Ηλίας Μηνιάτης. Περί Παραδείσου.

 


ΗΛΙΑΣ ΜΗΝΙΑΤΗΣ

ΔΙΔΑΧΑΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥα. Ότι ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος μπορεί να τον καταλάβει. β. Ότι οι άνθρωποι μπορούν να τον κερδίσουν, αλλά δεν μπορούν να τον καταλάβουν. (Κυριακή Ε΄ των Νηστειών).

α. Ότι ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος μπορεί να τον καταλάβει.

…Η βασιλεία του Ιησού Χριστού, δεν είναι η βασιλεία του Κόσμου τούτου. Είναι η βασιλεία των Ουρανών, είναι η μακαριότητα του Θεού, είναι η δόξα η ατελείωτη, είναι η ζωή η αθάνατη, είναι με ένα λόγο ο Παράδεισος. Παράδεισος! Μόνο που τον ονομάζω, χαίρεται το πνεύμα μου. Μόνο να τον συλλογισθώ, ευφραίνεται η ψυχή μου. Παράδεισος, η ευτυχισμένη πατρίδα των προπατόρων μου, ο γλυκύς λιμένας της ελπίδας μου, ο μοναδικός σκοπός της ελπίδας μου, ο μοναδικός σκοπός της αγάπης μου, το ύστερο βραβείο της πίστεως μου.

Περί Παραδείσου είναι σήμερα ο λόγος, ευλογημένοι Χριστιανοί. Εγώ ομολογώ, πως αυτό είναι ένα ζήτημα, που υπερβαίνει κάθε γλώσσα, και κάθε νου. Γιατί ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, θα μπορούσε ποτέ να μας εξηγήσει τον Παράδεισο, πως ακριβώς είναι. Έτσι δεν σας υπόσχομαι να σας αποδείξω τι είναι ο Παράδεισος. Φτάνει μόνο να σας πω κάποια πράγματα. Κι αν δεν μπορέσω να κάνω μια τέλεια εικόνα, θα προσπαθήσω να κάνω μια μικρή σκιαγράφηση. Ω Παράδεισε! έλεγε ένας άγιος Διδάσκαλος, εμείς μπορούμε να σε κερδίσουμε, μα εμείς δεν μπορούμε να σε καταλάβουμε

Να έχεις όλη την ευτυχία, που μπορεί να επιθυμήσει η καρδιά σου, και να μην έχεις κανένα φόβου θανάτου, που να μπορεί να σου στερήσει αυτή την ευτυχία. Τι λογής λοιπόν είναι μια τέτοια ζωή; Πάντα ευτυχισμένος, χωρίς φόβο να δυστυχήσεις ποτέ. Πάντα πλούσιος, χωρίς φόβο να φτωχύνεις ποτέ. Υγιής, χωρίς φόβο να αρρωστήσεις ποτέ. Δεν υπάρχει φθόνος να σε πειράζει, δεν υπάρχει πόθος να σε μαραίνει, δεν υπάρχει θάνατος να σε πάρει. Παντοτινά μακάριος, και παντοτινά ζωντανός, όλα τα καλά, και ζωή αθάνατη. Τι λογής είναι τέτοια ζωή; Αυτή η ζωή είναι ο Παράδεισος.

Αλλά και χαρά δίχως τέλος. Αυτή είναι μια χαρά άπειρη και τέλεια, ατελείωτη, και όλη μαζί, καθώς εξηγούν το αιώνιο οι θεολόγοι. Που σημαίνει ότι, όση μεγάλη είναι η χαρά σε όλο τον αιώνα, τόση είναι και όλη αυτή η χαρά, χωρίς ποτέ να λιγοστεύει. Και όσο μεγάλη είναι σε όλο τον αιώνα (=αιωνιότητα), τόση είναι σε κάθε στιγμή του αιώνα όλη μαζί. Χαίρεσαι όλη τη μακαριότητα σε όλο τον αιώνα, και χαίρεσαι όλη τη μακαριότητα σε κάθε στιγμή του αιώνα. Όσο μακάριος είσαι σε όλη εκείνη την αιώνια ζωή, τόσο μακάριος είσαι σε κάθε στιγμή εκείνης της αιώνιας ζωής… Μια χαρά, που κρατάει όχι μια μέρα, όχι ένα χρόνο, αλλά σε όλο τον ατελείωτο αιώνα, όλη τέλεια, και όλη μαζί…

»Χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν». [Ιω. ις΄. 22]. Είναι λοιπόν ο Παράδεισος ζωή χωρίς θάνατο, γιατί εκεί ζεις με την ίδια ζωή του Θεού, μένεις στην ίδια διαμονή του Θεού, υπάρχεις με το ίδιο είναι του Θεού. Ζεις, όσο ζει ο Θεός. Χαρά χωρίς τέλος, γιατί εσύ χαίρεσαι, με την ίδια χαρά του Θεού. Βασιλεύεις με την ίδια Βασιλεία του Θεού. Δοξάζεσαι με την ίδια Δόξα του Θεού. Με λίγα λόγια, εσύ βλέποντας τον Θεό γίνεσαι άλλος Θεός. Εκείνος Θεός κατά φύσιν, εσύ Θεός κατά χάριν. Και καθώς στο πυρακτωμένο σίδερο, δεν ξεχωρίζει ούτε η φωτιά από το σίδερο, ούτε το σίδερο από τη φωτιά, αλλά φαίνονται και τα δύο ένα, έτσι και στον Παράδεισο, μπορούμε να πούμε, ούτε ο Θεός ξεχωρίζει από τον μακάριο, ούτε ο μακάριος από τον Θεό. Είναι και οι δύο ένα στη μακαριότητα, και στους δύο μια ζωή αιώνια, και στους δύο μια χαρά ατελείωτη.

Εδώ (=σ’ αυτή τη ζωή) δεν τον βλέπουμε όπως πραγματικά είναι, και μόνο τον πιστεύουμε. Και αυτή είναι όλη η μακαριότητα της Εκκλησίας, να μην βλέπουμε και να πιστεύουμε, »Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ιω. κ΄. 29). Εκεί θα τον βλέπουμε όπως είναι, και πια δεν θα πιστεύουμε. »Όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι» (Α’ Ιω. γ΄. 2). Εκεί δεν υπάρχει πλέον πίστη (λέει ο Απόστολος), γιατί θα υπάρχει όραση. Λύθηκε η σκιά, λάμπει το φως. Εκεί δεν υπάρχει ελπίδα, γιατί υπάρχει απόλαυση. Έπαυσε το μέλλον, φαίνεται το παρόν. Εκεί υπάρχει μόνο αγάπη, γιατί αγαπάμε εκείνο το άκρως αγαθό που βλέπουμε, και χορταίνει ο νους μας με την όραση, χορταίνει η καρδιά μας με την απόλαυση, »χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου» [Ψαλμ. ις΄. 15]…

Εμείς όχι πως δεν πιστεύουμε, αλλά δεν καταλαβαίνουμε. Ο νους μας είναι πολύ στενός, δεν τα χωράει, είναι πολύ παχύς, δεν μπορεί να πετάξει. Μα όταν αξιωθούμε να τα δούμε οφθαλμοφανώς. Να δούμε εκείνη την άκτιστη μεγαλοπρέπεια που έχει η άνω Ιερουσαλήμ. Να δούμε εκείνο το ανέσπερο φως που κάνει μια άδυτη μέρα αιώνιας μακαριότητας. Να δούμε τα Αγγελικά τάγματα. Να δούμε τους χορούς των Aγίων. Να δούμε τους Μάρτυρες, τους Οσίους, τους δικαίους, που είναι οι μακάριοι πολίτες του Ουρανού. Να δούμε αυτή την Δέσποινα Θεοτόκο Μαρία, την Βασίλισσα των Αγγέλων, να κάθεται εκ δεξιών του Θεού. Να δούμε αυτή την τρισήλιο Θεότητα. Να δούμε αυτόν τον Θεό, πρόσωπο με πρόσωπο, να δούμε τα φυσικά του ιδιώματα, που δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, να δούμε τις τρεις υποστάσεις του, τον Πατέρα, τον Υιό, και το Πνεύμα το άγιο, που είναι τρία, και ένας μόνος Θεός. Να δούμε την παντοδυναμία του, την σοφία του, την αγαθότητα του, την δόξα του, την βασιλεία του.

Τότε πρόκειται να καταλάβουμε, τι είναι ο Παράδεισος. Θεέ μου! (θα του πούμε), εγώ άκουγα πολλά για τον Παράδεισο, μα εκείνα που άκουγα, δεν είναι ούτε το μισό, »και ιδού ουκ έστιν, ουδέ το ήμισυ, από εκείνα όπου βλέπω». Άκουγα πολλά μα δεν τα καταλάβαινα, τώρα που τα βλέπω τα καταλαβαίνω, »ἀκοὴν μὲν ὠτὸς ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνὶ δὲ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακέ σε» (Ιωβ, μβ΄. 5). Βλέπω, και όλος χαίρομαι, όλος μακαρίζομαι, όλος δοξάζομαι.

Τόση είναι η δόξα του Παραδείσου, και εγώ αγαπούσα τόσο τη δόξα του Κόσμου! Πόσο ανόητος ήμουν εγώ, και δεν παρατούσα χίλιους Κόσμους, για να κερδίσω έναν Παράδεισο! Τέτοια είναι η αιώνια ζωή, και εγώ αγαπούσα τόσο μια πρόσκαιρη ζωή! Ανόητος που ήμουν, και δεν έδινα άλλες χίλιες ζωές, για να κληρονομήσω αυτήν! Ανόητος που ήμουν και κινδύνευσα τόσα χρόνια να χάσω τέτοιον Παράδεισο, και τέτοια ζωή, για να χαρώ με μια μιαρή πόρνη, για να χορτάσω την αχόρταγη φιλαργυρία μου, για να κάνω μια σιχαμερή όρεξη μου!

Αλλά ας είναι χίλιες φορές ευχαριστημένη η ευσπλαχνία σου Θεέ μου, που εγώ γλύτωσα από τόσους κινδύνους και τώρα είμαι στον Παράδεισο! Που ζω μια ζωή χωρίς θάνατο, που χαίρομαι μια χαρά χωρίς τέλος. Εκεί που καταλαβαίνουμε, γιατί βλέπουμε, μπορούμε να πούμε τέτοια πράγματα. Μα εδώ που δεν βλέπουμε, και δεν καταλαβαίνουμε, τίποτε άλλο [δεν μπορούμε να πούμε], πάρα μόνο, ω Παράδεισε! εμείς μπορούμε να σε κερδίσουμε, μα δεν μπορούμε να σε καταλάβουμε.

Είναι δυνατόν; Ναι, σας είπα και άλλη φορά, πως η σωτηρία μας βρίσκεται στα χέρια μας. Τώρα σας λέω πάλι, και ακούστε. Ο Θεός έκανε τον Παράδεισο για τους δίκαιους, έκανε τον Άδη για τους αμαρτωλούς. Ασφάλισε τον Παράδεισο, ασφάλισε και τον Άδη, μα τα κλειδιά του Άδη τα κράτησε αυτός, όπως βλέπουμε στην αποκάλυψη του Ιωάννου, »καὶ ἔχω τὰς κλεῖς [τοῦ θανάτου] καὶ τοῦ ᾅδου» (Αποκ. Α. 18). Τα κλειδιά του Παραδείσου, τα έδωσε στους Αποστόλους του, στο πρόσωπο του Πέτρου, »καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ις’, 19). Ώστε λοιπόν τα κλειδιά του Άδη, βρίσκονται στα χέρια του Θεού, τα κλειδιά του Παραδείσου, είναι στα χέρια των ανθρώπων. Ω φιλανθρωπότατη οικονομία του Κυρίου μας! Αν θέλει ο άνθρωπος να κολαστεί στον Άδη, τα κλειδιά του Άδη δεν είναι στα χέρια του. Αν θέλει όμως ο άνθρωπος να σωθεί στον Παράδεισο, τα κλειδιά του Παραδείσου είναι στα χέρια του. Που σημαίνει: αυτό είναι το θέλημα του Θεού, να είναι δύσκολο να κολάζονται οι άνθρωποι και γι’ αυτό δεν τους έδωσε τα κλειδιά του άδη. Να είναι όμως εύκολο να σώζονται, και γι’ αυτό τους έδωσε τα κλειδιά του Παραδείσου»καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». (Ματθ. ις΄. 19). Λοιπόν, ώ Παράδεισε εμείς μπορούμε να σε κερδίσουμε, μα δεν μπορούμε να σε καταλάβουμε.

Ακούστε όμως και αυτό, »καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς», τα κλειδιά λέει. Μα δεν μπορoύσε να πει »θα σου δώσω το κλειδί». Με ένα τάχα κλειδί δεν ανοίγει ο Παράδεισος; Τα κλειδιά με τα οποία ανοίγουμε τις θύρες είναι πολλών λογιών. Υπάρχει κλειδί όλο από σίδερο, μα μπορεί να είναι και χρυσό, ή ακόμη και ξύλινο. Τέτοια είναι και τα κλειδιά του Παραδείσου, γι’ αυτό και τα λέει κλειδιά, και όχι κλειδί. Υπάρχει σιδερένιο, χρυσό και ξύλινο. Το ξύλινο, είναι του φτωχού. Ο φτωχός με τη φτώχεια του μπορεί να ανοίξει τον Παράδεισο, να σωθεί. Το χρυσό είναι του πλουσίου. Ο πλούσιος με τον πλούτο του μπορεί να ανοίξει τον Παράδεισο, να σωθεί. Το σιδερένιο είναι κάθε ανθρώπου, που δεν είναι τόσος φτωχός, ούτε τόσο πλούσιος. Και αυτός μπορεί να ανοίξει τον Παράδεισο, να σωθεί. Ώστε εύκολα μπορεί να σωθεί και φτωχός, και πλούσιος, και κάθε άνθρωπος. Ω Παράδεισε! Παράδεισε! εμείς μπορούμε να σε κερδίσουμε, μα δεν μπορούμε να σε καταλάβουμε.

β. Ότι οι άνθρωποι μπορούν να τον κερδίσουν, αλλά δεν μπορούν να τον καταλάβουν.

Προς τον Παράδεισο, για τον οποίο μιλήσαμε μέχρι τώρα, δύο είναι οι δρόμοιο ένας στενός και τεθλιμμένος, λέει ο Χριστός, »στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν’‘. Στενή (οδός), τόσοι ασκητές που την περπάτησαν, άφησαν πίσω τους όλο τον Κόσμο, και τα εγκόσμια, και πέρασαν γυμνοί. Τόσοι άγιοι Μάρτυρες, που την ράντισαν, όχι με τον ιδρώτα, αλλά με το αίμα τους. Αλλά εκείνοι που περπατούν με το κεφάλι πολύ ψηλά, εάν δεν χαμηλώσουν λίγο, εδώ δεν χωράνε, η οδός είναι στενή. Εκείνοι που έφαγαν πολύ και πάχυναν, αν δεν αδυνατίσουν, εδώ δεν χωράνε, ο δρόμος είναι στενός. Εκείνοι που έχουν πολλά ρούχα, σέρνουν και πολλά άλλα εμπόδια, αν δεν ξαλαφρώσουν, εδώ δεν χωράνε, η οδός είναι στενή. Οι γυναίκες, αχ! είναι πολλά που πρέπει να αφήσουν, αν θέλουν να χωρέσουν! Η οδός είναι στενή, στενή και τεθλιμμένη, γεμάτη αγκάθια και τριβόλους. Πρέπει να ιδρώσουμε, και πρέπει να αγανακτήσουμε, και να υπομείνουμε πολλά, πρέπει να ταλαιπωρηθούμε πολύ, για να περάσουμε, για να ανεβούμε, »δεῖ ἡμᾶς διὰ πολλῶν θλίψεων εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Εκείνοι που έχουν την σάρκα πολύ τρυφερή, και θέλουν να περπατούν πάνω στα βαμβάκια (=πούπουλα), και στα ρόδα, εκείνοι που έχουν στομάχι φουσκωμένο, και δεν μπορούν να χωνέψουν ένα λόγο, εκείνοι που θέλουν την ανάπαυση και την τρυφή, εδώ δεν χωράνε, ο δρόμος είναι στενός και τεθλιμμένος. Ποιος θέλει να πάει στον παράδεισο; όλοι θέλουν. Μα όλοι ας ξέρουν, πως η οδός είναι στενή και τεθλιμμένη.

Είναι και άλλος ένας δρόμος, πλατύς και ευρύχωρος, από τον όποιο περνά μια άμαξα. Από εδώ βλέπω πέρασε ο προφήτης Ηλίας, »ἅρμα πυρὸς καὶ ἵπποι πυρὸς» (Βασιλειών Δ΄, β΄. 11), μα άφησε τη μηλωτή (=ρούχο από δέρμα προβάτου) του και έπεσε, και τότε πέρασε. Θέλεις και συ Χριστιανέ να πας στον Παράδεισο, από την πλατιά οδό, όπως ο Ηλίας; »ἅρμα πυρὸς» δηλαδή θερμή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, »ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται» [Ματθ. κβ΄40]. ‘‘Πάσης γάρ ἐστιν ἀρετῆς ὑπόθεσις, και εν τούτω σωζόμεθα πάντες» [Χρυσόστομος, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην]. Ο Ηλίας για να ανέβει στον Ουρανό, έριξε από πάνω του το ρούχο του. Που σημαίνει ότι, στον Παράδεισο δεν ανεβαίνουμε με το δικά μας ρούχα. Πόσο μάλλον με τα ξένα; Μα το ρούχο του Ηλιού, τι ήταν ; μια μηλωτή, μια γούνα, δηλαδή ένα δέρμα, και ο Ηλίας το έριξε κάτω, που σημαίνει, εσύ που γδέρνεις , με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρόβατα, στον Παράδεισο δεν ανεβαίνεις, με ξένα δέρματα, με ξένα ρούχα. Ω Παράδεισε, είναι δυνατόν ακόμα και μείς, που είμαστε άνθρωποι, που είμαστε Χριστιανοί, για ένα τόσο μικρό πράγμα, να θέλουμε να χάσουμε ένα τόσο μεγάλο καλό! Ένα Παράδεισο για μια ώρα χαράς! Ω Παράδεισε! Παράδεισε! εμείς μπορούμε να σε κερδίσουμε, μα δεν μπορούμε να σε καταλάβουμε.