39 «λέγει ὁ Ἰησοῦς• ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τετελευτηκότος Μάρθα• κύριε, ἤδη ὄζει τεταρταῖος γὰρ ἐστιν. 40 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς• οὐκ εἶπον σοὶ ὅτι ἐὰν πιστεὺσῃς ὄψῃ τὴν δόξαν τοῦ θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρεν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπεν• πάτερ. εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτε μοῦ ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγὰλῃ ἐκραύγασεν• Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. 44 ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρὶῳ περιεδέδετο. λέγει [αὐτοῖς] ὁ Ἰησοῦς (αὐτοῖς)• λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε αὐτὸν ὑπάγειν» (Ἰω.11, 39-44)
Αὐτὸ τὸ καλοκαίρι πᾶνε τριάντα ἕνα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ κάθησα γιὰ πρώτη φορὰ κοντὰ σ’ ἕναν ἐνορίτη μου τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία μου ἐπαναλείφθηκε ἑκατοντάδες φορὲς ἀπὸ τότε. Σὲ κάθε περίπτωση, κάποια πράγματα εἶναι ὅμοια καὶ ἄλλα διαφορετικά – δὲν πεθαίνουμε ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα κοινὸ ὑπαρξιακὸ χαρακτηριστικό. Σὲ μεγάλο βαθμὸ αὐτοὶ ποὺ τριγυρίζουν τὸν ἑτοιμοθάνατο καὶ τὸν νεκρὸ κάνουν λόγο γιὰ τόν «ἄλλο κόσμο», καὶ χρησιμοποιοῦν λόγια ἐνθαρρυντικά, περιγράφοντας σκηνὲς ἀπὸ φανταστικὲς ἱστορίες ἐκείνου τοῦ κόσμου, ἀνάμικτες μὲ χαρὰ καὶ θαυμασμό.
Σχεδὸν ὅλα ἀπ’ ὅσα ἀκοῦμε γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ θανάτου συνοδεύονται μὲ ἀνακουφιστικὰ παραμύθια τοῦ ἄλλου κόσμου. Π.χ. «Εἶναι μὲ τὴ μητέρα. Δὲν χρειάζεται πλέον νὰ ζοῦν μὲ τὸν πόνο τοῦ χωρισμοῦ».
Ὄταν πέθανε ἡ γιαγιά μου ὁ Πρεσβυτεριανὸς ἱερέας ποὺ ἐκφώνησε τὸν ἐπικήδειο λόγο εἶπε: «Ὁ Θεὸς τὴν κάλεσε νὰ γευτεῖ τὰ γλυκά της μπισκότα»! Ὅλοι μας λατρεύαμε τὰ μπισκότα τῆς γιαγιᾶς ἀλλὰ σίγουρα δὲν ἔφταναν κανένα θεϊκό ἐπίπεδο οὔτε ἀποτελοῦσαν αἰτία γιὰ νὰ χαροῦμε στὸ θανατό της!
Ὁ θάνατος, εἰδικὰ κάποιου ἀγαπημένου προσώπου, ἐνδέχεται νὰ εἶναι ἰδιαίτερα ἐπώδυνος. Ὁ θάνατος τοῦ πατέρα μου τὴν περασμένη ἑβδομάδα μοῦ ἀφῆσε ἕνα κενὸ καὶ μοῦ προκάλεσε μεγάλη θλίψη. Δὲν εἶναι κακὸ νὰ νιώθουμε κενὸ καὶ νὰ εἴμαστε γεμᾶτοι θλίψη- αὐτὸ εἶναι κάτι φυσικό. Ὡστόσο πρεπει νὰ σκεφτῶ πολλὰ πολύπλοκα θέματα πρὶν ξεπεράσω αὐτὴν τὴν ἐμπειρία.
Ὁ θάνατος χωρὶς τὴν ἰδέα τοῦ «ἄλλου κόσμου» εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολος γιατί δὲν ὑπάρχει ἡ φαντασία καὶ ἡ ἀνακούφιση. Δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ, πῶς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ πατέρα μου τώρα. Οἱ Γραφὲς μᾶς δίνουν πολὺ λίγα στοιχεῖα. Ἡ ξεκάθαρη ἐπιβεβαίωση στὸ βιβλίο τῆς Σοφίας ὅτι «οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ» μοῦ προσφέρει ἀρκετὴ ἐνθάρρυνση. Δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω τί σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ δὲν μπορῶ καὶ νὰ φανταστῶ κάποιον ποὺ θέλει νὰ εἶναι κάπου ἀλλοῦ.
Πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀνακουφιστικὲς ἱστορίες γιὰ τόν «ἀλλο κόσμο» ποὺ βρίσκουμε στὸν πολιτισμό μας προέρχονται ἀπὸ ἡμι-εἰδωλολατρικοὺς μύθους. Δὲν μιλοῦμε γιὰ τὸν παράδεισο τόσο, ὅσο γιὰ τὰ Ἠλύσια Πεδία. Τὸ μυστήριο τῆς Ἐνσάρκωσης – ἡ ἀπόκρυψή του καὶ ἡ ἔκφρασή του – θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὶς καθημερινές μας αὐταπάτες. Ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ Παρὼν καὶ τὰ πάντα Πληρῶν καὶ ὅμως ἐμεῖς Τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ἀπόντα καὶ ὅλα τὰ πράγματα ὤς ἄδεια. Ἡ μεγάλη διστοκία δὲν εἶναι τόσο μεταξὺ ἰδεῶν ὅσο μιὰ διαμάχη μεταξὺ τῆς ἀντίληψης τῆς πραγματικότητας καὶ τῆς πίστης σὲ αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις.
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ξεκάθαρο: «Μάκαριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ ἑπομένως ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων δὲν διαθέτει τὶς προυποθέσεις ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ μιλᾶ μὲ αὐθεντία γιὰ θέματα ποὺ ἅπτονται τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ὑπόσχεσής Του γιὰ τὸν παράδεισο. Ἡ πίστη εἶναι ἕνα μυστήριο, τὸ ὁποῖο ὅπως περιγράφει ἕνας ὀρθόδοξος συγγραφέας τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι «ὄργανο ἀντίληψης». Οἱ Γραφὲς τὴν ἀποκαλοῦν «ἐλπιζομένων ὑπόστασις’.
Στὴν πιὸ θεμελιώδη ἔννοιά της, ἡ πίστη εἶναι ἡ ὑπόσταση τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Δὲν πρόκειται γιά «ἅλμα πίστεως» οὔτε γιά «ἑκούσια ἐλπίδα» ἀλλὰ γιὰ μιὰ ἐξαιρετικὰ ἀμυδρὴ ἀντίληψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὰ ἀντικείμενα ἐμφανίζονται καθαρὰ, μόνο στὸ βαθμὸ ποὺ προσδίδουν ἀρκετὴ ἐλπίδα ὅτι ἡ πραγματικότητα ποὺ θεωροῦμε θριαμβευτικὴ εἶναι κάπως ἀποῦσα.
Ἡ Χριστιανικὴ πίστη ἀρχίζει μὲ τὸ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι εὔκολο νὰ προσπαθήσει κανεὶς νὰ ἀναζητήσει τὴν πηγὴ ἀλλοῦ – πχ νὰ ἀρχίσει μὲ τὴ Γένεση καὶ νὰ συζητεῖ τὴ φύση καὶ τὸ χρόνο τῆς Δημιουργίας. Ὡστόσο τέτοιες συζητήσεις, περιλαμβανομένων αὐτῶν ποὺ ἰσχυρίζονται οἱ κριτικοὶ τῆς Βίβλου καὶ οἱ φονταμενταλιστές, δὲν ἔχουν κανένα νόημα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου. Τὸ δικό Του Πάσχα, ποὺ περιλαμβάνει τὸ Πάθος, τὰ βασανιστήρια, τὸ Θάνατο, τὴν Ταφή, τὴν Κάθοδο στὸν Ἀδη καὶ τὴ θριαμβευτικὴ Ἀνάσταση ἀπὸ τοὺς νεκροὺς εἶναι ἡ μοναδικὴ βάση τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Χωρὶς αὐτήν, εἴμαστε «οἱ πλέον ἀξιοθρήνητοι τῶν ἀνθρώπων» ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀπ. Παῦλος. Εἶναι ἐπίσης πολὺ εὔκολο νὰ προσδώσουμε ὑπέρμετρη ἁγιότητα σ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ νὰ μὴν καταφέρουμε νὰ τὰ δοῦμε στὴ σωστή τους διάσταση.
Τὸ νεκρὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρὸ καὶ κατὰ τὴν Ἀποκαθήλωση ὅπου ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία καὶ ἄλλοι Τὸ ἑτοίμασαν γιὰ τὴν ταφή, ἔφερε μόνο τὰ σημάδια ἑνὸς νεκροῦ σώματος. Ἡ ἀφοσίωσή τους ἀφοροῦσε τὴ μνήμη Του καὶ ἡ θλίψη τους ἦταν ἴσως βαθύτερη ἀπ’ ὅση θὰ μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε γιατί οἱ προσδοκίες τους ἦταν τόσο μεγάλες.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπο τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντό Σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο….
Δὲν ὑπῆρχαν σημάδια στό «ἄχραντο Σῶμα» γι’ αὐτὸ ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε. Φαίνεται ὅτι οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν ξεχάσει τὶς προρρήσεις Του στὰ τρία χρόνια ποὺ βρισκόταν μαζί τους. Ὅταν ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, οἱ μαθητὲς ἦταν πιὸ προθυμοι νὰ πιστέψουν ὅτι κάποιος εἶχε κλέψει τὸ σῶμα παρὰ σ’ αὐτό. Ἀκόμα καὶ οἱ μαρτυρίες αὐτόπτων μαρτύρων ἀμαυρώθηκαν ἀπὸ λανθασμένη ταυτότητα καὶ θλίψη. Εἶναι μετὰ τὴν Ἀνάσταση ποὺ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζει νὰ ἔχει νόημα καὶ νὰ μεταβάλλει τὶς ἀντιλήψεις τῶν μαθητῶν Του. Ἂν δὲν γινόταν ἡ Κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνέυματος κατα τὴν Πεντηκοστή, ἡ ἄγνοια τῶν Ἀποστόλων θὰ ἔμενε ἡ ἴδια. Και ἔτσι ἡ δική μας πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ στηρίζεται στὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐχοντας παραμείνει ἀρκετὴ ὥρα δίπλα ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ πατέρα μου τὴν περασμένη ἑβδομάδα, δὲν πρόσεξα καμιὰ ἔνδειξη αὐτοῦ ποὺ πρόκειται νὰ συμβεῖ. Κρατοῦσε τὸ σταυρὸ στὸ ἕνα χέρι, μιὰ εἰκόνα κρυμμένη στὸ ἄλλο καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό. Τὸ σῶμα του ἀναπαύεται μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Δεν ὑπάρχουν ἐδῶ φαντασίες γιά «τὸν ἄλλο κόσμο» ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἠχὼ τῶν δικῶν μου μοναχικῶν δακρύων. Τὸ σῶμα του, ὅπως καὶ τοῦ Λαζάρου πρὶν ἀπὸ αὐτόν, περιμένει τὸν Ἰησοῦ. Ὀπως καὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ, παραδόθηκε στὰ χέρια μας χωρὶς ἀντίσταση καὶ διαμαρτυρία. Ἡ ἐλπίδα του εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ δική μου. Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.
Ὅταν θὰ ἔρθει ὁ καιρὸς πιθανὸν νὰ συναντήσω τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα μου στὴ σιγὴ τοῦ τάφου, ἀναμένοντας τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Προσεύχομαι ὥστε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μου νὰ ἔχω δώσει τέτοια μαρτυρία γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὥστε ἡ προσοχὴ τῶν δικῶν μου καὶ τῆς οἰκογένειάς μου νὰ ἑστιαστεῖ στὴν πίστη καὶ ὄχι στὸ ἄδειο καὶ μάταιό μου σῶμα.
7 «ἀλλὰ ἅτινα ἦν μοὶ κέρδη, ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν. 8 ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ κυρίου μου, δι’ ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα, ἵνα Χρὶστὸν κερδήσω 9 καὶ εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ, μὴ ἔχων ἐμὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ νόμου ἀλλὰ τὴν διὰ πίστεως Χριστοῦ, τὴν ἐκ θεοῦ δικαιοσύνην ἐπὶ τῇ πίστει, 10 τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ [τὴν] κοινωνίαν [τῶν] παθημάτων αὐτοῦ συμμορφιζόμενος τῷ θανὰτῳ αὐτοῦ, 11 εἴ πὼς καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν.
12 Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι, διώκω δὲ εἴ καὶ καταλάβω, ἐφ’ ᾧ καὶ κατελήμφθην ὑπὸ Χριστοῦ Ἰησοῦ. 13 ἀδελφοί, ἐγὼ ἐμαυτὸν οὔπω / οὐ λογίζομαι κατειληφέναι• ἓν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος, 14 κατὰ σκὸπὸν διώκω εἰς τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 15 ὅσοι οὖν τέλειοι, τοῦτο φρονῶμεν καὶ εἴ τί ἑτέρως φρονεῖτε, καὶ τοῦτο ὁ θεὸς ὑμῖν ἀποκαλύψει• 16 πλὴν εἰς ὃ ἐφθάσαμεν, τῷ αὐτῷ στοιχεῖν» (Φιλλιπ. 3, 7-17).
Ὑπάρχουν πολλὰ στοιχεῖα στὰ ὁποῖα θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπικεντρωθοῦμε, ὥστε νὰ ἀσπαστοῦμε τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὸ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ, οἱ συνεχεῖς καὶ θριαμβευτικὲς μαρτυρίες τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων, ἡ αἴσθηση τῆς δικῆς μας καρδίας καὶ τὰ ἔμπιστα λόγια τοῦ Θεοῦ στὶς Γραφές. Ὅλα αὐτὰ μᾶς καθοδηγοῦν πέραν τῶν δικῶν μας ἰσχνῶν ἀμφιβολιῶν σ’ ἕναν κόσμο ποὺ καταργεῖ τὴν ἀδυναμία κάθε φαντασίας.
Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν! Δόξα νὺν καὶ ἀεί!
Μετάφραση: Φιλοθέη