Δείτε όμως –στό τέλος του άρθρου– τί έκαναν οι ..."φανατικοί"
Ορθόδοξοι!
Κοινή εκδήλωση των θρησκειών στην Αλβανία για τα ορφανά παιδιά
Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος στην Romfea.gr
Τα Τμήματα
Νέων και Γυναικών του Διαθρησκευτικού Συμβουλίου Αλβανίας, όπου
συμμετέχει και η Ορθόδοξη Εκκλησία, οργάνωσαν κοινωνικο-πολιτιστική
εκδήλωση για τα ορφανά παιδιά, στην περιοχή του Δυρραχίου, που πριν
λίγους μήνες έζησαν έναν καταστροφικό σεισμό.
Χριστιανοί
και Μουσουλμάνοι ενώθηκαν, για να χαρίσουν λίγες ξέγνοιαστες στιγμές στα
ορφανά παιδιά, που τα στηρίζουν όχι μόνο οικονομικά, αλλά και
ψυχολογικά και ηθικά.
Οι εκπρόσωποι
των θρησκειών τους μοίρασαν δώρα, ενώ τα παιχνίδια, που οργανώθηκαν,
όπως και το φαγητό, που προσφέρθηκε, έκαναν τα παιδάκια να αισθανθούν
χαρούμενα και να ανοίξουν τις καρδούλες τους.
Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι αξιόλογες και χρήσιμες, γιατί έχουν ως ουσιαστικό κέντρο την Αγάπη.
Και μάλιστα
μιας αγάπης, που εκδηλώνεται προς ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, όπως
είναι τα ορφανά παιδιά, που έχουν συγκεκριμένες ανάγκες. Και ως σώματα
και ως ψυχές.
Αυτά τα
παιδάκια αισθάνονται αδύναμα από μόνα τους και θέλουν τα ίδια, το
δείχνουν με τον τρόπο τους, να καθοδηγηθούν και να φωτισθούν από την
αγάπη.
Επιθυμούν να
γεμίσουν την καρδιά τους. Αναζητούν τη μεγάλη χαρά του χαμένου
παραδείσου. Και όταν τη βρίσκουν νιώθουν ευτυχισμένα.
Χρέος όλων,
λοιπόν, είναι, να καινουργιώσουν τη ζωή αυτών των παιδιών, δίνοντας
βασική προτεραιότητα στην αγάπη, που δεν κάνει διακρίσεις, που δεν
αποκλείει, που δεν διαχωρίζει, αλλά οδηγεί πάνω από την ομίχλη…
Πηγή: Ἐδῶ
Ἀπὸ τὴν Ἐκκλησ. Ἱστορία Νικηφόρου
Κάλλιστου
Ὅταν ἀπεχώρησε ὁ Εὐνόμιος ἀπὸ τὰ Σαμόσατα οἱ Ἀρειανοὶ τοποθέτησαν ἄλλον
Ἐπίσκοπον, «Λούκιον ὄνομα, λύκον ὄντως καὶ οὐ ποιμένα. Τά γε μὴν
πρόβατα, καίπερ ποιμένα μὴ ἔχοντες, ὅμως τὰ ποιμένων ἔδρων, ἄσυλον
διατηροῦντες τὸ δόγμα τῆς πίστεως» (ὅπ. παρ., P.G. 146, 633D-636ΑΒ).
Κάποια μέρα, δηλαδή,
καὶ ἐνῶ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν πετώντας μιὰ σφαῖρα τὰ μὲν πρὸς τὰ δέ, περνοῦσε ἀπὸ
ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ συνέβη ἡ σφαῖρα νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς
παιδιοῦ καὶ νὰ περάσει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῆς ἡμιόνου στὴν ὁποία καθόταν ὁ
ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ τὰ παιδιὰ «ἀνωλόλυξαν» –ξεφώνησαν ἔντρομα– γιατί
περνώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζῶο τοῦ αἱρετικοῦ ἡ σφαῖρα, πίστεψαν ὅτι μολύνθηκε! (Καὶ
πῶς θὰ παίξουν μετά!).
Αὐτός, μὴ κατανοώντας
τὴν συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν, εἶπε σὲ ἕνα ἀκόλουθό του νὰ παραμείνει στὸ χῶρο
καὶ νὰ μάθει γιατὶ φέρθηκαν ἔτσι τὰ παιδιά. Καὶ (εἶδε ὁ ἀκόλουθος) ὅτι τὰ
παιδιὰ ἄναψαν φωτιὰ καὶ ἔρριξαν τὴν σφαῖρα μέσα στὴ φωτιά, θέλοντας νὰ τὴν
ἀπολυμάνουν-«καθαρίσουν» ἀπὸ τὸ μολυσμό (ποὺ πῆρε περνώντας κάτω ἀπὸ τὴν ἡμίονο
τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου).
Καὶ ἐπιλέγει ὁ
Θεοδώρητος (ἀπὸ τὸν ὁποῖον δανείστηκε τὸ περιστατικὸ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος):
Εἶναι βέβαια παιδικὴ ἡ ἀντίδραση, ἀλλὰ δείχνει πόση ἀποστροφὴ εἶχαν οἱ κάτοικοι
Σαμοσάτων, πρὸς τοὺς Ἀρειανόφρονες, ποὺ διέστρεφαν τὸ Δόγμα τῆς Πίστεως. «Καὶ
μειρακιῶδες μὲν ἴσως τοῦτο· ὅμως ἱκανόν ἐστι δεῖξαι ὅσον ἡ πόλις αὕτη ἔντροφον
εἶχε τὸ μῖσος πρὸς τοὺς τὸ δόγμα τῆς πίστεως ᾑρημένους παραχαράττειν» (ὅπ. παρ., P.G.
146, 636ΑΒ).
Ὅπως, λοιπόν (μᾶς
διηγεῖται ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος) ἡ συμμορία τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου εἶχε
ἐκδιώξει ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες τοὺς Ὀρθοδόξους Ποιμένες, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὰ
Σαμόσατα· ἔδιωξε τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Εὐστάθιο καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἐγκατέστησε τὸν
Εὐνόμιο. Καὶ τότε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλοι, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, σταμάτησαν νὰ
ἐκκλησιάζονται! Καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἔμεινε μόνος στὸ Ἐπισκοπεῖο, καὶ κανεὶς
δὲν τὸ ἐπισκεπτόταν, οὔτε τοῦ μιλοῦσε!
«Ὡς γὰρ οἱ
τῆς Ἀρείου συμμορίας ὅλας τὰς ἐκκλησίας τῶν ποιμένων γυμνώσαντες, καὶ ἐπὶ
Σαμόσατα ἕτερον ἀντ’ Εὐσταθίου, Εὐνόμιον ὄνομα ἀντεισήγαγον· οὐδεὶς τῶν
ἁπάντων, οὐ πένης, οὐ πλούσιος, οὐ νέος, οὐ πρεσβύτης, ἁπλῶς οὐδεὶς φάναι εἰς
τὴν ἐκκλησίαν εἰσῄει, ὥσπερ ἦν ἔθος· μόνος δ’ ἐκεῖνος τῷ ἐπισκοπείῳ διῆγεν,
οὐδενὸς αὐτὸν οὐθ’ ὁρῶντος, οὔτε τὸ παράπαν λόγον μεταδιδόντος. Καίτοι φασὶν
αὐτὸν ἄλλως ἐπιεικῆ τε ὄντα καὶ μέτριον· καὶ τοῦτο παρίστησιν».
Καὶ ὅταν κάποτε πῆγε
σὲ δημόσιο λουτρὸ καὶ οἱ ὑπηρέτες ἔκλεισαν τὶς πόρτες, καὶ ἐνῶ ἦταν στὸ λουτρὸ
πληροφορήθηκε ὅτι ἔξω ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, πρόσταξε τοὺς ὑπηρέτες νὰ
ἀνοίξουν τὶς πόρτες, ὥστε ὅποιος θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὸ λουτρό. Καὶ ἐπειδὴ
κάποιοι μπῆκαν μέσα τοὺς προέτρεπε νὰ λάβουν κι αὐτοὶ τὸ λουτρό τους. Ἀφοῦ ὅμως
οἱ εἰσελθόντες παρέμεναν ἐν σιγῇ χωρὶς νὰ μπαίνουν στὰ θερμὰ νερά, θεώρησε τὴν
στάση αὐτὴ ὡς στάση σεβασμοῦ στὸ πρόσωπό του, καὶ γι’ αὐτὸ σηκώθηκε γρήγορα κι
ἔφυγε ἀπὸ τὸ λουτρό, γιὰ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ λάβουν τὸ λουτρό τους.
«Ἐπειδὴ γὰρ εἰς δημόσιον ἦκε
λουτρόν, τῶν οἰκετῶν ἐγκλεισαμένων τὰς θύρας, πλῆθος πρὸ τῶν θυρῶν ἐστάναι
μαθών, τοῖς οἰκέταις αὖθις ἀναπετάσαι τὰς θύρας τοῦ βαλανίου ἐνεκελεύετο, καὶ
ἀδεὼς τοῦ λουτροῦ κοινωνεῖν τῷ βουλομένῳ ἐπέτρεπε. Τὸ ἴσον δὲ καὶ ἐν τοῖς
θόλοις ἔνδον ἐποίει. Ἐπεὶ δ’ εἰσῄεσάν τινες καὶ κύκλῳ εἰστήκεσαν, συμμετέχειν
τῶν θερμῶν ὑδάτων προὐτρέπετο. Ὡς δ’ ἱστάμενοι καὶ ἔτι σιγὴν ἤσκουν, τιμὴν τὴν
στᾶσιν ὑπολαβών, θᾶττον καταλιπὼν τὸ θερμόν, ἀπηλλάττετο».
Αὐτοὶ ὅμως (ὅταν
ἔφυγε) ἐπειδὴ θεώρησαν ὅτι ἂν χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἴδιο νερὸ γιὰ τὸ λουτρό τους,
ἦταν σὰ νὰ συμμετεῖχαν στὸ μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως, ἔχυσαν τὸ νερὸ στοὺς ὑπονόμους καὶ πῆραν τὸ λουτρό τους, ἀφοῦ γέμισαν τὰ
λουτρὰ μὲ ἄλλο νερό!
«Οἱ δὲ συμμετασχεῖν τὸ ὕδωρ τοῦ τῆς
αἱρέσεως ἄγους νομίσαντες, ἐκεῖνο μὲν τοῖς ὑπονόμοις ἐξέχεον· ἕτερον δὲ
κεράσαντες, ἀπελούοντο».
Ὅταν αὐτὸ τὸ ἔμαθε ὁ
Εὐνόμιος, ἀμέσως ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ ἐπέστρεψε σπίτι του! Διότι θεώρησε ἄσκοπο καὶ ἀνόητο νὰ παραμένει σὲ μιὰ
πόλη, ποὺ ὅλοι εἶναι ἐναντίον του!
«Ὁ δὴ μαθὼν ὁ Εὐνόμιος, εὐθὺς τὴν
πόλιν λιπών, οἴκαδε ἴετο· λίαν γὰρ ἀνόητον ᾤετο πόλει δυσμενῶς ἐχούσῃ κοινῶς
παραμένειν αἱρεῖσθαι. Καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνος ἐκὼν ἀπεχώρει Σαμοσάτων» (Νικηφόρου
Κάλλιστου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 633BD).
Πηγή: Ἐδῶ