Περί διακρίσεως αιρετικών και αποδοχής τους (καταδικασμένοι και μη καταδικασμένοι)



Ἅγιος Νικόδημος καὶ Δωρόθεος Βουλησμᾶς

Ὁ ἱερομόναχος Δωρόθεος Βουλησμᾶς εἶναι ἄγνωστος στὸ εὐρὺ κοινό, παρότι ἡ συμβολή του ἦταν σημαντικὴ στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τοῦ 18ου-19ου αἰῶνος. Τὸ ὄνομά του ἔχει συνδεθεῖ ἰδιαίτερα (μαζὶ μὲ αὐτὸ τοῦ Δοσιθέου πατριάρχου Ἱεροσολύμων, 1641-1707) στὴ συλλογὴ καὶ σύνταξη Νομοκανόνων.
Ὁ Δωρόθεος Βουλησμᾶς, ἐπίσης, ἀπέστειλε ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ στὸν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ τὸν ρώτησε γιὰ τὴν ὀρθοδοξότητα τῶν συγγραμμάτων τοῦ Μακαρίου του Αἰγυπτίου. Ὁ Δωρόθεος Βουλησμᾶς θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς συντελεστὲς τοῦ «ὀρθόδοξου ἐκκλησιαστικοῦ Διαφωτισμοῦ» ποὺ συνετελέστη τὸν 18ο αἰώνα.
Ὅταν πρὸς τὸ τέλος τοῦ 1790 ὑπέβαλε ὁ ἅγιος Νικόδημος τὴ συλλογὴ τῶν Κανόνων τοῦ Πηδαλίου στὴν πατριαρχικὴ σύνοδο γιὰ νὰ τύχει τῆς ἐγκρίσεως, ὁ Δωρόθεος Βουλησμᾶς, ὡς μελετητὴς καὶ γνώστης τῶν Κανόνων ὁρίστηκε ὑπεύθυνος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴ διόρθωση καὶ ἔγκριση τοῦ Πηδαλίου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Μεταξύ τους ἀντηλάγησαν κάποιες ἐπιστολές. Ἀπ’  αὐτὲς μαθαίνουμε ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑποστήριξε ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἱερωμένοι ποὺ προσέρχονται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (εἴτε ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ σύνοδο, εἴτε εἶναι ἀκατάκριτοι ἀπὸ Σύνοδο) δὲν πρέπει νὰ ἀναχειροτονοῦνται. Ἀντίθετα ὁ Βουλησμᾶς πρεσβεύοντας τὴν Ἀκρίβεια, δεχόταν τὴν διάκριση κεκριμένων καὶ μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν, καὶ ἔλεγε ὅτι οἱ κεκριμένοι (οἱ καταδικασμένοι) αἱρετικοὶ πρέπει νὰ ἀναχειροτονοῦνται.

Γιὰ τὸν Βουλησμᾶ, τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη καὶ ἕνα ἄλλο ἁγιορείτη ποὺ ἐπίσης ἀσχολήθηκε μὲ τοὺς Κανόνες, τὸν Χριστόφορο Προδρομίτη καὶ τὸ βιβλίο του «Κανονικόν», ἀσχολήθηκε ὁ καθηγητὴς Θεόδωρος Γιάγκου. Ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτὸ μαθαίνουμε ὅτι τὶς τοποθετήσεις τοῦ Βουλησμᾶ, φαίνεται ὅτι χρησιμοποίησε ἐν μέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος, διορθώνοντας κάποιες ἀπὸ τὶς θέσεις του στὸ Πηδάλιο, πρὶν ἐκδοθεῖ. Αὐτὸ δείχνει ὅτι τὸ θέμα εἶναι ἄξιο προσοχῆς καὶ δὲν ἀποτελεῖ παρωνυχίδα, ὅπως κάποιοι διατείνονται.
Ἀπὸ τὴν ἐργασία του αὐτὴ καὶ τὸ Δ΄κεφάλαιο (σελ. 184-208), παραθέτουμε ἀποσπάσματα, τὰ στοιχεῖα δηλαδὴ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ μεταξύ τους συζήτηση γιὰ τὴν ἐγκυρότητα ἢ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν καταδικασμένων καὶ τῶν μὴ καταδικασμένων αἱρετικῶν.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΝ
Ἀλλ’ ὁ μὲν 8ος τῆς πρώτης αἱρετικῶν οὐ διαλαμβάνει χειροτονίας δεδέχθαι τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ Ναυατιανῶν σχισματικῶν, κατὰ τὸν τῆς οἰκονομίας λόγον, μετὰ τὸ ὁμολογῆσαι ἐγγράφως πάντα διατηρῆσαι τὰ τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ δὲ 61ος τῆς ἐν Καρθαγένῃ περὶ Δονατιστῶν περιέχει, σχισματικῶν μὲν καὐτῶν ὄντων, οὐ μὴν δὲ χειροτονίαν ἀλλὰ βάπτισμα ἐχόντων Δονατιστῶν, τελούμενου κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν Ὀρθοδόξων· τοὺς τοιούτους, φησὶν ὁ κανών, εἰς μέτρου φθάσαντας ἡλικίας καὶ ἐπιγνόντας “τῆς πλάνης αὐτῶν τὸν ὄλεθρον” καὶ προσελθόντας τῇ καθολικῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, μὴ δι’ ἑτέρου βαπτίσματος δέχεσθαι, ἀλλὰ “τάξει ἀρχαίᾳ, διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν” οἰκονομεῖσθαι, καὶ ἀξίους ἀναφανέντας χειροτονεῖσθαι· ζητῶν δὲ ὁ αὐτὸς κανὼν εἰ δεῖ τοὺς κληρικούς, εἴτ’ οὖν ἱερεῖς τῶν Δονατιστῶν, δέχεσθαι “μετὰ τοῦ" ὑπ’ αὐτοὺς “πλήθους" ἐπιφέρει ὡς τοῦτο “τῇ συνετωτέρᾳ βουλῇ” τῶν περὶ τὸν πάπαν Ἀναστάσιον καὶ Βενέριον Μεδιολάνων παρεῶσιν, οἵτινες ἐν Ἰταλίᾳ σύνοδον συγκροτήσαντες, οὐ παρεδέξαντο τὰς τῶν Δονατιστῶν χειροτονίας, ὡς ἐν τοῖς πρακτικοῖς αὐτῆς καὶ ἐν τῷ 77ῳ αὐτῆς κανόνι παρίσταται. Τὸ δὲ τὴν τετάρτην σύνοδον δέξασθαι χειροτονίαν αἱρετικῶν, καθ’ ὃ ἐπιφέρει ὁ ἑρμηνεὺς τοῦ Διοσκόρου παράδειγμα, χειροτονήσαντος Ἀνατόλιον τὸν Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχην, οὐκ ἄραρεν· οὐ γὰρ πεφωραμένος ἦν αἱρετικὸς ὁ Διόσκορος, οὐδὲ καθηρημένος συνοδικῶς, ὅτε ἐχειροτόνησεν Ἀvατόλιον· τούτῳ οὐκ ἄρα ἄραγε τῷ λόγῳ, χειροτονίας δέξασθαι τὴν ἑβδόμην παρ’ αἱρετικῶν οἰκονομικῶς τε καὶ περιστατικῶς· οὔτε γὰρ ἡ τετάρτη οὔτε ἡ ἑβδόμη παρὰ πεφωραμένων καὶ συνοδικῶς καθηρημένων αἱρετικῶν χειροτονίαν ἐδέξατο, ἀλλὰ παρ’ ἀφωράτων καὶ ἀνεξελέγκτων· δι’ ὃ διορθωτέον τὴν ἀπάτην τῷ τοῦ πεφωραμένου καὶ ἀφωράτου ὅρῳ καὶ γνώμονι· ὃν εἴγ’  ἐν πολλοῖς χρήσοιτο ὁ ἑρμηνευτὴς ἄριστά τε καὶ ράστα καὶ κάλλιστα πολλὰ διορθώσειε, καὶ ταῦτα τὰς ἀνεξελέγκτους τε καὶ ἀφωράτους ἐν μυστολεξία ὁμολογουμένας ὑπὸ πνευματικῷ πατρὶ ἁμαρτίας. Οὐ γὰρ κατὰ τὰς ἐξεληλεγμένας τε καὶ πεφωραμένας διορθοῦν αὐτὰς ἔχει ὁ τὴν πνευματικὴν εἰληφῶς προστασίαν· οἶμαι γὰρ περὶ τῶν ἐπὶ δίκης μᾶλλον πεφωραμένων ἁμαρτιῶν τοὺς κανόνας διαλαμβάνειν· πῶς γὰρ τίς, ἐπιτιμίου ἢ καθαιρέσεως ἄξιος, παρὰ τοῦ ἐν μυστολεξίᾳ καθεζομένου πνευματικοῦ καθαιρεθήσεται, ἢ ἀρνούμενος ἐφ΄ οἷς τυχὸν ἐγκαλεῖ αὐτὸν ὁ πνευματικὸς ὡς ἐξεῖπεν αὐτῷ ἐπιτιμηθήσεται; Πνευματικῷ γὰρ οἰκεῖον, ἀεὶ παρακατέχειν ἐν βάθει ἀφώρατα τὰ μυστολεκτούμενα· δι’ ὃ συμβουλεύειν δεῖ μετὰ πραότητος καὶ ἐπιεικείας, ἢ ἀπειλεῖν ἔστ’ ὅτε κατὰ τὴν τοῦ ἐξομολογούμενου διάθεσιν. Τὸ γὰρ ἐπιτιμᾶν τε καὶ καθελεῖν ἢ τῆς ἱεροπραξίας ἐπισχεῖν ἢ τῆς κοινωνίας ἐπὶ πολύ, ὡς οἱ κανόνες διαγορεύουσιν, οὐδέν μοι δοκεῖ διαφέρειν τοῦ τὰ ἀφώρατα ποιουμένου πεφωραμένα ἁμαρτήματα, ἐφ’ οἷς ὁ ἁλωθεῖς ταῖς τῶν μετανοούντων ἀφεύκτως εὐθύναις ὑπόκειται καὶ τόποις, εἰ δὲ οὗτοι ἠπράκτησαν, ἀλλ’ οὖν, κατὰ τὴν τῶν κανόνων ὑποτύπωσιν, τοὺς ἐπί τινι φωραθέντας ὑπευθύνους ἁμαρτήματι ἐπιτιμᾶσθαι προσήκει».
Ὁ Βουλησμᾶς, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὸ παράθεμα, ὑπογράμμισε στὸν Νικόδημο τὰ ἑξῆς: 1. Ὁ κανόνας 8 τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου ἐπιτρέπει τὴν ἀποδοχὴ τῶν χειροτονιῶν τῶν Ναυατιανῶν, καθόσον αὐτοὶ ἦταν σχισματικοὶ καὶ ὄχι αἱρετικοί, θέτοντας ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπάνοδό τους στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς χειροτονίας τους τὴν ἔγγραφη ὁμολογία «ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοῖς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας δόγμασι». 2. Ὁ κανόνας 61 τῆς Καρθαγένης ἀναφέρεται πρωτίστως στὸ βάπτισμα (καὶ ὄχι στὴ χειροτονία) τῶν Δονατιστῶν, τοὺς ὁποίους ὁ Βουλησμᾶς θεωρεῖ ἐπίσης σχισματικούς.  Ἡ σύνοδος τῆς Καρθαγένης ἔθεσε ὡς προϋπόθεση, γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῶν μετανοούντων Δονατιστῶν, τὸ βάπτισμά τους νὰ εἶχε τελεσθεῖ «κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ὀρθοδόξων» (βλ. κανόνα 7 τῆς Β' οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ἐφόσον ἔτσι τελέσθηκε, τότε αὐτοὶ «οἰκονομοῦνται» γινόμενοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, «διὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν» τοῦ ἐπισκόπου ἢ τοῦ πρεσβυτέρου, κατὰ τὴν ἀρχαία τάξη. Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας πλέον οἱ πρώην Δονατιστὲς μποροῦν, ἐφόσον εἶναι ἄξιοι, δηλ. ἐφόσον εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κωλύματα καὶ ἔχουν τὰ προσόντα, νὰ χειροτονηθοῦν. Προκειμένου περὶ τῶν ἱερέων τῶν Δονατιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία, ἡ σύνοδος παράπεμψε τὸ θέμα στὴν κρίση τῶν Ἀναστασίου Ρώμης καὶ Βενερίου Μεδιολάνων, οἱ ὁποῖοι «ἐν Ἰταλίᾳ συγκροτήσαντες σύνοδον οὐ παρεδέξαντο τὰς τῶν Δονατιστῶν χειροτονίας». 3. Ὁ Διόσκορος Ἀλεξανδρείας χειροτόνησε μὲν τὸν Ἀνατόλιο Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ ὅταν τελοῦσε τὴ χειροτονία αὐτὸς δὲν ἦταν καταδικασμένος γιὰ τὶς κακοδοξίες του. 4. Ἡ Δ΄ καὶ ἡ Ζ΄ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἀποδέχθηκε κατ’ οἰκονομία μόνο τὶς χειροτονίες ποὺ τέλεσαν «ἀφώρατοι» καὶ «ἀνεξέλεγκτοι» αἱρετικοὶ καὶ 5. κανονικῶς θεωροῦνται «ἐληλεγμένοι» αἱρετικοὶ ὅσοι «ἐπὶ δίκης», ἐνώπιον τῶν ἁρμοδίων ὀργάνων καὶ κατὰ τὴν κανονικὴ διαδικασία ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης, ἔχουν καταδικαστεῖ καὶ ὄχι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ἐπιτιμήθηκαν «παρὰ τοῦ ἐν μυστολεξίᾳ καθεζομένου πνευματικοῦ».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος στὶς ἐπισημάνσεις τῆς ἐκθέσεως τοῦ Βουλησμᾶ ἔδωσε μία σύντομη ἀπάντηση (8 Μαΐου 1792), χωρὶς ὅμως νὰ ἀναφερθεῖ ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν σχετικῶν θέσεων τοῦ κριτῆ. Περιορίστηκε μόνο σὲ ἀποφθεγματικὴ διατύπωση τῆς θέσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔκανε ἀποδεκτὲς κατ’ οἰκονομία τὶς χειροτονίες καὶ «ἐληλεγμένων» αἱρετικῶν, ἐπαναλαμβάνοντας τὸ παράδειγμα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἀνατολίου Κωνσταντινουπόλεως καὶ προσθέτοντας δύο νέα: τῆς χειροτονίας τοῦ Μελετίου Ἀντιόχειας καὶ τῶν χειροτονιῶν τῶν εἰκονομάχων. «Ὅτι δὲ καὶ αἱρετικῶν, καὶ αἱρετικῶν ἐληλεγμένων συνοδικῶς, αἱ χειροτονίαι ἐδέχθησαν οἰκονομικῶς, δῆλον ἀπό τε τοῦ τῆς Καρθαγένης ξστ΄ μὲν καθ’ ἡμᾶς, 61 δὲ κατὰ τοὺς ἑρμηνευτάς, φανερῶς λέγοντος αἱρετικοὺς τοὺς Δονατιστάς, καὶ δεχθέντος καὶ τὰς χειροτονίας των, οἵτινες προλαβόντως διὰ συνόδου ἠλέχθησαν, ἀπό τε τῆς χειροτονίας, οὐ μόνον, ὡς εἴπομεν, τοῦ Ἀνατολίου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἁγίου Μελετίου Ἀντιόχειας, τὸν ὁποῖον  οἱ πολλάκις συνοδικῶς ἐλεγχθέντες αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ ἐχειροτόνησαν, καὶ τὴν χειροτονίαν αὐτοῦ οἱ ὀρθόδοξοι ἐδέξαντο. Καὶ ἀφίημι τοὺς εἰκονομάχους, αἱρετικοὺς καλουμένους παρὰ τῆς Ζ΄ καὶ ἐληλεγμένους, οὐδὲν δ’ ἧττον δεχθέντας παρ’ αὐτῆς μετὰ τῶν χειροτονιῶν αὐτῶν».
Ὁ Βουλησμᾶς, βλέποντας ὅτι ὁ Νικόδημος δὲν ἀποδέχθηκε τὶς παρατηρήσεις του, γράφει ἐπιστολὴ (4 Ἰουλίου 1792, δηλ. σὲ σχετικὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα, γεγονὸς τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ δηλώνει ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸ θέμα ἦταν σοβαρὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀκριβείας στὰ σχόλια τοῦ Πηδαλίου κατὰ τὸ δυνατὸ ἄμεσα) καὶ μὲ αὐστηρότερη γλώσσα καὶ ἀναλυτικότερα ἐπιχειρήματα προσπαθεῖ νὰ τὸν μεταπείσει. Αὐτὴ ἡ ἐπιστολὴ εὑρίσκεται στὸ χφ Παντελεήμονος 513, σ. 429-435. Ἐδῶ ἐκδίδουμε τὸ κείμενο ποὺ ἔχει συνάφεια μὲ τὸ ἀντικείμενο τοῦ κεφαλαίου. «Περιαυτολογεῖν με δὲ καὶ περὶ τῶν Δονατιστῶν, οὓς εἰς ἀποδοχὴν τῶν ἐληλεγμένων αἱρετικῶν προτεῖναι οὐ κέκρικα, ἱκανῶν τῶν ἐν τῇ Ἀνακρίσει περὶ αὐτῶν ρηθέντων μοι ὄντων ἀνατρέψαι σου τὴν ἀπάτην. Ἐπεὶ δ’ εἰσαῦθις τὴν Ἀνατολίου προβάλλει χειροτονίαν, καθάπερ δὲ καὶ τὴν Μελετίου, ὅτι παρ’ ἐληλεγμένων κεχειροτόνηνται, αὐτὸς οὑτωσὶ Ἀνατόλιος πεισάτω σε ὅτι οὐχ οὕτως ἔχει, εἰπῶν τῷ χειροτονήσαντι αὐτὸν Διοσκόρῳ, ἀγνοῶν τὸ μέλλον, καθάπερ ἐν τῇ πρώτῃ πράξει εὕρηται τῆς ἑβδόμης, "ὅπου περιπεπάτηκας ἡγίακας". Ὁ δὲ Μελέτιος, καθά φησι Θεοδώρητος, πόλιν τινὰ τῆς Ἀρμενίων ἰθύνων, εἶτα τῶν ἀρχομένων τὸ δυσήνιον δυσχεράνας, ἡσυχίαν ἦγεν ἑτέρωθι διατρίβων. Τοῦτον ὑπονοήσαντες οἱ τῆς Ἀρείου συμμορίας ὁμόφρονα εἶναι καὶ κοινωνὸν τῶν δογμάτων ἐξήτησαν τὸν Κωνστάντιον τούτῳ τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας δοῦναι τὰς ἡνίας, διὸ καὶ τὸ Συνοδικόν φησι· “τοῦ δὲ θρόνου Ἀντιοχέων χηρεύοντος Ἀρειανοί τε καὶ Ὀρθόδοξοι Σεβαστείας Ἀρμενίας ἀρχιεπίσκοπον προχειρίζονται". Ὡς οὖν ὁρᾷς ἐψηφίσαντο μὲν μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀρειανοί, οὐκ ἐχειροτόνησαν δὲ Ἀντιοχείας ἐπίσκοπον τὸν Μελέτιον· εἰ δ΄ ἀνθυπενεγκῶν ἐρῇς ὅτι οὐκ Ἀντιόχειας ἀλλὰ Ἀρμενίας Σεβαστείας τοῦτον ἐχειροτόνησαν, δεῖξον, ὅτι οὐ φέρω ἀπὸ μνήμης, ἤδη πρόπολις διὰ τὸν τοῦ λοιμοῦ φόβον ὢν καὶ βίβλους οὐ μετ’ ἐμοῦ φέρων· τὸ γὰρ ἐν τῇ πρώτῃ τῆς Ζ΄ πράξει λεγόμενον παρά τινος τῶν ἐν Ρώμῃ καὶ παρ’ οἱουδήποτε ἄλλου, ὅτι παρ’ αἱρετικῶν δηλαδὴ κεχειροτόνηται Μελέτιος Ἀντιόχειας ἐπίσκοπος, τὴν χειροτονίαν ἐκεῖσε ἀντὶ ψήφου ἐκληπτέον ἔχουσαν καὶ τοιοῦτον, ὡς οἶδας, σημαινόμενον. Ἐπιμιξίας δὲ οὔσης Ἀρειανῶν τε καὶ Ὀρθοδόξων ἐπὶ τεσσαράκοντα καὶ πεντήκοντα ἔτη, κατά τε τὸν Θεοδώρητον καὶ τὰ Πρακτικὰ τῶν συνόδων, εὔκαιρον πρὸς τὸν δείξοντα ὅτι παρ’ Ἀρειανῶν κεχειροτόνηται, ὅπερ οὐκ οἶμαι, Μελέτιος Σεβαστείας Ἀρμενίας, εἰπεῖν, ὅτι οὐ παρ’ ἀναπεμψάντων, ὅπερ ἐστὶν οὐ παρ’ ἐληλεγμένων κυρίως ἔτι, ἀλλὰ παρ’ ἐπιμίκτων, ὅπερ ἐστὶ παρ’ ἀνεξελέγκτων, τέως αἱρετικῶν ἡ χειροτονία ἐγένετο.
Τοσοῦτον γὰρ κέκριται ἔκθεσμον τοῖς θεοφόροις ἡμῶν πατράσι τὸ παρ’ αἱρετικοῦ δέξασθαι ἐληλεγμένου χειροτονίαν, ὥστε πάντων φηφισαμένων τὸν παρὰ Θεοδωρήτῳ Ἀντίοχον τοῦ θείου αὐτοῦ Εὐσεβίου γενέσθαι διάδοχον καὶ παρὰ τὴν ἱερὰν τράπεζαν ἀγαγόντων τε καὶ κλῖναι βιασαμένων τὰ γόνατα ἀποσείσασθαι τὴν Ἰοβίνου χείρα (ὀλίγον γάρ τινα χρόνον ἦν εἰδὼς αὐτὸν τῆς τῶν ἀρειανιζόντων ἀνασχόμενον κοινωνίας) καὶ τῶν χειροτονούντων ἀποκριθῆναι προστάξαι.
Εἰ δὲ καὶ Θωμᾶς καὶ Ἰωάννης καὶ Κωνσταντῖνος ἐδέχθησαν ὑπὸ Σέργιου καὶ Πύρρου καὶ Παύλου καὶ Πέτρου τῶν καθηγητῶν τῆς αἱρέσεως τῶν μονοθελητῶν χειροτονηθέντες, ἀλλ’ ἐδέχθησαν πρὶν ὑπὸ τῆς ἕκτης ἀναθεματισθῆναι συνόδου τοὺς καθηγητὰς τούτους. Ὡσαύτως καί τινες εὕρηνται ἐν τῇ Ζ΄ δεχθέντες, ἕτεροι ἢ καὶ ἄλλοθι τῷ τοιούτῳ πάντως γε διευθύνονται γνώμονα πολλοῦ γε καὶ δεῖ τῷ σῷ μίτῳ.
Τίς γὰρ ἔπειτα συμφωνία ἀποστόλων τε καὶ πατέρων κανόσι καὶ τῷ σῷ μίτῳ; Οἱ μὲν γὰρ χειροτονίαν οὐ δέχονται καὶ βάπτισμα καὶ θυσίαν καὶ τὰ λοιπὰ παρ΄ ἐληλεγμένων αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ τοὺς προσφυγόντας ἐξ αὐτῶν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τοὺς μὲν κατὰ τὸν τῆς ἀκριβείας λόγον ἀναβαπτίζεσθαι καὶ ἀναχειροτονεῖσθαι διακελεύονται, ὡς ἐν τῷ ιθ΄ αὐτῶν κανόνι οἱ ἐν τῇ Νίκαιᾳ πρώτῃ συνόδῳ πατέρες ὁρίζονται, τοὺς δὲ κατὰ τὸν τῆς οἰκονομίας λόγον ἐξ αἱρέσεως, ἐάν τις αἰτία πονηρὰ οὐκ ἔστιν, ἐν αὐτοῖς δέχονται, δόντας λιβέλλους κατὰ τοὺς ἐν τῇ α΄ πράξει τῆς ἐν Νικαίᾳ τὸ β΄ ἀνατολικούς τε καὶ ἰλλυρικοὺς ἐπισκόπους. Οὐ μέν(τοι) γ΄ ὡς παρ’ ἐληλεγμένων χειροτονηθέντας αἱρετικῶν, οὐδ' ὡς γεννηθέντας αἱρετικοὺς καὶ προκόψαντας, ἀλλ’ ὡς ὀρθοδόξους παρ’ ὀρθοδόξων ἢ παρ’ ἀνεξέλεγκτων αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, εἶτα τῇ τῶν αἱρέσεων πλάνῃ καθυπαχθέντας. Ὁ δὲ σὸς μίτος τἀναντία σχεδὸν σταθμίζει, βάσιν ἔχων, ὥς φασιν, τὸ κατ’ ἀνάγκην ἀβέβαιον τοὐπίπαν σπάνιον. Τίς οὖν αὐτῷ τούτοις συμφωνία τοῖς περὶ τὴν δευτέραν οἰκουμενικὴν σύνοδον ὁριζομένοις ἐν τῷ α΄ αὐτῶν κανόνι, αἵρεσιν πάσαν ἀναθεματισθῆναι; Πῶς ἡ ὑπ’ ἀνάθεμα οὖσα αἵρεσις εὐλογήσει τι, ἧς ἡ "εὐλογία ἀλογία", κατὰ τὴν ἐν Λαοδικείᾳ, ἢ ἐνεργήσει τι τῶν τῇ ἱερωσύνῃ ἀνηκόντων καὶ ὡς τέλειόν τις τοῦτο πότε ὑποδέξεται; Εἰ ὁ ὑπ’ ἐγκλήμασιν ὀρθόδοξος καθαιρεθεὶς οὐδέν ποτε ἐνεργεῖ, πολλῷ μᾶλλον ὁ αἱρέσει καθυπαχθεὶς καὶ καθαιρεθείς. Ἐλθὲ εἰς σεαυτόν, ἄνθρωπε, συμφωνῶν τοὺς πατέρας τῷ ἀνεξελέγκτῳ καὶ μὴ διὰ τοῦ ἐληλεγμένου διαμαχομένους συνάγων αὐτοὺς καὶ ἀντιφάσκοντας.
Οὓς δὲ περὶ τῆς ἀνεξέλεγκτων καθαιρέσεως παρεισάγειν κανόνας, οὐθ’ ὁ θ΄ τῆς Α΄ οὐθ’ ὁ θ΄ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ οὔτε μὴν ὁ ο΄ τοῦ μεγάλου πατρὸς Βασιλείου περὶ ἀνεξελέγκτων τοῦτο διέξεισιν· ἡ γὰρ καθαίρεσις οὐ παρ’ ἑνὸς ποτὲ ἐν μυστολεξίᾳ πνευματικοῦ ἐγεγόνει, οὐδ’ ἡ σὴ ἐν τῷ θ΄ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ ὑποσημείωσις τοῦθ’ ἡμῖν φανεροῖ· διττῶς γάρ σου τὴν καθαίρεσιν λέγοντος γίνεσθαι, ἢ παρ’ ἄλλων, ὅταν ὁ ἁμαρτήσας ἐλεγχθῇ, ἢ οἴκοθεν, ὅταν αὐτὸς τὴν ἁμαρτίαν ὁμολογήσῃ. Δέχομαι μὲν τὸ πρῶτον, εἴγε ἐπ’ ἐκκλησιαστικῆς γένηται ὁ ἔλεγχος δίκης. Ὡσαύτως δ’ ἀποδέχομαι καὶ τὸ β΄, ὅταν ἐπὶ τῆς αὐτῆς τὴν ἁμαρτίαν ὁμολογήσῃ, ὡς τῆς συνόδου οὔσης τῆς καθαιρέσεως καὶ οὐχ, ὡς ἔφημεν, τοῦ πνευματικοῦ μόνου».
Θὰ πρέπει κατ’ ἀρχὴ νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι στὸ παραπάνω ἐκτενὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ἐπιστολή, ὁ Βουλησμᾶς σχολιάζει θέματα τὰ ὁποῖα στὶς γνωστὲς πηγὲς δὲν τέθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο. Ὁ Ἁγιορείτης στὴν πρὸ διμήνου ἐπιστολή του πρὸς τὸν κριτὴ ἐπανέλαβε τὴ θέση του ὅτι ὁ Ἀνατόλιος Κωνσταντινουπόλεως χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν «ἐληλεγμένον» Διόσκορο Ἀλεξανδρείας καὶ πρόσθεσε μόνο δύο νέα παραδείγματα πρὸς ἐνίσχυση τῆς ἐπιχειρηματολογίας του: τὴ χειροτονία τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας πού, κατ’ αὐτόν, ἔγινε ἀπὸ καταδικασθέντες Ἀρειανούς, καὶ τὶς χειροτονίες τῶν εἰκονομάχων. Δὲν ἀναφέρθηκε οὔτε στὶς χειροτονίες τοῦ Θωμᾶ, Ἰωάvvη καὶ Κωνσταντίνου, οἱ ὁποῖες ἔγιναν ὑπὸ Σεργίου, Πύρρου, Παύλου καὶ Πέτρου τῶν καθηγητῶν τῆς αἱρέσεως τῶν μονοθελητῶν», οὔτε στὶς ἐκτενέστατες συζητήσεις περὶ τοῦ θέματος τῶν χειροτονιῶν τῶν αἱρετικῶν κατὰ τὴν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου, οὔτε στὸν διπλὸ τρόπο καθαίρεσης τῶν ὑποδίκων κληρικῶν. Αὐτή, ὅπως καταμαρτυρεῖ στὸν ἅγιο Νικόδημο ὁ Βουλησμᾶς, γίνεται «ἢ παρ’ ἄλλων, ὅταν ὁ ἁμαρτήσας ἐλεγχθῇ, ἢ οἴκοθεν, ὅταν αὐτὸς τὴν ἁμαρτίαν ὁμολογήσῃ». Τὰ νέα θέματα ἔρχονται στὸ προσκήνιο τοῦ διαλόγου ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Βουλησμᾶ κατὰ τὴ γνώμη μας ὄχι ἀδικαιολόγητα, καθόσον ὑπάρχει μία βασικὴ παράμετρος τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη, ἔστω καὶ ὑποθετικῶς: δὲν γνωρίζουμε ποιό ἦταν τὸ περιεχόμενο τοῦ σχολίου στὸν 68ο ἀποστολικὸ κανόνα ποὺ περιεῖχε τὸ ὑποβληθὲν στὸ πατριαρχεῖο ἀντίγραφο τοῦ Πηδαλίου. Ἔτσι εὔλογα τίθεται τὸ ἐρώτημα: τὸ σχόλιο σὲ ἐκεῖνο τὸ Πηδάλιον, ἡ «ἑρμηνεία» ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Βουλησμᾶς στὴν ἔκθεσή του, συμπίπτει μὲ τὴ «συμφωνία» στὸν ἴδιο κανόνα τοῦ ἐντύπου Πηδαλίου; Γιατί ὁ Βουλησμᾶς νὰ ὁμιλεῖ γιὰ «ἑρμηνεία» καὶ ὄχι γιὰ «συμφωνία»; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θέτουν ἕνα προβληματισμό, ὁ ὁποῖος διευρύνεται, ἂν ληφθοῦν ὑπόψη καὶ τὰ δεδόμενα ποὺ προκύπτουν μέσα ἀπὸ τὴ βαθύτερη καὶ προσεκτικὴ ἀνάγνωση τῆς συγκεκριμένης «συμφωνίας» στὸ ἔντυπο Πηδάλιον.
Ἔχουμε τὴ γνώμη ὅτι οἱ θέσεις ποὺ διατυπώνονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο σὲ αὐτὴ τὴ «συμφωνία» δὲν δικαιολογοῦν τὴ σκληρὴ γλώσσα ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Βουλησμᾶς στὴν παραπάνω ἐπιστολή, π.χ. «τίς γὰρ …συμφωνία ἀποστόλων τε καὶ πατέρων κανόσι τῷ σῷ μίτῳ;», «ἐλθὲ εἰς σευατόν, ἄνθρωπε, συμφωνῶν τοὺς πατέρας τῷ ἀνεξελέγκτῳ καὶ μὴ διὰ τοῦ ἐληλεγμένου διαμαχομένους συνάγων αὐτοὺς καὶ ἀντιφάσκοντας». Ὁ ἅγιος Νικόδημος στὴ συγκεκριμένη «συμφωνία» δὲν ἀναφέρει κατ’ ἀρχὴ τοὺς ὅρους «ἀνεξέλεγκτοι» καὶ «ἐληλεγμένοι» αἱρετικοί, ἀποφεύγει νὰ χαρακτηρίσει τοὺς Δονατιστὲς αἱρετικούς, ὅπως ἔπραξε στὴν ἀναφερθεῖσα ἐπιστολὴ στὸν Βουλησμᾶ, συμφωνεῖ μὲ τὸν κριτὴ ὅτι οἱ Ναυατιανοὶ ἦταν σχισματικοί («ἀλλὰ οἱ... Ναυατιανοὶ δὲν ἦσαν αἱρετικοί, ἀλλὰ σχισματικοί, κατὰ τὸν α΄ Βασιλείου») καὶ παραπέμπει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου πρὸς Ρουφιανόν, τὴν ὁποία ἐπικαλέσθηκαν οἱ μοναχοὶ στὴν Ζ΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο γιὰ νὰ τεκμηριώσουν τὴ θέση τους ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνουν δεκτὲς οἱ χειροτονίες τῶν εἰκονομάχων. Ἐπιπροσθέτως στὴ «συμφωνία» τοῦ ἐντύπου Πηδαλίου δὲν γίνεται ἀναφορὰ στὸν κανόνα 61 τῆς Καρθαγένης, τὸν ὁποῖο ὁ Βουλησμᾶς στὴν ἔκθεσή του ἀπαριθμοῦσε στὶς «χρήσεις» τοῦ Νικοδήμου, δηλ. στὰ ἐπιχειρήματα τὰ ὁποῖα ὑπῆρχαν στὴν «ἑρμηνεία» τοῦ 68ου ἀποστολικοῦ κανόνα, γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς θέσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατ’ οἰκονομία ἀποδέχθηκε τὶς  χειροτονίες τῶν Δονατιστῶv. Ὁ Νικόδημος, στὴ συγκεκριμένη «συμφωνία», εἶναι ἐμφανὲς ὅτι ἔχει μετριοπαθῆ διατύπωση τῶν θέσεών του, σὲ σχέση μὲ τὰ λεγόμενα στὴν ἔκθεση καὶ στὶς δύο ἐπιστολές. Σὲ αὐτὴν δικαιολογεῖ τὶς πράξεις τῆς  συνόδου τῆς Καρθαγένης νὰ δεχθεῖ τὶς χειροτονίες τῶν Δονατιστῶν, ὅτι αὐτὴ ὀφείλεται στὴ «μεγάλην ἀνάγκην καὶ ἔνδειαν ὅπου εἶχε ἡ Ἀφρικὴ ἀπὸ κληρικούς», ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ζ΄ οἰκουμενικὴ σύνοδος δέχθηκε τὶς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, «οὐχὶ ὅμως τῶν πρωτάρχων τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν ἐμπαθῶς ἐγκειμένων καὶ μὴ γνησίως καὶ ἀληθῶς μετανοούντων» καὶ κυρίως ὑπογραμμίζει ὅτι ὅλες οἱ πράξεις οἰκονομίας ἦταν ἐξαιρέσεις ὑστερούμενες ἀκριβείας. «Ἀλλὰ σπάνια τὰ τοιαῦτα καὶ κατὰ περίστασιν, κανονικῆς ἀκρίβειας λειπόμενα, οὐ νόμος δὲ Ἐκκλησίας τὸ κατὰ περίστασιν γινόμενον καὶ τὸ σπάνιον, κατά τε τὸν ιζ΄ τῆς Α΄ καὶ Β΄ καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον (βλ. Λόγον εἰς τὰ Φῶτα, PG 36, 352C), καὶ τὴν β΄ πράξιν τῆς ἐν τὴ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου, καὶ τὸ νομικὸν ἐκεῖνο τὸ λέγον· Τὸ παρὰ κανόνας οὐχ ἕλκεται πρὸς ὑπόδειγμα».
Ὅλα ὅσα εἴπαμε γεννοῦν τὴν ὑποψία ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐνδεχόμενα διόρθωσε ἢ βελτίωσε τὴν ἀρχικὴ διατύπωση τοῦ σχολίου στὸν 68ο ἀποστολικὸ κανόνα πρὸς τὴν πλευρὰ τῶν θέσεων τοῦ Βουλησμᾶ. Ἐξάλλου γνώριζε ὅτι ἦταν ἀναγκασμένος νὰ ἐνεργήσει ἔτσι, καθόσον ἡ ἐκπεφρασμένη ἐντολὴ τοῦ πατριάρχη Νεοφύτου ἦταν σαφής: «Ἀδύνατον ἔκδοσιν ἀποστεῖλαι, ἐὰν μὴ κατὰ τὴν ἀνάκρισιν ἡ βίβλος διαιτηθεῖσα προσκομισθῇ».
Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο παρουσιάσαμε ἀναλυτικὰ τὴ μεγάλη ἐξάρτηση τῆς ὕλης τοῦ Κανονικοῦ ἀπὸ τὸ Πηδάλιον. Ἀποδείχθηκε ὅτι ὁ Χριστοφόρος ἀντέγραψε πολλὰ σχόλια τοῦ Νικοδήμου, τὰ ὁποῖα παρέθεσε στὸ κανονικόν, ἄλλα μὲν αὐτολεξεὶ καὶ ἄλλα περιφραστικῶς. Αὐτὴ ἡ μέθοδος ἐργασίας τοῦ Χριστοφόρου καθίσταται χρήσιμη, κατὰ τὴν γνώμη μας, καὶ ὡς πρὸς τὴν διαπίστωση τῶν θέσεων ποὺ πρωτοδιατύπωσε ὁ ἅγιος Νικόδημος. Στὸ χφ Παντελεήμονος 144 διασώζεται τὸ σχόλιο στὸν 68ο ἀποστολικὸ κανόνα τοῦ Χριστοφόρου, ποὺ διέγραψε ὁ Βουλησμᾶς (δημοσιεύεται στὸ Παράρτημα Α΄, ἀριθμ. 7). Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή του διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Χριστοφόρος ὄχι μόνο εἶχε τὶς ἴδιες θέσεις μὲ τὸν Νικόδημο, ἀλλὰ χρησιμοποίησε καὶ τὰ ἴδια ἐπιχειρήματα. Ἔτσι αὐθόρμητα τίθεται τὸ ἐρώτημα: εἶναι ἄραγε καὶ αὐτὸ τὸ σχόλο ἀντιγραμμένο ἀπὸ τὸ Πηδάλιον ποὺ εἶχε στὰ χέρια του καὶ χρησιμοποίησε ὡς πηγὴ τοῦ ἔργου τοῦ ὁ Χριστοφόρος; Ἡ σωστή, κατὰ τὴν γνώμη μας, ἀπάντηση εἶναι ὅτι πράγματι καὶ αὐτὸ τὸ σχόλιο (ἢ ἔστω μέρος αὐτοῦ), ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα, εἶναι εἰλημμένο ἀπὸ τὸ Πηδάλιον.
Ποιές εἶναι οἱ θέσεις τὶς ὁποῖες διατύπωσε ὁ Χριστοφόρος στὸ «λογοκριθὲν» σχόλιό του; Ὁ ἁγιορείτης κανονολόγος καὶ ἐξέχον μέλος τῆς οἰκογενείας τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων ὑποστήριξε ὅτι «πολλαὶ χειροτονίαι γενόμεναι ὑπὸ αἱρετικῶν καὶ αὐτῶν ἐξεληλεγμένων, καθὼς καὶ βαπτίσματα…, προσεδέχθησαν οἰκονομικῶς τῇ Ἐκκλησίᾳ». Ποιές χειροτονίες αἱρετικῶν ἐπικαλεῖται ὁ Χριστοφόρος ὅτι ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὴν γνώμην του;
1. Τῶν Δονατιστῶν, τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει αἱρετικοὺς καὶ ὄχι σχισματικούς: «αἱρετικῶν ὁμολογουμένων ὑπὸ τῆς ἐν Καρθαγένῃ ἐν τῷ ξστ΄ αὐτῆς κανόνι, “ὡς τὰ ἁγιάσματα”, φησί, “μὴ δεχομένων τῆς Ἁγίας Τριάδος" (ἅττα ἐστὶ τὸ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, κατὰ τὸν Ζωναρᾶν ἐξηγούμενον ταῦτα), καὶ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου (ἐν βιβλ. β΄, τόμ. Α΄, σελ. 505, αἱρέσει νθ΄) "εἰς τὴν πίστιν", φησί, "κατὰ τῶν Ἄρειον φρονούντων", ὅμως μέντοι τὰς χειροτονίας αὐτῶν ἡ αὐτὴ ἐν Καρθαγένῃ σύνοδος κανὼν ἑαυτῆς οζ΄ (σημ.: κατὰ τὴν ἀρίθμηση τοῦ Κανονικοῦ) οὐκ ἀπεδοκίμασεν». Ἡ θέση αὐτὴ διατυπώθηκε καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο.
2.  Τοῦ Μελετίου Ἀντιόχειας, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε, κατὰ τὸν Χριστοφόρο, «ὑπὸ τῶν πολλάκις συνοδικῶς ἐληλεγμένων Ἀρειανῶν» καὶ παρὰ ταῦτα ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε τὴ χειροτονία του. Γιὰ τὴ στήριξη τῆς θέσης του ἐπικαλεῖται τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου: «Πέτρος γὰρ ὁ τοποτηρητὴς Ἀδριανοῦ πάπα Ρώμης ἐπὶ τῆς Ζ΄ συνόδου (Πρακτικοῖς συνόδων, τόμ. Β΄, πράξ. α΄, σελ. 737) γεγονότως ἐβόησεν· Ὁ ἅγιος Μελέτιος ὑπὸ τῶν Ἀρειανῶν ἐχειροτονήθη..., ἡ δὲ χειροτονία οὐκ ἀπεδοκιμάσθη". Καὶ οὐ μόνον ἐναντιουμένους οὐχ εὗρεν ἐν τῇ συνόδῳ τοῦτο εἰπών, ἀλλὰ μάλιστα καὶ συντιθεμένους, ἐφ’ ᾧ οὐκ ἔνι ὑποπτεῦσαί τινα ὅτι ἀντὶ ψήφου ἡ χειροτονία ἐκείνου παρείληπται ὑπὸ τοῦ τοποτηρητοῦ· οὔτε γὰρ λόγος οὐδεὶς περὶ ψήφου ἐν ὅλῃ ἐκείνῃ τῇ πράξει τῆς συνόδου ἐγένετο. Βλέπε ἔτι ἐν τῇ αὐτῇ πράξει, σελ. 740, τί ἀποφαίνεται ὁ μέγας Ταράσιος καὶ ἀναγνως (sic) ὅλην αὐτὴν ταύτην τὴν ὁμιλίαν)· "ἀλλὰ μὴν καὶ οἱ πλείους τῶν ἐν τῇ Στ΄ ἁγίᾳ συνόδῳ συνεδριασάντων ὑπὸ Σέργιου, Πύρρου, Παύλου καὶ Πέτρου κεχειροτόνηντο τῶν καθηγητῶν τῆς αἱρέσεως τῶν μονοθελητῶν" καὶ τὰ ἑξῆς». Ὁ Χριστοφόρος ἀναφέρεται στὸ παράδειγμα τῆς ἀποδοχῆς τῆς χειροτονίας τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας, ὅπως προηγουμένως ἔπραξε καὶ ὁ Νικόδημος, καὶ ἐπιπροσθέτως, στὴ συνάφεια τοῦ λόγου του, ἐπικαλεῖται τὴ θέση τοῦ Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὁποία διετύπωσε κατὰ τὴν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε τὶς χειροτονίες ποὺ ἐτέλεσαν ὁ Σέργιος Κωνσταντινουπόλεως καὶ οἱ λοιποὶ μονοθελῆτες. Ὅπως εἴδαμε αὐτὴ ἦταν γνώμη καὶ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, τὴν ὁποία ὁ Βουλησμᾶς προσπάθησε νὰ ἀναιρέσει. Πιθανῶς ὁ Χριστοφόρος καὶ στὸ συγκεκριμένο ἐπιχείρημα ἀντιγράφει τὴν πηγή του.
3. Τοῦ Ἀνατολίου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν μονοφυσίτη Διόσκορο Ἀλεξανδρείας. Ὁ Διόσκορος, κατὰ τὸν Χριστοφόρο, δὲν ἦταν ἁπλῶς αἱρετικὸς ἀλλὰ ἦταν διδάσκαλος τῆς αἱρέσεως. Παρὰ ταῦτα ἡ Ἐκκλησία, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, στὰ ὁποῖα ὁ συγγραφέας τοῦ Κανονικοῦ παραπέμπει, ἀναγνώρισε τὴ χειροτονία ἡ ὁποία τελέσθηκε ἀπὸ αὐτόν. «Σκόπει δὲ καὶ τὸν αὐτοῦ προδηλωθέντα μέγαν Ταράσιον τί φησὶ καὶ περὶ τοῦ αὐτοῦ Ἀνατολίου ἐπὶ τῆς συνόδου (Πρακτικοῖς, τόμ. Β΄, πράξ. α΄, σελ. 738, 739)· “Τί λέγετε περὶ Ἀνατολίου; οὐχὶ ἔξαρχος τῆς Δ΄ συνόδου ἐγεγόνει καὶ ἰδοὺ ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο παρόντος καὶ Εὐτυχοῦς. Καὶ ἡμεῖς γοῦν δεχόμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας ὡς καὶ Ἀνατόλιος ἐδέχθη”. ... Δείκνυται ἡ πρότασις ἡμῶν καὶ ἐκ τοῦ ἐφεξῆς· ἐπειδὴ ἡ οἰκουμενικὴ Β΄ σύνοδος προσίεται τὰ βαπτίσματα τῶν Ἀρειανῶν ἐν τῷ ζ΄ αὐτῆς κανόνι, πάντως καὶ τὰς χειροτονίας αὐτῶν προσεδέξατο».
Ὁ Χριστοφόρος, στηριζόμενος στὴ θεωρία τοῦ περὶ «οἴκοθεν» ποινῶν (τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ τεκμηριώσει στὸν κανόνα 15 τῆς Πρωτοδευτέρας), θεωρεῖ τὸν Διόσκορο καθαιρεμένο, καθόσον αὐτὸς ἦταν ἔνοχος ὄχι μόνο γιὰ τὶς κακοδοξίες του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν φόνο τοῦ Φλαβιανοῦ Κωνσταντινουπόλεως. «Ἄθρει γὰρ ὅτι, ἐπεὶ ἤλεγξε πρὸς συνόδου ὁ Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸς τὸν Διόσκορον ὡς αἱρετικὸν ἐφονεύθη παρ’ αὐτοῦ (Ζωναρᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Γ΄, σελ. 36, τύπ. παλαιῷ) καὶ μετὰ τοῦτο κεχειροτόνηκε τὸν Ἀνατόλιον». Ὅμως στὴν Ἀπολογίαν εἰς τὰ κυρίου Δωροθέου, ὁ Χριστοφόρος σιωπηρῶς διορθώνει τὴν πληροφορία τὴν ὁποία κατέθεσε στὸ σχόλιό του. «Ἐγὼ τέως Σέργιόν τε καὶ Πύρρον καὶ τοὺς λοιποὺς μονοθελήτας ἑκὼν παρίημι, τὸν δὲ τῆς αὐτῆς συμμορίας κοινωνὸν Διόσκορον Ἀλεξανδρείας μόνον παράγω· ὃς ἐφ’ oἷς ὑπὸ τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἐξήλεγκται ἐπὶ συνόδου διὰ τὸ συνηγορεῖν ἐκθύμως τῷ μονοθελήτῃ Εὐτυχεῖ, προεκκεκομμένῳ τοῦ τῆς Ἐκκλησίας σώματος, ἀνηλεῶς ἐκεῖνον διεχειρίσατο· "οἶα γάρ τις ἄγριος ὄνος" (φησὶν ὁ Ζωναρᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Γ΄, εἰς τὸν Βίον Μικροῦ Θεοδοσίου τοῦ βασιλέως) "ἀναθορῶν λὰξ τῷ στέρνῳ ἐνέθορε τοῦ ἁγίου καὶ πὺξ αὐτὸν κατὰ κόρρης τύπτων οὐκ ἀνῆκεν, ἕως οὗ τοῦ συνεδρίου ἐξώθησε", τοῦ δὲ τοιούτου ἐλέγχου, δι’ ὧν ἤκουσε παρὰ τοῦ Φλαβιανοῦ ἐπὶ συνόδου αὐτὸς ὁ ἀλητήριος, δι’ ὧν τε ἐλάλησε καὶ ἐτέλεσε, τίς ἂν γένοιτο μείζων ἢ εὐτονώτερος; Ὅπου γε καὶ ἡ AΒ΄ σύνοδος, κανόνι αὐτῆς ιε΄, τῶν δημοσία κηρυττόντων αἵρεσιν καὶ πρὸ συνοδικῆς φησι κατακρίσεως ἀποτειχιστέον».
Στὴν ἴδια ἀπολογία ὁ Χριστοφόρος, υἱοθετώντας τὴ θέση τοῦ  Νικοδήμου περὶ χειροτονίας τοῦ Ἀνατολίου Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ Διόσκορο, λέει ἀναλυτικώτερα τὰ ἑξῆς: «Καὶ οὖν ὁ οὕτως ἐληλεγμένος (Διόσκορος) μετὰ τοῦτο ἐχειροτόνησεν ἐπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως τὸν ἀποκρισιάριον Ἀνατόλιον, καὶ ὤφθη ἡ χειροτονία αὕτη ἀποδεκτὴ τῇ Ἐκκλησίᾳ. Βλέπε καὶ τὸν ἐν ἁγίοις Λέοντα πάπαν Ρώμης, πρὸ τοῦ χειροτονηθῆναι τὸν Ἀνατόλιον, οἷα γράφει μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν συνόδου πρὸς ἅπαντας τοὺς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀξιωματικούς, κληρικούς τε καὶ λαϊκούς (Πρακτικὰ συνόδων, τόμ. Β΄, σελ. 16), "εἴ τις ζῶντος τοῦ Φλαβιανοῦ ἐπισκόπου ὑμῶν τὴν ἀρχιερωσύνην αὐτοῦ τολμήσειεν ὑπεισελθεῖν, οὐδέποτε εἰς κοινωνίαν ἡμετέραν γενήσεται, οὐδὲ μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων δυνήσεται ἀριθμηθῆναι· ἡμεῖς γὰρ καθάπερ Νεστόριον ἐν τῇ αὐτοῦ διαστροφῇ ἀνεθεματίσαμεν, οὕτω καὶ ἐκείνους, οἵτινες τὴν ἀλήθειαν τῆς σαρκὸς ἡμῶν ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ ἀρνοῦνται ὁμοίᾳ ἀφοσιώσει καταδικάζομεν”. Ὧν τί ἂν γένοιτο σαφέστερον ὅτι ὁ Διόσκορος, καίτοι συνοδικῶς αἱρετικὸς ἐληλεγμένος καὶ ἀπεσχισμένος διὰ τὸ ἀρνῆσθαι τὴν ἀλήθειαν τῆς σαρκὸς ἡμῶν ἐν τῷ Χριστῷ (σημ.: κατὰ τὴ θεωρία τοῦ Χριστοφόρου περὶ «οἴκοθεν» ποινῶν), ἐχειροτόνησεν ἔπειτα Ἀνατόλιον Κωνσταντινουπόλεως; Καὶ μετὰ ταῦτα δὲ πάλιν ὁ αὐτὸς ἅγιος Λέων ἐπιστέλλων τῷ Ἀνατολίῳ, χειροτονηθέντι ἤδη Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ Διοσκόρου (αὐτόθι, σελ. 28), οὕτω μετὰ πολλὰ φθέγγεται· “τοῦ γὰρ προηγησαμένου τοῦ τῆς μακαρίας μνήμης Φλαβιανοῦ, διὰ τὴν ἐκδίκησιν τῆς καθολικῆς πίστεως ἐκβληθέντος, οὐκ ἀδίκως ἐπιστεύετο ὅτι περ οἱ χειροτονήσαντές σὲ παρὰ τοὺς κανόνας τοὺς ἁγίους, ὡς ἑαυτῶν ὅμοιον, ἐφαίνοντό σε χειροτονήσαντες”. Ὅρα καὶ εἰς τὴν Ζ' σύνοδον τίνα ἀναγινώσκονται περὶ τοῦ αὐτοῦ Διοσκόρου, ἐν τῇ α΄ αὐτῆς πράξει, ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Θεοδώρου, ἐν βίβλῳ ε΄ (εἰς τὰ Πρακτικὰ καὶ τοῦτο, τόμ. Β΄, σελ. 738)· "Διόσκορος παρὰ τὸ τοῖς κανόσι δοκοῦν ἑαυτῷ τὴν χειροτονίαν ἐπιτρέψας τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἐπισκοπῆς προχειρίζεται εἰς τὴν αὐτῆς προεδρίαν Ἀνατόλιόν τινα τὸν τῆς Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας τὰς Ἀποκρίσεις ἐν Κωνσταντινουπόλει ποιούμενον ἔχων παρευθὺς καὶ Εὐτυχεῖ συλλειτουργοῦντα”…».
Ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς Ἀπολογίας γιὰ τὴ στήριξη ὅσων εἶχε γράψει ὁ Χριστοφόρος στὸ σχόλιο στὸν 68ο ἀποστολικὸ κανόνα, ἔχουν ἐνδιαφέρον δύο σημεῖα γιὰ τὴν  ἐνδελεχῆ ἀποτύπωση τῶν θέσεών του.
1. Ὁ συγγραφέας τοῦ Κανονικοῦ συσχετίζει τὸ θέμα τῶν χειροτονιῶν μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη, ἔτσι ὅπως αὐτὴ καθορίστηκε ἀπὸ τὴν Β΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο (κανόνας 7) καὶ τὴν Πενθέκτη (κανόνας 95), σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὸν τρόπο ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφόσον τὸ βάπτισμα, ποὺ εἶναι «τὸ πρώτιστον καὶ ἡ ρίζα πάντων τῶν μυστηρίων..., ἡ Ἐκκλησία (τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν) οἰκονομικῶς ἐδέξατο, ἔπρεπε συνεπῶς ἐνεργοῦσα, νὰ ἀποδεχθεῖ καὶ τὰ ὑπόλοιπα μυστήρια «…ἰδού, πολλὰς τῶν καὶ ἐληλεγμένων αἱρετικῶν χειροτονίας αἱ σύνοδοι οἰκονομικῶς ἐδέξαντο, καθὼς καὶ τὰ βαπτίσματα τῶν Ἀρειανῶν, ἥ τε οἰκουμενικὴ Β΄ σύνοδος (κανόνι ζ΄) καὶ ἡ μετ’ ἐκείνην ἐν Τρούλλῶ (κανόνι ϟε΄), ἥτις καὶ ὧδε προθεσπίζει· "τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, τοὺς μὲν Ἀρειανούς, Μακεδονιακοὺς" καὶ τοὺς ἑξῆς "δεχόμεθα χρίοντες, τοὺς δὲ Παυλιανιστὰς καὶ τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, ἤγουν Εὐνομιανοὺς καὶ τοὺς ἀκόλουθους τούτοις, τὴν μὲν α΄ ἡμέραν ποιοῦμεν αὐτοὺς χριστιανούς, τὴν δὲ β΄ κατηχουμένους, εἶτα βαπτίζομεν". Εἰ οὖν τὸ πρώτιστον καὶ ρίζαν ὂν πάντων τῶν μυστηρίων, τῶν οὕτω μὴ ὅτι γε ἐληλεγμένων, ἀλλὰ καὶ πάντῃ ἀπεσχισμένων, καὶ ὧν τοσοῦτοι μεγαλώνυμοι πατέρες Ἀθανάσιοι λέγω, Γρηγόριοι, Βασίλειοι καὶ λοιποὶ ἀχαρίτωτα καὶ Πνεύματος ἄμοιρα καὶ πάντα ἀπαράδεχτα τὰ μυστήρια καθομολογοῦσιν, ἡ Ἐκκλησία οἰκονομικῶς ἐδέξατο, πολλῷ πλέον τὰ μετ’ αὐτὸν μυστήρια προσήσεται. Τοῦτο γὰρ ἐμοὶ δοκεῖ (τυχὸν δὲ καὶ τῇ θέμιδι), ὅτι κἂν τὰ βαπτίσματα δεκτὰ τούτων, καὶ τὰ λοιπὰ τῶν μυστηρίων, κἂν δὲ ἐκεῖνα ἄδεκτα, πάντως καὶ ταῦτα».
2) Ἡ βασικὴ πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Χριστοφόρος ἀντλεῖ ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν τεκμηρίωση καὶ τὴ συγκρότηση τῶν θέσεών του ἦταν τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου, καὶ κυρίως ὅσα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς α' πράξεως αὐτῆς, ὑποστήριξε ὁ Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ συγκεκριμένος πατριάρχης, ὅπως λέει ὁ Χριστοφόρος, ἀποδέχθηκε τὶς χειροτονίες ὄχι μόνο αὐτὲς ποὺ ἔγιναν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τῶν προσώπων τὰ ὁποῖα ἦταν ἀρχικὰ ὀρθόδοξοι καὶ ἀκολούθως ὑπέπεσαν στὴν αἵρεση, ἀλλὰ καὶ τὶς χειροτονίες ποὺ ἔγιναν ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀπὸ «ἐληλεγμένους» αἱρετικούς. «Τὸ πατρικὸν καὶ συνοδικόν», κατὰ τὸν Χριστοφόρο, «χωρίον»: «τῶν αἱρετικῶν αἱ χειροτονίαι πολλάχις ἐδέχθησαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας» εὑρίσκεται «πολλαχῶς κείμενον ἀναγραπτόν (ἐξόχως ἐν τῇ α΄ πράξει τῆς Ζ΄ συνόδου), ὅπου ἐν οὐδενὶ χωρίῳ τέθειται καὶ ἡ ἐφεξῆς προσθήκη, δηλαδὴ τῶν ἐν συνόδῳ ἀνελέγκτων αἱρετικῶν, ἀλλὰ μόνον τῶν αἱρετικῶν». Τὸ ex silentio τεκμήριο ἐπιβεβαιώνει, κατὰ τὸν Χριστόφορο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε τὶς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν, εἴτε αὐτὲς ἔγιναν ἐντὸς  τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ἐκτός.
Ὁ Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως ἐπανειλημμένα κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συζητήσεων στὴν Ζ΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο, λέει ὁ Χριστοφόρος, μὲ ἀφορμὴ τὴ χειροτονία τοῦ Ἀνατολίου Κωνσταντινουπόλεως, ὑποστήριξε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὶς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν. «Ἰδοὺ τοίνυν ὁ Ἅγιος διὰ τὸ ὑπὸ αἱρετικοῦ ὁμολογουμένως χειροτονηθῆναι τὸν Ἀνατόλιον συμπεραίνει ἀποφαινόμενος, καὶ ἡμεῖς γοῦν δεχόμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ὡς καὶ Ἀνατόλιος ἐδέχθη».
Ὁ Ταράσιος ὅμως διέστειλε μόνο, τὶς χειροτονίες τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα μὲ εἰλικρίνεια προσέρχονται στὴν Ἐκκλησία, καὶ τὶς χειροτονίες ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀνάγκης ἢ «ἐμπαθῶς» ἢ μὲ ἰδιοτέλεια ἐπιδιώκουν τὴν ἐπάνοδό τους. Ἐπίσης ἀπέρριπτε τὶς χειροτονίες «τῶν γεννητόρων» καὶ «τῶν πρωτάρχων τῶν αἱρέσεων» ὅσων ἐνέχονται γιὰ κανονικὰ παραπτώματα, τὰ ὁποῖα ἐπιφέρουν καθαίρεση («ἐὰν ἕτερα κανονικὴ αἰτία ἡ καθαιροῦσα τὸν προσερχόμενον οὐκ ἔστι») καὶ ὅσων «ἐπίτηδες πρὸς αἱρετικῶν προχωρήσουν καὶ λάβουν χειροτονίαν». Τὴ στάση αὐτὴ τοῦ Ταρασίου προβάλλουν στὰ σχόλιά τους καὶ οἱ δύο ἁγιορεῖτες.
Διαβάζοντας τὸ σχόλιο τοῦ Χριστοφόρου στὸν 68ο ἀποστολικὸ κανόνα διαπιστώνουμε ὅτι λανθάνει μία προσπάθεια νὰ ἀντικρουσθοῦν διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς δικές τους θέσεις, τὶς ὁποῖες γνωρίζει, χωρὶς ὅμως νὰ τὶς καταγράφει. Ἔχουμε τὴ γνώμη ὅτι ὁ Χριστοφόρος, ὅταν συνέτασσε τὸ σχόλιο, εἶχε ὑπόψη τὶς θέσεις τοῦ Βουλησμᾶ, ἔτσι ὅπως αὐτὲς διατυπώθηκαν στὴν ἔκθεση περὶ τοῦ Πηδαλίου καὶ στὶς ἐπιστολές του πρὸς τὸν Νικόδημο, καὶ γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ κατοχυρώσει ἐκ προοιμίου, μὲ βάση τὴ συνοδικὴ πράξη, τὰ γραφόμενά του καὶ ἴσως νὰ πείσει τὸν ὑποψήφιο κριτὴ τοῦ βιβλίου του. Ὅμως τὸ ἔργο του δὲν ἦταν εὔκολο. Ὁ Βουλησμᾶς ἦταν πολὺ καλὰ καταρτισμένος στὰ κανονικὰ θέματα, ὄχι μόνο γιατί ὁ ἴδιος, ὅπως εἴπαμε στὸ Α΄ κεφάλαιο, ἀνέλαβε τὸ ἔργο (χωρὶς ὅμως νὰ τελεσφορήσει) τῆς ἐκδόσεως συλλογῶν τῶν ἱερῶν κανόνων, ἀλλὰ καὶ γιατί μελέτησε συστηματικὰ καὶ σὲ βάθος τὴ σχετικὴ κανονικὴ νομοθεσία. Ἡ πολυετὴς ἐνασχόλησή του μὲ κανονικὰ ζητήματα καὶ μὲ τὶς κανονικὲς συλλογὲς τοῦ χάρισε πολύτιμη ἐμπειρία, ἡ ὁποία ἀναγνωριζόταν καὶ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Νεόφυτο Ζ΄. Ἐξάλλου, ὅπως εἴπαμε, ἡ πατριαρχικὴ σύνοδος ὅρισε τὸν Βουλησμᾶ «ἀνακριτὴ» τῶν κανονικῶν συλλογῶν τῶν ἁγιορειτῶν, ἐπειδὴ τὸν θεωροῦσε «εἰδήμονα τῶν ἱερῶν κανόνων». Στὸ χφ Παντελεήμονος 520 σώζονται δύο πραγματεῖες κανονικοῦ περιεχομένου, οἱ ὁποῖες ἔχουν συνάφεια μὲ τὸ θέμα τῶν χειροτονιῶν τῶν αἱρετικῶν. Ἡ πρώτη (σ. 1-122= φ. 1Γ-60ν) ἔχει τίτλο: «Ὅτι πάντες δεῖ βαπτίζειν αἱρετικοὺς τοὺς μὴ καθ’ ἑκάτεραν τὴν δεσποτικὴν ἐντολὴν βαπτισθέντας, τήν τε πρὸ τῆς ἀναστάσεως δηλαδὴ καὶ τὴν μετὰ τὴν ἀνάστασιν», καὶ ἡ δεύτερη (φ. 65Γ-71Γ) ἔχει τίτλο: «Περὶ τῆς πρὸς τοὺς ἐρχομένους πρὸς ἡμᾶς αἱρετικοὺς ἢ σχισματικοὺς ἀκρίβειας ὅπως δεῖ δέχεσθαι διὰ βαπτίσματος». Γνωρίζουμε ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Βουλησμᾶ (Ὀκτώβριος 1791) ὅτι πιθανὸ τὸ πρῶτο κείμενο στάλθηκε καὶ στὸν ἅγιο Νικόδημο: «...τὸ ἐμὸν σπούδασμα, Ὁποίους δεῖ βαπτίζειν τῶν προσερχομένων ἡμῖν αἱρετικῶν ἀντιγέγραπταί ποτε παρὰ τοῦ πρώην Κωνσταντινουπόλεως κυρίου Προκοπίου (1785-1789), ὃ καὶ δοθήσεται, οἶμαι, αἰτηθὲν χρείας οὔσης εἰς χρῆσιν». Σὲ αὐτὰ τὰ κείμενα ὁ Βουλησμᾶς φαίνεται νὰ υἱοθετεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τοῦ 1755 ἐπὶ πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄ (1752-1757), τὸν ὁποῖο μάλιστα θεωρεῖ ἐκφραστὴ τῆς ἀκριβείας καὶ τῆς κανονικῆς οἰκονομίας. «Ἔτι ἑπόμεθα... πολλοῖς μὲν καὶ ἄλλοις ἐπί τε σοφία καὶ ἀρετὴ καὶ ἁγιότητι ἀναλάμψασιν, οἷος… ἐμὸς ἐν Σμύρνῃ διδάσκαλος Ἱερόθεος (σημ.: ὁ διδάσκαλος καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου) καὶ σὺν αὐτῷ ὁ κλεινὸς ἦν Νεόφυτος, καὶ εὐάριθμοι σὺν αὐτοῖς ἄλλοις εἰς ἄκρον τοῦ τε τῆς ἀκριβείας καὶ τῆς οἰκονομίας λόγου ζηλωταί, μάλιστα δὲ τοῖς περὶ τὸν θειότατον Κύριλλον τὸν Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχην (σημ.: τὸν ὁποῖον ὅμως ὁ συντάκτης τοῦ Φραγγελίου, ποὺ περιέχεται στὸ χφ Εὐαγγελιστρίας Σκιάθου 43, κατηγορεῖ ὅτι ἦταν ἀντίθετος πρὸς τὶς θέσεις τῶν Κολλυβάδων σχετικὰ μὲ τὴν τέλεση μνημοσύνων, δηλαδὴ ἦταν ἀντικολλυβᾶς) καὶ Παρθένιον τὸν τῶν Ἱεροσολύμων σοφώτατον ἱεράρχην καὶ Ἐφραὶμ τόν... αὐτοῦ διδάσκαλον κἀμοῦ ἁγιώτατον γέροντα...». Οἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου τοῦ 1755, οἱ ὁποῖες δίχασαν πραγματικὰ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως (μάλιστα οἱ ζηλωτὲς ὑποστηρικτὲς τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄ προέβησαν σὲ ἀκατονόμαστες βίαιες ἐνέργειες σὲ βάρος τῶν ἀντιφρονούντων), φαίνεται ὅτι καθόριζαν καὶ τὴ στάση πολλῶν στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Βουλησμᾶ. Ἑπομένως αὐτὸς ἦταν δύσκολο νὰ μεταπεισθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστοφόρο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Βουλησμᾶς συνέταξε τὴν ἔκθεσή του περὶ τοῦ Κανονικοῦ μόλις διάβασε τὸ σχόλιο στὸν 68ο ἀποστολικὸ κανόνα, παραλείποντας ἔτσι τὴ μελέτη τοῦ συντριπτικὰ μεγαλύτερου μέρους τοῦ βιβλίου. Ἀπὸ τὰ τρία, κατὰ τὴν κρίση τοῦ Βουλησμᾶ, «ὀβελιστέα», τὰ δύο ἐντοπίζονται στὸ ἐν λόγῳ σχόλιο. «Τῶν δ’ ὀβελιστέων, πρῶτον μὲν ἔστι τὸ ἐν τῇ τοῦ πεντηκοστοῦ τῶν Ἀποστόλων κανόνος ἑρμηνεία διὰ ψάμμου σημειούμενον βάπτισμα· δεύτερον δὲ τὸ ἰσχυρίζεσθαι δεῖξαι, ἐν τῇ τῆς τοῦ ὀγδόου καὶ ἑξηκοστοῦ τῶν Ἀποστόλων ἑρμηνείας κανόνος σημειώσει, τὴν παρ’ αἱρετικῶν γιγνομένην χειροτονίαν δεκτὴν εἶναι παρὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τρίτον παρὰ ταῦτα, τὸ ἐν τῷ αὐτῷ ἀγωνίζεσθαι σημειώματι συστῆσαι τὴν παρὰ τῶν ἐνδίκων τε καὶ νομίμως καθαιρεθέντων ἱεροπραξίαν ἀποδέχεσθαι τὴν Ἐκκλησίαν».
Ὁ Βουλησμᾶς εἶχε ἀδιαμφισβήτητα διαφορετικὴ θέση ἀπὸ αὐτὴ τῶν δύο Ἁγιορειτῶν. Στὸν Ἀντίλογό του δὲν φαίνεται ἐκφραστὴς ἁπλῶς μόνο τῆς ἀκρίβειας, καὶ γι’ αὐτὸ ἀντέκρουσε τὶς ἀπόψεις περὶ τῆς κατ’ οἰκονομίαν ἀποδοχῆς τῶν χειροτονιῶν τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἱστορικὰ καὶ κανονικὰ κάποια σημεῖα τῶν ἐπιχειρημάτων τῶν δύο ἁγιορειτῶν ἦταν ἀνέρειστα. Κατὰ συνέπεια ἡ διατήρησή τους σὲ κανονικὲς συλλογὲς ποὺ θὰ λάμβαναν ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴ σφραγίδα τῶν ἐπισήμων τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἦταν ἐπιβλαβής.
Ὁ Δωρόθεος Βουλησμᾶς θεμελιώνει τὰ ἱστορικὰ καὶ κανονικὰ ἐπιχειρήματά του περὶ ἀπορρίψεως τῶν χειροτονιῶν τῶν αἱρετικῶν στὴν ἀρχὴ ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα στὴ συνοδικὴ καὶ κανονικὴ διατύπωση καὶ πράξη. Οἱ θέσεις του, ἐκφράζουσες αὐτὴ τὴν ἀρχή, διατυπώνονται μὲ ρητορικὰ ἐρωτήματα: «Πῶς τὰς τῶν ἐληλεγμένων αἱρετικῶν χειροτονίας αἱ σύνοδοι δεχόμεναι, τοῖς τῶν ἀποστόλων συμβιβασθῶσι κανόσιν οὐ τὴν τῶν αἱρετικῶν ἀποδεχομένοις χειροτονίαν; Ἢ οὐ καὶ τυφλῷ δῆλον, ὡς τὴν ἀντίφασιν τοῖς διὰ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος λαλοῦσι καὶ κανονίζουσι ἐπεισάξομεν, εἴγε οὕτως ἀβασανίστως τὰ ὑπ’ αὐτῶν κανονιζόμενα καὶ οὐχ ὡς αὐτοὶ ἐκλαμβάνομεν, τῷ ὑπὲρ τὴν λυδίαν λίθον βασανίζοντες γνώμονι τοῦ ἐληλεγμένου τε δηλαδὴ καὶ ἀνεξέλεγκτου; Ὁ γὰρ τῆς Ζ΄ συνόδου κορυφαῖος πατὴρ Ταράσιος ἐκεῖνος, ὃ ἐπί τε σοφία καὶ ἁγιότητι θαυμαζόμενος παρὰ πάντων ἔφη (α΄ πράξει τῆς αὐτῆς) κατ’ οὐδὲν τοὺς πατέρας εὑρίσκομεν διαφωνοῦντας, ἀλλ’ ὡς τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ὄντες πάντες τὸ αὐτὸ κηρύττουσι καὶ διδάσκουσι».
Ἐφόσον εἶναι δεδομένη καὶ ἀστασίαστη ἡ ὁμοφωνία μεταξὺ τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων καὶ τῶν κανονικῶν ἐπιταγῶν, θεωρεῖται ἀνακόλουθη ἡ διατυπωθεῖσα θέση ἀπὸ τοὺς δύο ἁγιορεῖτες, καὶ μάλιστα σὲ συλλογὲς  τῶν ἱερῶν κανόνων, ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατ’ οἰκονομία ἀποδέχθηκε τὶς χειροτονίες ποὺ τέλεσαν καταδικασμένοι αἱρετικοί. Τὸ συμπέρασμα τῆς ἔρευνας τοῦ Βουλησμᾶ εἶναι ὅτι «οὐδαμοῦ εὕρηται ἀπὸ ἐλεληγμένων τε συνοδικῶς καὶ καθηρημένων αἱρετικῶν ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία τὴν χειροτονίαν παραδέξασθαι, ὧν "αἱ εὐλογίαι ἀλογίαι”, κατὰ τὴν ἐν Λαοδικείᾳ σύνοδον (κανὼν λβ΄), καὶ αὐτοῖς τε συνεύχεσθαι καὶ τοῖς σχισματικοῖς τὸ ἀκοινώνητον κεκανόνισται (ἀποστολικοὶ κανόνες ι΄, με΄, ξδ΄. Λαοδικείας στ΄, θ΄, λγ΄) καὶ ἐπιγαμίας ποιεῖν ἀπείρηται (Δ΄ συνόδου ιδ΄. Στ΄ συνόδου οβ΄. Λαοδικείας ι΄, λα΄. Καρθαγένης κδ΄)».
Κατὰ τὸν Βουλησμᾶ, οὔτε ὁ Ἀνατόλιος Κωνσταντινουπόλεως χειροτονήθηκε ἀπὸ καταδικασμένο συνοδικῶς αἱρετικό, οὔτε ὁ Μελέτιος Ἀντιοχείας τεκμηριώνεται ἀπὸ τὶς πηγὲς ὅτι χειροτονήθηκε ἀπὸ «ἐληλεγμένους» ἢ «ἀνεξέλεγκτους» Ἀρειανούς («αἱρετικὴ οὐ δείκνυται χεὶρ ἐληλεγμένη ἢ ἀνεξέλεγκτος τὸν θειότατον χειροτονῆσαι Μελέτιον»). Οἱ χειροτονίες τὶς ὁποῖες τέλεσαν οἱ μονοθελῆτες Σέργιος, Πύρρος, Παῦλος καὶ Ἰωάννης ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ αἱρετικοὶ ἦταν, ὅταν χειροτονοῦσαν, «ἀφώρατοι» συνοδικῶς. «Οὓς γὰρ Σέργιός τε καὶ Πύρρος, Παῦλός τε καὶ Πέτρος, οἱ μονοθελῆται πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως ἐχειροτόνησαν, καὶ ὃν ὁ Ἀλεξανδρείας μονοφυσίτης Διόσκορος Ἀνατόλιον ἐχειροτόνησε Κωνσταντινουπόλεως καὶ Μάξιμον Ἀντιοχείας, ἐδέξατο μὲν τούτους ἅπαντας ἡ τοῦ Χριστοῦ ἡμῶν ἁγία Ἐκκλησία, ἀλλ’ οὐχ ὡς παρ’ ἐληλεγμένων τε καὶ ἐφωραμένων αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ἀλλ’ ὥσπερ ἀνεξελέγκτων συνοδικῶς ἔτι καὶ ἀφωράτων. Αὐτοὶ γὰρ οὗτοι χειροτονηθέντες μετὰ τῶν περὶ αὐτοὺς καθεῖλον τὸ φωραθῆναι αὐτοὺς ἅπαντας τῷ αἰωνίῳ ἀναθέματι παραδόντες». Ἑπομένως «...πρὸ τοῦ καθαιρεθῆναι Διόσκορον ἀναφαίρετος ἦν αὐτῷ ἡ ἱερωσύνη, κἂν κακῶς τε καὶ παρανόμως ταύτην αὐτὸς ἐκέχρητο». Προκειμένου περὶ τῆς θέσεως τοῦ Χριστοφόρου ὅτι, ἐφόσον ὁ Διόσκορος διακήρυττε δημόσια τὴν αἵρεση, ἦταν «οἴκοθεν» ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὁ Βουλησμᾶς ὑποστήριξε ὅτι «...ὁ δημοσίᾳ τὴν αἵρεσιν κηρύττων καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκων ὁ ἑαυτὸν ἀποτειχίζων πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως οὐ κατακριτέος», δηλαδὴ διατηρεῖ ἀκόμη τὴν Ἱερωσύνην.
Ὁ Βουλησμᾶς δέχεται ὅτι ὁ Διόσκορος χειροτόνησε πράγματι τὸν Ἀνατόλιον Κωνσταντινουπόλεως (449-458) καὶ τὸν Μάξιμο Ἀντιοχείας (450-456) –στὴν πραγματικότητα ὁ δεύτερος χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνατόλιο–, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἦταν τότε, ὅταν τελοῦσε τὰ μυστήρια «ἐλεληγμένος καὶ ἐκκήρυκτος καὶ κατακεκριμμένος συνοδικῶς». Ἡ καταδίκη του ἔγινε στὴν Δ΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο. Στὴ ληστρικὴ σύνοδο τῆς Ἐφέσου (449) ὁ Διόσκορος «ἦν τοῦ ἁγιωτάστου Φλαβιανοῦ καὶ κριτὴς καὶ κατήγορος (συνεπῶς ἦταν τότε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ μετεῖχε στὴ σύνοδο), ὑπὲρ τοῦ ὁμόφρονος αὐτῷ Εὐτυχοῦς, τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ πρότερον Φλαβιανοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἔτει τμη΄, καθαιρεθέντος συνοδικῶς». Μετὰ τὴν καταδίκη καὶ ἐκθρόνιση τοῦ Φλαβιανοῦ, ὁ Διόσκορος χειροτόνησε τὸν ἀποκρισάριό του στὴν Κωνσταντινούπολη Ἀνατόλιο, ἐλπίζοντας ὅτι αὐτὸς θὰ εἶναι ἐκφραστὴς τῶν θέσεών του. Ἡ θέση τοῦ Βουλησμᾶ ὅτι ὁ Ἀνατόλιος χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν «ἀνεξέλεγκτον» τότε Διόσκορο εἶναι σωστή.
Σχετικὰ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ Μελετίου Ἀντιόχειας, ὁ «ἀνακριτὴς»  τῶν δύο κανονικῶν συλλογῶν ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Ἀρειανοὶ ἁπλῶς μετεῖχαν στὴν ἐκλογὴ (στὴν «ψῆφον») τοῦ Μελετίου καὶ ὄχι στὴ χειροτονία. Ὁ ὅρος χειροτονία, ὅπως ἀναφέρουν καὶ οἱ σχολιαστὲς τοῦ κανόνα 1 τῶν Ἀποστόλων (Ζωναρᾶ καὶ Βαλσαμῶνα) ἐξελήφθη ὅτι ἔχει τὴν ἔννοια καὶ τῆς ψήφου. «Τὸ γὲ μὴν Μελέτιον τὸν Ἀντιόχειας ὑπὸ αἱρετικῶν κεχειροτονῆσθαι ἰσχυρίζεσθαι πολλαχῶς δείκνυται οὐχ ὡς ὑπὸ αὐτῶν χειροτονηθῆναι, κἂν ποτὲ διὰ τὴν μεγάλην του ἀνδρὸς ἀρετὴν καὶ ὑπ’ αὐτῶν ἐψηφίσθη· προσεβλήθη γὰρ τὸ πρῶτον οὐκ Ἀντιόχειας ἀλλὰ τῆς Ἀρμενίων Σεβαστείας ἐπίσκοπος, μετὰ τὴν τοῦ Εὐσταθίου καθαίρεσιν, ὡς ὁ Ἀθηνῶν ἱστορεῖ Μελέτιος (Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, βιβλ. α΄, κεφ. θ΄, στ΄), δῆλον δ’ ὡς παρ’ ὀρθόδοξων κεχειροτόνηται προβληθείς· οὐδεὶς γάρ ποτε παρ’ αἱρετικῶν οἱανδήποτε, εἴτ’ οὖν παρ’ ἐληλεγμένων εἴτε ἀνεξέλεγκτων, ἔγραψεν ἢ ἱστόρησεν εἰς τὸν τῆς Ἀρμενίων Σεβαστείας προβῆναι θρόνον. Θεοδώρητος δὲ ἱστορεῖ (Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, λόγω β΄, κεφ. κζ΄) ὡς τὸ τῶν Ἀρμενίων δυσήνιον δυσχεράνας ὁ ἅγιος ἡσυχίαν ἦγεν ἑτέρωθι διατρίβων. Οἱ δὲ τῆς Ἀρείου συμμορίας τοῦτον ὑπονοήσαντες ὁμόφρονα εἶναι, ἐζήτησαν τὸν βασιλέα Κωνστάντιον τούτῳ τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας παραδοῦναι τὰς ἡνίας. Συνεψηφίσαντο δὲ τούτοις καὶ οἱ τῶν ἀποστολικῶν ἀντεχόμενοι δογμάτων ὀρθόδοξοι τοῦ μεγάλου Μελετίου τὴν ἐν τοῖς δόγμασιν ὑγιείαν εἰδότες, καὶ μὲν δὴ καὶ τὴν βίου λαμπρότητα καὶ τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον σαφῶς ἐπιστάμενοι. Διὸ μετὰ πλείστης ὅτι μάλιστα σπουδῆς ὑπογραφῆναι παρὰ πάντων τὸ ψήφισμα παρεσκεύασαν. Ὅτι μὲν οὖν οὐχ ὑπ’ αὐτῶν κεχειροτόνηται τῶν Ἀρειανῶν ἀλλ’ ἐψήφισται, συμψήφων πάντων γινομένων τῶν ὀρθόδοξων, καὶ αὐτὸ βεβαιοῖ τὸ Συνοδικὸν βιβλίον (τόμ. Α΄ τῶν Πρακτικῶν τῶν συνόδων, 263) ἐπάγον, τοῦ δὲ θρόνου Ἀντιοχείας Μελέτιον προχειρίζονται τὸν Σεβαστείας Ἀρμενίας ἀρχιεπίσκοπον· ὑπήντησαν δὲ αὐτῷ φησὶ Θεοδώρητος (ἔνθα Ἀνωτ.) οὐχ οἱ τῆς ἀρχιερωσύνης μετειληχότες μόνον καὶ οἱ ἄλλοι τῆς Ἐκκλησίας χοροὶ καὶ ἅπαν τὸ τῆς πόλεως πλῆθος, ἀλλὰ καὶ Ἰουδαῖοι παρῆσαν καὶ Ἕλληνες τὸν πολυθρύλλητον ἰδεῖν Μελέτιον ἱμειρόμενοι».
Τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῶν Ἱερῶν κανόνων, σχετικὰ μὲ τὶς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν, ἀποτυπώνεται, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Βουλησμᾶς, στὸ ἑξῆς χωρίο ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Βασιλείου πρὸς τοὺς Νικοπολίτες (ἐπιστολὴ 240): «οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον». Ἡ ἐπιστολὴ ζητήθηκε νὰ ἀναγνωσθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς α΄ πράξεως τῆς Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦσαν στὸ νὰ γίνουν ἀποδεκτοὶ ὡς κληρικοὶ τῆς Ἐκκλησίας εἰκονομάχοι.
Οἱ «χρήσεις» (πατερικὲς καὶ συνοδικές) ποὺ καταγράφονται στὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου ἦταν στὸ ἐπίκεντρο τοῦ διαλόγου μεταξὺ τοῦ Χριστοφόρου καὶ τοῦ Βουλησμᾶ. Ὁ καθένας ἐπέλεγε τὴ «χρῆσιν» ἡ ὁποία συνέβαλλε στὴν ὑποστήριξη τῆς θέσεώς του. Ὁ Βουλησμᾶς ἀντέκρουσε ἀναλυτικότερα καὶ συστηματικώτερα τὶς θέσεις τοῦ Χριστοφόρου στὴν Ἐπίκρισιν τῆς νομικῆς βίβλου τοῦ Χριστοφόρου. Ὅλα τὰ ἐπιχειρήματά του ἀποτυπώνουν τὴν ἀρχὴ τῆς ἀκρίβειας, ὡς πρὸς τὴν ἐφαρμογὴ τῶν σχετικῶν μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν μυστηρίων τους κανόνων.
Ὁ Χριστοφόρος συνδέει τὸ θέμα τῆς ἀποδοχῆς τῆς χειροτονίας τῶν αἱρετικῶν μὲ τὸν ἀνεξάλειπτο χαρακτήρα τῶν μυστηρίων. «Καὶ ποία ἄλλη μείζων καθαίρεσις τῷ βεβαπτισμένῳ, τοῦ τὴν ἑαυτοῦ, φερ’ εἰπεῖν, ἄρδην ἐξωμόσασθαι πίστιν, ἐπιστραφέντι δ’ οὖν ὅμως οὐκ ἐφεῖται ἀναβαπτίζεσθαι, ὡς καὶ τῷ ἱερεῖ ἀναχειροτονεῖσθαι. Καὶ τοῦτο δι’ οὐδέν, ἀλλ’ ἢ διὰ τὸ ἀνεξάλειπτον τῶν χαρακτήρων, ὥς φασιν οἱ διδάσκαλοι, ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα (Ρωμ. ια΄ 29) καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ». Προφανῶς ἐννόει τὰ μυστήρια τὰ ὁποῖα τελέσθηκαν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅπως οἱ ἐξωμότες ὅταν μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀναβαπτίζονται, σύμφωνα καὶ μὲ τὴ Διάταξιν τοῦ Μεθοδίου Κωνσταντινουπόλεως (843-847), ἡ ὁποία εἶχε καθορίσει τὴ σχετικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ μετανοοῦντες αἱρετικοὶ δὲν ἀναβαπτίζονται οὔτε ἀναχειροτονοῦνται. Ἡ συγκεκριμένη θέση τοῦ Χριστοφόρου διατυπώθηκε παλαιότερα καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη (†826) στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ναυκράτιο τὸ πνευματικό του τέκνο.
Ἡ Ἐκκλησία τοὺς μετανοοῦντες λαϊκοὺς ἀποστάτες τοὺς ἐπιβάλλει ἐπιτίμια ἐνῶ τοὺς κληρικοὺς τοὺς καθαιρεῖ. Αὐτὴν ὅμως τὴν καθαίρεση ὁ Χριστοφόρος τὴν ὁρίζει ὡς διὰ βίου ἀργίαν καὶ παῦλαν». «Ἀμέλει τοι καὶ τῷ λαϊκῷ μέν, βεβαπτισμένῳ δέ, ἄλλα ἐπιτίμια ἐπιβάλλονται, τῷ δέ γε ἱερεῖ, εἴπερ τοιοῦτόν τι πράξει, ποινηλασία ὥρισται μεταγνόντι ἡ διὰ βίου ἀργία καὶ παῦλα, ταυτὸν εἰπεῖν ἡ καθαίρεσις· οὐδὲ γὰρ ἄλλο αἰνίττεται τὸ “καθαιρείσθω”, εἰ μὴ ὅτι ὁ ἐπὶ χρήμασι (χάριν παραδείγματος) χειροτονηθεὶς ἢ παρ’ ἡλικίαν μὴ εὐλογείτω, μὴ βαπτιζέτω, μὴ μυριζέτω, μὴ λειτουργείτω καὶ τὰ ἑξῆς. Πόθεν δὲ ὥρισται; ἢ παρὰ τῆς ἱερᾶς συνόδου, ὂν ὅρον βλέπων γεγραμμένον ἢ ἀκούων ἀναγινωσκόμενον ὀφείλει ἕκαστος τῶν, ὡς προείπομεν, παρανόμως χειροτονηθέντος ἀποσύρεσθαι οἴκοθεν τοῦ ἱερατεύειν, ἢ μὴν ἔστι καθηρημένος (…;) μέντοι γε καί, εἴπερ ἱερατεύει, ἄπρακτα ἔσται ἱερατεύων, τό γε ἐμοὶ δοκοῦν». Ἐὰν κληρικὸς ὑποπέσει σὲ κανονικὸ παράπτωμα, παρὰ τὴν κανονικὴ ἐπιταγὴ ἢ ἀπαγόρευση, τότε «οἴκοθεν» θὰ πρέπει νὰ ἀποσυρθεῖ «τοῦ ἱερατεύειν». Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ ὁ καθαιρεθεῖς (=παυθείς) κληρικὸς τελέσει κάποιο μυστήριο, αὐτὸ εἶναι ἔγκυρο («οὐκ …ἄπρακτον»).
Κατὰ τὸν Χριστόφορο ὑπάρχουν παραπτώματα τὰ ὁποῖα ἐπιφέρουν τὴν καταδίκη στὸν κληρικό, μετὰ ἀπὸ «μαρτυρίαν καὶ ἔλεγχον» ποὺ ἀσκεῖται στὰ ἁρμόδια δικαιοδοτικὰ ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα τὰ ὁποῖα δὲν «χρήζουν μαρτυρίας», ἀλλὰ «οἴκοθεν», ἀπὸ τὴν ὕπαρξιν τοῦ ἰδίου τοῦ κανόνα ἐπέρχεται ἡ ποινή. Στὴν πραγματικότητα ὁ ἁγιορείτης κανονολόγος διατυπώνει παρόμοια ἀρχὴ μὲ αὐτὴ περὶ τῶν «αὐτομάτων ποινῶν» τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας. «Καὶ ἔστι δέ τινα ἁμαρτήματα δεόμενα ἔλεγχου καὶ μαρτυρίας, ὡς ἂν δεχθῶσιν τὴν καθαίρεσιν οἱ ταῦτα πράξαντες, οἷά ἐστιν ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ κλοπὴ καὶ ἄλλα τοιαῦτα, ἔστι δ’ ἃ μὴ χρήζοντα μαρτυρίας, οἷον ἡ παρ’ ἡλικίαν χειροτονία, ἡ σιγὴ τοῦ ὀνόματος τῆς ἐκκλησίας ἐν τῷ χειροτονεῖσθαι τὸν ἱερέα, κατὰ τὸν ιε΄ μὲν κανόνα τῆς στ΄ καὶ τὸν ιστ΄ τῆς Δ΄. Ταῦτα γὰρ βλέπονται καὶ ἀκούονται αὐταῖς ταῖς αἰσθήσεσιν».