Κυριακή των Αγίων Πάντων


ΣΥΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ

Πρόλογος καί πίλογος ες τούς «Βίους τν γίων»

γ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ Πόποβιτς




Πρό τς λεύσεως το Σωτρος Χριστο ες τόν πίγειόν  κόσμον μας, μες ο νθρωποι ξεύραμεν μόνον τόν θάνατον.καί θάνατος μς. Κάθε τί τό νθρώπινον το διαπεποτισμένον μέ τόν θάνατον, αχμαλωτισμένον καί κατανικημένον π ατόν. θάνατος μς το πλησιέστερος καί πό τόν αυτόν μας καί περισσότερον πραγματικός πό μς τούς δίους. δυνατώτερος, συγκρίτως δυνατώτερος, πό κάθε νθρωπον χωριστά καί πό λους τούς νθρώπους μαζί. γ το μία φρικαλέα φυλακή το θανάτου καί μες νίσχυροι δέσμιοι καί δολοι του (πρβλ. βρ. 2, 14-15). Μόνον μέ τήν λευσιν το Θεανθρώπου Χριστο « ζωή φανερώθη». φανερώθη « ζωή αώνιος» ες τούς πηλπισμένους θνητούς, τούς θλίους δούλους το θανάτου, μς (πρβλ. 1 ωάνν. 1, 2). Ατήν τήν «ζωήν αώνιον» «ωράκαμεν τος φθαλμος μν καί α χερες μν ψηλάφησαν». ατήν μες ο χριστιανοί «μαρτυρομεν καί παγγέλλομεν» πρός πάντας (1 ωάνν. 1, 1-2). Διότι ζντες ν κοινωνί μέ τόν Σωτρα Χριστόν, ζμεν δη δ ες τήν γν τήν αωνίαν ζωήν (πρβλ. 1 ωάνν. 1, 3). πό προσωπικήν μας μπειρίαν τό γνωρίζομεν: ησος Χριστός εναι « ληθινός Θεός καί ζωή αώνιος». Διά τοτο καί λθεν Ατός ες τόν κόσμον: διά νά μς δείξ τόν ληθινόν Θεόν καί ν Ατ τήν αωνίαν ζωήν (1 ωάνν. 5, 11).

Ες τοτο καί μόνον γκειται ληθινή, πραγματική φιλανθρωπία: «τι τόν Υόν ατο τόν Μονογεν πέσταλκεν Θεός ες τόν κόσμον να ζήσωμεν δι Ατο» (1 ωάνν. 4, 9) καί ν Ατ τήν αωνίαν ζωήν. Δι ατό « χων τόν Υόν χει τήν ζωήν. μή χων τόν Υόν το Θεο τήν ζωήν οκ χει» (1 ωάνν. 5, 12), λλ ερίσκεται λος ν τ θανάτ. μόνη ληθινή ζωή μας, εναι ζωή ν τ μόν ληθιν Θε καί Κυρί ησο Χριστ, πειδή εναι ξ λοκλήρου αωνία καί σχυροτέρα το θανάτου. Διότι, πς δύναται νά νομασθ ζωή κείνη, πού εναι μολυσμένη πό τόν θάνατον καί τελειώνει ες τόν θάνατον; πως τό μέλι, ταν ναμιχθ μέ τό δηλητήριον δέν εναι πλέον μέλι, διότι μεταβάλλεται λον ες δηλητήριον, τσι καί ζωή, ποία τελειώνει μέ τόν θάνατον, δέν εναι πλέον ζωή.
φιλανθρωπία το Θεανθρώπου Χριστο δέν χει ρια καί τέλος. Διότι, διά νά ποκτήσωμεν μες ο νθρωποι τήν αωνίαν ζωήν, τήν ν Ατ καί νά τήν ζήσωμεν, δέν μς ζητεται οτε μόρφωσις, οτε δόξα, οτε πλοτος, οτε τίποτε πό κενα τά ποα μπορε κάποιος πό μς νά μή χη, λλ παιτεται κενο μόνον, τό ποον δύναται καθένας μας νά χη: πίστις ες τόν Κύριον ησον Χριστόν. Διά τοτο Ατός – Μόνος Φιλάνθρωπος – νήγγειλε ες τό νθρώπινον γένος τό θαυμαστόν εαγγέλιον: «Οτω γάπησεν Θεός τόν κόσμον, στε τόν Υόν ατο τόν Μονογεν δωκεν, να πς πιστεύων ες ατόν μή πόληται, λλ χ ζωήν αώνιον… πιστεύων ες τόν Υόν χει ζωήν αώνιον» (ωάνν. 3, 16, 36). πό λόκληρον τό νθρώπινον γένος, μόνος Χριστός, ς μόνος ληθινός Θεός, πού δίδει ες τόν νθρωπον κενο τό ποον κανείς κ τν γγέλων τν νθρώπων δέν δύναται νά δώσ, Ατός μόνος εχε τήν ξουσίαν καί τό κρος νά δηλώσ: «μήν, μήν λέγω μν, πιστεύων ες μέ χει ζωήν αώνιον» (ωάνν. 6, 47) καί «μεταβέβηκεν κ το θανάτου ες τήν ζωήν» (ωάνν. 5, 24) κόμη καί ες ατήν τήν ζωήν.
πίστις ες τόν Χριστόν «νώνει τόν νθρωπον μέ τόν αώνιον Κύριον, ποος κατά τό μέτρον τς πίστεως το νθρώπου πληρο τήν ψυχήν του μέ τήν αωνίαν ζωήν καί τότε ασθάνεται καί κατανοε τόν αυτόν του ς αώνιον. Ατό γίνεται τόσον περισσότερον, σον νθρωπος ζ κατ ατήν τήν πίστιν, ποία γιάζει βαθμηδόν τήν ψυχήν του, τήν καρδίαν του, τήν συνείδησίν του, λον τό εναι του μέ τάς θείας νεργείας τς χάριτος. νάλογα πρός τήν πίστιν το νθρώπου αξάνει καί γιασμός τς φύσεώς του. καθώς γίνεται γιώτερος νθρωπος, ποκτ λονέν καί περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν ασθησιν τς προσωπικς του θανασίας. ποκτ πίγνωσιν τς δικς του καί τς τν πάντων αωνιότητος. Πράγματι, ληθινή ζωή το νθρώπου ρχίζει μέ τήν πίστιν του ες τόν Χριστόν, ποία πίστις παραδίδει ες τόν Κύριον λην τήν ψυχήν, λην τήν καρδίαν, λον τόν νον, λην τήν δύναμίν του, – Ατός δέ γιάζει, μεταμορφώνει καί θεώνει λα ατά βαθμιαίως. Δι ατο το γιασμο, τς μεταμορφώσεως καί θεώσεως, διαχέει Κύριος ες τόν νθρωπον τάς θείας νεργείας τς χάριτος, α ποαι το δίδουν τήν παντοδύναμον ασθησιν καί πίγνωσιν τς προσωπικς του θανασίας καί αωνιότητος. Πραγματικς: ζωή μας εναι τόσον ζωή, σον εναι ζωή ν Χριστ. Πόσον δέ εναι ν τ Χριστ; Ατό φανερώνεται πό τήν γιότητά της. σον περισσότερον γία ζωή, τόσον περισσότερον θάνατος καί αωνία.
Τό ντίθετον πρός ατό συμβαίνει μέ τόν θάνατον. Τί εναι θάνατος; Θάνατος εναι «ποτελεσθεσα» μαρτία (ακ. 1, 15). «ποτελεσθεσα» μαρτία εναι χωρισμός πό τόν Θεόν, ες τόν ποον καί μόνον ερίσκεται ζωή καί πηγή τς ζως. Εαγγελική, θεία λήθεια εναι: γιότης εναι ζωή, μαρτωλότης θάνατος. εσέβεια εναι ζωή, σέβεια θάνατος. πίστις εναι ζωή, πιστία θάνατος. Θεός εναι ζωή, διάβολος εναι θάνατος. θάνατος εναι χωρισμός πό τόν Θεόν, δέ ζωή πιστροφή πρός τόν Θεόν καί ζωή ν τ Θε. Τοτο κριβς εναι πίστις: ναζωοποίησις τς ψυχς πό τήν νέκραν, κ νεκρν νάστασις τς ψυχς: «νεκρός ν, καί νέζησε» (Λουκ. 15, 24). Ατήν τήν κ νεκρν νάστασιν τς ψυχς, τήν ζησεν νθρωπος διά πρώτην φοράν μέ τόν Θεάνθρωπον Χριστόν. καί τήν ζ διαρκς ες τήν γίαν κκλησίαν Του, διότι Θεάνθρωπος λος ερίσκεται ες ατήν, μεταδίδων αυτόν ες λους τούς πιστούς διά τν γίων μυστηρίων καί τν γίων ρετν. που εναι Ατός, κε πλέον δέν πάρχει θάνατος, κε νθρωπος μεταβέβηκεν κ το θανάτου ες τήν ζωήν, κε ζ δη τήν αωνίαν ζωήν. Μέ τήν νάστασιν το Χριστο μες «θανάτου ορτάζομεν νέκρωσιν, λλης βιοτς τς αωνίου παρχήν»1.
ληθινή ζωή πί τς γς ρχίζει κριβς πό τήν νάστασιν το Σωτρος, διότι εναι ζωή πού δέν τελειώνει μέ τόν θάνατον. νευ τς ναστάσεως το Χριστο νθρωπίνη ζωή δέν εναι λλο παρά να ργόν ψυχομάχημα, πού καταλήγει ναπόφευκτα ες τόν θάνατον. λλά ληθινή ζωή εναι κείνη, ποία δέν τελειώνει μέ τόν θάνατον. Καί μία τοιαύτη ζωή γινε δυνατότης πάνω ες τήν γν, μόνον διά τς ναστάσεως το Θεανθρώπου Χριστο. ζωή εναι ληθινή ζωή μόνον ν τ Θε. Διότι ατή εναι γία ζωή καί ς κ τούτου θάνατος ζωή. πως μέσα ες τήν μαρτίαν ερίσκεται θάνατος, οτω καί ες τήν γιότητα θανασία. Μόνον διά τς πίστεως ες τόν ναστάντα Χριστόν νθρωπος ζ τό περισσότερον ποφασιστικόν θαμα τς πάρξεώς του: τήν μετάβασιν πό τόν θάνατον ες τήν θανασίαν, πό τό πεπερασμένον ες τήν αωνιότητα, πό τόν δην ες τόν παράδεισον. Μόνον τότε ερίσκει νθρωπος τόν αυτόν του, τόν ληθινόν, τόν αώνιον αυτόν του: «πολωλώς ν, καί ερέθη», διότι – «νεκρός ν, καί νέζησε» (Λουκ. 15, 24).
Τί εναι ο χριστιανοί; Ο χριστιανοί εναι χριστοφόροι, καί πομένως φορες καί κάτοχοι τς αωνίου ζως. τοτο δέ κατά τό μέτρον τς πίστεώς των καί κατά τό μέτρον τς γιότητός των, ποία εναι καρπός τς πίστεως. Ο γιοι εναι ο περισσότερον τέλειοι χριστιανοί, διότι χουν γιασθ ες τόν μέγιστον, κατά τό δυνατόν, βαθμόν διά τς σκήσεως τς πίστεως ες τόν ναστάντα καί αωνίως ζντα Κύριον ησον. Πράγματι, ατοί εναι ο μοναδικοί καί ληθινοί θάνατοι μέσα ες τό νθρώπινον γένος, διότι μέ λον τό εναι των ζον ν τ ναστάντι καί διά τόν ναστάντα Χριστόν, καί οδείς θάνατος χει ξουσίαν πάνω των. ζωή των λόκληρος εναι κ το Χριστο, καί δι ατό λη εναι χριστο-ζωή. σκέψις των εναι χριστο-σκέψις. ασθησίς των χριστο-ασθησις. ,τι εναι δικόν των εναι πρτα το Χριστο καί κατόπιν δικόν των. ν εναι ψυχή, ατή εναι πρτα το Χριστο καί μετά δική των. Ες ατούς δέν εναι ατοί, λλά τά πάντα καί ν πσι Χριστός Κύριος2.
Δι ατό ο «Βίοι τν γίων δέν εναι λλο, παρά ζωή το Σωτρος Χριστο, παναλαμβανομένη ες κάθε γιον, λίγον πολύ, κατά τοτον κενον τόν τρόπον. κριβέστερον, εναι ζωή το Χριστο παρατεινομένη διά τν γίων. ζωή το σαρκωθέντος Θεο Λόγου, το Θεανθρώπου ησο, ποος δι ατό καί γινεν νθρωπος, διά νά μς δώσ καί μεταδώσ («παραδώσ») ς νθρωπος τήν θείαν ζωήν Του. διά νά γιάσ καί παθανατίσ καί αωνοποιήσ μέ τήν ζωήν Του ς Θεός, τήν δικήν μας νθρωπίνην ζωήν πί τς γς. « τε γάρ γιάζων καί ο γιαζόμενοι ξ νός πάντες» (βρ. 2, 11). λα ατά τά κατέστησε δυνατά καί πραγματοποιήσιμα διά τόν νθρώπινον κόσμον Θεάνθρωπος Χριστός, πό τότε πού γινεν νθρωπος καί «κεκοινώνηκε σαρκός καί αματος», δηλαδή γινε κοινωνός τς νθρωπίνης μας φύσεως καί τοιουτοτρόπως δελφός τν νθρώπων, δελφός κατά σάρκα καί αμα (πρβλ. βρ. 2, 14, 17). Γενόμενος νθρωπος λλά παραμένων Θεός, Θεάνθρωπος ζη τήν γίαν, ναμάρτητον, θεανθρωπίνην ζωήν πί τς γς καί διά τς ζως Του, το θανάτου Του καί τς ναστάσεώς Του, κατήργησε τόν διάβολον καί τό κράτος το θανάτου. Τοιουτοτρόπως δωσε καί δίδει συνεχς ες λους σοι πιστεύουν ες Ατόν τάς νεργείας τς χάριτος, διά νά καταργον καί ατοί τόν διάβολον καί κάθε θάνατον καί κάθε πειρασμόν (πρβλ. βρ. 2, 14, 15, 18). Ατή θεανδρική ζωή πάρχει λη ες τό θεανθρώπινον σμα το Χριστο – τήν κκλησίαν – καί βιοται συνεχς πό ατήν, καί πό τό πίγειον –πουράνιον πλήρωμά της καί πό τά πί μέρους μέλη της, κατά τό μέτρον τς πίστεώς των. ζωή τν γίων εναι ες τήν πραγματικότητα ατή ζωή το θεανθρώπου Χριστο, ποία διοχετεύεται ες τούς κολουθοντας Ατόν καί βιοται πό ατούς ν τ κκλησί Του. Διότι, κόμη καί τό κάθε τι ατς τς ζως ρχεται πάντοτε κ το Χριστο, πειδή Ατός εναι ζωή (ωάνν. 14, 6. 1, 4), ζωή πειρος καί τελεύτητος καί αωνία, πού μέ τήν θείαν δύναμίν της νιστ πό κάθε θάνατον καί νικ λους τούς θανάτους. πως κριβς λέγει τό παναληθές Εαγγέλιον το Παναληθος Κυρίου: «γώ εμι νάστασις καί ζωή» (ωάνν. 11, 35). θαυμαστός Κύριος, ποος εναι λος « νάστασις καί ζωή», κατοικε μέ λον τό εναι Του, ς θεανθρωπίνη πραγματικότης, ες τήν κκλησίαν Του. Δι ατό καί δέν πάρχει τέλος ες τήν διάρκειαν τς πραγματικότητος ατς. ζωή Του συνεχίζεται ες λους τούς αἰῶνας. κάθε χριστιανός εναι σύσσωμος το Χριστο (φ. 3, 6), καί δι ατό εναι χριστιανός διότι ζ τήν θεανθρωπίνην ζωήν ατο το σώματος το Χριστο, ς ργανικόν κύτταρόν του.
Τί εναι χριστιανός; χριστιανός εναι νθρωπος, ποος ζ διά το Χριστο καί ν τ Χριστ. Διά τοτο θεία ντολή το Εαγγελίου το Χριστο λέγει: «Περιπατετε ξίως το Κυρίου» (Κολ. 1, 10), ζτε, δηλαδή, ξίως το Θεο, ποος σαρκώθη καί παρέμεινε ς Θεάνθρωπος λος ες τήν κκλησίαν Του, ποία δι Ατο ζ καί πάρχει αωνίως. Τότε ζ κανείς «ξίως το Θεο», ταν ζ κατά τό Εαγγέλιον το Χριστο. Διά τοτο εναι ατονόητον νά πάρχ καί πομένη εαγγελική ντολή: «ξίως το Εαγγελίου το Χριστο πολιτεύεσθε» (Φιλ. 1, 27).
ζωή κατά τό Εαγγέλιον, γία ζωή, θεία ζωή – ατή εναι φυσική καί κανονική ζωή διά τούς χριστιανούς. Διότι ο χριστιανοί κατά τήν κλσιν των εναι γιοι. Ατή καλή γγελία καί ντολή κούεται μέσα πό λόκληρον τό Εαγγέλιον τς Καινς Διαθήκης. Τό νά γιασθμεν λοτελες, καί κατά τήν ψυχήν καί κατά τό σμα, ατή εναι κλσις μας (πρβλ. 1 Θεσ. 5, 22-23). Καί τοτο δέν ποτελε θαμα, λλά κανόνα, τόν κανόνα τς πίστεως, τήν φύσιν καί τήν λογικήν τς εαγγελικς πίστεως. Εναι πρόδηλος καί σαφής ντολή το θείου Εαγγελίου: «Κατά τόν καλέσαντα μς γιον καί ατοί γιοι ν πάσ ναστροφ γενήθητε» (1 Πετρ. 1, 15). Τοτο δέ σημαίνει: Κατά τόν Χριστόν = τόν γιον, ποος σαρκωθείς καί νανθρωπήσας δειξεν ν αυτ τήν πολύτως γίαν ζωήν, καί ς τοιοτος δίδει ντολήν ες τούς νθρώπους: «γιοι γίνεσθε, τι γώ γιός εμι» (1 Πετρ. 1, 16). Ατός χει τό δικαίωμα νά ντέλλεται ατά, διότι γενόμενος νθρωπος, δίδει δι αυτο ς γίου, πάσας τάς θείας δυνάμεις («νεργείας») ες τούς νθρώπους τάς ναγκαίας «πρός ζωήν καί εσέβειαν» ες ατόν τόν κόσμον (πρβλ. 2 Πετρ. 2, 3). Καί ο χριστιανοί, νούμενοι πνευματικς καί κατά χάριν διά τς πίστεως μέ τόν γιον Κύριον ησον, λαμβάνουν πό Ατόν ατάς τάς θείας δυνάμεις διά νά ζήσουν τήν ζωήν τήν γίαν.
Ζντες ν Χριστ ο γιοι κάνουν τά ργα το Χριστο, διότι δι Ατο γίνονται χι μόνον δυνατοί λλά καί παντοδύναμοι: «Πάντα σχύω ν τ νδυναμοντί με Χριστ» (Φιλ. 4, 13). Κατ ατόν τόν τρόπον γίνεται πραγματικότης λόγος τς Ατοαληθείας, το Χριστο, τι ο πιστεύοντες ες Ατόν θά κάνουν ργα τά δικά Του καί κόμη μεγαλύτερα: «μήν, μήν λέγω μν, πιστεύων ες μέ, τά ργα γώ ποι κκενος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει» (ωάνν. 14, 12). Καί ντως σκιά το ποστόλου Πέτρου θεραπεύει τούς ρρώστους. γιος Μρκος θηναος μέ τόν λόγον του μετακινε τό ρος καί πάλιν τό σταματταν Θεός γινεν νθρωπος, τότε Θεία Ζωή γινε καί το νθρώπου ζωή. Θεία Δύναμις γινε καί δύναμις το νθρώπου. Θεία λήθεια καί το νθρώπου λήθεια καί Θεία Δικαιοσύνη καί το νθρώπου δικαιοσύνη. λα τά το Θεο, γιναν καί το νθρώπου.
Η συνέχεια εδώ.
"Ἡ ἄλλη ὄψις"