον, εἶναι δυνατὸν νὰ κάνουμε βήματα πρὸς τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νὰ σκεφθοῦμε πὼς πρέπει νὰ καταβάλουμε προσπάθεια γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς βρίσκεται στὸ βάθος μιᾶς ἰσχυρῆς κραυγῆς καὶ στὴν νωπότητα πολλῶν δακρύων. Διότι, ἂν αὐτὴ τὴν κατάσταση τὴν ἔζησε ὁ Χριστός, σὰν ἄνθρωπος, δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ εἴμαστε σίγουροι καὶ ἥσυχοι ὅτι μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν προσευχή, ὅταν περιοριζόμαστε σὲ μιά, πλούσια ἴσως, φιλολογία, ποὺ ὑπάρχει γύρω ἀπὸ τοὺς τρόπους, τὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ἄσκηση γενικὰ τῆς προσευχῆς.

Προχωρῶντας βαθύτερα στὴν ἐξέταση τοῦ θέματος τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς, πρέπει νὰ σταματήσουμε ἰδιαίτερα σ’ ἕνα βιωματικὸ γεγονὸς ποὺ εἶναι ἀντίθετο τῆς ἐννοίας τῆς δυνάμεως. Αὐτὸς ποὺ ἀναζητάει σκόπιμα τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, πρέπει νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν συναίσθηση τῆς βαθειᾶς καὶ ὁλοκληρωτικῆς ἀδυναμίας του.

Τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς μπορεῖ νὰ καταλάβει μόνο αὐτὸς ποὺ στέκεται γυμνὸς μπροστὰ στὸ χάος τῆς ἀδυναμίας του. Αὐτὴν τὴν βασικὴ ἰδέα τὴν βλέπουμε μέσα στὰ πατερικὰ κείμενα, μέσα στὴν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν ζωὴ καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ τύπος τῆς προσευχῆς ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος στὴν εἰκόνα τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου δείχνει, ὅτι δὲν μπορεῖ κανένας νὰ ξεκινάει τὴν προσευχή του μ’ ἕνα αἴσθημα αὐτάρκειας. Ἡ προσευχὴ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι -ἂν ὄχι πάντοτε, τοὐλάχιστον τὶς περισσότερες φορές- μιὰ ἐμπειρία ἐπιβραβεύσεως τῶν αἰσθημάτων ἀσφάλειας ποὺ ἔχει ὁ πιστὸς μέσα στὸν κύκλο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς πηγάζει ἀπὸ τὴν βαθειὰ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας. Ὅταν κανεὶς ἀπογυμνώνεται ἀπὸ τὰ προσωπικά του στοιχεῖα καὶ ἀπ’ ὅ,τι ἄλλο μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει γι’ αὐτὸν ἔρεισμα προσωπικῆς ἀσφάλειας, βρίσκει τὴν πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἀντλήσει δύναμη. Ἔτσι, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ πατερικὰ κείμενα, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος προχωράει στὴν πορεία τῆς ζωῆς του συναισθανόμενος συνεχῶς τὴν ἀδυναμία του. Ἡ ἐμπειρία τῆς προσευχῆς του εἶναι μιὰ συνεχὴς ἢ συνεχῶς αὐξανόμενη συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του.

Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν συζητάει τὸ θέμα τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς, τὸ ἂν δίνει ἢ δὲν δίνει δύναμη ἡ προσευχή του. Τὸν χριστιανό, ὅπως μᾶς τὸν δίνει τὸ Τριώδιο, ἀλλὰ καὶ τὰ πατερικὰ πρότυπα καὶ ἡ Ἅγια Γραφή, δὲν τὸν ἀπασχολεῖ τὸ ἂν εἶναι ἢ δὲν εἶναι δυνατός. Τὸν ἀπασχολεῖ τὸ ἂν προσεύχεται αὐθεντικά, ἂν βρίσκεται ὑπαρξιακὰ ἐντεταγμένος μέσα στὴν περιοχὴ τῆς ζωῆς τῆς προσευχῆς. Ἡ σκέψη τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστῆ, ὅταν προσεύχεται, εἶναι προσηλωμένη στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς. Γιατί τὸ ἀποτέλεσμα μπορεῖ, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη κρίση, νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνεπάρκειας τῆς προσευχῆς, ἐνῷ γιὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ποὺ δίνει δύναμη.

Θὰ ἀναφέρω μιὰ πολὺ χαρακτηριστικὴ πατερικὴ εἰκόνα, ποὺ δείχνει ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν διαφορὰ τῆς ἀνθρώπινης κρίσεως ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.

Κάποτε ἕνας ἀσκητὴς θέλησε νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὴν μοναξιὰ τοῦ κελλιοῦ του, νὰ βγεῖ ἔξω καὶ νὰ ἔλθει σὲ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλους μοναχούς. Πρὶν ξεκινήσει προσευχήθηκε ὥστε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει αὐτὴν τὴν ἔξοδο καὶ νὰ τοῦ δώσει μιὰ εὐκαιρία δυνάμεως, ποὺ θὰ προέρχονταν ἀπὸ τὶς διαπροσωπικές, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, σχέσεις μὲ ἀδελφούς. Κατόπιν ξεκίνησε γιὰ τὴν πόλη, γιατί ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ συναντήσει πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Φθάνοντας ὅμως στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως συγκλονίστηκε. Εἶχε σταθεῖ ἐκεῖ μιὰ πόρνη, ἡ ὁποία προκλητικὰ τοῦ ἔκλεινε τὸν δρόμο. Ἀμέσως συλλογίστηκε τὴν προσευχὴ ποὺ εἶχε κάνει καὶ σκέφθηκε: «Ἐγὼ ζήτησα ἀπὸ τὸν Θεὸ μιὰ εὐκαιρία πνευματικῆς δυνάμεως κι ἐκεῖνος παρουσιάζει μπροστά μου ἕνα τέτοιο πρόβλημα;» Κοίταξε τὴν γυναῖκα μὲ οἶκτο καὶ περιφρόνηση καὶ αὐτὴ συνέχισε νὰ τὸν κοιτάει προκλητικά. Ὁπότε, σὲ μιὰ στιγμή της λέει: «Δὲν ντρέπεσαι νὰ προκαλεῖς ἔτσι ἕναν γέροντα μοναχό;» Κι ἐκείνη τοῦ ἀπαντάει: «Ἐὰν εἶσαι πραγματικὸς μοναχός, νὰ σκέπτεσαι ὅτι εἶσαι γῆ καὶ στὴν γῆ νὰ κοιτᾶς, καὶ ὄχι ἔμενα». Ὁ Γέροντας τότε κατάλαβε τί μάθημα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀντιλήφθηκε ὅτι ἀπὸ τὴν προσευχή του πῆρε δύναμη καὶ ἔζησε τὴν ἀναψυχὴ ποὺ ζητοῦσε.

Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται δὲν ἔχει τὸν νοῦ του στὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ προσηλώνεται ὁλόψυχα στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἡ πηγὴ τῆς δυνάμεως, ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ, καὶ ὁ ὁποῖος ξέρει πότε πρέπει νὰ δίνει καὶ πότε πρέπει νὰ παίρνει καὶ γιατί πρέπει νὰ δίνει καὶ γιατί πρέπει νὰ παίρνει.

Ἔτσι λοιπὸν βλέπουμε ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι ἀπὸ τὰ θέματα, ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ συζητάει κανεὶς γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει μιὰ ἐσωτερικὴ πεποίθηση ὅτι, ἂν τηρεῖ ὁρισμένους συγκεκριμένους ὅρους, ἡ προσευχή του θὰ εἶναι πηγὴ δυνάμεως.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, βέβαια, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐνισχύεται καὶ νὰ πορεύεται τὸν δρόμο του, νὰ ὁλοκληρώνεται καὶ νὰ πραγματώνει τὸ ἰδεῶδες πού, σύμφωνα μὲ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία, εἶναι ἡ ὁμοίωσή του μὲ τὸν Θεό, ἡ μέθεξή του στὴν παρουσία καὶ στὴν ζωὴ τῆς θεότητας.

Ὁ δρόμος ἑπομένως, ποὺ καλεῖται νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἴσως αὐτὸς ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστὸς στὸν Γέροντα Σιλουανό, σ’ ἕνα ὅραμά του – ὅπως τὸ περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ γέροντας: «Τήρει τὸν νοῦν σου εἰς τὸν Ἅδη, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, καὶ μὴ ἀπελπίζου». Νὰ προσεύχεσαι, δηλαδή, καὶ νὰ ἔχεις τὸν νοῦ σου στὸν Ἅδη, στὰ ὅσα ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα μὴν ἀπελπίζεσαι.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ συγκεκριμένη ὑπόδειξη ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο. Σὰν γενικὴ ἰδέα ὅμως δείχνει ὅτι κανένας πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν ἐξαρτᾷ τὴν προσευχή του ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα. Βέβαια εἶναι καλὸ νὰ γνωρίζει κανεὶς πῶς πρέπει νὰ γίνεται ἡ σωστὴ προσευχή. Ἐξ ἄλλου καὶ οἱ μαθητὲς ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοὺς διδάξει, πῶς πρέπει νὰ προσεύχονται. Ἔχει ὅμως μεγάλη σημασία νὰ προσεύχεται κανεὶς ἀποδεσμευμένος ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ θὰ ἔχει ἡ προσευχή του. Γιατί πολλὲς ἀπογοητεύσεις «καλῶν» χριστιανῶν προέρχονται ἀκριβῶς ἀπό το, κατὰ τὴ γνώμη τους, «ἀτελεσφόρητον» τῆς προσευχῆς.

Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προσευχήθηκε καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν θεραπεύσει ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχε. Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονη προσευχὴ πηρὲ τὴν ἀπάντηση: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Εἶχε τὴν ἐντύπωση ὁ Παῦλος, ὅτι ἡ ἀσθένειά του ἦταν πηγὴ ἀδυναμίας. Καὶ προσευχόταν γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτήν. Ἀλλὰ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ «τελειοῦται ἐν τῇ ἀσθενείᾳ».

Ὑπάρχει, ὅπως βλέπουμε, μιὰ διαφορετικὴ δομὴ σκέψεως στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν σκέψη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ νομίζω ὅτι τὸ πρόβλημα «ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς» εἶναι ἕνα πρόβλημα καθαρὰ ἀνθρώπινο. Καὶ ἀσφαλῶς ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ἔργο του εἶναι νὰ προσεύχεται, ἔργο δὲ τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ δίνει αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ δίνει πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, νομίζω ὅτι σκέφτεται σωστά. Ὁπωσδήποτε σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δίνονται πολλὲς εὐκαιρίες νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι πραγματικὰ ἡ προσευχὴ ἀποτέλεσε πηγὴ δυνάμεως στὴν ζωή του. Ἀλλὰ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς θὰ τὸ δεῖ αὐτὸ μὲ μιὰ ἀναδρομὴ ποὺ θὰ κάνει στὸ παρελθόν, δὲν θὰ τὸ δεῖ σὰν παρόν.

Ὁπωσδήποτε μέσα στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὑπάρχουν πολλὲς καταπληκτικὲς εἰκόνες τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς. Ἐπὶ παραδείγματι: «καὶ δεηθέντων αὐτῶν ἐσαλεύθη ὁ τόπος ἐν ὧ ἦσαν συνηγμένοι» (Πράξ. δ’ 31). Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ὁ κάθε πιστὸς πρέπει νὰ περιμένει τόσο ἄμεσα ἀποτελέσματα ἀπὸ τὴν προσευχή του.

Χρειάζεται μιὰ ἰδιαίτερη λογική, ποὺ εἶναι ἡ λογικὴ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τὸ πρόβλημα τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξετασθεῖ ἢ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ θεωρητικά. Μπορεῖ μόνο νὰ βιωθεῖ σὰν ὑπαρξιακὴ ἐμπειρία μέσα στὰ πλαίσια, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Τριωδίου. Ὅσο περισσότερο ἀπελπίζεται κανεὶς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο τὸν εὐλογεῖ ὁ Θεός. Ὅσο περισσότερο φορτίζεται μὲ φαρισαϊκὴ συνείδηση καὶ νοοτροπία, τόσο λιγότερο βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό.

Τὸ βασικὸ λοιπὸν πρόβλημα εἶναι πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ ὄχι νὰ τὴν σκεφθεῖ ἢ νὰ τὴν ἐπεξεργασθεῖ θεωρητικά.

Δὲν θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω τίποτε στὸ θέμα αὐτό, ὄχι διότι ἐξαντλήθηκε, ἀλλὰ διότι πιστεύω ὅτι σὲ θέματα τόσο βασικά, μόνο σκιαγραφήσεις εἶναι δυνατόν νὰ γίνουν καὶ ἀφορμὲς νὰ δοθοῦν γιὰ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς βαθύτερα, σὲ σχέση μὲ τὴν προσωπική του ἐμπειρία καὶ τὸν προσωπικό του προβληματισμό.

Ἂν ὑπάρχει κάποια σκέψη ἢ κάποια ἀπορία, πάνω στὰ ὅσα ἐλέχθησαν, παρακαλῶ νὰ τὴν ἀκούσουμε.

Ἐρώτηση: Τί ἀκριβῶς, ἐννοεῖτε, ὅταν λέτε: «νὰ βιώσει κανεὶς ὑπαρξιακά»; Μήπως πρόκειται γιὰ ἕνα φιλοσοφικὸ σύστημα χριστιανοϋπαρξισμοῦ;

Ἀπάντηση: Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἁπλῶς μπερδεύουμε τοὺς ὅρους. Νομίζω ὅμως ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἔχει ξεκαθαρισθεῖ κάπως τὸ θέμα. Ὅταν στὸν χῶρο αὐτὸ μιλᾶμε γιὰ ὑπαρξιακὴ θεώρηση ἢ βίωση, ξεχωρίζουμε τὸ θέμα ἀπὸ τὸν ὑπαρξισμὸ μὲ τὴν γνωστή του θεωρία. Ἐδῶ δίνουμε ἔμφαση, κατ’ ἀναλογία πρὸς τὸ ὑπαρξιακὸ σύστημα, στὴν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, σὰν μιὰ ὕπαρξη ποὺ προβληματίζεται καὶ ζεῖ μ’ ἕναν καθολικὸ τρόπο.

Ὅταν λέμε νὰ ζήσουμε ὑπαρξιακὰ τὴν προσευχή, ἐννοοῦμε νὰ τὴν ζήσει ὁ ὅλος ἄνθρωπος, μέσα σὲ ὅλα τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ ὁποία τελευταῖα προβάλλεται μὲ διάφορα βιβλία, ἢ ἡ Εὐχὴ τοῦ Κυρίου, ὅπως τὴν ἀναφέραμε προηγουμένως, ἡ ὁποία εἶναι μιὰ ἀσκητικὴ προσευχὴ καὶ συνίσταται στὴν ἐπανάληψη τῆς φράσεως: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν» (δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ ἐνδιατρίψουμε περισσότερο), εἶναι ἀκριβῶς μιὰ μορφὴ ὑπαρξιακῆς βιώσεως τῆς προσευχῆς.

Ὁ ἀσκητὴς ἢ ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος ζεῖ σὲ μιὰ Μονή, τὴν ὥρα ποὺ ἐργάζεται ἢ διακονεῖ ἢ κάνει τὸ ἐργόχειρό του, λέει ἀδιάλειπτα αὐτὴν τὴν προσευχή. Μάλιστα ὅσοι ἔχουν ἀσκηθεῖ ἐπὶ χρόνια σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο προσευχῆς, λένε τὴν εὐχὴ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου τους· ἐνῶ ἡ ψυχὴ κοιμᾶται, ὁ νοῦς λειτουργεῖ καὶ λέει τὴν εὐχὴ αὕτη. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔχουν τὴν δυνατότητα, ἀκόμη καὶ ὅταν διαβάζουν ἢ συνομιλοῦν, νὰ προσεύχονται.

Αὐτὴν τὴν μορφὴ τῆς ὑπαρξιακῆς βιώσεως τῆς προσευχῆς, μπορεῖ νὰ τὴν ἐγκολπωθεῖ καὶ ὁ σύγχρονος χριστιανὸς ποὺ ζεῖ μέσα στὸν κόσμο. Παντοῦ καὶ πάντοτε, στὸ λεωφορεῖο, στὸ πεζοδρόμιο, στὴν ἐργασία του, μπορεῖ νὰ λέει τὴν εὐχή, ὁπότε σιγά-σιγά μυεῖται σ’ αὐτὴν καὶ τότε ἡ προσευχή του γίνεται ἕνα καθεστώς. Τότε διαπιστώνει ὅτι, ὅπως λένε καὶ οἱ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸ θέμα αὐτό, προσεύχεται χωρὶς νὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος σκόπιμα. Καὶ τότε εἶναι σὲ Θέση νὰ ἀντιμετωπίζει κάθε δυσκολία καὶ κάθε πρόβλημα ποὺ παρουσιάζεται στὴν ζωή του, μὲ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ λειτουργία.

Ἀντίθετα ὁ «καλὸς» χριστιανός, ποὺ θυμᾶται τὴν προσευχή του τὸ βράδυ πρὶν νὰ κοιμηθεῖ καὶ τὴν Ἐκκλησία κάθε φορὰ ποὺ ἀκούει νὰ κτυπάει ἡ καμπάνα, ἢ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν ἀντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι προσεύχεται ἀποσπασματικά. Ἐνῷ αὐτὸς ποὺ βιώνει ὑπαρξιακὰ τὴν προσευχὴ δὲν ἔχει πρόγραμμα, δὲν ἔχει ὡράριο, ἀκόμη δὲν ἔχει οὔτε λεξιλόγιο. Γιατί ἴσως ἡ καλύτερη ἔκφραση τῆς ὑπαρξιακῆς βιώσεως τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ σιωπή.

(σ. 113-136)