Διάκρισις ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ σύμπαντος κατὰ τὸν Φώτιον Κόντογλου*
Τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Κων/νου (Καβαρνοῦ), καθ. Φιλοσοφίας
1ον
Θά σᾶς ὁμιλήσω γιά τόν διδάσκαλό μου καί τόν διδάσκαλο τοῦ γένους τόν Φώτη Κόντογλου (1895-1965).
Εἶχα καί τό εὐτύχημα στή ζωή μου νά γνωρίσω τόν Φώτιο ἐπί δέκα τέσσερα ἔτη περίπου ἀπό κοντά καί ἔμαθα πάρα πολλά πρά-γματα ἀπό ἐκεῖνον γιά τήν βυζαντινή τέχνη, τήν εἰκονογραφία, ἀρχιτεκτονική, μουσική ὑμνογραφία κ.λπ. πατρολογία καί πολλοί ἀπό σᾶς φυσικά ἔχετε διαβάσει διάφορα ἔργα τοῦ Φωτίου Κόντογλου. Λοιπόν σᾶς κάνω σήμερα ἕνα δῶρο ἀπό τόν Φώτιο, διδάγματα δικά του γιά θέματα πάρα πολύ σπουδαῖα ἄν καί εἶναι τό πνευματικό σύμπαν κατά τόν Φώτιο Κόντογλου. Τό θέμα τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος ὑπῆρχε προφιλέστατο γιά τόν Φώτη Κόντογλου. Συχνά στά συγγράμματά του κάνει διάκριση μεταξύ δύο κόσμων τοῦ ἐξωτερικοῦ, φυσικοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί τοῦ ἐσωτερικοῦ, ὑπερφυσικοῦ, πνευματικοῦ κόσμου.
Ὁ ὑλικός κόσμος βρίσκεται μέσα στό τοπικό καί χρονικό διάστημα, ἐνῶ ὁ πνευματικός κόσμος βρίσκεται πέρα ἀπό αὐτά. Ὁ ὑλικός κόσμος εἶναι ψεύτικος, λέει ὁ Φώτιος. Τίποτε σίγουρο δέν ὑπάρχει σ᾿ αὐτόν· ὅλα εἶναι μῦθοι, ὄνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα· ὅλα εἶναι πρόχειρα, φθαρτά καί αὐτά πού λένε ἀθάνατα ποιήματα, φιλοσοφίες, θαυμάσια κτίρια, ἐξαίσια ἀγάλματα, λαμπρές ζωγραφιές, ἄρχοντες, ἐξουσίες, δόξα καί φημισμένα ὀνόματα καί αὐτά κάποτε ὅλα θά ἐξαφανισθοῦν «τά πάντα ματαιότης», καθώς γράφει ὁ σοφός Σολομώντας. Στόν πνευματικό ὅμως κόσμο ὅλα εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, ἐπειδή ἐκεῖ δέν ὑπάρχει μήτε καιρός μήτε ἡ κόρη του ἡ φθορά. Ἐκεῖ ὅλα εἶναι παντοτινά, καινούργια, παντοτινά νέα. Καί ποῖα εἶναι αὐτά; Εἶναι ὁ Θεός, οἱ Ἄγγελοι, οἱ ψυχές.
Ὁ Κόντογλου ἐπίστευε ἀκράδαντα στήν ὕπαρξη τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος πρό πάντων ἐτόνιζε τήν πίστη του στόν Τριαδικό Θεό τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί στήν ὕπαρξη τῶν Ἀγγέλων. Συχνά ἐξέφραζε τήν ἀδίστακτη πίστη του καθώς καί τήν ὕπαρξη καί τήν ἀθανασία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Μέ λύπη ἐσχολίαζε τήν ἀποκοπή τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό πνευματικό σύμπαν. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος, γράφει στή ἀρχή τοῦ ἄρθρου του «τό πνευματικόν σύμπαν», ξέχασε ὁλότελα τόν κόσμο πού βρίσκεται μέσα του καί ἐπιδόθηκε μοναχά στό σύμπαν πού βρίσκεται ἔξω ἀπό αὐτόν, τό ὑλικό σύμπαν καί ἐρευνᾶ μέ τήν ἐπιστήμη του τά ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καί τῆς παροψίδας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ζῆ ὑλικά, μέ ὅλα τά ψευτοπνευματικά καταγίνεται. Για τοῦτο μοναχά ἡ ὕλη τόν ἐνδιαφέρει, πού εἶναι ἡ πιό χονδροειδής ὄψη τοῦ κόσμου καί ἡ πιό χειροπιαστή, δέν μπορεῖ πιά νά νοιώση τό πνεῦμα μέ τίς χονδρές αἰσθήσεις του καί δέν νοιάζεται γι᾿ αὐτό καθόλου. Αὐτός πού ἐκσφενδονίζει στό διάστημα μέ μηχανές μπάλλες ἀπό ἀλουμίνιο, αὐτός πού ἔχει τό κεφάλι του γεμᾶτο μέ ἀριθμούς, βίδες, ἐλατήρια καί τέτοια, ποῦ νά καταλάβη τί κρύβεται πίσω ἀπό τό ὑλικό σύμπαν, ποῦ νά νοιώση μέ τίς αἰσθήσεις, ποῦ νά μπορέση νά ἀπογευθῆ τόν καρπό πού βρίσκεται κρυμμένος μέσα στά πλούτη τοῦ κόσμου. Αὐτός τρέφεται μοναχά μέ τήν φλούδα, γιατί τούτη τή φλούδα ὁλοένα ἐξιχνιάζει καί ἐρευνᾶ ἡ ὑλιστική ἐπιστήμη του, ποῦ νά νοιώση ὁ δυστυχής τά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού λέγει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι» ἤ τοῦ Παύλου πού λέγει «οὐκ οἴδατε ὅτι Ναός Θεοῦ ἐστε καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ἡμῖν;». Ἀλλοῦ πάλι γράφει ἡ θετική καί ἐπιστημονική ἐποχή μας, διά τήν ὁποίαν καυχώμαστε μέ τόν ὀρθολογισμό πού βασιλεύει ἐπάνω της ἔκοψε σχεδόν κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν κόσμο τοῦ μυστηρίου πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός καί μᾶς ἀπομόνωσε μέσα στόν κόσμο τῆς ὕλης τῶν φαινομένων. Τίποτε δέν ὑποψιαζόμαστε πέρα ἀπό αὐτά πού βλέπομε καί ἀπ᾿ ὅ,τι ἀκοῦμε. Ὁ μυστικισμός ἀπόμεινε σάν περιφρονητική ἔκφραση γιά κανένα θρησκόληπτο, ζοῦμε σάν ξένοι πρός τόν ἀληθινό, τόν κρυμμένο ἑαυτόν μας, ζοῦμε μέ τό μυαλό μας καί μέ τήν φαντασία μας. Τό μυαλό μας ἐρευνᾶ καί μᾶς ἐξηγεῖ τήν ἐξωτερική ὄψη τοῦ κόσμου, εἶναι ἀνύποπτο γιά ὅ,τι ὑπάρχει παραμέσα ἀπ᾿ αὐτήν γιά τά κρύφια.
Πολλά ἔχει γράψει ὁ Κόντογλου γιά τήν ἀτροφία τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων στούς ἀνθρώπους τῆς νεωτέρας ἐποχῆς πού τούς κάνει νά ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἀγγέλων, τῶν ψυχῶν. Τήν ἀπέδιδε πρό πάντων στόν ὀρθολογισμό, στόν ἐπιστημονισμό, στή λατρεία τῆς ἐπιστήμης. Τό κακό ἄρχισε ἀπό τήν Δύση καί ἀπό κεῖ διαδόθηκε στήν Ἑλλάδα καί ἀλλοῦ. Στή Δύση ὁ ὀρθολογισμός μούδιασε τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί τό πρακτικό πνεῦμα ἔκοψε τά ἀγγελικά φτερά της. Μέ τήν ἔρευνα καί μέ τήν ἀνάλυση διαλύθηκε γιά πάντα καί γινήκανε ἄμορφα καί ἀκατανόητα καί ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τόν δρόμο πού τόν πήγαινε στόν κόσμο τοῦ μυστηρίου, στή Βασιλεία τοῦ Οὐρανοῦ.
Ὁ ὀρθολογισμός ὁδήγησε στόν παραμορφωμένο χριστιανισμό τῆς Δύσεως, τόν ρωμαιοκαθολοκισμό καί προτεσταντισμό. Στήν περίπτωση τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἤ παπισμοῦ, ὁ ὀρθολογισμός ὁδήγησε στήν ἐκκοσμίκευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν. Τοῦτο εἶναι κατάδηλο στή θρησκευτική ζωγραφική τῆς Ἰταλικῆς ἀναγεννήσεως, ὅπου ὅλα ζωγραφίζονται σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς μαθηματικῆς προοπτικῆς κατά τρόπο πού νά ἐνθυμίζουν τόν δυτικό κόσμο. Τά ἔργα αὐτά παύουν νά συμβολίζουν τόν μυστικιστικό, πνευματικό κόσμο, παύουν νά εἶναι ἀναγωγικά. Ἡ ἐκκλησιαστική τέχνη τῶν Λατίνων, ἀπό τότε ἔπαυσε νά εἶναι μιά γέφυρα, διά τῆς ὁποίας νά ἐπικοινωνεῖ ὁ χριστιανός μέ τόν πνευματικό κόσμο.
Οἱ προτεστάντες ἀντιδρῶντες στήν ἐκκοσμίκευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν, τίς κατήργησαν ὅλως διόλου· ἄφησαν τίς πνευματικές αἰσθήσεις ἀκαλλιέργητες, χωρίς πνευματική τροφή. Μόνον ἡ Ὀρθοδοξία διατήρησε τίς ἀναγωγικές ἐκκλησιαστικές τέχνες πού λεπτύνουν τόν ἔσω ἄνθρωπο καί τόν ἀνυψώνουν στόν κόσμο τοῦ μυστηρίου.
Στή θεολογία ὁ ὀρθολογισμός ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά ξεχωρισθῆ ἡ θεολογία τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καί ἀκόμη περισσότερο τῶν προτεσταντῶν ἀπό τόν μυστικισμό. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀντιθέτως, παρατηρεῖ ὁ Κόντογλου, δέν ξεχώρισε ποτέ τόν μυστικισμό ἀπό τήν θεολογία, δηλαδή τήν προσωπική πεῖρα τῶν μυστηρίων τῆς θρησκείας ἀπό τά δόγματα πού εἶναι θεσπισμένα ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τελικό ἀποτέλεσμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ γιά τόν Παπισμὸ ἦταν νά τόν μετατρέπει σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, σέ μιά βολική ἠθική, μιά ἠθική σύμφωνη μέ τίς ἀδυναμίες μας μέ τά πάθη μας, μέ τίς κοσμικές φιλοδοξίες μας. Τό ἀποκορύφωμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ τῆς Δύσεως εἶναι ἡ ἀποθέωση τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Τό σύνολο αὐτῶν τῶν ἐπιστημῶν δηλαδή χημείας, βιολογίας, φυσικῆς, ἀστρονομίας κ.λπ. σιγά-σιγά ἔχει ἀντικαταστήσει καί αὐτόν τόν ἐκκοσμικευμένο χριστιανισμό τῆς Δύσεως, ἔχει γίνει μιά θρησκεία. Αὐτή ἡ νέα θρησκεία ἔχει διαδοθῆ λίγο-πολύ σέ ὅλο τόν κόσμο μέ ἄσχημα ἀποτελέσματα. Κλείνει γιά τόν ἄνθρωπο τήν πύλη πού ὁδηγεῖ στό Θεῖο. Κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀμφιβάλη ἤ καί νά ἀρνῆται ὅτι ἔχει ἀθάνατη ψυχή καί τόν ὠθεῖ νά ἐπιδοθῆ μέ ὅλο τόν ζῆλο στή δυτική ζωή πού τά εἴδωλά της εἶναι οἱ μηχανές, οἱ μπάντες, οἱ πύραυλοι, τά θετικά ἄστρα καί τά ὄνειρά της εἶναι νά κατακτήση τά ἄστρα, ἡ κατάκτηση, ὁ πόλεμος καί κάθε σατανική δράση.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἔχουν τήν γνώση τῆς ἀληθινῆς ἀληθείας, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Μαθήματα σάν τήν γνώση ἀνοίγουνε τίς μυστικές θύρες ἀπ᾿ ὅπου ἀντικρύζει ἡ ψυχή τό ἐξαίσιο φῶς τῆς ἄφθαρτης οὐσίας τοῦ κόσμου καί τά διανοήματα αὐτῶν εἶναι ἀγαθά, εἰρηνικά, χαροποιά.
«Ἔμπα στό σαλόνι πού βρίσκεται μέσα σου, λέγει ἕνας ἅγιος, καί ἀπό κεῖ θά δῆς τό παλάτι τοῦ ἄφθαρτου οὐρανοῦ πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν σκλαβιά τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου».
Αὐτά γενικά γιά τό πνευματικό σύμπαν. Θά σᾶς πῶ τώρα ἐν ὀλίγοις καί περί Θεοῦ, περί Ἀγγέλων καί περί ἀνθρωπίνης ψυχῆς, ὅσο ἐπιτρέπει ἡ ὥρα.
* * *
Συχνότατα ἀναφέρεται ὁ Φώτιος σέ ὅλα τά βιβλία του καί τά ἄρθρα του, σέ κάθε εὐκαιρία δίνει ἔμφαση στή σταθερή πίστη του στό Θεό στήν παντοδυναμία Του, τήν Πρόνοια, τήν Εὐσπλαγχνία, τήν Ἀγάπη καί ἄλλες ἰδιότητες. Καταδικάζει τήν ἀθεΐα πού εἶναι τόσο διαδεδομένη στήν ἐποχή μας καί ὁμιλεῖ διά τούς τρόπους, διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος δύναται νά πλησιάση τόν Θεό· ἔτσι παρέχει πολύτιμα διδάγματα. Δέν εἶναι ὁ Θεός τοῦ Κόντογλου ἡ ἀφηρημένη μονάδα τῶν θεϊστῶν οὔτε ἀνωτέρα δύναμις, διά τήν ὁποίαν ὁμιλοῦν καί εἰς τήν ὁποίαν καταφάσκουν ὁρισμένοι ἐπιστήμονες, ἀλλ᾿ εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰσαάκ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ. Εἶναι ὁ Θεός πού ὡμίλησε διά τῶν προφητῶν, ἀπεκαλύφθη ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐφανερώθη στούς Ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κάθε ἐποχῆς. Εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα. Τρεῖς ὑποστάσεις, μία οὐσία, μία δόξα. Εἶναι δημιουργός πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων, συντηρητής καί Κυβερνήτης τοῦ παντός. Τήν βαθειά πίστη του σ᾿ Αὐτόν τόν Θεόν τήν ἐξέφρασε ἀπό τήν πρώτη ἔκδοση στό βιβλίο του «Πέτρο Καζᾶς», πού βγῆκε τό 1920. Τό μικρό αὐτό λογοτεχνικό ἔργο ἀναφέρει τόν Θεό ἄνω ἀπό εἴκοσι φορές. Λέγει χαρακτηριστικά στόν πρόλογο «ἔχω τήν πίστη μου στό Θεό μου καί μοναχά σ᾿ Ἐκεῖνον».
Ἡ πίστη του αὐτή ἐκδηλώνεται τρανῶς σέ πολλά μέρη τοῦ δευτέρου βιβλίου του τήν «Βασάντα», στόν πρόλογο λέγει: «Ὁ Χριστός γιομίζει τήν ἀπελπιστική ἐρημιά ὁλοκλήρων αἰώνων, ἀκούω τήν γλυκειά λαλιά του καί δοξάζω τόν Θεό, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος, γιατί μπορῶ νά τήν ἀκούω τήν στιγμή πού ὅλα γύρω μου κράζουν νά βλασφημήσω τόν κόσμο τοῦτον». Οἱ σελίδες τῆς «Βασάντας» πού περιλαμβάνουν καί κείμενα ἀπό τόν Ἰώβ σέ νεοελληνική γλῶσσα φανερώνουν τήν ἴδια ἀκλόνητη πίστη στό Θεό, τήν ὁποίαν εἶχε ὁ Ἰώβ. Γι᾿ αὐτό στίς ἐπιστολές του πού δημοσιεύονται τά τελευταῖα χρόνια στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» ὑπέγραφε πότε-πότε μέ τό ὄνομα Ἰώβ. Ἡ ἐκλογή ἀπό τούς ψαλμούς πού παρομοίως μετέφρασε ἐκφράζουν τήν θερμή του πίστη νά ξεχειλίζεται ὑψηλῶν ποιητικῶν λόγων. Πρῶτα ἀποδίδει τόν ἑκατοστό, τρίτο ψαλμό, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει «δόξασε ψυχή μου τόν Κύριο, Θεέ μου πολλή μεγάλη εἶναι ἡ δόξα σου». Ἀμέσως μετά δίδει στίχους τοῦ τρίτου ψαλμοῦ. «Κύριε, γιατί ἐπληθύνανε ἐκεῖνοι πού μέ πικραίνουν, ἕνα σωρό σηκωθήκανε κατ᾿ ἐπάνω μου, πολλοί λέγουν κοιτώντας με ὁ Θεός καί τίποτα δέν μπορεῖ νά τόν συντρέξει. Μά ἐσύ Κύριε εἶσαι τό στήριγμα μου, ἐσύ εἶσαι ἡ δόξα μου, ἔκραξα μέ τήν φωνή μου τόν Κύριο καί μέ ἄκουσε, ἐγώ ἀποκοιμήθηκα καί ξαπόστασα, σηκώθηκα τό πρωΐ μέ καρδιά εἰρηνεμένη, γιατί ξέρω πώς ὁ Κύριος θά μέ βοηθήσει».
Πρός τό τέλος τῆς ἀνθολογίας παραθέτει μετάφραση τοῦ ψαλμοῦ 145 πού ἀρχίζει μέ τό στίχο «δόξασε ψυχή μου τόν Κύριο, θά δοξολογῶ τόν Κύριο σέ ὅλη τήν ζωή μου, θά τραγουδῶ τόν Θεό μου ὅσο ὑπάρχω». Στόν ἐπίλογο τοῦ ἴδιου βιβλίου ὁ Κόντογλου στρέφεται κατά τῆς ἀθεΐας τῆς ἐποχῆς μας. «Οἱ ἄθεοι, παρατηρεῖ, νομίζουν πώς ἀνεβήκανε στά Ἰμαλάια τῆς ἠθικῆς λευτεριᾶς, ἐπειδή κατά τήν φαντασία τους ἐξεφρόνησαν καί σκότωσαν τόν Θεό. Αὐτή ἡ ψυχική κατάσταση, λέγει, εἶναι ἡ πιό μαύρη λέπρα τῆς καρδιᾶς καί προσθέτει μέ μιά φιλοσοφία στό σκεπτικισμό, ὅπως τόν λένε, πού εἶναι ἡ εὔκολη δουλειά κάθε μυαλοῦ πού δουλεύει σάν καφεδόμυλος, ρίχνονται μέ σπαθί καί μέ κοντάρι ἐπάνω στό Θεό καί γυρίζουν ἔνδοξοι σάν τόν τρελλό Αἴαντα πὄσφαζε τραγιά γιά ἀνθρώπους».
Τό ἄρθρο του πίστη καί ἀπιστία εἶναι ἕνα πολύτιμο συμπλήρωμα τοῦ ἐπιλόγου τῆς «Βασάντας» ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς ἀθεΐας, διότι ὄχι μόνον παραθέτει τά ὀνόματα ἀθέων τῆς Εὐρώπης, ἀλλά καί ἐλέγχει τήν ἀθεΐα πλατύτερα. Οἱ ἄθεοι, λέγει, εἶπαν ἀνοησίες καί ψευτιές καί ἔτσι ἀναγνωρίζονται γιά μεγάλοι, διότι ἔχουν ἐπάνω τους τήν σοβαρότητα τῆς ἀπιστίας. Κατασκευάζουν μέ τό μυαλό τους ὁλόκληρα συστήματα, βαρειά καί ἀτράνταχτα πού σωριάζονται μέ ἕνα μικρό φύσημα τῆς φύσης. Ὁμιλοῦν περί ἐπιστημονικῶν ἀποδείξεων, διά τῶν ὁποίων κατ᾿ αὐτούς ἡ θρησκευτική πίστη καί ἐξ ἐμπειρίας ἀποδεικνύονται ἀνυπόστατα. Οἱ ἐπιστημονικές ἀποδείξεις σέ εἰσαγωγικά εἶναι οἱ μαγικές λέξεις παραίσθηση καί σύνταξη προφέρουν τήν μιά ἤ τήν ἄλλη λέξη καί ἔτσι τελειώνει τό ζήτημα γι᾿ αὐτούς.
Συνεχίζων ὁ Κόντογλου λέγει ἀναφερόμενος στούς ἀθέους τῆς Γαλλίας ὅτι διαλαλούσανε πώς δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἀπό ὅσα βλέπομε μέ τά μάτια μας καί ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά μας. Ἀπό τήν λύσσα πού εἶχαν κατά πάνω στό Θεό καταλαβαίνεις πώς ἤτανε μέσα τους ὁ σατανᾶς.
Ἵδρυσε μία ἑταιρεία γιά τήν διάδοση τῆς ἀθεΐας. Τό ἴδιο ἔκανε καί ἕνας ἰσλαμιστής καθώς καί ἄλλοι πολλοί γραμματισμένοι καί ἑτοιμάσανε τήν ἐπανάσταση τῆς Γαλλίας, κατά τήν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι ξεπεράσανε τά θηρία στήν ἀγριότητα, ἀφοῦ … πίνανε ἀνθρώπινο αἷμα καί τρώγανε τίς καρδιές ἐκείνων πού σφάζανε.
Καταργήσανε τήν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καί στή θέση της βάλανε τό εἴδωλο τοῦ λόγου· μεθυσμένοι ἀπό τό αἷμα φωνάζανε σάν δαιμονισμένοι καί καυχῶταν ὅτι ἤτανε ἄθεοι. Καί μετά, γράφει ὁ Φώτιος, στά ὑστερότερα χρόνια φανερωθήκανε ἕνα πλῆθος ἄλλοι ἄθεοι. Κάθε δοξομανής ἔκανε τόν ἄθεο, ἐπειδή ὁ ἄθεος εἶχε μεγάλη ὑπόληψη πώς εἶναι ἄνθρωπος βαθυστόχαστος καί σοβαρός καί δίνει διάφορα ὀνόματα φιλοσόφων καί ἐπιστημόνων πού καυχώτανε ὅτι ἦταν ἄθεοι. Στό ἄρθρο του «ἡ σπάθη τοῦ Δαμοκλέους» χαρακτηρίζει τούς ἀθέους ὡς δαιμονόψυχους πού διαλύσανε τόν στερεό ἀνδριάντα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἐλεεινά ἀνθρωπάρια πού μισήσανε τόν Θεό καί λέγει, μέ τέτοιους καθηγητάδες, τέτοια προκοπή κάναμε, τά πρόβατα ἀντί νά ἀκολουθήσουνε τόν τσοπάνη ἀκολουθήσανε τούς λύκους, ἀντί ν᾿ ἀκούσουν τήν γλυκυτάτη φωνή τοῦ Χριστοῦ, ἀκούσανε τά μουγκρίσματα καί τά γαυγίσματα τῶν σατανάδων.
Σέ ὅλα τά βιβλία σχεδόν τοῦ Κόντογλου καί τά ἄρθρα του βρίσκομε τή λέξη Θεός καί χαρακτηρισμούς πρός τόν Θεό καί πάντοτε ἡ σκέψη του ἔχει ὡς κέντρο τόν Θεό. Ἡ παντοδυναμία εἶναι ἡ μία ἀπό τίς ἰδιότητες πού ὁ Κόντογλου ἐξαίρει ὄχι μόνο στά συγγράμματά του, ἀλλά καί στήν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ ὡς Παντοκράτορος εἰς τόν τροῦλλον τῆς Καπνικαρέας Ἀθηνῶν, τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στό Πεδίον Ἄρεως, τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων καί ἄλλων Ἱερῶν Ναῶν πού ἔχει ζωγραφίσει τόν Παντοκράτορα. Ἐπίσης ἐξαίρει τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη, τήν εὐσπλαγχνία, τήν φιλανθρωπία, τήν σοφία του. Γιά τήν Παντοδυναμία καί Εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καί τήν σχέση αὐτῶν τῶν ἰδιοτήτων μέ τήν ἀληθινή εὐδαιμονία τοῦ ἀνθρώπου ὁ Κόντογλου ὁμιλεῖ μέ πολλή εὐγλωττία στό ἀκόλουθο χωρίο τοῦ ἐπιλόγου τῆς «Βασάντας». «Ἡ δύναμις τοῦ ἀνθρώπου θρέφεται ἀπό τήν ἄπειρη παντοδυναμία τῆς μεγάλης πνοῆς τοῦ Θεοῦ καί ἡ συμπόνια του τονώνεται ἀπό τό ἀνιστόρητο σπλάχνος πού ξεχωρίζει μέσα στή μοῖρα τοῦ πιό ἐλάχιστου πλάσματος. Ὁ Θεός εἶναι τό ἀκένωτο ταμεῖο, ἀπό τό ὁποῖον τραβᾶ ὁ ἄνθρωπος κάθε χαρά, κάθε παρηγοριά καί κάθε ἐλπίδα».
Ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα αὐτό ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εὕρη τόν Θεόν, νά τόν πλησιάση, νά ἑνωθῆ μέ αὐτόν, νά σωθῆ. Ὁ Κόντογλου λέγει ἐν συντομίᾳ τά ἑξῆς: «Τόν Θεό δέν τόν βρίσκομε ψάχνοντας μέ τό μυαλό, τό λογικό, τόν θρησκευτικό νοῦ, ὅπως κάνουν οἱ κοσμικοί φιλόθρησκοι οὔτε τόν βρίσκομε ψάχνοντας μέσα στίς μεθόδους τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Οἱ ἐπιστῆμες, λέγει, δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἡ φυσική, ἡ χημεία, ἡ βιολογία, ἡ μηχανική, ἡ ἀστρονομία δέν εἶναι δρόμοι πού πᾶνε σ᾿ αὐτό τόν μυστικό κόσμο καί ἄς ψάχνουνε ἐπί αἰῶνες. Ὁ Χριστός εἶπε «οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἤ ἰδού ὧδε, ἰδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι».
Ἡ ὁδός πρός τόν Θεόν εἶναι ἡ πίστη καί ὁ τρόπος τοῦ βίου πού εἶναι σύμφωνος πρός τήν πίστη αὐτήν. Εἰς ἐκείνους πού λέγουν ὅτι θέλουν νά πιστέψουν, ἀλλά δέν ἠμποροῦν, λέγει, δίδει τόν ἠθικόν τύπον, τούτη τήν συμβουλή «καθάρισε πρῶτα τόν ἑαυτόν σου καί θά πιστέψης. Σ᾿ ἕνα χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια πῶς θά καρποφορήση ὁ λεπτότατος σπόρος τῆς πίστης; Πρέπει νά λιγοστέψη κανείς τά πάθη του καί μάλιστα τήν ὑπερηφάνεια. Ἡ πίστη εἶναι ἕνα στάδιο φωτισμοῦ καί ὁ φωτισμός δέν ἔρχεται ποτέ σέ ψυχή ὑπερήφανη». Ὁ Κόντογλου μᾶς ἐνθυμίζει τό βιβλικό λόγιον. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν».
Διά νά προχωρήση κανείς ἀπό τήν πίστη πρός τήν ἠθική ἕνωση μέ τόν Θεό, τήν θέωση, ἀπαιτεῖται πλήρης χριστιανική βιοτή. Ἡ νηστεία, ἡ γενική ἐγκράτεια, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νήψη, ἡ ἔσω προσοχή καί ἡ προσευχή, τά καλά ἔργα ἐν γένει. Μεγίστης σπουδαιότητος εἶναι ἡ προσευχή ἰδίως ἡ νοερά προσευχή, ἡ ὁποία δύναται ν᾿ ἀσκῆται παντοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων. Ὁ Κόντογλου στράφηκε κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ βίου του μέ πολύ κόπο στούς μεγάλους διδασκάλους τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, τούς λεγόμενους νηπτικούς πατέρες, ὅπως Μᾶρκος ὁ ἀσκητής, Νεῖλος ὁ ἀσκητής, Θεόληπτος ὁ Φιλαδελφείας, Διάδοχος ὁ Φωτικῆς, Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
Διά τῆς ἐφαρμογῆς τῆς μεθόδου σωματικῶν καί πνευματικῶν ἐργασιῶν, ὅπως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ νηπτικοί Πατέρες, ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται, καθώς λέγει ὁ ὑπότιτλος τῆς φιλοκαλίας τῶν νηπτικῶν Πατέρων. Καθαιρομένου τοῦ νοῦ, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, τό ὄργανον τῆς νήψεως καί τῆς προσευχῆς καί συγκεντρωμένος μέσα στήν καρδία, τό πνευματικό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, πού ὁ χριστιανός προσεγγιοῦται τό Θεό, ἐπιτυγχάνει τήν ἕνωση μ᾿ Αὐτόν. Ὁ Κόντογλου ἦταν πεπεισμένος ὅτι διά τῆς ἐσωτερικῆς μυστικῆς αὐτῆς ὁδοῦ βρίσκεται καί βιοῦται ὁ ἀληθινός Θεός. Αὐτή τήν ὁδό ἠκολούθησαν καί περιέγραψαν οἱ μεγάλοι ἡσυχαστές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους τόσον ἐξετίμησε ὁ Φώτιος. Αὐτή τήν ὁδό ἠκολούθησε καί ὁ ἴδιος κατά τό δυνατόν διά ἕνα ἄνθρωπο πού ζῆ ἐντός τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ εἶναι γενικῶς ἐραστής τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά γιά τό θέμα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ «Μυστικὸς Κῆπος» βγῆκε τό 1944 καί ὁ Κόντογλου τό θεωρεῖ ὡς μιά στροφή στή ζωή ὡς συγγραφεύς. Τό θεωρεῖ ὅτι πιό πολύ προσηλώνεται πλέον ἀντί νά κάνη λογοτεχνήματα καί τέτοια προσηλώνεται πλέον, ἀφιερώνει τήν πέννα του στήν Ἐκκλησία, στήν τιμὴ τοῦ Θεοῦ καί στήν καθοδήγηση τῶν συνανθρώπων του …
* Ὁμιλία εἰς τήν αἴθουσαν τῆς Π.Ο.Ε., Κάνιγγος 10