Ερμηνεία Αποστολικής περικοπής της εορτής των αγίων Αποστόλων από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο


ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ [:Α΄ Κορ. 4,9-16]
    Είδες πώς φανερώνει συγχρόνως και τη σοβαρότητα και την πατρική φροντίδα του και τον φιλόσοφο νου του; Είδες πώς αφαιρεί την αλαζονεία; «Δοκῶ γάρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις (:κάθε άλλο όμως παρά βασιλεία απολαμβάνουμε εμείς οι απόστολοι· διότι νομίζω ότι ο Θεός εμάς τους απόστολους μας παρουσίασε δημόσια και στα μάτια όλων ως τελευταίους, ως καταδίκους που πρόκειται να θανατωθούν· διότι γίναμε θέαμα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Και από τη μια μας θαυμάζουν οι ενάρετοι άνθρωποι ενώ, από την άλλη, μας περιφρονούν και μας χλευάζουν οι άλλοι)» [Α΄Κορ. 4,9], δείχνει πάλι πολλή έμφαση και βαρύτητα με το να πει «ἡμᾶς». Και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά προσθέτει και το αξίωμα, ελέγχοντας έντονα τους Κορίνθιους προς τους οποίους απευθυνόταν η επιστολή: «ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους (:εμάς τους αποστόλους)», δηλαδή εμάς οι οποίοι υπομένουμε μύρια κακά, που σπείρουμε το κήρυγμα της ευσεβείας, που σας οδηγούμε σε αυτήν την φιλοσοφία [:ως φιλοσοφία για τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς νοείται γενικά η χριστιανική θεολογία και η κατά Χριστό άσκηση και ζωή], σε αυτήν τη φιλοσοφημένη χριστιανική ζωή που θα σας χαρίσει τα αιώνια ουράνια αγαθά· αυτούς, τους Αποστόλους δηλαδή, τους παρουσίασε δημοσίως ως τελευταίους στη σειρά ανθρώπους, ως μελλοθάνατους, δηλαδή ως καταδίκους.
     Επειδή δηλαδή παραπάνω ο Παύλος τούς είχε πει ελέγχοντάς τους για την αλαζονεία καθώς και για τη λανθασμένη συμπεριφορά τους, τη φράση :«ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν (:για να είμαστε και εμείς βασιλείς μαζί σας)» [βλ. Α΄Κορ .4,8: «ἤδη κεκορεσμένοι ἐστέ, ἤδη ἐπλουτήσατε, χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε· καὶ ὄφελόν γε ἐβασιλεύσατε, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν (:και εσείς οι Κορίνθιοι έχετε αυτήν την ιδέα, ότι είστε μεγάλοι και επίσημοι. Τώρα πλέον είστε χορτασμένοι από όλα! Τώρα πλέον έχετε πλουτίσει από τις πνευματικές δωρεές! Χωρίς να έχετε μαζί σας εμάς, τους διδασκάλους σας, έχετε πλέον μόνοι σας κατακτήσει τη βασιλεία των ουρανών! Και μακάρι να βασιλεύατε, για να βασιλεύσουμε και εμείς μαζί σας...)»]  και μείωσε με τον λόγο αυτό την αυστηρότητα του ελέγχου, για να μην τους κάνει να χαλαρώσουν, επανέρχεται πάλι σε αυτό με περισσότερη πικρία και λέει: «διότι νομίζω ότι ο Θεός εμάς τους αποστόλους μας έδειξε τελευταίους ως μελλοθάνατους». Δηλαδή «από ό,τι βλέπω», λέγει, «και από ό,τι εσείς λέγετε, οι πλέον περιφρονημένοι και καταδικασμένοι είμαστε εμείς, οι οποίοι πάντοτε είμαστε εκτεθειμένοι στις ταλαιπωρίες, ενώ εσείς φαντάζεστε ήδη κατακτημένη τη βασιλεία και  τις τιμές και τα έπαθλα».
     Και επειδή ήθελε με τον λόγο του να δείξει ότι η κατάσταση είναι παράλογη και υπερβολικά απίθανη δεν είπε απλώς ότι εμείς είμαστε οι τελευταίοι, αλλά ότι «ο Θεός μας έκανε τελευταίους». ότι «εμείς είμαστε οι έσχατοι» αλλά ότι «ο Θεός μάς έκανε εσχάτους». Και δεν αρκέστηκε στο να πει «εσχάτους», αλλά πρόσθεσε και «μελλοθανάτους», για να δει και ο πλέον ανόητος το απίθανο των όσων ειπώθηκαν και ότι τα λεγόμενα προέρχονταν από άνθρωπο πολύ στενοχωρημένο, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους κάνει να ντραπούν.
    Και κοίταξε τη σύνεση του Παύλου. Με τους ίδιους λόγους, που όταν το απαιτεί η περίσταση, υψώνει τον εαυτό του και τον παρουσιάζει σπουδαίο και μέγα, με τους λόγους αυτούς τώρα ελέγχει εκείνους ονομάζοντας τον εαυτό του "κατάδικο". Έτσι είναι δυνατόν να κάνει τα πάντα, όταν το καλεί η περίσταση. Εδώ βεβαίως "επιθανατίους" ονομάζει τους καταδίκους, που είναι άξιοι μυρίων θανάτων.
     «ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις (:διότι γίναμε θέαμα σε όλο τον κόσμο, και στους αγγέλους και στους ανθρώπους)». Τι σημαίνει «γίναμε θέατρα στον κόσμο»; «Δεν υποφέρουμε», λέγει, «αυτά σε μία γωνιά ούτε σε ένα μικρό μέρος της οικουμένης, αλλά παντού και επί πάντων». Τι σημαίνει όμως και το «και στους αγγέλους»; Είναι δυνατόν να είμαστε θέαμα για τους ανθρώπους και όχι για τους αγγέλους, όταν όσα συμβαίνουν είναι ευτελή· οι δικοί μας όμως αγώνες είναι τέτοιοι, ώστε αξίζουν να τους βλέπουν και οι άγγελοι. Κοίταξε πώς, ενώ εξευτελίζει τον εαυτό του, πάλι τον παρουσιάζει μέγα· ενώ επίσης εκείνοι υπερηφανεύονται, πώς τους παρουσιάζει ευτελείς. Επειδή δηλαδή εθεωρείτο ότι ήταν ευτελέστερο το να είναι μωροί από το να φαίνονται φρόνιμοι και το να είναι αδύνατοι από το να γίνονται ισχυροί και το να είναι περιφρονημένοι από το να είναι ένδοξοι και φημισμένοι, και επειδή πρόκειται να αποδώσει τα μεν δεύτερα σε εκείνους τα δε πρώτα τα δέχτηκε για τον εαυτό του, δείχνει ότι αυτά είναι ανώτερα από εκείνα, εφόσον χάρη σε αυτά πέτυχε να τους βλέπουν όχι μόνο όλοι οι άνθρωποι, αλλά και το σύνολο των αγγέλων· «διότι η δική μας πάλη δεν είναι μόνο προς ανθρώπους, αλλά και προς τις ασώματες δυνάμεις. Για τούτο γίνεται και μέγα θέαμα».
   «Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι (:εμείς οι απόστολοι θεωρούμαστε από τους απίστους μωροί και ανόητοι για το όνομα του Χριστού· εσείς όμως είστε συνετοί εν Χριστώ. Εμείς είμαστε ασθενείς και καταδιωκόμαστε από τους ανθρώπους· εσείς όμως είστε ισχυροί διότι δεν σας βρήκε κάποιος πειρασμός. Εσείς είστε ένδοξοι, εμείς όμως είμαστε άτιμοι και περιφρονημένοι)» [Α΄ Κορ. 4,10]. Πάλι και τούτο το είπε, για να προκαλέσει ντροπή, δείχνοντας ότι είναι δυνατόν να συνέρχονται στον ίδιο τόπο άνθρωποι που απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους. «Πώς δηλαδή είναι δυνατόν», λέγει, «σε θέματα που αφορούν στον Χριστό, εσείς μεν να είστε φρόνιμοι, ενώ εμείς άφρονες και μωροί;». Επειδή δηλαδή τους Αποστόλους μεν τους έδερναν και τους καταφρονούσαν οι άπιστοι άνθρωποι και τους ατίμαζαν και τους θεωρούσαν τιποτένιους, ενώ εκείνοι οι Κορίνθιοι απολάμβαναν τιμής και μερικοί μάλιστα θεωρούνταν σοφοί και συνετοί από πολλούς, για τούτο τα λέγει αυτά· ότι δηλαδή πώς είναι δυνατόν εκείνοι που κηρύττουν αυτά να θεωρούνται ότι είναι τα αντίθετα;
   «Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί (:εμείς είμαστε ασθενείς και καταδιωκόμαστε από τους ανθρώπους· εσείς όμως είστε ισχυροί διότι δεν σας βρήκε κάποιος πειρασμός)». Δηλαδή «εμείς εκδιωκόμαστε, καταδιωκόμαστε, εσείς όμως δεν φοβάστε τίποτε και σας περιποιούνται». Αλλά τούτο δεν το ανέχεται η φύση του κηρύγματος. «Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι (:εσείς είστε ένδοξοι εμείς όμως είμαστε άτιμοι και περιφρονημένοι)». Εδώ απευθύνεται προς όσους έχουν ευγενή καταγωγή και υπερηφανεύονται για τα κοσμικά.
   «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί (:μέχρι την ώρα αυτή που σας γράφω, και πεινάμε και υποφέρουμε από δίψα στις περιοδείες μας, και δεν έχουμε αρκετά ρούχα, όταν στην μέση των ταξιδιών μας, μάς πιάνει ξαφνικά ο χειμώνας· και δεχόμαστε χτυπήματα και κακομεταχειρίσεις, και δεν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, αλλά διαρκώς φεύγουμε εδώ και εκεί) «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί (:και κοπιάζουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια)» [Α΄ Κορ. 4, 11-12], δηλαδή δεν διηγούμαι παλαιά, αλλά πράγματα για τα οποία έχω μάρτυρα την παρούσα πραγματικότητα· διότι «δεν ομιλούμε καθόλου για τα ανθρώπινα ούτε για την δόξα του κόσμου, αλλά αποβλέπουμε μόνο στον Θεό, και αυτό ακριβώς είναι ανάγκη να κάνουμε και εμείς παντού· καθόσον δεν βλέπουν τούτο μόνο οι άγγελοι, αλλά και πριν από εκείνους ο Αγωνοθέτης».
Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι (:εμείς οι απόστολοι θεωρούμαστε από τους απίστους ηλίθιοι και ανόητοι για το όνομα του Χριστού, εσείς όμως είστε συνετοί εν Χριστώ. Εμείς είμαστε ασθενείς και καταδιωκόμαστε από τους ανθρώπους· εσείς όμως είστε ισχυροί διότι δεν σας βρήκε κάποιος πειρασμός. Εσείς είστε ένδοξοι εμείς όμως είμαστε άτιμοι και περιφρονημένοι)» [Α΄Κορ. 4, 10].
     Αφού γέμισε τον λόγο του με πολλή βαρύτητα -πράγμα το οποίο πλήττει περισσότερο από κάθε κατηγορία- και αφού είπε ότι «γίνατε βασιλείς χωρίς εμάς» και ότι «ο Θεός μας έδειξε στα μάτια όλων τελευταίους ως μελλοθανάτους», στη συνέχεια δείχνει πως είναι όπως οι καταδικασμένοι σε θάνατο λέγοντας: «ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί (:Εμείς είμαστε ασθενείς και αδύνατοι. Εσείς όμως είστε ισχυροί και ακατανίκητοι! Εσείς είστε ένδοξοι, εμείς όμως περιφρονημένοι και εξουθενωμένοι. Από την ημέρα που λάβαμε το αποστολικό αξίωμα και μέχρις αυτής της ώρας, ζούμε ανάμεσα στο πλήθος από ταλαιπωρίες και περιπέτειες. Και πεινούμε και διψούμε· και δεν έχουμε ρούχα για να προφυλαχθούμε από τις κακοκαιρίες και δεχόμαστε ραπίσματα και γρονθοκοπήματα, και συνεχώς μετακινούμαστε από τόπου σε τόπο, χωρίς να έχουμε πουθενά σταθερή παραμονή. Και κοπιάζουμε εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια)», τα οποία ήσαν, ως γνωστόν, αποδείξεις γνησίων διδασκάλων και αποστόλων.
     Αλλά εκείνοι οι Κορίνθιοι Χριστιανοί όμως που δεν είχαν αποβάλει ακόμα εντελώς τα κοσμικά φρονήματα, υπερηφανεύονταν για τα αντίθετα, για σοφία, για δόξα, για πλούτο, για τιμές. Επειδή λοιπόν ήθελε να αφαιρέσει την αλαζονεία τους και να τους δείξει ότι γι' αυτό όχι μόνο δεν πρέπει να καυχώνται, αλλά και να ντρέπονται, κατά πρώτον μεν τους διακωμωδεί λέγοντας: «Γίνατε βασιλείς χωρίς εμάς». «Δηλαδή, εγώ μεν υποστηρίζω», λέγει, «ότι ο παρών καιρός δεν είναι για τιμή και δόξα, των οποίων εσείς απολαμβάνετε, αλλά και διώξεις και ύβρεις, τις οποίες εμείς πάσχουμε. Εάν όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά αυτός είναι ο καιρός των αμοιβών, όπως βλέπω- και τούτο το λέγει ειρωνευόμενος- εσείς μεν είστε οι μαθητές κι όμως είστε ήδη βασιλείς, εμείς όμως οι διδάσκαλοι και απόστολοι, που προπάντων έπρεπε να λάβουμε τον μισθό, όχι μόνο έχουμε γίνει οι έσχατοι από εσάς, αλλά ζούμε και ως μελλοθάνατοι, δηλαδή ως κατάδικοι συνεχώς με ατιμώσεις και κινδύνους και πείνα και υβριζόμενοι ως μωροί και εκδιωκόμενοι και υπομένοντες τα πάνδεινα…».
     Και αυτά τα έλεγε, για να κάνει και αυτούς να κατανικήσουν με αυτά τα πάθη τους,  ότι οφείλουν να ποθούν με ζήλο τα παθήματα των αποστόλων στον κόσμο αυτόν, δηλαδή τους κινδύνους και τις ύβρεις, όχι τις τιμές και τις δόξες, διότι το χριστιανικό κήρυγμα αυτά απαιτεί και όχι εκείνα. Αλλά δεν τα λέγει έτσι απευθείας, ώστε να μη φανεί σε αυτούς φορτικός, αλλά κάνει την επίπληξη αυτήν έτσι, όπως έπρεπε στην περίπτωση. Εάν δηλαδή απροκάλυπτα ομιλούσε, θα έλεγε ως εξής: «Πλανάστε και απατάστε και έχετε πολύ απομακρυνθεί από την αποστολική νομοθεσία· διότι ο απόστολος και διάκονος του Χριστού πρέπει να φαίνεται ότι είναι ανόητος στα μάτια του κόσμου που δεν έχει εγκαταλείψει τα σαρκικά φρονήματα και να ζει σε θλίψη και περιφρόνηση, κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε εμείς· σε εσάς όμως συμβαίνουν τα αντίθετα». Αλλά έτσι τα λεγόμενα θα φαίνονταν σε αυτούς ότι είναι εγκώμια των αποστόλων και εκείνους θα τους έκαναν θρασύτερους, διότι δήθεν θα συκοφαντούνταν για ραθυμία και ματαιοδοξία και τρυφηλότητα. Γι’ αυτό δεν ακολουθεί μεν αυτόν τον τρόπο σε όσα είπε, αλλά άλλο εντονότερο μεν, αλλά λιγότερο ενοχλητικό.
     Για τον λόγο αυτόν ομιλεί με κάποια ειρωνεία λέγοντας: «Εσείς όμως θεωρείστε ισχυροί και ένδοξοι». Ενώ, εάν δεν χρησιμοποιούσε ειρωνεία, θα μπορούσε να τους πει τα εξής: «Δεν είναι δυνατόν άλλος μεν να θεωρείται ανόητος, άλλος δε φρόνιμος, άλλος μεν ισχυρός, άλλος δε ασθενής, τη στιγμή που το κήρυγμα του Χριστού απαιτεί άλλα. «Δηλαδή, εάν επιτρεπόταν άλλοι μεν να είναι τούτο, άλλοι δε εκείνο, ίσως θα είχαν κάποια δικαίωση τα λεγόμενα από εσάς· τώρα όμως δεν επιτρέπεται να φαίνεται κανείς ότι είναι φρόνιμος, ένδοξος και ότι έχει απαλλαγεί από κινδύνους. Ειδάλλως, είναι επόμενο ότι ο Θεός έχει προτιμήσει εσάς από εμάς, εσάς τους μαθητές από εμάς τους διδασκάλους που μύρια υποφέρουμε. Και αν κανείς δεν θα μπορούσε να πει αυτό, απομένει εσείς να ακολουθείτε επίμονα τη δική μας ζωή».
    «Και ας μη φανταστεί κανείς», λέγει, «ότι αναφέρομαι μόνο σε πράγματα του παρελθόντος»· «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν (:μέχρι την ώρα αυτή που σας γράφω, και πεινάμε και υποφέρουμε από δίψα στις περιοδείες μας, και δεν έχουμε αρκετά ρούχα, όταν στην μέση των ταξιδιών μας, μάς πιάνει ξαφνικά ο χειμώνας· και δεχόμαστε χτυπήματα και κακομεταχειρίσεις, και δεν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, αλλά διαρκώς φεύγουμε εδώ και εκεί)» [Α΄Κορ. 4,11]. Βλέπεις ότι τέτοιος πρέπει να είναι όλος ο βίος των Χριστιανών, και όχι μία ή δύο μόνο ημέρες; Διότι ούτε αν είναι κάποιος αθλητής στεφανώνεται, αν κερδίσει μία μονάχα νίκη και κατόπιν ηττηθεί. «Και πεινάμε», κατ’ αντίθεση προς όσους ζουν τρυφηλή ζωή· «και μας κακομεταχειρίζονται» κατ’ αντίθεση προς τους αλαζόνες· «και περιπλανιόμαστε», διότι εκδιωκόμαστε, λέγει· «και έχουμε ελλείψεις σε ρουχισμό», κατ’ αντίθεση προς όσους είναι πλούσιοι· «και κοπιάζουμε» κατ’ αντίθεση πλέον προς τους ψευδαποστόλους, που δεν ανέχονται ούτε να εργάζονται ούτε να κινδυνεύουν, αλλά οι ίδιοι να καρπούνται.
     «Όμως εμείς», λέγει, «δεν είμαστε τέτοιοι, αλλά μαζί με τους εξωτερικούς κινδύνους που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, και οι ίδιοι με τη συνεχή εργασία θέτουμε σε συνεχή δραστηριοποίηση τους εαυτούς μας. Και το σπουδαιότερο είναι ότι κανείς δε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δυσανασχετούμε γι' αυτά, διότι ανταμείβουμε με τα αντίθετα εκείνους που μας κάνουν αυτά». Μέγα δηλαδή είναι τούτο, όχι η κακοπάθεια- διότι αυτή είναι κοινή μοίρα όλων- αλλά το να μην αναστατωνόμαστε ούτε να δυσανασχετούμε, όταν πάσχουμε. Εμείς όμως όχι μόνο δεν δυσανασχετούμε, αλλά και ευφραινόμαστε, και απόδειξη τούτου είναι το ότι εκείνους που μας βλάπτουν τους αμείβουμε με ευεργεσίες.
     Και ότι τούτο ακριβώς έκαναν οι Απόστολοι, άκουσε τα επόμενα: «Λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι(:και κοπιάζουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια. Την ώρα που μας βρίζουν εκείνοι που απιστούν στο ευαγγέλιο και μας περιγελούν, εμείς ευχόμαστε το καλό τους. Ενώ μας καταδιώκουν, δείχνουμε  ανοχή στους διώκτες μας, ενώ μας δυσφημούν και μας συκοφαντούν, απαντάμε με λόγια γλυκά και παρηγορητικά. Σαν καθάρματα και σκουπίδια του κόσμου γίναμε, αποβράσματα καθάρματα στα μάτια όλων μέχρι την στιγμή αυτή)»[Α΄Κορ. 4,12-13], δηλαδή μωροί για τον Χριστό· διότι εκείνος που βλάπτεται και όμως ούτε εκδικείται ούτε θλίβεται, φαίνεται στους απίστους ότι είναι ανόητος και περιφρονημένος και αδύνατος. Και για να μην κάνει τον λόγο του ενοχλητικότερο με το να περιορίσει τα πάθη μονάχα στη δική τους πόλη, τι λέγει; «Γίναμε σαν σκουπίδια και αποβράσματα όχι της πόλεώς σας, αλλά του κόσμου όλου»· και πάλι· «Γίναμε ως ακαθαρσία όλων»· όχι μόνο δική σας, αλλά όλων.
     Όπως ακριβώς λοιπόν, όταν ομιλεί περί της προνοίας του Χριστού, αφού αφήσει τη γη, τον ουρανό, όλη την κτίση, φέρει τον Σταυρό ως απόδειξη, έτσι και όταν θελήσει να επισύρει την προσοχή στον εαυτό του, αποσιωπά τα θαυματουργικά σημεία που έκανε με τη χάρη του Θεού και αναφέρει τα όσα έπαθε προς χάριν αυτών. Έτσι και εμείς, όταν αδικούμαστε από κάποιους και καταφρονούμαστε, συνηθίζουμε να αναφέρουμε όσα πάθαμε προς χάριν τους. «Γίναμε ως ακαθαρσία όλων έως τώρα». Έδωσε δυνατό χτύπημα στο τέλος. «Όλων δε», λέγει, «όχι των διωκόντων, αλλά αυτών, εξαιτίας των οποίων πάσχουμε αυτά· δηλαδή χρωστώ πολλή ευγνωμοσύνη σε αυτούς». Τα λεγόμενα δείχνουν άνθρωπο που βαρυθυμεί, όμως δε θλίβεται ο ίδιος, αλλά που θέλει εκείνους να πλήξει. Αυτός δηλαδή έχει μυρίους λόγους να τους κατηγορήσει, και όμως τους ασπάζεται. Για τον λόγο αυτό και ο Χριστός παραγγέλλει να υπομένουμε τις ύβρεις με πραότητα, για να ζούμε και εμείς οι ίδιοι με φιλοσοφία[στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ο όρος ‘’φιλοσοφία’’ σημαίνει γενικώς τη χριστιανική θεολογία και την κατά Χριστόν άσκηση και ζωή] και για να κάνουμε εκείνους να ντρέπονται περισσότερο· διότι τούτο το επιτυγχάνει κανείς όχι τόσο με ύβρεις, όσο με τη σιωπή.
     Έπειτα, επειδή είδε ότι η πληγή ήταν αφόρητη, ταχέως τη θεράπευσε με το να πει: «Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ (:δεν θέλω με αυτά που σας γράφω να σας ντροπιάσω, αλλά σαν παιδιά μου αγαπητά σας συμβουλεύω)»[Α΄Κορ.4,14]. «Δηλαδή, δεν τα λέγω αυτά», λέγει, «για να σας ντροπιάσω». Αυτό που έκανε με τα λόγια ισχυρίζεται ότι δεν το έχει κάνει, μάλλον δε λέγει ότι το έχει κάνει μεν, αλλά όμως όχι με κακή διάθεση και εμπάθεια· διότι είναι άριστη η θεραπεία αυτή, δηλαδή, αφού είπε κανείς ό,τι θέλει, να προσθέσει την δικαιολόγηση της σκέψεώς του. Διότι, το να μην ομιλήσει δεν ήταν δυνατό, επειδή θα παρέμεναν αδιόρθωτοι, το να ομιλήσει όμως και να αφήσει πάλι ανίατη την πληγή θα ήταν φοβερό· για τον λόγο αυτόν απολογείται με σοβαρότητα. Και αυτό όχι μόνο δε ματαιώνει την τομή, αλλά την κάνει να πάει βαθύτερα στην πληγή, καθώς μετριάζει όλο τον πόνο· διότι εκείνος που άκουσε ότι τα λέγει αυτά όχι από διάθεση χλευασμού αλλά από αγάπη, δέχεται περισσότερο την διόρθωση.
    Και εδώ επίσης υπάρχει πολλή σοβαρότητα και ντροπή. Δηλαδή δεν είπε ως διδάσκαλος ούτε ως απόστολος, ούτε ως μαθητές που τους είχε- πράγμα το οποίο το άξιζε- αλλά «σας συμβουλεύω ως τέκνα μου αγαπητά»· και δεν τους ονόμασε απλώς τέκνα, αλλά ποθητά τέκνα. «Συγχωρήστε με», τους λέγει, «και αν έχω πει κάτι βαρύ, το είπα από αγάπη». Και δεν είπε «σας επικρίνω», αλλά «σας συμβουλεύω». Και ποιος δεν θα δεχόταν να ακούσει έναν πατέρα που στενοχωριέται και συμβουλεύει τα πρέποντα; Για τον λόγο αυτόν δεν είπε τούτο προηγουμένως, αλλά αφού τους επέπληξε. «Τι λοιπόν;», θα έλεγε κάποιος, «δεν ενδιαφέρονται για μας οι άλλοι διδάσκαλοι;». Δεν εννοώ τούτο, αλλά δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ. Αλλά τούτο μεν δεν το είπε αμέσως, το υποδήλωσε όμως με την ιδιότητα και το όνομα με το να χρησιμοποιήσει τις λέξεις «παιδαγωγόν» και «πατέρα».
     Καθόσον, λέγει: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας (:Ναι. Σας συμβουλεύω με πατρική λαχτάρα και στοργή· διότι εάν έχετε πάρα πολλούς παιδαγωγούς και διδασκάλους εν Χριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες)»[Α΄Κορ. 4,15]. Εδώ δεν υποδηλώνει το αξίωμα, αλλά το υπερβολικό μέγεθος της αγάπης. Και με το να προσθέσει το «ἐν Χριστῷ», δεν έθιξε εκείνους, αλλά και ενθάρρυνε αυτούς με το να ονομάσει όχι κόλακες, αλλά παιδαγωγούς εκείνους, οι οποίοι εργάζονταν με προθυμία και αναλάμβαναν τους κόπους· συγχρόνως υποδήλωσε και τη δική του φροντίδα. Και δεν είπε: «αλλά όμως δεν έχετε πολλούς διδασκάλους», αλλά είπε «δεν έχετε πολλούς πατέρες». Έτσι δεν ήθελε να αναφέρει το αξίωμά του ούτε να υπενθυμίσει ότι από αυτόν είχαν ωφεληθεί περισσότερο, αλλά, αφού συγχώρησε εκείνους για το ότι πολύ είχε κοπιάσει προς χάριν τους- διότι τέτοιος πρέπει να είναι ο παιδαγωγός- κρατεί για τον εαυτό του την υπερβολική αγάπη· διότι τέτοιος πρέπει να είναι ο πατέρας.
     Και δεν λέγει ότι «κανείς δεν σας αγαπά τόσο πολύ», πράγμα το οποίο θα ήταν ανεύθυνο, αλλά αναφέρει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα(:ένα και μόνο πνευματικό πατέρα έχετε, εμένα· διότι εγώ με το κήρυγμα του ευαγγελίου σάς γέννησα πνευματικά, με την χάρη που μου έδωσε η κοινωνία και η σχέση μου με τον Χριστό)».
    «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»· «δεν το θεωρώ έργο δικό μου». Πάλι πλήττει εκείνους οι οποίοι αποδίδουν σε αυτόν την επιτυχία της διδασκαλίας. «Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ (:εάν για άλλους δεν είμαι απόστολος τουλάχιστον όμως για εσάς είμαι απόστολος· διότι η σφραγίδα με την οποία πιστοποιείται επίσημα το αποστολικό μου αξίωμα, με την χάρη του Κυρίου,        τους οποίους οδήγησα στον Χριστό)»[Α΄Κορ. 9,2].
    Και πάλι λέγει «εγώ σας φύτευσα» και «εγώ σας γέννησα». Δεν είπε: «κήρυξα το Ευαγγέλιο σε σας», αλλά «εγώ σας γέννησα», χρησιμοποιώντας όρους της φύσεως. Δηλαδή, για ένα πράγμα φρόντιζε συνεχώς, να δείξει την αγάπη, την οποία έτρεφε για αυτούς. Δηλαδή, εκείνοι μεν, αφού σας παρέλαβαν από εμένα, συνέχισαν την καθοδήγησή σας· δηλαδή είπε «ως τέκνα», για να μην τονίσει ότι το είπε, για να τους κολακεύσει, αναφέρει και την αιτία: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ (:αφού λοιπόν είμαι πατέρας σας, σας παρακαλώ να γίνεστε μιμητές μου)» [Α΄Κορ.4,16] ·[πρβλ. και Α΄Κορ.11,1: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ (:να γίνεται μιμητές μου, όπως και εγώ έγινα μιμητής του Χριστού)»]. Πω πω, πόση είναι η παρρησία του διδασκάλου· πόσο σαφής είναι η εικόνα εφόσον και άλλους παρακαλεί γι’ αυτό! και δεν το κάνει αυτό από υπερηφάνεια αλλά δείχνει ότι είναι εύκολη η αρετή.
     «Μη μου πεις λοιπόν ότι δεν μπορώ να σε μιμηθώ, διότι εσύ είσαι ο δάσκαλος και μέγας’’. Η απόσταση μεταξύ μας δεν είναι τόσο μεγάλη όσο μεταξύ Χριστού και εμένα· και όμως εγώ μιμήθηκα Εκείνον». Όταν μεν γράφει προς τους Εφεσίους, δεν θέτει τον εαυτό του στο μέσο, αλλά κατευθείαν όλους αυτούς τους οδηγεί εκεί λέγοντας: «Γίνεσθε οὖν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά(:αφού λοιπόν ο Θεός σάς συγχώρεσε, να γίνεστε και εσείς μιμητές του Θεού ως παιδιά Του αγαπητά)»[Εφ.5,1]· εδώ όμως, επειδή απευθυνόταν προς αδύνατους στην πίστη, παρενέβαλε τον εαυτό του. Αλλά πάντως δείχνει ότι και έτσι είναι δυνατό να μιμηθούν τον Χριστό, διότι εκείνος που μιμήθηκε την ακριβή σφραγίδα, μιμήθηκε το πρωτότυπο.
   Ας δούμε λοιπόν πώς μιμήθηκε τον Χριστό ο απόστολος Παύλος· διότι η μίμηση αυτή δεν χρειάζεται χρόνους και τέχνη, αλλά μόνο διάθεση. Εάν δηλαδή εισέλθουμε σε εργαστήριο ζωγράφου, δεν θα μπορέσουμε να μιμηθούμε την εικόνα, ακόμη και αν την δούμε μύριες φορές· τούτον όμως μπορούμε να τον μιμηθούμε και μόνο εξ ακροάσεως. Θέλετε λοιπόν να φέρουμε τον πίνακα στο μέσο και σχεδιάσουμε επάνω σας την πολιτεία του Παύλου; Ας τεθεί λοιπόν εμπρός ο πίνακας που είναι πολύ λαμπρότερος από τις βασιλικές εικόνες. Αυτό λοιπόν που βρίσκεται εμπρός μας δεν είναι σανίδες κολλημένες ούτε ύφασμα τοποθετημένο επάνω σε αυτές, αλλά τούτο εδώ εμπρός μας είναι έργο Θεού, διότι είναι ψυχή και σώμα. Η ψυχή είναι έργο του Θεού, όχι ανθρώπων, όπως επίσης και το σώμα. Χειροκροτήσατε στο σημείο αυτό; Όμως δεν είναι εδώ καιρός για χειροκροτήματα, αλλά χρειάζεται να χειροκροτήσετε και να ποθήσετε με ζήλο τα εξής: Κατά πρώτον, η ύλη είναι κατώτερη, εφόσον είναι κοινή σε όλους. Μία ψυχή δηλαδή δεν διαφέρει καθόλου από άλλη ψυχή, επειδή είναι και αυτή ψυχή, αλλά η διάθεση δείχνει την διαφορά. Όπως ακριβώς δηλαδή ένα σώμα δεν διαφέρει από άλλο σώμα- διότι και αυτό είναι σώμα- αλλά είναι όμοιο το σώμα και του Παύλου και των πολλών ανθρώπων, και μάλιστα οι κίνδυνοι κάνουν αυτό λαμπρότερο από εκείνο, έτσι συμβαίνει και με την ψυχή.
     Ας τεθεί λοιπόν ενώπιόν μας ο πίνακας, η ψυχή του Παύλου. Αυτός ο πίνακας προηγουμένως ήταν μαυρισμένος, γεμάτος με αράχνες, διότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη βλασφημία. Όταν όμως ήλθε Εκείνος που μεταμορφώνει τα πάντα και είδε ότι ο Παύλος διαμορφώθηκε έτσι όχι από ραθυμία και μωρία, αλλά από απειρία και από έλλειψη ανθέων της ευσεβείας- διότι είχε μεν ζήλο, αλλά τα άνθη δεν είχαν χρώματα, εφόσον ο ζήλος του δεν ήταν κατ’ επίγνωση- του δίνει το άνθος της αληθείας, δηλαδή τη χάρη, και αμέσως έκανε βασιλική την εικόνα.
     Αφού δηλαδή έλαβε τα χρώματα και αφού έμαθε όσα αγνοούσε, δεν έχασε χρόνο, αλλά αμέσως αποδείχτηκε τεχνίτης άριστος. Και κατά πρώτον με το να κηρύττει τον Χριστό δείχνει ότι η κεφαλή του είναι βασιλική· έπειτα ότι και το υπόλοιπο σώμα ανήκει στην πολιτεία την ακριβή. Λοιπόν, οι μεν ζωγράφοι, αφού κλειστούν καλώς μέσα στην οικία τους με πολλή ησυχία και ακρίβεια εργάζονται όλο το έργο χωρίς να ανοίγουν σε κανένα τις θύρες· αυτός όμως, αφού τοποθέτησε τον πίνακα στο μέσο της οικουμένης και ενώ όλοι εναντιώνονταν, θορυβούσαν, προκαλούσαν ταραχή, ζωγράφιζε έτσι αυτήν τη βασιλική εικόνα χωρίς κανένα εμπόδιο. Για τον λόγο αυτό και έλεγε: «Γίναμε θέαμα στον κόσμο», στο μέσο της γης και της θάλασσας και του ουρανού και όλης της οικουμένης και του κόσμου και του αισθητού και του νοητού, καθώς ζωγράφιζε την εικόνα.
    Θέλετε να δείτε και τα υπόλοιπα μέρη αυτής κάτω από την κεφαλή; Ή θέλετε να αρχίσουμε από κάτω προς τα επάνω; Κοιτάξετε λοιπόν με θαυμασμό ένα χρυσό ανδριάντα, μάλλον δε πολυτιμότερο και από αυτόν, που θα έπρεπε να είχε στηθεί στον ουρανό, και όμως δεν είναι ντυμένος με μόλυβδο, ούτε τοποθετημένος σε έναν τόπο, αλλά τρέχει από την Ιερουσαλήμ μέχρι του Ιλλυρικού και στην Ισπανία, πηγαίνει και σε όλα τα μέρη της οικουμένης έρχεται σαν να έχει φτερά. Τι θα μπορούσε να υπάρξει ωραιότερο από αυτά τα πόδια, τα οποία βάδισαν σε όλη τη γη, που βρίσκεται κάτω από τον ήλιο; Αυτήν την ωραιότητα διακηρύσσει από την παλαιά εποχή και ο προφήτης λέγοντας:  «ὡς ὥρα ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὡς πόδες εὐαγγελιζομένου ἀκοὴν εἰρήνης(:όπως το έαρ επάνω στα όρη, όπως τα πόδια εκείνου ο οποίος σπεύδει να αναγγείλει το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης)»[ Ησ. 52,7]. Είδες γιατί είναι καλά τα πόδια;
      Θέλεις να δεις και το στήθος; Έλα εδώ να σου δείξω και τούτο και θα δεις ότι είναι πολύ λαμπρότερο από τους ωραίους αυτούς πόδες και από το ίδιο το στήθος του παλαιού νομοθέτου. Ο Μωυσής μεν βάσταζε λίθινες πλάκες, αυτός όμως είχε μέσα του τον ίδιο τον Χριστό, είχε την ίδια την εικόνα του βασιλέως και για τον λόγο αυτόν ήταν σεβαστότερος και από το ‘’Ιλαστήριον’’[:το κάλυμμα της Κιβωτού στα Άγια των Αγίων· βλ. Εξ.25,16: «καὶ ἐμβαλεῖς εἰς τὴν κιβωτὸν τὰ μαρτύρια, ἃ ἂν δῷ σοι καὶ ποιήσεις ἱλαστήριον ἐπίθεμα χρυσίου καθαροῦ, δύο πήχεων καὶ ἡμίσους τὸ μῆκος καί πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ πλάτος. (:Μέσα δε στην κιβωτό θα θέσεις αντικείμενα, που μαρτυρούν την Παρουσία μου και τα οποία Εγώ θα σου δώσω και θα κατασκευάσεις το σκέπασμα της κιβωτού, το ιλαστήριο, από καθαρό χρυσό. Θα έχει μήκος μεν δύο και ήμισυ πήχεις, πλάτος δε ένα και ήμισυ πήχυ)»... και Λευιτ. 16,2: «καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· λάλησον πρὸς Ἀαρὼν τὸν ἀδελφόν σου, καὶ μὴ εἰσπορευέσθω πᾶσαν ὥραν εἰς τὸ ἅγιον ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος εἰς πρόσωπον τοῦ ἱλαστηρίου, ὅ ἐστιν ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τοῦ μαρτυρίου, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται· ἐν γὰρ νεφέλῃ ὀφθήσομαι ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου(:και είπε ο Κύριος προς τον Μωυσή:· “πες στον αδελφό σου τον Ααρών να μην εισέρχεται κατά οποιανδήποτε ώρα και ημέρα στα Άγια των Αγίων, στο εσωτερικό του καταπετάσματος, ενώπιον του ιλαστηρίου, το οποίο βρίσκεται επάνω στην Κιβωτό του Μαρτυρίου, για να μη τιμωρηθεί με θάνατο. Διότι εγώ θα παρουσιάζομαι επί του ιλαστηρίου δια νεφέλης)»] και από τα Χερουβίμ· διότι από εκεί δεν προερχόταν τέτοια φωνή όπως από εδώ, αλλά η μεν φωνή εκείνων ομιλούσε κυρίως περί αισθητών πραγμάτων, η γλώσσα όμως του Παύλου ομιλούσε για τα ουράνια πράγματα· και η μεν φωνή που προερχόταν από το Ιλαστήριο δίδασκε τους Ιουδαίους μόνο, η φωνή όμως του Παύλου κήρυττε σε όλη την οικουμένη· εκείνη μεν η φωνή ομιλούσε με άψυχα μέσα, αυτή εδώ όμως η φωνή ομιλούσε με ενάρετη ψυχή.
    Τούτο το ιλαστήριο ήταν λαμπρότερο και από τον ουρανό, όχι διότι άστραπτε από την ποικιλία των άστρων ούτε από τις ηλιακές ακτίνες, αλλά διότι είχε τον ίδιο τον ήλιο της δικαιοσύνης που εξέπεμπε από εκεί τις ακτίνες. Και τούτον μεν τον ουρανό, εάν ποτέ τον καλύψει ένα σύννεφο, τον κάνει σκυθρωπότερο, εκείνο όμως το στήθος καμία τέτοια κακοκαιρία ποτέ δεν κατέλαβε· μάλλον όμως πολλές φορές πολλοί χειμώνες το έπληξαν το φως όμως δεν το επισκότισαν, αλλά μέσα στον πειρασμό και τους κινδύνους τούτο το φως έλαμπε ακτινοβόλο. Για τον λόγο αυτόν και ενώ ο ίδιος ήταν δεμένος με αλυσίδες φώναζε: «ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ' ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται(:για το οποίο Ευαγγέλιο κακοπαθώ μέχρι τα δεσμά σαν κακούργος, αλλά ο λόγος του Θεού δεν έχει δεθεί)» [Β΄Τιμ.2,9]. Έτσι πάντοτε με εκείνη τη γλώσσα εξέπεμπε τις ακτίνες και ούτε φόβος ούτε κίνδυνος έκανε σκυθρωπό το στήθος εκείνο. Ίσως φαίνεται ότι το στήθος είναι ανώτερο από τους πόδες, αλλά και εκείνοι ως πόδες είναι καλοί και τούτο ως στήθος είναι καλό.
     Θέλεις να δεις και κοιλία ωραία; Άκουσε τι λέγει περί αυτής: «διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω(:γι’ αυτό λοιπόν εάν αυτό που τρώω γίνεται αιτία σκανδάλου και αμαρτίας για τον αδελφό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιοδήποτε είδος κρέατος, για να μην σκανδαλίσω τον αδερφό μου. Και έρχομαι τώρα να σας δείξω ότι για τους αδύναμους αδελφούς έκανα και εξακολουθώ να κάνω θυσίες των δικαιωμάτων μου)» [Α΄Κορ.8,13].
      Επίσης σε άλλη επιστολή λέγει αντιστοίχως: «Καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ ἀσθενεῖ(:γι' αυτό, παρά την ελευθερία που έχουμε, καλό και προτιμότερο είναι να μη φας κρέατα και να μην πιεις οίνο και να μην κάνεις καμία πράξη, εξαιτίας της οποίας σκοντάφτει ή σκανδαλίζεται ή καταβάλλεται ο αδελφός σου)» [Ρωμ. 14,21]· και: «τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι(:τα φαγητά έχουν γίνει για την κοιλιά και η κοιλιά για τα φαγητά. Ο Θεός όμως θα καταργήσει στην άλλη ζωή και αυτά και εκείνα. Μπορείτε λοιπόν να τρώτε ότι θέλετε αρκεί μόνο να μην γίνεστε δούλοι του φαγητού και της κοιλιάς. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με την γενετήσια επιθυμία· διότι το σώμα δεν έχει γίνει για την πορνεία αλλά για τον Κύριο, για να Του ανήκει ως μέλος Του. Και ο Κύριος είναι για το σώμα για να ανήκει σε Αυτόν)» [Α΄Κορ.6,13].
     Τι θα μπορούσε να υπάρξει ωραιότερο από αυτήν την κοιλία, η οποία είχε ασκηθεί να παραμένει ήρεμη, έχει διδαχθεί όλη τη σωφροσύνη και η οποία γνώριζε και να πεινά και να λιμοκτονεί και να διψά; Όπως ακριβώς δηλαδή βαδίζει ένας πειθαρχημένος ίππος, αν του θέσουν χρυσά ηνία, έτσι και αυτή η κοιλία λειτουργούσε εύρυθμα, αφού νίκησε την ανάγκη που υπαγορεύει η φύση, διότι ο Χριστός βάδιζε μέσα σε αυτήν. Και εφόσον αυτή είχε τόση σωφροσύνη, ήταν ολοφάνερο ότι κατανικώνταν και όλα τα άλλα μειονεκτήματα.
    Θέλεις να δεις και τα χέρια όπως είναι τώρα; Ή θέλεις καταρχήν να θαυμάσεις τα κακά έργα αυτών των χεριών κατά το παρελθόν; Αυτός εισερχόμενος στις οικίες κατά το παρελθόν έσυρε άντρες και γυναίκες, διότι είχε χέρια, όχι ανθρώπου, αλλά κάποιου άγριου θηρίου. Όταν όμως έλαβε τα χρώματα της αλήθειας και την πνευματική εμπειρία, τα χέρια αυτά πλέον δεν ήσαν ανθρώπου, αλλά πνευματικά χέρια που καθημερινά ήσαν δεμένα με αλυσίδες· και δεν έπληξαν μεν κανένα, επλήγησαν όμως μύριες φορές. Ακόμη και έχιδνα σεβάστηκε κάποτε αυτά τα χέρια, διότι δεν ήσαν πλέον χέρια ενός απλού ανθρώπου· για τον λόγο αυτόν ούτε τα άγγιξε.
    Θέλεις να δεις και τα νώτα που ομοιάζουν με τα υπόλοιπα μέλη; Άκουσε τι λέγει και περί αυτών: «ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐῤῥαβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα(:από τους Ιουδαίους πέντε φορές μαστιγώθηκα με σαράντα παρά μία μαστιγώσεις κάθε φορά. Τρεις φορές χτυπήθηκα με ράβδους· μια φορά λιθοβολήθηκα· τρεις φορές ναυάγησα· επί ένα ημερονύκτιο έμεινα ναυαγός στη θάλασσα)» [Β΄Κορ.11,24-25].
     Αλλά για να μην πέσουμε και εμείς σε βυθό άπειρο και πάθουμε πολλά, ενώ εξετάζουμε ένα προς ένα τα μέλη του, εμπρός, αφού αφήσουμε το σώμα, ας δούμε άλλο κάλλος, το κάλλος των ενδυμάτων του, το οποίο ακόμη και οι δαίμονες το σεβάστηκαν· για τον λόγο αυτόν και αυτοί οι ίδιοι έφευγαν μακριά, και νοσήματα θεραπεύονταν. Και όπου τυχόν εμφανιζόταν ο Παύλος, τα πάντα υποχωρούσαν και τρέπονταν σε φυγή σαν να διερχόταν πλησίον τους ο άριστος της οικουμένης. Και όπως ακριβώς εκείνοι που δέχτηκαν πολλές πληγές σε πόλεμο αισθάνονται φρίκη, όταν δουν και το όπλο μόνο εκείνου που τους πλήγωσε, έτσι ακριβώς και οι δαίμονες· αν έβλεπαν και μόνο τη ζώνη του απομακρύνονταν.
    Πού είναι τώρα οι πλούσιοι, που υπερηφανεύονταν για τα χρήματά τους; Πού είναι όσοι απαριθμούσαν τα αξιώματα και τα πολυτελή τους ενδύματα; Αν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με αυτά, θα δουν ότι όλα τα δικά τους είναι πηλός και βούρκος. Και γιατί αναφέρω τα ενδύματα και τα χρυσά κοσμήματα, διότι αν κάποιος μου έδινε την εξουσία όλης της οικουμένης, θα θεωρούσα το νύχι και μόνο του Παύλου ισχυρότερο εκείνης της βασιλικής εξουσίας, την πενία του ισχυρότερη κάθε τρυφής, την αδοξία του ισχυρότερη κάθε δόξης, την γύμνωσή του ισχυρότερη κάθε πλούτου, το ράπισμα της ιερής εκείνης κεφαλής ισχυρότερο κάθε αφοβίας, τους λίθους τους οποίους δέχτηκε ισχυρότερους κάθε διαδήματος.
    Αυτόν τον στέφανο του αποστόλου Παύλου, αγαπητοί μου, ας ποθήσουμε και αν δεν συμβαίνει τώρα διωγμός, ας προετοιμάσουμε εν τω μεταξύ τους εαυτούς μας· διότι αυτός δεν αναδείχτηκε λαμπρός άντρας μόνο από τους διωγμούς, καθόσον μάλιστα έλεγε: «ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι(:αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, για να μην  αποδοκιμαστώ και αποδειχτώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία αυτοί πήραν το βραβείο)» [Α΄Κορ. 9,27]· πρβλ. Ρωμ.8,13-14:«εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε. ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ(:διότι, εάν ζείτε κατά τις επιθυμίες της σάρκας, μέλλετε να αποθάνετε τον αιώνιο θάνατο. Εάν όμως, με τις πνευματικές δυνάμεις που χαρίζει το άγιο Πνεύμα, αποστρέφεστε και νεκρώνετε τις κακές πράξεις του σώματος, θα ζήσετε αιωνίως πλησίον του Θεού· διότι, όσοι οδηγούνται και κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι οι πραγματικοί υιοί του Θεού)»· τούτο μάλιστα είναι δυνατόν να κατορθωθεί και χωρίς διωγμό.
    Προέτρεπε επίσης να μη φροντίζουμε για τη σάρκα έτσι ώστε να της αυξάνουμε τις επιθυμίες. Και πάλι έλεγε: «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα(:αν έχουμε λοιπόν διατροφές και σκεπάσματα, σε αυτά ας αρκεστούμε)» [Α΄Τιμ. 6,8]. Γι' αυτά δηλαδή δεν απαιτούνται διωγμοί. Και τους απόρους επίσης προσπαθούσε να τους σωφρονίσει λέγοντας: «οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν(:εκείνοι όμως που θέλουν να πλουτίζουν πέφτουν σε πειρασμό)»[Α΄Τιμ. 6,9]. Εάν λοιπόν και εμείς ασκήσουμε έτσι τους εαυτούς μας, αφού εισέλθουμε στον αγώνα, θα στεφανωθούμε και ενώ δεν είναι περίοδος διωγμού, θα λάβουμε πολλά βραβεία για τους εαυτούς μας· εάν όμως λιπαίνουμε το σώμα και ζούμε βίο χοίρων, ακόμη και σε περίοδο ειρήνης θα αμαρτήσουμε σε πολλά και θα καταισχυνθούμε.
     Δεν βλέπεις εναντίον ποιων είναι η πάλη μας; Εναντίον των ασωμάτων δυνάμεων. Πώς λοιπόν θα νικήσουμε αυτές, ενώ είμαστε σάρκες; Διότι εφόσον πρέπει να τρώγει με σωφροσύνη κάποιος, εάν παλεύει με ανθρώπους, πολύ περισσότερο, όταν παλεύει με δαίμονες. Όταν όμως εκτός της πολυσαρκίας είμαστε προσδεμένοι και στον πλούτο, πώς θα νικήσουμε τους αντιπάλους; Διότι ο πλούτος είναι δεσμά, δεσμά βαρέα για όσους δε γνωρίζουν να τον χρησιμοποιούν καλώς, τύραννος ωμός και απάνθρωπος, του οποίου όλα τα προστάγματα καταλήγουν στην καταστροφή των δούλων του.
     Αλλά εάν θέλουμε, θα ρίξουμε από τον θρόνο του τον πικρό αυτόν τύραννο και θα τον κάνουμε να υπακούει σε εμάς και όχι να μας διατάσσει. Πώς λοιπόν θα γίνει  αυτό; Όταν μοιράζουμε τον πλούτο σε όλους· διότι εφόσον είναι μόνος σε μεμονωμένους ανθρώπους, μηχανεύεται όλα τα κακά, όπως ένας ληστής, που βρίσκεται σε ερημικό τόπο· όταν όμως τον φέρουμε στο μέσο των ανθρώπων, δε θα μας νικά πλέον, διότι όλοι από παντού θα τον κρατούν δέσμιο.
     Και τα λέγω αυτά, όχι επειδή είναι αμαρτία τα χρήματα· αμαρτία είναι το να μη διανέμει κανείς αυτά στους πτωχούς κα το να μην κάνει καλή χρήση αυτών. Ο Θεός δηλαδή δεν έκανε τίποτε κακό, αλλά όλα τα έκανε πολύ καλά· επομένως και τα χρήματα είναι καλά, αλλά εάν δεν κυβερνούν τους κατόχους τους, εάν εξαφανίζουν την πενία των πλησίον. Δεν είναι δηλαδή φως καλό εκείνο που δεν εξαφανίζει το σκοτάδι, αλλά και το επιτείνει, και ούτε θα μπορούσα να ονομάσω «πλούτο» αυτόν που δεν εξαφανίζει την πενία, αλλά αυτόν που την αυξάνει· διότι ο αληθώς πλούσιος δεν ζητεί να λαμβάνει από άλλους, αλλά να βοηθεί άλλους· εκείνος πάλι που επιζητεί να λαμβάνει από άλλους, δεν είναι πλέον πλούσιος, αλλά ο ίδιος είναι ο πτωχός.
     Ώστε δεν είναι κακό τα χρήματα, αλλά η πενιχρή διάνοια, η οποία οδηγεί τον πλούτο σε πενία. Αυτού του είδους οι άνθρωποι, που είναι μέσα στα μεταξωτά και λαμπρά ενδύματα, είναι αθλιότεροι και από τους επαίτες των στενωπών, οι οποίοι έχουν ένα σάκο και σώματα ακρωτηριασμένα και περιβεβλημένα ράκη· αυτοί που περιπατούν με μεγαλοπρέπεια στην αγορά είναι δυστυχέστεροι από τους επαίτες εκείνους, οι οποίοι βαδίζουν στις συνοικίες, εισέρχονται στις αυλές των οικιών, φωνάζουν από κάτω και επαιτούν· διότι αυτοί μεν ανυμνούν τον Θεό και λέγουν λόγια ευσπλαχνίας και φιλοσοφίας πολλής, για τούτο και τους ευσπλαχνιζόμαστε και τους δίνουμε ελεημοσύνη και ουδέποτε τους κατηγορούμε. Εκείνοι όμως που πλουτίζουν κακώς εκστομίζουν λόγους ωμότητας και απανθρωπιάς, αρπαγής και σατανικής επιθυμίας, και για τον λόγο αυτόν είναι από όλους μισητοί και καταγέλαστοι.
    Πρόσεξε επίσης το εξής: Τι θεωρούν όλοι οι άνθρωποι ότι είναι αισχρό, το να ζητεί κανείς να λάβει από τους πλουσίους ή από τους απόρους; Νομίζω ότι στα πάντα είναι φανερό ότι είναι αισχρό να ζητεί κανένας να λάβει κάτι από τους απόρους συνανθρώπους του. Τούτο λοιπόν κάνουν οι πλούσιοι, διότι δεν θα τολμούσαν να προσέλθουν στους πλουσιότερους, ενώ οι επαίτες ζητούν ελεημοσύνη από τους εύπορους· διότι ο επαίτης δεν θα ζητήσει από τον επαίτη, αλλά από τον εύπορο, ενώ ο πλούσιος κατασπαράσσει τον πτωχό.
    Πες μου επίσης, τι είναι αξιοπρεπέστερο, το να λάβει κανείς κάτι από ανθρώπους με τη θέλησή τους, που χρεωστούν ευγνωμοσύνη ή το να αναγκάζει και να ενοχλεί ανθρώπους που δεν θέλουν να του δώσουν; Αλλά και τούτο το κάνουν οι πλούσιοι.  Οι μεν πτωχοί δηλαδή λαμβάνουν από ανθρώπους, οι οποίοι θέλουν να προσφέρουν και οι οποίοι χρεωστούν ευγνωμοσύνη, ενώ οι πλούσιοι λαμβάνουν από ανθρώπους που δεν θέλουν και είναι πρόθυμοι να δώσουν, πράγμα το οποίο είναι απόδειξη μεγαλύτερης πενίας. Εφόσον δηλαδή ούτε σε πρόγευμα θα ήθελε κανείς να πάει, εάν αυτός που τον καλούσε δεν αισθανόταν οικειότητα προς τον καλούμενο, πώς είναι καλό να λάβει κανείς χρήματα εκβιαστικά; Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν αποστρεφόμαστε τους σκύλους και δεν αποφεύγουμε εκείνους που γαυγίζουν, διότι με την πολλή επιμονή τους να μένουν πλησίον μας μάς εκβιάζουν;
    Αυτό το κάνουν και οι πλούσιοι. Αλλά είναι αξιοπρεπέστερο, η προσφορά να συνυπάρχει με φόβο. Τούτο όμως που συμβαίνει είναι το αισχρότερο όλων, διότι αυτός που κάνει τα πάντα, για να λάβει κάτι, δεν θα είναι ο γελοιωδέστερος  όλων; Και πράγματι, πολλές φορές από φόβο προς τους σκύλους εγκαταλείψαμε ό,τι έχουμε μαζί μας. Πες μου επίσης τι είναι αισχρότερο, να ζητεί να λάβει κάποιος περιβεβλημένος ράκη ή φορώντας μεταξωτά ενδύματα; Όταν δηλαδή κάποιος πλούσιος περιποιείται πτωχούς γέροντες, για να λάβει την περιουσία τους, ενώ εκείνοι έχουν δικά τους παιδιά, είναι άξιος καμίας συγνώμης; Και αν θέλετε, ας εξετάσουμε και τα ίδια τα λόγια, τι λέγουν οι πλούσιοι, όταν επαιτούν, και τι λέγουν οι πτωχοί.
    Τι λέγει λοιπόν ο πτωχός; Λέγει ότι εκείνος που δίδει ελεημοσύνη ποτέ δεν θα στερηθεί ό,τι δίδει από αυτά που του χάρισε ο Θεός, ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και ότι θα του ανταποδώσει περισσότερα· και όλα αυτά είναι λόγια φιλοσοφίας και παραινέσεως καις συμβουλής, διότι σε βοηθεί να δεις προς τον Κύριο και σου αφαιρεί τον φόβο της μελλούσης πενίας· επομένως είναι δυνατόν κανείς να δει πολλή διδασκαλία στα λόγια των επαιτών.
     Τι είδους όμως είναι τα λόγια των πλουσίων; Είναι λόγια χοίρων και σκύλων και λύκων και των άλλων θηρίων. Δηλαδή, άλλοι μεν από αυτούς συνεχώς συζητούν περί τραπεζών και τροφών και καρυκευμάτων και οίνου πάσης προελεύσεως και περί μύρων και ιματίων και της άλλης ασωτίας, άλλοι δε συζητούν περί τόκων και δανεισμών και επινοούν την ύπαρξη βιβλίων λογαριασμών και αναφέρουν αφόρητο όγκο χρεών, τα οποία κληρονόμησαν από τους πατέρες ή παππούδες τους, και έτσι αφαιρούν από άλλον μεν την οικία του, από άλλον τον αγρό του, από άλλον τον δούλο του και όλα τα υπάρχοντά του.
     Τι να αναφέρει κανείς τις διαθήκες, οι οποίες έχουν γραφεί με μαύρο αίμα; Αφού δηλαδή παρουσιάσουν ότι διατρέχουν αφόρητο κίνδυνο ή αφού καταγοητεύσουν με μερικές μικρές υποσχέσεις, όσους δουν να έχουν μικρή περιουσία, συνήθως τους πείθουν να αδιαφορήσουν μεν για όλους τους συγγενείς τους, που πολλές φορές υποφέρουν από πενία, και αντί εκείνων να κληροδοτήσουν σε αυτούς την περιουσία τους. Αυτά λοιπόν ποιων θηρίων μανία και αγριότητα δεν κρύπτουν;
     Για τούτο, σας παρακαλώ, ας αποφύγουμε κάθε πλούτο αυτού του είδους, που είναι αισχρός και γεμάτος από φόνους και ας αποκτήσουμε τον πνευματικό πλούτο και ας επιζητήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών· διότι εκείνοι που έχουν αυτούς, εκείνοι είναι οι πλούσιοι, εκείνοι είναι οι εύποροι που απολαμβάνουν όλων των αγαθών και της επιγείου και της αιωνίου ζωής. Εκείνος δηλαδή που θέλει να είναι πτωχός κατά τον λόγο του Θεού βρίσκει ανοικτές τις οικίες όλων· διότι σε εκείνον, ο οποίος δεν έχει τίποτε χάριν του Θεού, ο καθένας είναι δυνατόν να προσφέρει τα υπάρχοντά του· για εκείνον όμως ο οποίος θέλει να έχει με αδικία έστω και ολίγα, συνήθως κλείνονται οι θύρες όλων.
    Για να αποκτήσουμε λοιπόν και τα επίγεια και τα ουράνια αγαθά, ας προτιμήσουμε τον σταθερό πλούτο, την αθάνατη ευπορία· μακάρι όλοι εμείς να την αποκτήσουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
            ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
              επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος