Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ζ΄ μέρος
ΕΓΚΥΡΑ καὶ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Ζ΄ μέρος
ΕΓΚΥΡΑ καὶ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Συνέχεια Γ΄ και Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, περίπτωση Διοσκόρου
Συνεχίζουμε μὲ Κανόνες καὶ ἀποφάσεις τῆς Γ΄ καὶ Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στὸν πρῶτο Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαβάζουμε:
«Ἐπειδὴ
ἐχρῆν καὶ τοὺς ἀπολειφθέντας τῆς ἁγίας συνόδου, καὶ μείναντας κατὰ χώραν, ἢ
πόλιν, διά τινα αἰτίαν, ἢ ἐκκλησιαστικήν, ἢ σωματικήν, μὴ ἀγνοῆσαι τὰ ἐν αὐτῇ
τετυπωμένα, γνωρίζομεν τῇ ὑμετέρᾳ ἁγιότητι καὶ ἀγάπη, ὅτι περ, εἴ τις
μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας, ἀποστατήσας τῆς
ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου,
προσέθετο τῷ τῆς ἀποστασίας συνεδρίῳ (ἐνν. τὴν
Σύνοδο τοῦ Ἰωάννου Αντιοχείας ποὺ ἀντετέθη στὴν Γ΄ Οἰκουμενική), ἢ μετὰ
τοῦτο προστεθείη, ἢ τὰ Κελεστίου ἐφρόνησεν, ἢ φρονήσει, οὗτος κατὰ τῶν τῆς
ἐπαρχίας ἐπισκόπων διαπράττεσθαί τι οὐδαμῶς δύναται, πάσης ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος, καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχων. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς τοῖς
τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόποις, καὶ τοῖς πέριξ μητροπολίταις, τοῖς τὰ τῆς ὀρθοδοξίας
φρονοῦσιν, ὑποκείσεται
εἰς τὸ πάντη καὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπισκοπῆς ἐκβληθῆναι».
Ὁ πρῶτος Κανόνας, λοιπόν, τῆς Γ΄ Συνόδου ὁμιλεῖ γιὰ συγκεκριμένα γεγονότα καὶ διδάσκει ὅτι
ὅποιος μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐχωρίσθη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο
Σύνοδο καὶ ἑνώθηκε μὲ τοὺς καταδικασθέντας
αἱρετικούς (Νεστόριο, Κελέστιο κ.λπ.), ἢ φρονεῖ ὅσα αὐτοὶ κακόδοξα
φρονοῦν, ἢ μετὰ ταῦτα ἑνωθεῖ μὲ αὐτούς, αὐτὸς θεωρεῖται ἐκβεβλημένος καὶ ἀνενέργητος, γιατὶ ἑνωθεὶς ἢ
φρονῶν τὰ κακόδοξα φρονήματα τῶν καταδικασμένων αἱρετικῶν, ἀπὸ μόνος του
ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, παρότι ἐγνώρισε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, «ἔγινε ἀπόβλητος
ἀπὸ τὴν Σύνοδο» τεθεὶς σὲ ἀργία (Πηδάλιο, σελ. 171,
ἑρμηνεία Α΄ Κανόνος).
Ὡς ἐκ
τούτου –συνεχίζει ἑρμηνεύων ὁ ἅγιος Νικόδημος– νὰ μὴ φοβοῦνται οἱ Ἐπίσκοποι καὶ
οἱ πιστοὶ ἂν «πράξῃ τι κακὸν κατ’ αὐτῶν» ὁ ἱερωμένος ποὺ
εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς καταδικασμένους αἱρετικούς· διότι δὲν ἔχει καμιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία «μὲ τὸ νὰ
ἔγινε ἀπόβλητος ἀπὸ τὴν Σύνοδον ταύτην
κάθε ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ ἱεροπραξίας». Αὐτὸς δέ, μπορεῖ νὰ
ἀποστερεῖται τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ, ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους: «μὲ τὸ νὰ
ἔχῃ νὰ
γίνεται πάντη ἀπόβλητος εἰς τὸ ἑξῆς τοῦ τῆς
Ἐπισκοπῆς βαθμοῦ, καὶ ἀπὸ
αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους,
καὶ τοὺς πέριξ ὄντας Μητροπολίτας» (Πηδάλιο, σελ. 170-171).
Μήπως ἐδῶ θὰ βοηθοῦσε,
θὰ φώτιζε περισσότερο τὴν κατανόηση τοῦ θέματος ὁ ΙΕ΄ Κανόνας; Πράγματι ὁ Κανόνας
μιλᾶ γιὰ ἀποτείχιση ἀπὸ «κατεγνωσμένη αἵρεση ἀπὸ Συνόδων ἢ Πατέρων». Καὶ παρ’ ὅτι
μιλᾶ γιὰ κατεγνωσμένη αἵρεση θεωρεῖ τὸν Ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀποτειχίζεται
κανείς, ὡς πρόεδρο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ μὴ κατεγνωσμένο! Ἐνῶ δηλαδὴ εἶναι αἱρετικὸς
δυνάμει, ἐνεργείᾳ ὅμως δὲν ἔχει καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, εὑρίσκεται δηλαδὴ ὁ ἴδιος
στὴν περίοδο «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».
Καὶ ὁ ἕκτος Κανόνας.
«Ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τινες βουληθεῖεν, τὰ περὶ ἑκάστου πεπραγμένα ἐν τῇ ἁγίᾳ
συνόδῳ, τῇ ἐν Ἐφέσῳ, οἱῳδήποτε τρόπῳ παρασαλεύειν, ἡ ἁγία σύνοδος ὥρισεν, εἰ
μὲν ἐπίσκοποι εἶεν, ἢ κληρικοί, τοῦ οἰκείου παντελῶς ἀποπίπτειν βαθμοῦ· εἰ δὲ
λαϊκοί, ἀκοινωνήτους ὑπάρχειν».
Ἑρμηνεύοντας
τὸν Κανόνα αὐτὸ ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει ὅτι, αὐτὸς ὁ Κανόνας εἶναι γενικὸς καί,
ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τοῦ Κανόνα, λέγει ὅτι αὐτὸς προστάζει πὼς «ὅσοι ἤθελαν
τολμήσουν νὰ παρασαλεύσουν τὰ πραχθέντα ἐν τῇ ἐν Ἐφέσῳ Συνόδῳ, εἰ μὲν Ἐπίσκοποι
εἶναι, νὰ καθαιροῦνται,
εἰ δὲ λαϊκοί, νὰ
ἀφορίζωνται», βέβαια από Σύνοδο ζώντων Επισκόπων (Πηδάλιο,
σελ. 173).
Κι ἐδῶ βλέπουμε ὅτι χρειάζεται ἡ πράξη συνόδου γιὰ νὰ
ἀποκοποῦν οἱ αἱρετικοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔτσι νὰ παύσουν νὰ ἔχουν τὴν
ἐξουσία νὰ τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια.
Τέλος καὶ στὸν Ζ΄ Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς πάλι ἡ Σύνοδος ὁρίζει νὰ
καθαιροῦνται ὅσοι τολμήσουν «νὰ συνθέσουν ἄλλο Σύμβολο πίστεως…».
«Τούτων ἀναγνωσθέντων, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι
προφέρειν, ἤγουν συγγράφειν, ἢ συντιθέναι, παρὰ τὴν ὁρισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων
Πατέρων, τῶν ἐν τῇ Νικαέων συναχθέντων πόλει, σὺν ἁγίῳ Πνεύματι. Τοὺς δὲ
τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν, ἢ γοῦν προκομίζειν, ἢ προφέρειν τοῖς θέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς
ἀληθείας, ἢ ἐξ ἑλληνισμοῦ, ἢ ἐξ ἰουδαϊσμοῦ, ἢ γοῦν ἐξ αἱρέσεως οἱασδηποτοῦν·
τούτους, εἰ μὲν εἶεν ἐπίσκοποι, ἢ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους
τῆς ἐπισκοπῆς, καὶ τοὺς κληρικοὺς τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκοὶ εἶεν
ἀναθεματίζεσθαι. Κατὰ τὸν ἴσον δὲ τρόπον, εἰ φωραθεῖεν τινες, εἴτε ἐπίσκοποι,
εἴτε κληρικοί, εἴτε λαϊκοὶ ἢ φρονοῦντες, ἢ διδάσκοντες τὰ ἐν τῇ προκομισθείσῃ
ἐκθέσει παρὰ Χαρισίου τοῦ πρεσβυτέρου, περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ, ἤγουν τὰ μιαρὰ καὶ διεστραμμένα τοῦ Νεστορίου δόγματα, ἃ καὶ
ὑποτέτακται, ὑποκείσθωσαν τῇ ἀποφάσει τῆς ἁγίας ταύτης καὶ οἰκουμενικῆς
συνόδου· ὥστε δηλονότι, τὸν μὲν ἐπίσκοπον, ἀπαλλοτριούσθαι τῆς ἐπισκοπῆς, καὶ
εἶναι καθῃρημένον· τὸν δὲ κληρικόν, ὁμοίως ἐκπίπτειν τοῦ κλήρου· εἰ δὲ
λαϊκός τις εἴη, καὶ οὗτος ἀναθεματιζέσθω, καθὰ προείρηται».
Καὶ ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος:«Οἱ τοιοῦτοι (σ.σ.: καὶ
ὅσοι θὰ συντάξουν καὶ εἰσάγουν σὲ χρήση ἄλλο Σύμβολο) εἰ μὲν Ἐπίσκοποι
ὦσι, καὶ Κληρικοί, νὰ ᾖναι
τῆς Ἐπισκοπῆς καὶ τοῦ κλήρου ἀπόβλητοι,
εἰ δὲ Λαϊκοί, νὰ ἀναθεματίζωνται. Παρομοίως (νὰ τιμωροῦνται) καὶ ὅσοι
φανερωθοῦν πὼς φρονοῦν καθ’ ἑαυτούς, ἢ διδάσκουν τοὺς ἄλλους τὰ μιαρὰ καὶ
αἱρετικὰ» φρονήματα τοῦ Νεστορίου» (Πηδάλιον, σελ. 173-175).
Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν 2η ὑποσημείωση στὰ
Προλεγόμενα τῆς Γ΄ Συνόδου: Στὸν ἕβδομο Κανόνα τῆς Γ΄ Συνόδου γράφεται: «ὅτι
ὅσοι Ἐπίσκοποι καὶ κληρικοί, ἢ λαϊκοὶ φρονοῦσι τὰ περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ
μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μιαρὰ δόγματα τοῦ Νεστορίου, νὰ ἀλλοτριοῦνται τοῦ ἀξιώματός των» (Πηδάλιον,
σελ. 166).
Πρέπει ἐν τέλει νὰ
προβληματίσει τοὺς δεχομένους ὅτι τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα,
ἀδιακρίτως ἂν εἶναι καθαιρεμένοι ἢ ἀκαθαίρετοι καὶ ἡ παρακάτω
θέση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ περίοδο συγγενῆ μὲ τὴν αἱρετικὴ
οἰκουμενιστικὴ δική μας περίοδο. Ἐνῶ γράφει ὅτι «οἱ παρὰ τῶν Αἱρετικῶν βαπτισθέντες ἢ χειροτονηθέντες,
οὔτε ὅλως Χριστιανοὶ δύνανται νὰ ᾖναι μὲ τὸ αἱρετικὸ βάπτισμα, ἢ μᾶλλον
μόλυσμα, οὔτε ἱερεῖς», στὴν συνέχεια γράφει:
«Εἰ δὲ καὶ Δημήτριος ὁ Χωματεινός (σελ. 320, τοῦ Γιοῦρις) καὶ Ἰωάννης ὁ Κίτρους
(σ.σ.: ἔζησε τὸν 12ο αἰώνα, δηλαδὴ
δεκαετίες μετὰ τὸ Σχίσμα) (Ἀποκρ. Ιβ΄. ἐν χειρογράφοις σωζομένῃ) εἶπον
ὅτι, δὲν σφάλλομεν ἂν νομίζωμεν ἅγια τὰ παρὰ τῶν Λατίνων ἱερουργούμενα,
τοῦτον εἶπον ὡς βεβαπτισμένους τότε δεχόμενοι,
ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχον ἀθετήσει τὰς ἀναδύσεις καὶ καταδύσεις τοῦ βαπτίσματος.
Ὅρα δὲ ὅτι οἱ τοιαῦτα λέγοντες, πάλιν προσθέτουν ὅτι νὰ μὴ μεταλαμβάνῃ τινὰς
ὀρθόδοξος ἐξ αὐτῶν» (Πηδάλιον, σελ. 90-91).
Βλέπουμε ἐδῶ ὁ ἅγιος
Νικόδημος, παρότι εἶχε προηγηθεῖ Σύνοδος ποὺ κατεδίκαζε τοὺς
δημιουργήσαντες τὸ σχίσμα καὶ ὅσους τοὺς ἀκολουθοῦσαν (ἀλλὰ δὲν κατεδίκαζε ὅλη
τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία), δικαιολογεῖ τὴν θέση τοῦ Ἰωάννου Κίτρους (σ.σ.: ποὺ φυσικὰ
ἴσχυε τὸν 12ο αἰώνα κι ὄχι σήμερα) διότι -λέγει- ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν
βαπτιστεῖ μὲ ὀρθόδοξο βάπτισμα, παρόλο ποὺ κοινωνοῦσαν σὲ μιὰ περίοδο
συγκεχυμένη μετὰ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν Λατίνων, ἀναγνωρίζει ὡς «ἅγια τὰ παρὰ τῶν Λατίνων ἱερουργούμενα»! Ἄλλο λοιπόν ἡ ἀποτείχιση ἀπὸ αὐτούς, κι ἄλλο ἡ ἰσχὺς
τῶν μυστηρίων, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶχαν ἀκόμα καταδικαστεῖ, ἢ δὲν εἶχε παγιωθεῖ ἡ
διαίρεση σὲ ὅλη τὴ Δύση. Ὅποιος ἔχει μάτια διακρίνει ὅτι κάτι παρόμοιο
συμβαίνει καὶ σήμερα!
Ἂς ἔλθουμε στὴν
συνέχεια στὴν ἐποχὴ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε κι
ἐδῶ ὅτι (σύμφωνα μὲ τὰ Πρακτικά της) ἡ σύνοδος εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν αἱρετικό, τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, καθόσον
ἐκείνη τοῦ τὸ ἔδωσε διὰ τῶν τριῶν ἢ περισσοτέρων ἐκπροσώπων της ποὺ τὸν
χειροτόνησαν.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες (ἐκτὸς τῶν ἄλλων) μᾶς διαφωτίζουν, λοιπόν, γιὰ τὸν χρόνο
ἀπωλείας τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης τῶν αἱρετικῶν. Οἱ αἱρετικοί –συγκεκριμένα
ἐδῶ ὁ Διόσκορος– εἶναι ὑπόδικοι στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλά,
ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν
ἀνάγκη ἀπομακρύνσεωςἀπ’ αὐτούς (ἀφοῦ ἡ μετ’ αὐτῶν κοινωνία μολύνει,
σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων) μέχρι τὴν καθαίρεσή τους ἔχουν τὸ
ἱερατικὸ ἀξίωμα. Διότι ἂν δὲν τὸ εἶχαν, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἀφαιρεθεῖ, μιᾶς
καὶ τὸ μὴ ὑπαρκτὸν δὲν δύναται νὰ ἀφαιρεθεῖ, ὅπως συμπεραίνεται ἀπ’ ὅσα ἕως
τώρα ἀναφέρθησαν.
Τοῦτο βλέπουμε νὰ ἰσχύει καὶ μὲ τὴ στάση τῶν Πατέρων καὶ σὲ ἄλλες Συνόδους·
π.χ. στὴν περίπτωση τῶν τριῶν Ἐπισκόπων ποὺ ὑπεστήριζαν τὸν Ἄρειο· στὴν
περίπτωση τῶν πιστῶν τῆς Κων/πόλεως ποὺ ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο
γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἐκ τοῦ Νεστορίου (ὁ Ἅγιος δὲν μιλάει ἐπ’ οὐδενὶ
στὶς ἐπιστολές του στοὺς ἀποτειχισμένους πιστοὺς γιὰ ἄκυρα Μυστήρια, ἀλλὰ μόνο
γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση). Κι ἐδῶ ὁ Ἅγιος θεωρεῖ τὸν Νεστόριο ὡς ἔχοντα
τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖο ἡ Σύνοδος, μὲ τὸ νὰ τὸν καθαιρέσει, τοῦ τὸ ἀφαίρεσε.
Τὸ ἴδιο καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Καλέκα ἐπὶ ἐποχῆς ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
κ.ἄ.
Παρατηροῦμε, λοιπόν, στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι ὁ
αἱρετικὸς Διόσκορος καὶ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 (ἀντίστοιχος τοῦ
Βαρθολομαίου τῆς Κολυμπαρίου Συνόδου τῆς Κρήτης) ἀρχικὰ περιλαμβάνεται στὸ
κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μετὰ τὸν Ἀνατόλιο Κων/πόλεως καὶ πρὶν ἀπὸ
τὰ ὀνόματα τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων:
«Ἀρχὴ τῆς συνόδου Χαλκηδόνου
Ὑπατείᾳ τοῦ
δεσπότου ἡμῶν Μαρκιανοῦ…, καὶ Ἀνατολίου τοῦ ὁσιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς
μεγαλωνύμου πόλεως Κων/πόλεως Νέας Ρώμης καὶ Διοσκόρου τοῦ
θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας, καὶ τῶν
λοιπῶν ὁσιωτάτων καὶ εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων, τουτέστιν Μαξίμου Ἀντιοχείας
Συρίας, Ἰουβεναλίου Ἱεροσολύμων…».
Τὰ ἴδια -καὶ μὲ τὴν ἴδια σειρά- μᾶς παρουσιάζει καὶ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος
στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία του (P.G. 147, 85Β).
Συνεχίζεται στὰ Πρακτικὰ ἡ παράθεση τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν μαγίστρων,
ἐπάρχων, ὑπάτων καὶ ἐν τέλει τῶν Ἐπισκόπων (πάνω ἀπὸ 680 περίπου πρόσωπα).
Μόλις τελειώνει ὁ μακρὺς αὐτὸς κατάλογος στὰ πρακτικὰ μὲ τὰ ὀνόματα, κάθονται
στὰ ἀριστέρα οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ρώμης Λέοντος, ὁ Κων/πόλεως Ἀνατόλιος, ὁ
Ἀντιοχείας Μάξιμος… καὶ οἱ λοιποὶ τῶν «εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων τῆς τε Ἀνατολικῆς καὶ Ποντικῆς
καὶ Ἀσιανῆς καὶ Θρακικῆς…, ἐκ δὲ τοῦ δεξιοῦ αὐτῶν μέρους καθεσθέντων Διοσκόρου
τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰουβεναλίου τοῦ
εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων…».
Κι ἀφοῦ ὅλοι ἔλαβαν τὴν θέση τους ὡς Ἐπίσκοποι, καὶ ὁ Διόσκορος μὲ τοὺς
ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 ἔγιναν δεκτοὶ ὡς κανονικοὶ
Ἐπίσκοποι, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα Λέοντος, ὀνόματι Πασχασῖνος, δηλώνει ὅτι
ἔχει ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα νὰ ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν αἴθουσα, ἂν παρέμενε στὶς θέσεις
τῶν συνοδικῶν κριτῶν ὁ Διόσκορος:
«Τοῦ
ἀποστολικοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρωμαίων πόλεως κεφαλῆς ὑπάρχοντος πασῶν τῶν
ἐκκλησιῶν… προστάξεις ἔχομεν… ὅπως Διόσκορος μὴ συγκαθεσθῇ τῷ συνεδρίῳ, εἰ δὲ
ἐπιχειρήσοι τοῦτο τολμῆσαι, ἐκβληθείη… εἰ παρίσταται τοίνυν τῇ ὑμετέρᾳ
μεγαλειότητι, ἢ ἐκεῖνος ἐξέλθῃ ἢ ἡμεῖς ἔξιμεν» (T.LG.,
Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451:
Tomëvolumëpart 2,1,1, page 65, line 17).
Τὰ ἴδια μᾶς παραδίδει καὶ ὁ Κάλλιστος: «Ὧν ἁπάντων καθεσθέντων, οἱ τὸν τόπον ἐπέχοντες
Λέοντος εὐθὺς μὴ χρῆναι σφίσι συγκάθεδροι εἶναι Διόσκορον ἔλεγεν. Τοῦτο γὰρ
ἐπιτετράφθαι πρὸς Λέοντος» (P.G. 147, 85ΒC).
Οἱ διεξάγοντες τὶς συζητήσεις τῆς Συνόδου ἄρχοντες παρενέβησαν καὶ κάλεσαν
τὸν Διόσκορο νὰ σταθεῖ στὸ κέντρον τῆς αἰθούσης (P.G. 147, 85C), «ὡς μὴ ἔχων δικαίωμα
ψήφου» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α΄, 2015, σελ.
642).
«Οἱ
ἐνδοξότατοι ἄρχοντες καὶ περιφανέστατοι συγκλητικοὶ εἶπον· Ποία γὰρ εἰδικὴ
μέμψις ἐπάγεται Διοσκόρῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ;». Τὸν λόγο ζήτησε καὶ πῆρε ὁ Δορυλαίου Εὐσέβιος ὁ ὁποῖος
μεταξὺ ἄλλων εἶπε: «Ἠδίκημαι παρὰ Διοσκόρου· ἠδίκηται ἡ πίστις» (P.G. 147, 85C). «Εὐσέβιος ὁ εὐλαβέστατος
ἐπίσκοπος τῆς Δορυλαέων πόλεως (εἶπε): «…ὁ
χρηστὸς Διόσκορος παρ’ οὐδὲν θέμενος τὸν τοῦ δικαίου λόγον καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ
φόβον, ὁμόδοξος ὢν καὶ ὁμόφρων Εὐτυχοῦς
τοῦ ματαιόφρονος καὶ αἱρετικοῦ… τὴν
κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς …ἐβεβαίωσεν… δεόμεθα καὶ προσπίπτομεν τῷ ἡμετέρῳ κράτει
θεσπίσαι τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Διόσκορον ἀπολογήσασθαι
τοῖς παρ’ ἡμῶν αὐτῷ ἐπαγομένοις…, δι ὧν δυνάμεθα ἀποδεῖξαι αὐτὸν καὶ ἀλλότριον ὄντα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ αἵρεσιν ἀσεβείας πεπληρωμένην κρατύναντα καὶ
ἀδίκως ἡμᾶς καθελόντα» (T.LG., Concilia Oecumenica
(ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,1, page
66, line 20).
Καὶ
κατὰ τὸν Κάλλιστο: Ὁ Διόσκορος «λανθάνων δὲ τοὺς πολλούς…, τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς τοῦ μονάζοντος, ἥτις ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς παρὰ
τῶν ἁγίων πατέρων ἀπεκηρύχθη, ἐβεβαίωσεν»
(P.G.
147, 88ΑC).
Βλέπουμε λοιπόν, ἀπὸ
πολλὰ σημεῖα τῶν Πρακτικῶν ὅτι τὸν Διόσκορο, ποὺ ἦταν ἀποδεδειγμένα αἱρετικός,
καὶ μάλιστα αἱρεσιάρχης, καὶ ἡ αἵρεση ποὺ κήρυττε ἦταν κατεγνωσμένη («ἐξ ἀρχῆς παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων
ἀπεκηρύχθη»), καὶ κυρίως ἦταν ὁ Πρόεδρος
τῆς Ληστρικῆς Συνόδου ποὺ εἶχε ἀναγνωρίσει συνοδικὰ τὶς κακοδοξίες, ἡ
Σύνοδος τὸν ἀποδέχεται ὡς Ἐπίσκοπο καὶ τὸν δικάζει ὡς Ἐπίσκοπο μὲ ἔγκυρα
μυστήρια, καθώς προσφωνείται «εὐλαβέστατος
καὶ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος». Και οἱ Πατέρες δεν ἔλεγαν ἄλλα κι ἄλλα ἐννοοῦσαν.
Καὶ
ἀφοῦ κατετέθηκαν στὴ Σύνοδο καὶ περιεγράφησαν καὶ οἱ κακοδοξίες, καὶ οἱ
ληστρικοὶ τρόποι, καὶ φονικὲς διαθέσεις ποὺ ἐπέδειξε στὴν Ληστρικὴ Σύνοδο ὁ
Διόσκορος (P.G. 147, 89), οἱ διευθύνοντες τὴν
Σύνοδο «ἐνδοξότατοι ἄρχοντες» εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ
ἐπιβάλει ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων «στὸν Διόσκορο τὸν εὐλαβέστατο ἐπίσκοπο
Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἰουβενάλιον τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Ἱεροσολύμων… (σ.σ.: ἀναφέρονται καὶ ἄλλα ὀνόματα Ἐπισκόπων)
«τοὺς ἐξουσίαν ἐσχηκότας καὶ ἐξάρχοντας τῆς τότε συνόδου, ἐκπεσεῖν
διὰ τῆς ἱερᾶς ταύτης συνόδου, κατὰ τοὺς κανόνας, τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος…» (P.G. 147, 92CD).
Στὴ συνέχεια τῆς διαδικασίας, βέβαια, ὡς γνωστὸν ἡ πλάστιγγα ἔγειρε
ἐναντίον τοῦ Διοσκόρου, ἀφοῦ κατεδείχθησαν οἱ πλάνες του καὶ ἡ ἀνυπακοή-περιφρόνηση
τῆς Συνόδου, καὶ ἡ ποινὴ ποὺ προβλεπόταν ἦταν ἡ καθαίρεση.
Ἐπειδὴ ὁ Διόσκορος ἀντελήφθη ὅτι ἐπίκειται ἡ καθαίρεσή του δὲν προσῆλθε στὴ
Σύνοδο.
«Πασχασῖνος
ὁ ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἐπειδήπερ οὐχ ὁρῶμεν παρόντα Διόσκορον τὸν Ἀλεξανδρείας
ἁγιώτατον ἐπίσκοπον…» (T.LG., ὅπ. παρ. Tomëvolumëpart 2,1,2, page 9, line 39).
Ἡ Σύνοδος τὸν καλεῖ τρεῖς φορές, πάντα ἀποκαλώντας τον ἐπίσκοπο:
«Ἡ Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῷ
θεοφιλεστάτῳ ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρέων Διοσκόρῳ…» (T.LG., ὅπ. παρ., page 12, line 31).
Καὶ στὴν 3η πρόσκληση:
«Ἡ Ἁγιωτάτη καὶ Οἰκουμενικὴ μεγάλη
Σύνοδος τῷ ὁσιωτάτῳ
ἐπισκόπῳ Διοσκόρῳ…». (T.LG., ὅπ. παρ. page 25, line 7).
Ἀφοῦ ὁ Διόσκορος ἐπέλεξε νὰ μὴν προσέλθει, οἱ συνοδικοί, ἔχοντες ἀποκτήσει
ἰδίαν γνώμην γιὰ τὰ ὅσα «τετόλμηκε» ὁ Διόσκορος καὶ διότι ἀγνόησε τὴν Σύνοδο,
τὸν καθαίρεσε, καὶ τώρα πλέον, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ
ἐπίσκοπο, ἀλλ’ ἁπλῶς Διόσκορον!
Γράφει ὁ Νικ. Κάλλιστος: «Οἱ τὸν τόπον ἐπέχοντες Λέοντος τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης ἐπισκόπου
ταῦτ’ ἐπὶ λέξεως ἀπεφήναντο. “Δῆλα γεγένηνται τὰ τετολμημένα Διοσκόρῳ… Ὅθεν ὁ
ἁγιώτατος… Ρώμης Λέων δι’ ἡμῶν καὶ τῆς παρούσης συνόδου… ἐγύμνωσεν αὐτὸν τοῦ τε ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος,
καὶ πάσης ἱερατικῆς ἠλλοτρίωσεν ἐνεργείας”»(P.G. 147, 96D-97D).
Καὶ στὰ Πρακτικὰ τῆς
Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου διαβάζουμε: Ὁ Διόσκορος «αὐτὸς καθ’ ἑαυτοῦ τὴν ψῆφον ἐξήνεγκεν… ὅθεν ὁ
ἁγιώτατος …Ρώμης Λέων δι’ ἡμῶν καὶ τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου… ἐγύμνωσεν αὐτὸν τῆς τοῦ ἐπισκόπου καὶ πάσης ἱερατικῆς ἠλλοτρίωσεν ἀξίας» (T.LG., ὅπ. Παρ., page 29, line 7).
«Ἀνατόλιος ἐπίσκοπος τῆς
βασιλευούσης Κων/πόλεως νέας Ρώμης εἶπεν· …σύμψηφος κἀγὼ γίνομαι ἐπὶ τῇ καθαιρέσει
Διοσκόρου
τοῦ γενομένου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρέων
μεγαλοπόλεως ἑαυτὸν πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας
ἀλλότριον ἀποδείξαντος». (T.LG., ὅπ. παρ., page 29, line 21).
Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά:
«Καθαίρεσις
πεμφθεῖσα παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου Διοσκόρῳ.
Ἡ ἁγία καὶ
μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ
θεοφιλεστάτων βασιλέων ἡμῶν συναχθεῖσα ἐν τῇ Χαλκηδονέων πόλι τῆς Βιθυνίας ἐν
τῷ μαρτυρίῳ τῆς ἁγιωτάτης καὶ καλλινίκου μάρτυρος Εὐφημίας Διοσκόρῳ.
Γίνωσκε σαυτὸν διὰ
τὴν κατὰ τῶν θείων κανόνων ὑπεροψίαν καὶ διὰ τὴν ἀπείθειάν σου τὴν περὶ τὴν
ἁγίαν ταύτην καὶ οἰκουμενικὴν σύνοδον …καὶ τοῖς ἄλλοις σου πλημμελήμασιν…
Ὀκτωβρίου μηνὸς τοῦ ἐνεστῶτος τρισκαιδεκάτῃ (σ.σ.:
δηλ. τὴν 13η Ὀκτωβρίου τοῦ 451 μ.Χ.) παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου καθαιρεῖσθαι
τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ ὑπάρχειν ἀλλότριον»(T.LG., ὅπ. παρ., page 41, line 33, σελ. 229-230).
Ἀμέσως παρακάτω διαβάζουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
«Τοῖς κληρικοῖς
Ἀλεξανδρείας περὶ τῆς καθαιρέσεως Διοσκόρου. Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ
σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα… Γινωσκέτω ὑμῶν ἡ εὐλάβεια Διόσκορον τὸν
γενόμενον ὑμῶν ἐπίσκοπον… κατὰ τὴν χθὲς ἡμέραν, ἤτοι τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς
Ὀκτωβρίου τρισκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ σαββάτου, παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου
κατὰ τὸ δοκοῦν τῇ ἐκκλησιαστικῇ καταστάσει καθαιρεῖσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ βαθμοῦ γενέσθαι ἀλλότριον» (T.LG., ὅπ. παρ., page 42, line 4, σελ. 230).
Ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸν Νικ. Κάλλιστο: «Τῇ δ’ ἐφεξῆς συνελεύσει(τῆς
συνόδου) …παριὼν Κωνσταντῖνος σεκρετάριος ἀνέγνω… “φαίνεται ἡμῖν κατὰ τῷ
Θεῷ ἀρέσκον δίκαιον εἶναι, …τῶν αὐτῶν ἐπιτιμίων τυχεῖν Διόσκορον τὸν
εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἰουβενάλιον…, οἳ τῆς τότε συνόδου (σ.σ. 449) ἐξῆρχον,
κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τοῦ ἐπισκοπικοῦ
ἀξιώματος ἀλλοτρίους γενέσθαι πάντων τῶν παρακολουθησάντων τῇ θείᾳ
κορυφῇ γνωριζομένων”» (P.G. 147, 108ΑC).
Ἀπὸ τὰ παραπάνω συμπεραίνει κανεὶς ξεκάθαρα μέχρι πότε
ἴσχυε καὶ ἀπὸ πότε ἔπαψε νὰ ὑπάρχει τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ τὰ μετ’ αὐτοῦ
σχετικὰ Μυστήρια.
Ἡ Σύνοδος λοιπόν, ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ αἴρει τὸ χάρισμα τοῦ
τελεῖν μυστήρια ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ τὸ εἶχε δώσει κατὰ
τὴν χειροτονία ὑπὸ τριῶν τουλάχιστον Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι χειροτονοῦν συνοδικά.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν Πρακτικῶν· ὅταν κάποιοι Ἀρχιμανδρῖτες
παρουσιάστηκαν στὴν Σύνοδο γιὰ νὰ παρακαλέσουν ὑπὲρ τοῦ Διοσκόρου
καὶ εἶπαν μεταξὺ ἄλλων: «…δεόμεθα
τῆς ἁγιωσύνης ἡμῶν πάντα ἀκολούθως προβῆναι καὶ παρεῖναι κατὰ τὸ συνέδριον
τοῦτο τὸν ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον Διόσκορον…»,
μόλις ἄρχισαν νὰ λένε αὐτά, τοὺς διέκοψαν οἱ
Ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου:
«…οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν Ἀνάθεμα
Διοσκόρῳ. Διόσκορον ὁ Χριστὸς καθεῖλεν. Τούτους ἔξω βάλε. ἆρον ὕβριν τῆς
συνόδου… Τῶν δεήσεων τούτων οὐκ ἔστι τῆς συνόδου ἀκοῦσαι. Τὸν καθαιρεθέντα
παρὰ πάσης ὁμοῦ τῆς συνόδου
ἐπίσκοπον ἐτόλμησαν
ὀνομάσαι·οἱ κανόνες διὰ τί πατοῦνται;» (T.LG., ὅπ. παρ., page 117, line 9, σελ. 300).
«Πρόθεμα
κατὰ Διοσκόρου
Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ
οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ
θεοφιλεστάτων… Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον ὡς μετὰ τὴν ἐκ τῶν θείων
κανόνων τῆς ἱερωσύνης ἀφαίρεσιν
Διόσκορος ὁ γενόμενοςτῆς
Ἀλεξανδρείας μεγαλοπόλεως ἐπίσκοπος ἐπιχειρήσας διαθρυλεῖν αὖθις ἀπολαβεῖν τὴν ἱερωσύνην, ἣν πρότερον
ἔχων οὐκ εἰς θεραπείαν
τοῦ δεδωκότος Χριστοῦ, ἀλλ’ εἰς ἀδικίαν καὶ λύμην τῶν θείων κανόνων καὶ τῆς
ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ταύτῃ ἀπεχρήσατο. ἵνα τοίνυν ἅπαντες οἱ τῆς εὐαγοῦς
πίστεως τρόφιμοι ἀναμφίβολον ἔχητε τὴν ἔνδικον ἐπ’ αὐτῷ παρὰ τῆς
ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς καθαιρέσεως ψῆφον, τόδε τὸ γράμμα
ἐδικαιώσαμεν προτεθῆναι διασημαίνοντες ὡς ὁ παρὰ τοῦ δεσπότου Θεοῦ καὶ παρὰ
τοσαύτης πληθύος ἐπισκόπων δι’ ὧν ἀσύγγνωστα δέδρακεν, τῆς κατὰ τὴν ἱερωσύνην χάριτος ἀφαιρεθεὶς οὐδεμίαν τὸ σύνολον
ἔχει ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα ὡς μετὰ τῆς αὐτοῦ ἀποβολῆς παυσαμένων καὶ τῶν σκανδάλων. Πεπλήρωται
ἡ β΄ πρᾶξις τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων»(T.LG., ὅπ. παρ., page 42, line 20, σελ. 230).
(Τὸ ἴδιο
θέμα, περὶ τῶν γενομένων στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ διαπραγματεύεται σὲ ὁμιλία του ὁ
ἱερομόναχος Εὐγένιος ἐδῶ: http://opaidagogos.blogspot.com/2018/07/blog-post_7.html).
Ἐκ τούτων καθίσταται φανερὸ ὅτι καθαίρεση
ἀπὸ τὴν Σύνοδο
σημαίνει ἀφαίρεση τῆς
ἱερωσύνης. Ἄρα δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι
ἐπίσκοπος καὶ νὰ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια ὁ Διόσκορος πρὶν τὴν καθαίρεσή του. Ἀπὸ
τὴν συγκεκριμένη ἡμέρα, ὅμως, τῆς καθαιρέσεώς του, καθότι ἡ Ἐκκλησία ποὺ τοῦ
ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης τοῦ τὸ ἀφαίρεσε, δὲν καλεῖται ὁ Διόσκορος ἐπίσκοπος.
Πρέπει βέβαια νὰ ἐπαναληφθεῖ πώς, τὸ ὅτι δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ, δὲν σήμαινε ὅτι
δὲν ἦταν αἱρετικός, ὅτι δὲν μόλυνε τοὺς πιστοὺς μὲ τὴν διδασκαλία του. Καὶ
αἱρετικὸς ἦταν καὶ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως μετέδιδε «ὡς πανοῦκλαν»
(κατὰ τὸν ἅγιον Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη) καὶ διὰ τοῦτο ὄφειλαν οἱ πιστοὶ νὰ
ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς «ἀπὸ ὄφεως», ὅπως ὀφείλουν καὶ σήμερα,
ἀπὸ τοὺς συγχρόνους αἱρετικοὺς νὰ ἀπομακρύνονται, διότι εἴτε εἶναι
καταδικασμένος ὁ αἱρετικός, εἴτε δὲν εἶναι καταδικασμένος, ἡ ζημιὰ ποὺ προκαλεῖ
στοὺς πιστοὺς καὶ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, εἶναι μεγάλη.
Ἐδῶ πρέπει νὰ μνημονεύσουμε πάλι, τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς χειροτονίας ἀπὸ
τὸν Διόσκορο, τοῦ ἁγίου Ἀνατολίου, ὁ ὁποῖος «ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο παρόντος
καὶ Εὐτυχοῦς» τοῦ αἱρεσιάρχου (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). «Ἐχειροτόνησε
δὲ τὸν Ἀνατόλιον ὁ Διόσκορος, ὅτε δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ εἰσέτι, ἤτοι μετὰ
τὴν ἐν Ἐφέσῳ ληστρικὴν Σύνοδον καὶ πρὸ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἥτις
καθήρεσε καὶ τὸν Διόσκορο καὶ τὸν Εὐτυχῆ» (Θ.Η.Ε. τ. 2, σ. 642). «Καὶ τότε
ἐξεδηλώθη ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀντίδρασις κατὰ τῆς χειροτονίας ταύτης» (ὅπ. παρ. και Μ.
6, 44). «Ἀλλ’ ὅμως ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐδέχθη τὸν Ἀνατόλιον ὡς
ἔξαρχον αὐτῆς» (Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 6, 565). «Ἡ δὲ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τιμᾶ
καὶ τοῦτον ὡς Ἅγιον τὴν 3ην Ἰουλίου μηνός».
«Τί λέγετε
περὶ ᾽Ανατολίου; οὐχὶ ἔξαρχος τῆς ἁγίας τετάρτης συνόδου ἐγεγόνει; καὶ ἰδοὺ ὑπὸ
Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο παρόντος καὶ Εὐτυχοῦς. καὶ ἡμεῖς γοῦν
δεχώμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ὡς καὶ ᾽Ανατόλιος ἐδέχθη. καὶ αὖθις ἀληθῶς φωνὴ Θεοῦ ἐστιν,
ὅτι οὐκ ἀποθανοῦνται τέκνα ὑπὲρ πατέρων, ἀλλ' ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ ἁμαρτίᾳ
ἀποθανεῖται, καὶ ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία» (Μansi 12, 1042).
Τὸ Α΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_448.html
Τὸ Β΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_853.html
Τὸ Γ΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_233.html
Τὸ Δ΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_61.html
Τὸ Ε΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/07/blog-post_56.html
Τὸ Στ΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/07/blog-post_0.html