Ἐρωτήματα πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς κληρικοὺς ποὺ πρέπει νὰ ἀπαντηθοῦν, ἂν πράγματι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ ποίμνιο καὶ τὴν σωτηρία του.



δε οδας τά δένδρα δοκιμάζειν πό τν καρπν, ποά στι τ φύσει, τ γεύσει, τ πιότητι, πολλ μλλον πό τν ργων φείλεις δοκιμάζειν τους Χριστεμπόρους, τι, φοροντες φημάριον ελαβείας, ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Ε δέ καί πό κανθν ο συλλέγεις σταφυλάς, πό τριβόλων σκα, τί πολαμβάνεις, τι πό παραβατν χεις τι γαθόν κοσαι, πό προδοτν μαθεν τι χρήσιμον; κείνους τοίνυν ποστρέφου ς λύκους ραβικούς, καί κάνθας παρακος, καί τριβόλους δικημάτων, καί δένδρα πονηρά". Μ. Αθανάσιος Περί Ψευδοπροφητών, ΒΕΠΕΣ 33, 197

                                                              Τοῦ  Ἀδαμάντιου  Τσακίρογλου

Ἡ συζήτηση περὶ αἱρέσεως καὶ ἀσεβείας χωρὶς τὰ ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν κι ἀσεβῶν ἀποτελεῖ συγκάλυψη καὶ ἀγῶνα χωρὶς οὐσία, τοὐτέστιν ὀμελέτα χωρὶς αὐγά.

Εἶναι πιὰ δυστυχῶς παντελῶς εὐδιάκριτο καὶ φανερὸν τοῖς πάσι, ὅτι οἱ "εὐσεβεῖς" κληρικοί, ἰδίως αὐτοί, ποὺ ἐμφανίζονται διδάσκοντες στὶς ἡμερίδες καὶ στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης (Facebook, Instagram, κλπ.) μλοῦν μὲ βαρύγδουπες, πολλὲς φορὲς "κουλτουριάρικες" ἐκφράσεις περὶ ὁμολογίας, Ὀρθοδοξίας, αἱρέσεως, μιλοῦν πάντα γενικὰ γιὰ τὰ σοβαρὰ φαινόμενα ποὺ λυμαίνονται τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς ὅμως νὰ ὀνομάζουν τὸν ἑκάστοτε ἔνοχο. Ἔτσι

μιλοῦν γιὰ αἵρεση καὶ δὲν ὀνομάζουν τὸν αἱρετικό,

μιλοῦν γιὰ ἐκκοσμίκευση καὶ δὲν ὀνομάζουν τὸν ἐκκοσμικευμένο

μιλοῦν γιὰ ἀποστασία καὶ δὲν ὀνομάζουν τὸν ἀποστάτη,

μιλοῦν γιὰ μεταπατερικὴ θεολογία, καὶ δὲν ὀνομάζουν τοὺς μεταπατερικοὺς κληρικοὺς καὶ θεολόγους,

μιλοῦν γιὰ σκάνδαλα καὶ δὲν ὀνομάζουν τοὺς σκανδαλοποιούς.

«Ξεχνοῦν» ἐντέχνως ὅτι τὸ ζητούμενο ἐν προκειμένῳ δὲν εἶναι πιὰ τὸ ἂν ὐπάρχει ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τοῦτο τὸ ἀποδέχονται ὅλοι οἱ συνειδητοποιημένοι Ὀρθόδοξοι ἐδῶ καὶ δεκαετίες, μὲ πρώτους ὅλους τοὺς Αγίους τῶν τελευταίων 70 χρόνων.

Ἐπίσης τὸ ἀπαραίτητο καὶ ἐπεῖγον δὲν εἶναι τόσο ἡ ἐνημέρωση γιὰ κάποιο φάντασμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἀποστασίας μὲ μάλιστα ὑψηλοὺς καὶ κάποιες φορὲς ἐσκεμμένως δυσνόητα ἐκφρασμένους θεολογικοὺς ὅρους, ποὺ οἱ πολλοὶ δὲν κατανοοῦν καθὼς ἀφέθηκαν ἀπὸ τοὺς πνευματικούς τους ἀκατήχητοι ἐδῶ καὶ καιρό.

Ἀρνοῦνται νὰ δοῦν ὅτι ἡ αἵρεση, ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ προδοσία, εἶναι ἐνσαρκωμένες, ἔχουν ὀνόματα καὶ ὑπόσταση, ἔχουν σχέδιο πρὸ πολλοῦ σχεδιασμένες ἐνέργειες καὶ μελετημένες ἀποφάσεις. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πάντα κατονόμαζαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ συμβούλευαν τοὺς πιστούν, ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτοὺς ἂν θέλουν νὰ σωθοῦν.

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος δὲν ἔκανε κάποια ἡμερίδα καὶ δὲν ἔγραφε κάθε τόσο ἐπιστημονικὰ ἄρθρα γενικὰ καὶ ἀόριστα γιὰ τὸν Ἀρειανισμό. Ἀντιθέτως ξεκάθαρα καὶ μὲ τρομερό κόστος (ἐξορίες κλπ.) ἔλεγε στοὺς πιστούς, κατονομάζοντας τὸν Ἄρειο:

«Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον. Ἵν' οὖν μὴ τοῦτο γένηται, θελήσατε, ἀγαπητοὶ, τοὺς μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν φυλάττεσθαι· καὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (TLG, Athanasius Theol., Epistula ad monachos (2035: 055); MPG 26.Volume 26, page 1185, line 41 – page 1188, line 30).

Ὁ Μ. Βασίλειος: «Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελλομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ χριστιανοί, τὸ ἀεὶ αὐτοῖς κατὰ τὸν βίον τοῦτον λυσιτελοῦν τοῦ κατ' ἀλήθειαν ζῆν προτιμῶντες». Ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης στὸν βιβλίο του γιὰ τὴν Ἁγία ἀνυπακοή (σελ. 30) γράφει γιὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὅτι «συνιστᾶ στοὺς κληρικούς της Νικοπόλεως νὰ μὴν ἔχουν καμμία κοινωνία μὲ τὸν φιλαρειανὸ ἐπίσκοπο Φρόντωνα· τοὺς ἐξεγείρει οὐσιαστικὰ σὲ ἀνυπακοή, στὴν ἁγία καὶ θεία ἀνυπακοή. Τοὺς ἐφιστᾶ μάλιστα τὴν προσοχὴ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐξαπατηθοῦν ἀπὸ τὸ ὅτι ἐμφανίζονται νὰ ἔχουν ὀρθότητα πίστεως».

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβούλευε τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς διὰ τῶν ἐπιστολῶν του: «Ἤκουσα γὰρ κἀγὼ περὶ τοῦ λήρου ἐκείνου τοῦ Ἀρσακίου, ὃν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἐν τῷ θρόνῳ, ὅτι ἔθλιψε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς παρθένους μὴ θέλοντας αὐτῷ κοινωνῆσαι. Πολλοὶ δὲ αὐτῶν δι' ἐμὲ καὶ ἐν φυλακῇ ἀπέθανον. Ὁ γὰρ προβατόσχημος ἐκεῖνος λύκος, ὁ σχῆμα μὲν ἔχων ἐπισκόπου, μοιχὸς δὲ ὑπάρχων –ὡς γὰρ ἡ γυνὴ μοιχαλὶς χρηματίζει ἡ ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς ἑτέρῳ συναφθεῖσα οὕτω καὶ οὗτος μοιχός ἐστιν– οὐ σαρκός, ἀλλὰ πνεύματος·». (ΕΠΕ 38, 240) καὶ «Ἐδήλωσε γάρ μοι ὁ κύριός μου Παιάνιος ὅτι οἱ πρεσβύτεροι αὐτοῦ τοῦ Φαρετρίου πάρεισιν αὐτόθι οἳ ἔφησαν ἡμῖν κοινωνεῖν καὶ μηδὲν κοινὸν ἔχειν πρὸς τοὺς ἐναντίους, μηδὲ συγγίνεσθαι αὐτοῖς, μηδὲ κοινωνῆσαι». (ΕΠΕ, 37,430)

Ὁ ὅσ. Εὐθύμιος ὁ Μέγας ἀπευθυνόμενος στὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα: «Νὰ μὴ κοινωνῆς πλέον μὲ τὸν Διόσκορο, ἀλλά μὲ τὸν Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιο» (Οἱ ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν, σελ. 100).

Ἀλλὰ καὶ ὁ Εὐσέβειος, ἕνας ἀκόμα λαϊκὸς καὶ μετέπειτα ἐπίσκοπος Δορυλαίου, στὴν δημόσια προκήρυξή του κατὰ τοῦ μὴ ἀκόμα καταδικασμένου πατριάρχου Νεστορίου ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων:

««Διαμαρτυρία προτεθεῖσα ἐν δημοσίω παρὰ τῶν κληρικῶν Κων/λεως καὶ κατὰ ἐκκλησίαν ἐμφανισθεῖσα, ὥς ὅτι ὁμόφρων ἐστὶ Νεστόριος Παύλου τοῦ Σαμοσατέως τοῦ ἀναθεματισθέντος πρὸ ἑκατὸν ἑξήκοντα ἐτῶν ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων». ΟΡΚΙΖΩ τὸν λαμβάνοντα τόδε τὸ χαρτίον κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος, ὥστε φανερὸν αὐτὸ ποιῆσαι ἐπισκόποις, πρεσβυτέροις, διακόνοις, ἀναγνώσταις, λαϊκοῖς οἰκοῦσι Κων/λιν, ἔτι τε καὶ τὸ ἴσον αὐτοῖς ἐκδοῦνται (ἤτοι ν’ ἀντιγράψη αὐτὸ) πρὸς ἔλεγχον τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου, ὅτι ὁμόφρων ἐστὶ τοῦ ἀναθεματισθέντος Παύλου τοῦ Σαμοσατέως πρὸ ἑκατὸν ἑξήκοντα ἐτῶν ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων…» (πρέπει ἐδῶ νὰ τονιστεῖ ὅτι ἡ προκήρυξη ἑνὸς λαϊκοῦ ἀπευθύνεται σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καὶ στοὺς λαϊκούς, γεγονὸς ποὺ καταρρίπτει τὶς σημερινὲς κατηγορίες περὶ ἔπαρσης τῶν λαϊκῶν καὶ καταμαρτυρεῖ τὴν εὐθύνη ποὺ ὅλοι ἔχουμε ἐν καιρῷ αἱρέσεως).

Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς πατερικὲς ἀποδείξεις κατὰ τῆς σύγχρονης ὀνοματοκρυπτίας θέτουμε τὰ ἀκόλουθα ἐρωτήματα ποὺ πρέπει νὰ ἀπαντηθοῦν ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς κληρικούς (ἀλλὰ καὶ θεολόγους), ἂν πράγματι νοιάζονται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου:

Τί μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει μιὰ ἐνημέρωση περὶ ἑνὸς ἀόριστου καὶ ἀόρατου Οἰκουμενισμοῦ, ὅταν ἀποκρύπτονται οἱ φυσικοί της διδάσκαλοι καὶ πρωτεργᾶτες;

Πῶς πολεμεῖται μιὰ αἵρεση, ὅταν ὁ πιστὸς ἀνενημέρωτος ἀπὸ τοὺς ποιμένες, ἀφήνεται ἔρημος νὰ θεωρεῖ ὀρθοτομοῦντα καὶ νὰ «κοινωνεῖ» μὲ τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο καὶ Πατριάρχη, ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅπως εἴδαμε παραπάνω κόσμησαν μὲ τόσες «κοσμητικές» ἐκφράσεις «λῆρο, προβατόσχημο λύκο, ὄφιν, μοιχό»;

Γιατί, ἀντὶ νὰ στηρίζετε, κατηγορεῖτε δημοσίως μὲ τρομερὲς κατηγορίες, ὅπως «σκανδαλοποιούς, σχισματικούς, ζηλωτές, πλανεμένους, προκαλοῦντες ἔριδες κλπ.» ὅσους κάνουν αὐτὸ ποὺ καὶ ἡ Ἐκκλησία σὲ καιροὺς αἱρέσεως πάντα ἔκανε, κι ἐσεῖς θὰ ἔπρεπε νὰ κάνετε, ἀλλὰ δὲν κάνετε, δηλαδὴ τὴν δημόσια ὀνομασία τῶν ὑπευθύνων γιὰ ὅσα τρομερὰ καὶ ἀπίθανα συμβαίνουν στὴν Ἐκκλησία μας; Μήπως γιὰ νὰ μὴν ἀκολουθήσουν τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ μὴν ἀντιτάσσονται σ' αὐτὸ ποὺ ἐσεῖς κάνετε, γιὰ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους ἐμεῖς ὑποθέτουμε κι ἐσεῖς γνωρίζετε; Δηλ. τὴν ἄρνηση ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τέτοιους ψευδοποιμένες ἔως τὴν συνοδική τους καταδίκη;

Δὲν βλέπετε ὅτι τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ συγκεκριμενοποίηση τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς καταπολέμησής της; Καὶ ἡ καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως, κατὰ τὴν διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, εἶναι πρῶτον ἡ ἀποκάλυψη τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ δόλιο τρόπο σπέρνουν τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τους καὶ ὡς χαμαιλέοντες πότε τὶς κηρύττουν, πότε τὶς ἀποκρύπτουν· πότε τὶς διαφοροποιοῦν, πότε τὶς ἐπεκτείνουν· πότε ἐμφανίζονται ὡς παραδοσιακοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ πότε ὡς προοδευτικοί, δεύτερον ἡ ἀπομόνωσή τους καὶ τελικά, ἂν δὲν μετανοήσουν, ἡ συνοδική τους καταδίκη.

Ἂν δὲν ἀπαντήσετε στὰ παραπἀνω ἐρωτήματα, ὡς ὀφείλετε, παρουσιάζεσθε ἀφιλάδελφοι, ἀφοῦ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ἀφήνετε στὴν στὴν πλάνη τους ἀνεξέλεγκτους, καὶ τὸ ποίμνιο ἀφήνετε ἀβοήθητο νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀπώλεια.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου