Ανάλυση της θεολογικής παθογένειας της εποχής μας.

Ἀγαπημένοι τόποι τῆς σύγχρονης Ὀρθόδοξης Θεολογίας

 

Παναγιώτης Νικ. Γκουρβέλος

            «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιβ΄13), διακηρύσσει ὁ ἃγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Ἑπομένως καί ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ὡς «ἃπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις» (Ἰούδα 3), παραμένει σταθερή καί ἀναλλοίωτη μέσα στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Βέβαια, κάθε ἂνθρωπος εἶναι μιά μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα, πού προσλαμβάνει καί βιώνει τήν ἲδια πάντοτε ἐξ Ἀποκαλύψεως παράδοση μέ τόν δικό του ἰδιαίτερο τρόπο. Καί τοῦτο εἶναι καί φυσικό καί καλό: Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἓνας ἰσοπεδωτικός καί ὁμοιόμορφος τρόπος ζωῆς, ἀλλά ἀντίθετα σέβεται πλήρως τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀρκεῖ βεβαίως αὐτή νά μήν ἐκτρέπεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά μήν ἐκπίπτει σέ αἳρεση.

            Ἒτσι, καί κάποιες τάσεις πού ἀνέκαθεν παρουσίαζε ἀλλά καί σήμερα παρουσιάζει ἡ Χριστιανική Θεολογία εἶναι καλές καί ἃγιες, καθότι ἀναδεικνύουν τήν ἰδιαιτερότητα τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων. Ὃμως, οἱ ἰδιαίτερες αὐτές προτιμήσεις δέν πρέπει ἐπ’ οὐδενί νά ὰπολυτοποιοῦνται καί νά ἀναπτύσσονται εἰς βάρος τῆς ὃλης («τῆς καθολικῆς») ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, διότι τότε καταντοῦν κακοδοξία καί αἳρεση. Τέτοιες τάσεις, κατ’ ἀρχήν καλές, ἒχει νά ἐπιδείξει καί ἡ σύγχρονη Ὀρθόδοξη Θεολογία.

            Ι) Πρώτη ἀγαπημένη προτίμηση μεγάλου μέρους τῆς σημερινῆς Θεολογικῆς «παραγωγῆς» εἶναι ἡ ἒμφαση πού δίνει στήν πολεμική ἐναντίον τοῦ Μανιχαϊσμοῦ. Καθότι δέ ὁ  Μανιχαϊσμός συνιστᾶ αἳρεση πού ἀναιρεῖ τήν σωτηριώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὀρθῶς πράττει ἡ νεώτερη Θεολογία πού στρέφεται ἐναντίον του. Ὃμως ὃταν ἡ πολεμική αὐτή δέν στοχεύει ταυτόχρονα καί κατά τοῦ Πελαγιανισμοῦ, τῆς κακοδοξίας δηλαδή πού φύεται στήν ἀντίπερα ὂχθη τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, τότε ἡ ἀντιμανιχαϊστική αὐτή ἐκστρατεία καταντᾶ μονόπλευρη καί ἀναξιόπιστη.

        Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἐνῶ ἡ παλαιότερη Θεολογική προτίμηση, λόγῳ τῆς ἀντιπελαγιανικῆς της διάθεσης, ἒκλινε ἀνεπίγνωστα πρός τήν ἀρνησίκοσμη καί ἀπαισιόδοξη κοσμοθεωρία τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, πού δογματίζει τήν ἀνθρώπινη φύση καί μάλιστα τό ἀνθρώπινο σῶμα καί ὁλόκληρη τήν ὑλική κτίση κακή καί βδελυρή, ἡ νεώτερη Θεολογία, λόγῳ τοῦ ἀντιμανιχαϊστικοῦ της χαρακτήρα, ρέπει ἐμφανῶς πρός τόν ρομαντικό ἰδεαλισμό καί τήν ἀφελῆ αἰσιοδοξία τοῦ Πελαγιανισμοῦ, πού διακηρύσσει ὃτι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀγαθή καί ἀμόλυντη ἀπό τήν ἁμαρτία, λές καί δέν ἒγινε ποτέ τό προπατορικό ἁμάρτημα.

        ΙΙ) Δεύτερος κοινός «τόπος» πολλῶν σύγχρονων θεολόγων εἶναι ὁ ζῆλος πού δείχνουν στήν καταπολέμηση τοῦ Ἀπόλυτου προορισμοῦ. Καί ἀσφαλῶς καλά κάνουν πού ἐνεργοῦν ἒτσι, ὡς Ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Πλήν ὃμως, ἡ ἀτολμία τους στό νά καταδικάσουν τήν αἳρεση πού βρίσκεται στόν ἀντίποδα τοῦ Ἀπόλυτου προορισμοῦ, ἐννοῶ τήν Ἀποκατάσταση τῶν πάντων, τούς καθιστᾶ ὓποπτους γιά προτίμηση τῆς  Ἀποκατάστασης τῶν πάντων. Σημειωτέον ὃτι μεταξύ τῆς πρώτης τους ἀγάπης, δηλαδή τοῦ Πελαγιανισμοῦ καί τῆς δεύτερης, τῆς  Ἀποκατάστασης τῶν πάντων, ὑφίσταται ἂμεση σχέση: Ἂν τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν μεταδίδεται κληρονομικά καί συνεπῶς ἂν ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀνέγγιχτη καί ἀπείρακτη ἀπό τό κακό- κατά τήν κακοδοξία τοῦ Πελαγιανισμοῦ-, τότε ἠ ἀνθρωπότητα ὃλη καί βέβαια καί οἱ δαίμονες θά ἀποκατασταθοῦν, τοὐτέστιν θά σωθοῦν κατά τήν Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία.

        Ἀπό τήν ἂλλη πλευρά, ἀνάλογος σύνδεσμος ὑπάρχει ἀνάμεσα στόν Μανιχαϊσμό καί στόν Ἀπόλυτο προορισμό: Ἐάν τό κακό ἒχει αὐθύπαρκτη ὀντότητα (ὑπόσταση), ὡς Δεύτερη Ἀρχή τῶν ὂντων δίπλα στόν ἀγαθό Θεό- ὃπως διαδίδει ἡ αἳρεση τοῦ Μανιχαϊσμοῦ-, τότε ὁ ἂνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νά πράξει τό ἀγαθό, ἐπειδή ἡ φύση μας καί μάλιστα τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ἐκ κατασκευῆς κακή ὡς δημιούργημα τοῦ δεύτερου, τοῦ πονηροῦ Θεοῦ. Ἑπομένως οἰ ἂνθρωποι ὡς φύσει κακοί καί ἀνήμποροι νά τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εἲμαστε ὃλοι, πλήν ὀλίγων ἐκλεκτῶν, προορισμένοι γιά τήν αἰώνια κόλαση, σύμφωνα μέ τήν ἀδυσώπητη κρίση τοῦ Θεοῦ.

ΙΙΙ) Ἓνας τρίτος ἀγαπημένος τόπος ἱκανής μερίδας συγχρόνων θεολόγων εἶναι ἡ στράτευσή τους ἐναντίον τοῦ ἠθικισμοῦ. Καί αὐτή τους ἡ στάση κατά τοῦ νομικισμοῦ καί τοῦ πουριτανισμοῦ εἶναι δίκαια, ἀρκεῖ ὃμως νά μήν τούς ἀποσπᾶ τήν προσοχή ἀπό τόν ἐχθρό πού ἐπελαύνει ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά: τόν ἀντινομισμό (ἀμοραλισμό). Ἐάν ἦταν μονομερής ἡ πολεμική τῶν παληῶν θεολόγων ἐναντίον τῆς ἀνηθικότητας, ἐξ ἲσου μονόπλευρο εἶναι καί τό ἐνδιαφέρον πολλῶν νεωτέρων γιά τήν διαφύλαξη τοῦ χριστιανικοῦ ἢθους ἀπό τόν ἠθικισμό, χωρίς συγχρόνως νά τούς μέλλει γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθόδοξου ἢθους ἀπό τόν ἀντινομισμό, τήν ἀπόρριψη δηλαδή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Διότι, ὃλοι μας κινδυνεύουμε εἲτε ἀπό τούς ἐξ ἀριστερῶν πειρασμούς, τήν ἂρνηση τοῦ χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς, εἲτε ἀπό τούς ἐκ δεξιῶν, δηλαδή τόν νομικισμό, τό δικανικό πνεῦμα.

       ΙV) Ἐπίσης, χαρακτηριστικό τῆς παλαιότερης Θεολογίας ἦταν ἡ ἂτεγκτη ἠθική της αὐστηρότητα καί ἡ ὑπερβολική φοβία ἒναντι τοῦ κόσμου. Ἀπεναντίας, γνώρισμα τῆς σύγχρονης Θεολογίας ἀποτελεῖ ἡ δουλική της προσαρμογή στό πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τοὐτέστιν ἡ ἐκκοσμίκευση. Βεβαίως, ἡ αὐθεντική Ἁγιοπνευματική Θεολογία οὒτε περιφρονεῖ, ἀλλά οὒτε καί θεοποιεῖ τά ἐγκόσμια ἀγαθά, κρατώντας τή χρυσή ἰσορροπία ἀνάμεσα στήν ἂρνηση τῶν ἀγαθῶν τοῦ παρόντος κόσμου (Μανιχαϊσμός) καί στήν ἀπολυτοποίησή τους (ἐκκοσμίκευση). Τό ἀσκητικό ἦθος τοῦ Χριστιανισμοῦ τέμνει τήν μέση ὁδό μεταξύ τοῦ Μανιχαϊσμοῦ καί τῆς ἐγκοσμιοκρατίας, μένοντας πιστό στόν λόγο τοῦ Κυρίου:   «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί πάντα ταῦτα (τά ὑλικά, τά ἐγκόσμια ἀγαθά) προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ΄ 13).

       VTέλος, ἡ πλειονότητα τῶν θεολόγων τῶν παληότερων γενιῶν χαρακτηρίζονταν ἀπό τήν κλειστότητα καί τήν ἒλλειψη διαλόγου μέ τούς ἑτερόδοξους καί τούς ἀλλόθρησκους. Ἀντίθετα, οἱ περισσότεροι σημερινοί θεολόγοι εἶναι ἀνοικτοί («οἰκουμενικοί») καί διαλέγονται μέ τούς ἂλλους, τούς διαφορετικούς ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά δέν μένουν σταθεροί στήν ἐν Χριστῷ ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια. Ἒτσι, τήν ἂνευ ἀγάπης σκληρή ἀλήθεια τῆς παληᾶς γενιᾶς, ἀντικατέστησε ἡ χωρίς τήν ἀλήθεια ψεύτικη ἀγάπη τῆς νέας φουρνιᾶς τῶν θεολόγων.

        Ἡ παράδοξη πρόταση τοῦ νεοπαγοῦς Θεολογικοῦ συνδέσμου «Καιρός», πού ζητεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν νά ἀπευθύνεται σέ ὃλους τούς μαθητές μιᾶς σχολικῆς τάξης συμπεριλαμβανομένων καί τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν ἀλλοθρήσκων, εἶναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιᾶς τέτοιας ὑποκριτικῆς ἀγάπης πού νοθεύει τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Διότι εἶναι φανερό πώς, γιά νά ἱκανοποιηθοῦν καί οἱ μή ὀρθόδοξοι καί οἱ μή χριστιανοί μαθητές, θά πρέπει νά ἀλλοιωθεῖ ὁλοκληρωτικά τό μάθημα τῆς Θεολογίας, οὓτως ὣστε νά προσαρμοστεῖ στίς δικές τους πεποιθήσεις. Δέν θά ἦταν, τέλος πάντων, πιό ἒντιμο καί πιό δημοκρατικό, ἒναντι αὐτῆς τῆς ἑρμαφρόδιτης καί ἀλλόκοτης λύσης, νά διδαχθεῖ τό ἐν λόγῳ μάθημα ἀπό καθηγητές τῆς ἲδιας χριστιανικῆς ὁμολογίας ἢ τῆς ἲδιας θρησκείας μέ τούς ἑτερόδοξους καί τούς ἀλλόθρησκους μαθητές;

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Παναγιώτης ΝικΓκουρβέλος

Πηγή