Η έμπρακτη διδασκαλία της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου για τα μυστήρια των Οικουμενιστών




        Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑορτάζει σήμερα καὶ τιμᾶ τοὺς Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μίας σπουδαιοτάτης Συνόδου, ἡ ὁποία διατύπωσε τὴν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
        Ἡ θεολογία τῆς Συνόδου ἔχει ἄλλοτε παρουσιασθεῖ, καὶ παρότι εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρος, σήμερα θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μία ἄλλη διδασκαλία τῆς Συνόδου, ἐπειδὴ σὲ κάθε ἐποχὴ πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τὴν διδασκαλία ἐκείνη, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει τὰ προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τοὺς πιστοὺς αὐτὴ τὴ συγκεκριμένη στιγμή.

Καὶ σήμερα στὴν Ἐκκλησία διακινεῖται μία ἐπικίνδυνη θεωρία, ποὺ ἤδη ἔχει διχάσει τοὺς πιστούς, ἔχει σκληρύνει τὶς καρδιὲς εἰς τρόπον νὰ ἀποφεύγουν οἱ ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ μὲν τοὺς δέ! Συμβαίνει δὲ τὸ ἐκπληκτικό, μερίδα τῶν «ἀντὶ-Οἰκουμενιστῶν», νὰ ἔχουν κοινωνικὲς (ἐνίοτε καὶ ἐκκλησιαστικές) σχέσεις μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἐνῶ ἀποφεύγουν καὶ ἐπιδεικνύουν σκληρότητα στοὺς πιστοὺς ποὺ συναγωνίζονται ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Σημεῖα τῶν καιρῶν!
Ἡ θεωρία αὐτὴ εἶναι ἡ θεωρία περὶ «ἀκύρων μυστηρίων» τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων,  πρὶν αὐτοὶ καταδικαστοῦν ἀπὸ Σύνοδο! Δηλαδή, ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰγνάτιος, ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος καί, βέβαια, ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος (καὶ ὅσοι τοὺς μνημονεύουν καὶ κοινωνοῦν μαζί τους) δὲν ἔχουν -σύμφωνα μ αὐτ τ θεωρία- ἱερατικὴ ἐξουσία, δὲν τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια!
Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι μόνο οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοὶ κι ὅσοι μετὰ τὴν καταδίκη τους ἀκολουθοῦν, ἐκεῖνοι μόνο δὲν ἔχουν μυστήρια, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, θὰ ὑπῆρχε τεράστια σύγχυση στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ποιός ἔχει μυστήρια καὶ ποιός ὄχι. Γι’ αὐτὸ σοφὰ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει καθορίσει τὴν διακοπὴ μνημοσύνου καὶ τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς παραπάνω συγχρόνους  αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους (καὶ ὅλους τους αἱρετικούς), ὥστε αὐτοὶ νὰ ἀπομονώνονται καὶ νὰ μὴ μᾶς μολύνουν.
Εἶναι ἐπίκαιρο, λοιπόν, νὰ παρουσιάσουμε τὸ πῶς ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀντιμετώπισε ἕναν μὴ καταδικασμένο αἱρετικό, τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκορο, διότι οἱ ὀπαδοὶ τῶν ἀκύρων μυστηρίων, θέλουν νὰ μᾶς τρελάνουν καὶ ἐπιφέρουν σύγχυση καὶ διχόνοια στοὺς πιστούς, ἀντὶ γιὰ ἑνότητα καὶ ὁμοψυχία!


Οἱ Ἅγιοι Πατέρες (ἐκτὸς τῶν ἄλλων) μᾶς διαφωτίζουν γιὰ τὸν χρόνο ἀπωλείας τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης τῶν αἱρετικῶν. Οἱ αἱρετικοί –συγκεκριμένα ἐδῶ ὁ Διόσκορος– εἶναι ὑπόδικος στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλά, μέχρι τὴν καθαίρεσή του ἔχει τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Διότι ἂν δὲν τὸ εἶχε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ, μιᾶς καὶ τὸ μὴ ὑπαρκτὸν δὲν δύναται νὰ ἀφαιρεθεῖ.
Παρατηροῦμε, λοιπόν, στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι ὁ αἱρετικὸς Διόσκορος ποὺ ἦταν καὶ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 (ἀντίστοιχος τοῦ Βαρθολομαίου τῆς Κολυμπαρίου Συνόδου τῆς Κρήτης καὶ ὅσων τὸν ἀκολουθοῦν) ἀρχικὰ περιλαμβάνεται στὸ κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μετὰ τὸν Ἀνατόλιο Κων/πόλεως καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.
Δηλαδὴ ἡ Σύνοδος, πρὶν ἀρχίσει τὸ δικαστικό-νομοθετικό της ἔργο, ἀποδέχεται τὸν Διόσκορο σύμφωνα μὲ τὰ ἰσχύοντα γιὰ τοὺς μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς. Τὸν δέχεται σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ ποὺ ὑπάρχει στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ὅτι κάποιος αἱρετικὸς καθαιρεῖται καὶ παύει νὰ εἶναι ἱερωμένος, ἀφοῦ πρῶτα ἀπολογηθεῖ καὶ κριθεῖ ἔνοχος ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο, δηλαδὴ τὴ Σύνοδο κι ὄχι αὐτόματα.
Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά:
«Ἀρχὴ τῆς συνόδου Χαλκηδόνου
Ὑπατείᾳ τοῦ δεσπότου ἡμῶν Μαρκιανοῦ…, καὶ Ἀνατολίου τοῦ ὁσιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλωνύμου πόλεως Κων/πόλεως Νέας Ρώμης καὶ Διοσκόρου τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας, καὶ τῶν λοιπῶν…».
Συνεχίζεται στὰ Πρακτικὰ ἡ παράθεση τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν μαγίστρων, ἐπάρχων, ὑπάτων, Ἐπισκόπων (πάνω ἀπὸ 680 περίπου πρόσωπα). Μόλις τελειώνει ὁ μακρὺς αὐτὸς κατάλογος στὰ πρακτικὰ μὲ τὰ ὀνόματα, κάθονται στὰ ἀριστερ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ρώμης Λέοντος, ὁ Κων/πόλεως Ἀνατόλιος, ὁ Ἀντιοχείας Μάξιμος… καὶ οἱ λοιποὶ τῶν «εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων τῆς τε Ἀνατολικῆς καὶ Ποντικῆς καὶ Ἀσιανῆς καὶ Θρακικῆς…, ἐκ δὲ τοῦ δεξιοῦ αὐτῶν μέρους καθεσθέντων Διοσκόρου τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰουβεναλίου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων…».
Κι ἀφοῦ ὅλοι ἔλαβαν τὴν θέση τους ὡς Ἐπίσκοποι, καὶ ὁ Διόσκορος μὲ τοὺς ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 ἔγιναν δεκτοὶ ὡς κανονικοὶ Ἐπίσκοποι, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα Λέοντος, ὀνόματι Πασχασῖνος, δηλώνει ὅτι ἔχει ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα νὰ ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν αἴθουσα, ἂν παρέμενε στὶς θέσεις τῶν συνοδικῶν κριτῶν ὁ Διόσκορος, διότι ο Διόσκορος είναι …ήδη καθηρημένος από τον Πάπα!

Καὶ προσέξτε ὅτι ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μαθαίνει ὅτι εἶναι ἤδη καθαιρεμένος ἀπὸ τὸν Πάπα ὁ Πατριάρχης Διόσκορος, ὅτι πρεσβεύει αἵρεση κατεγνωσμένη ἀπὸ Σύνοδο, καὶ ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ τὸν δέχεται ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο, διότι δὲν ἰσχύει ἡ καθαίρεσή του ἀπὸ ἄλλη τοπικὴ Ἐκκλησία, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν δική του Σύνοδο ἢ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο!!! Δηλαδὴ οἱ ὀπαδοὶ τῶν ἀκύρων μυστηρίων, παναλαμβάνω, θέλουν νὰ μᾶς τρελάνουν καὶ ἐπιφέρουν σύγχυση καὶ διχόνοια στοὺς πιστούς, ἀντὶ γιὰ ἑνότητα καὶ ὁμοψυχία!

Οἱ διεξάγοντες τὶς συζητήσεις τῆς Συνόδου ἄρχοντες παρενέβησαν καὶ κάλεσαν τὸν Διόσκορο νὰ σταθεῖ στὸ κέντρον τῆς αἰθούσης (P.G. 147, 85C), «ὡς μὴ ἔχων δικαίωμα ψήφου» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α΄, 2015, σελ. 642), ἀφοῦ κατηγορεῖται ἀπὸ ἄλλα μέλη τῆς Συνόδου, καὶ ἀρχίζει ἡ ἐξέτασις, γιὰ τὸ ποιὰ κατηγορία ὑπάρχει γιὰ τὸν Διόσκορο.
«Οἱ ἐνδοξότατοι ἄρχοντες καὶ περιφανέστατοι συγκλητικοὶ εἶπον· Ποία γὰρ εἰδικὴ μέμψις ἐπάγεται Διοσκόρῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ;». Τὸν λόγο ζήτησε καὶ πῆρε ὁ Δορυλαίου Εὐσέβιος ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων εἶπε: «Ἠδίκημαι παρὰ Διοσκόρου· ἠδίκηται ἡ πίστις» (P.G. 147, 85C). «Εὐσέβιος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος τῆς Δορυλαέων πόλεως (εἶπε): «…ὁ χρηστὸς Διόσκορος παρ’ οὐδὲν θέμενος τὸν τοῦ δικαίου λόγον καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον, ὁμόδοξος ὢν καὶ ὁμόφρων Εὐτυχοῦς τοῦ ματαιόφρονος καὶ αἱρετικο… τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς …ἐβεβαίωσεν… δεόμεθα καὶ προσπίπτομεν τῷ ἡμετέρῳ κράτει θεσπίσαι τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Διόσκορον ἀπολογήσασθαι τοῖς παρ’ ἡμῶν αὐτῷ ἐπαγομένοις…, δι ὧν δυνάμεθα ἀποδεῖξαι αὐτὸν καὶ ἀλλότριον ὄντα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ αἵρεσιν ἀσεβείας πεπληρωμένην κρατύναντα καὶ ἀδίκως ἡμᾶς καθελόντα» (T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,1, page 66, line 20).
Βλέπουμε λοιπόν, ἀπὸ πολλὰ σημεῖα τῶν Πρακτικῶν ὅτι τὸν Διόσκορο, ποὺ ἦταν ἀποδεδειγμένα αἱρετικός, καὶ μάλιστα αἱρεσιάρχης, καὶ ἡ αἵρεση ποὺ κήρυττε ἦταν κατεγνωσμένη («ἐξ ἀρχῆς παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἀπεκηρύχθη»), καὶ κυρίως ἦταν ὁ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου ποὺ εἶχε ἀναγνωρίσει συνοδικὰ τὶς κακοδοξίες, ἡ Σύνοδος τὸν ἀποδέχεται ὡς Ἐπίσκοπο καὶ τὸν δικάζει μέν, ἀλλ’ ὡς Ἐπίσκοπο μὲ ἔγκυρα μυστήρια, καθώς προσφωνεται «εὐλαβέστατος καὶ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος». Κα οἱ Πατέρες δν ἔλεγαν ἄλλα κι ἄλλα ἐννοοῦσαν.
Καὶ ἀφοῦ κατετέθηκαν στὴ Σύνοδο καὶ περιεγράφησαν καὶ οἱ κακοδοξίες καὶ οἱ ληστρικοὶ τρόποι ποὺ ἐπέδειξε στὴν Ληστρικὴ Σύνοδο ὁ Διόσκορος (P.G. 147, 89), οἱ διευθύνοντες τὴν Σύνοδο «ἐνδοξότατοι ἄρχοντες» εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ ἐπιβάλει ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων «στὸν Διόσκορο τὸν εὐλαβέστατο ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἰουβενάλιον τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Ἱεροσολύμων… (σ.σ.: ἀναφέρονται καὶ ἄλλα ὀνόματα Ἐπισκόπων) «τοὺς ἐξουσίαν ἐσχηκότας καὶ ἐξάρχοντας τῆς τότε συνόδου, ἐκπεσεῖν διὰ τῆς ἱερᾶς ταύτης συνόδου, κατὰ τοὺς κανόνας, τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος…» (P.G. 147, 92CD).
Στὴ συνέχεια τῆς διαδικασίας, βέβαια, ὡς γνωστὸν ἡ πλάστιγγα ἔγειρε ἐναντίον τοῦ Διοσκόρου, ἀφοῦ κατεδείχθησαν οἱ πλάνες του καὶ ἡ ἀνυπακοή-περιφρόνηση τῆς Συνόδου, καὶ ἡ ποινὴ ποὺ προβλεπόταν ἦταν ἡ καθαίρεση.
Ἐπειδὴ ὁ Διόσκορος ἀντελήφθη ὅτι ἐπίκειται ἡ καθαίρεσή του δὲν ξαναεμφανίστηκε στὴ Σύνοδο.
«Πασχασῖνος ὁ ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἐπειδήπερ οὐχ ὁρῶμεν παρόντα Διόσκορον τὸν Ἀλεξανδρείας ἁγιώτατον ἐπίσκοπον…» (T.LG., ὅπ. παρ. Tomëvolumëpart 2,1,2, page 9, line 39).
Ἡ Σύνοδος τὸν καλεῖ τρεῖς φορές, πάντα ἀποκαλώντας τον ἐπίσκοπο:
«Ἡ Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῷ θεοφιλεστάτῳ ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρέων Διοσκόρῳ…» (T.LG., ὅπ. παρ., page 12, line 31).
Καὶ στὴν 3η πρόσκληση:
«Ἡ Ἁγιωτάτη καὶ Οἰκουμενικὴ μεγάλη Σύνοδος τῷ ὁσιωτάτῳ ἐπισκόπῳ Διοσκόρῳ…». (T.LG., ὅπ. παρ. page 25, line 7).
Ἀφοῦ ὁ Διόσκορος ἐπέλεξε νὰ μὴν προσέλθει, οἱ συνοδικοί, ἔχοντες ἀποκτήσει ἰδίαν γνώμην γιὰ τὰ ὅσα «τετόλμηκε» ὁ Διόσκορος καὶ διότι ἀγνόησε τὴν Σύνοδο, τὸν καθαίρεσε, καὶ τώρα πλέον, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ ἐπίσκοπο, ἀλλ’ ἁπλῶς Διόσκορον!
«Ἀνατόλιος ἐπίσκοπος τῆς βασιλευούσης Κων/πόλεως νέας Ρώμης εἶπεν· …σύμψηφος κἀγὼ γίνομαι ἐπὶ τῇ καθαιρέσει Διοσκόρου τοῦ γενομένου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἑαυτὸν πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας ἀλλότριον ἀποδείξαντος» (T.LG., ὅπ. παρ., page 29, line 21).
Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά:
«Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος … Διοσκόρῳ.
Γίνωσκε σαυτὸν διὰ τὴν κατὰ τῶν θείων κανόνων ὑπεροψίαν καὶ διὰ τὴν ἀπείθειάν σου τὴν περὶ τὴν ἁγίαν ταύτην καὶ οἰκουμενικὴν σύνοδον …καὶ τοῖς ἄλλοις σου πλημμελήμασιν… Ὀκτωβρίου μηνὸς τοῦ ἐνεστῶτος τρισκαιδεκάτῃ (σ.σ.: δηλ. τὴν 13η Ὀκτωβρίου τοῦ 451 μ.Χ.) παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου καθαιρεῖσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ ὑπάρχειν ἀλλότριον» (T.LG., ὅπ. παρ., page 41, line 33, σελ. 229-230).
Ἀπὸ τὰ παραπάνω συμπεραίνει κανεὶς ξεκάθαρα μέχρι πότε ἴσχυε καὶ ἀπὸ πότε ἔπαψε νὰ ὑπάρχει τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ τὰ μετ’ αὐτοῦ σχετικὰ Μυστήρια.
Σύνοδος λοιπόν, ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ αἴρει τὸ χάρισμα τοῦ τελεῖν μυστήρια ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ τὸ εἶχε δώσει κατὰ τὴν χειροτονία ὑπὸ τριῶν τουλάχιστον Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι χειροτονοῦν συνοδικά.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν Πρακτικῶν· ὅταν κάποιοι Ἀρχιμανδρῖτες παρουσιάστηκαν στὴν Σύνοδο γιὰ νὰ παρακαλέσουν ὑπὲρ τοῦ Διοσκόρου καὶ εἶπαν μεταξὺ ἄλλων: «…δεόμεθα τῆς ἁγιωσύνης ἡμῶν πάντα ἀκολούθως προβῆναι καὶ παρεῖναι κατὰ τὸ συνέδριον τοῦτο τὸν ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον Διόσκορον…», μόλις ἄρχισαν νὰ λένε αὐτά, τοὺς διέκοψαν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου, φο θεώρησαν ς βριν πρς τν Σύνοδο τν ατηση πανεξέταση τς ποφάσεώς της ς πρς τν καθαίρεση το Διοσκόρου, πόφαση πο θεωρον ς πόφαση το διου το Χριστο:
«…οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν Ἀνάθεμα Διοσκόρῳ. Διόσκορον ὁ Χριστὸς καθεῖλεν. Τούτους ἔξω βάλε. ἆρον ὕβριν τῆς συνόδου… Τῶν δεήσεων τούτων οὐκ ἔστι τῆς συνόδου ἀκοῦσαι. Τὸν καθαιρεθέντα παρὰ πάσης ὁμοῦ τῆς συνόδου ἐπίσκοπον ἐτόλμησαν ὀνομάσαι· οἱ κανόνες διὰ τί πατοῦνται;» (T.L.G., ὅπ. παρ., page 117, line 9, σελ. 300).
«Πρόθεμα κατὰ Διοσκόρου
Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ θεοφιλεστάτων… Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον ὡς μετὰ τὴν ἐκ τῶν θείων κανόνων τῆς ἱερωσύνης ἀφαίρεσιν Διόσκορος ὁ γενόμενος τῆς Ἀλεξανδρείας μεγαλοπόλεως ἐπίσκοπος ἐπιχειρήσας διαθρυλεῖν αὖθις ἀπολαβεῖν τὴν ἱερωσύνην, ἣν πρότερον ἔχων οὐκ εἰς θεραπείαν τοῦ δεδωκότος Χριστοῦ, ἀλλ’ εἰς ἀδικίαν καὶ λύμην τῶν θείων κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ταύτῃ ἀπεχρήσατο. ἵνα τοίνυν ἅπαντες οἱ τῆς εὐαγοῦς πίστεως τρόφιμοι ἀναμφίβολον ἔχητε τὴν ἔνδικον ἐπ’ αὐτῷ παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς καθαιρέσεως ψῆφον, τόδε τὸ γράμμα ἐδικαιώσαμεν προτεθῆναι διασημαίνοντες ὡς ὁ παρὰ τοῦ δεσπότου Θεοῦ καὶ παρὰ τοσαύτης πληθύος ἐπισκόπων δι’ ὧν ἀσύγγνωστα δέδρακεν, τῆς κατὰ τὴν ἱερωσύνην χάριτος ἀφαιρεθεὶς οὐδεμίαν τὸ σύνολον ἔχει ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα ὡς μετὰ τῆς αὐτοῦ ἀποβολῆς παυσαμένων καὶ τῶν σκανδάλων. Πεπλήρωται ἡ β΄ πρᾶξις τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων» (T.LG., ὅπ. παρ., page 42, line 20, σελ. 230).

κ τούτων καθίσταται φανερὸ ὅτι καθαίρεση ἀπὸ τὴν Σύνοδο σημαίνει ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης. Ἄρα δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἐπίσκοπος καὶ νὰ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια ὁ Διόσκορος πρὶν τὴν καθαίρεσή του. Ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη ἡμέρα, ὅμως, τῆς καθαιρέσεώς του, καθότι ἡ Ἐκκλησία ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης τοῦ τὸ ἀφαίρεσε, δὲν καλεῖται ὁ Διόσκορος ἐπίσκοπος. Πρέπει βέβαια νὰ ἐπαναληφθεῖ πώς, τὸ ὅτι δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ, δὲν σήμαινε ὅτι δὲν ἦταν αἱρετικός, ὅτι δὲν μόλυνε τοὺς πιστοὺς μὲ τὴν διδασκαλία του. Καὶ αἱρετικὸς ἦταν καὶ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως μετέδιδε «ὡς πανοῦκλαν» (κατὰ τὸν ἅγιον Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη) καὶ διὰ τοῦτο ὄφειλαν οἱ πιστοὶ νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς «ἀπὸ ὄφεως», ὅπως ὀφείλουν καὶ σήμερα, ἀπὸ τοὺς συγχρόνους αἱρετικοὺς νὰ ἀπομακρύνονται, διότι εἴτε εἶναι καταδικασμένος ὁ αἱρετικός, εἴτε δὲν εἶναι καταδικασμένος, ἡ ζημιὰ ποὺ προκαλεῖ στοὺς πιστοὺς καὶ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, εἶναι μεγάλη.
Ἐδῶ πρέπει νὰ μνημονεύσουμε πάλι, τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς χειροτονίας ἀπὸ τὸν Διόσκορο, τοῦ ἁγίου Ἀνατολίου, ὁ ὁποῖος «ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο παρόντος καὶ Εὐτυχοῦς» τοῦ αἱρεσιάρχου (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). «Ἐχειροτόνησε δὲ τὸν Ἀνατόλιον ὁ Διόσκορος, ὅτε δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ εἰσέτι, ἤτοι μετὰ τὴν ἐν Ἐφέσῳ ληστρικὴν Σύνοδον καὶ πρὸ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἥτις καθήρεσε καὶ τὸν Διόσκορο καὶ τὸν Εὐτυχῆ» (Θ.Η.Ε. τ. 2, σ. 642). «Καὶ τότε ἐξεδηλώθη ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀντίδρασις κατὰ τῆς χειροτονίας ταύτης» (ὅπ. παρ. και Μ. 6, 44). «Ἀλλ’ ὅμως ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐδέχθη τὸν Ἀνατόλιον ὡς ἔξαρχον αὐτῆς» (Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 6, 565). «Ἡ δὲ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ τοῦτον ὡς Ἅγιον τὴν 3ην Ἰουλίου μηνός».
«Τί λέγετε περὶ ᾽Ανατολίου; οὐχὶ ἔξαρχος τῆς ἁγίας τετάρτης συνόδου ἐγεγόνει; καὶ ἰδοὺ ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο παρόντος καὶ Εὐτυχοῦς. καὶ ἡμεῖς γοῦν δεχώμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ὡς καὶ ᾽Ανατόλιος ἐδέχθη. καὶ αὖθις ἀληθῶς φωνὴ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι οὐκ ἀποθανοῦνται τέκνα ὑπὲρ πατέρων, ἀλλ' ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται, καὶ ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία» (Μansi 12, 1042).

Γιά περισσότερα εδώ.