Σκέψεις για έγκυρα-άκυρα μυστήρια, οικονομία, δυνητισμό, διακοπή μνημοσύνου (Β΄ μέρος)



 Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ



Ἔγκυρα καὶ ἄκυρα μυστήρια

Β΄ μέρος

Τοῦ  Σημάτη  Παναγιώτη

Τὰ παραδείγματα ποὺ παρουσιάζονται κατωτέρω, εἶναι νομίζω, εὔγλωττα καὶ καταδεικνύουν τὴν στάση τῶν Ὀρθοδόξων ὡς πρὸς τὰ θέματα ποὺ συζητοῦμε, σὲ καιρὸ αἱρέσεως. Ἂν καὶ φαίνονται πολλά, εἶναι ἐλάχιστα σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ παρουσιάσουμε, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἀγνοοῦμε, καὶ καθίσταται –νομίζω– ἀπολύτως ἀναγκαία ἡ γνώση τους, σὲ μᾶς σήμερα, ποὺ ζοῦμε παρόμοιες καταστάσεις καὶ προκλήσεις, σὰν αὐτὲς ποὺ ἔζησαν οἱ Ἅγιοι καὶ Ὁμολογητὲς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἐφ’ ὅσον, βέβαια, ἔχουμε διάθεση νὰ βαδίσουμε στὰ ἴχνη τους.
Ἴσως μέσα ἀπ’ ὅλη αὐτὴ τὴν ἐξιστόρηση νὰ κατανοήσουμε α) γιατί εἶναι ἀπαραίτητα καὶ σωτήριαἀπομάκρυνση (ἀποτείχιση) ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὅπως μᾶς τὴν διδάσκουν. β) Γιατί ἡ Οἰκονομία ποὺ συνιστοῦν οἱ ἡμιαποτειχισμένοι «οἰκονομιστές» πατέρες τῆς Θεσ/νίκης, εἶναι μιὰ κακὴ Οἰκονομία, ποὺ προδίδει τὴν ὀρθόδοξη μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Χριστιανῶν. γ) Γιατί δὲν μποροῦμε νὰ «πᾶμε κόντρα» στοὺς Ἁγίους καὶ τὶς Οἰκουμενικές (καὶ τοπικές) Συνόδους καὶ  νὰ συμπεραίνουμε αὐθαίρετα ὡς ἄλλη ὑπερτέρα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Σύνοδος ὅτι τὰ μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἄκυρα· νὰ δεχθοῦμε δηλ. ὅτι δὲν ἔχουν μυστήρια, οἱ μὴ καταδικασμένοι ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές, μετὰ τῶν ὁποίων κοινωνοῦν οἱ συγχυσμένοι ἀδελφοί μας καὶ τὰ παιδιά μας· ὁ Θεὸς γνωρίζει ποιοί καὶ γιατί ἀπὸ τοὺς γνωρίζοντες καὶ συμμετέχοντες δὲν παίρνουν Θ. Χάρη, ἀλλὰ κατάκριση.

 Καὶ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν περίοδον πρὶν τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Παρατηροῦμε κατὰ τὴν ἔναρξη-ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων τὸ ἑξῆς σκηνικό. Γιὰ ἕνα μικρὸ ἢ μεγαλύτερο διάστημα οἱ αἱρετικοὶ δροῦν μὲ κάποια ἐλευθερία, ἕως ὅτου γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι, ἡ κακοδοξία τους δὲν εἶναι μία λανθασμένη ἐκφορά-διατύπωση κάποιου θεολογικοῦ θέματος, ἀλλὰ συνειδητὴ καὶ ἐπίμονη ἀλλοίωση τῆς Πίστεως-Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ὑπάρχουν πιστοὶ ποὺ καλοβλέπουν τὶς θεωρίες τους καὶ μολυνόμενοι ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἐγκολπώνονται. Κάποιοι ἄλλοι ἀντιδροῦν, τὶς ἀντικρούουν καὶ τὶς καταγγέλλουν στὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες (Ἐπίσκοποι-Ἀρχιεπίσκοποι-Πατριάρχες) μερικὲς φορὲς ἐνεργοῦν ἄμεσα. Ἄλλοτε, ὅμως, ἀργοῦν νὰ ἐπιληφθοῦν τοῦ θέματος, εἴτε ἀπὸ ὀλιγωρία, εἴτε ἐπειδὴ οἱ πολιτικὲς καταστάσεις δὲν εὐνοοῦν ἢ καὶ ἐμποδίζουν τὴν σύγκληση συνόδου, εἴτε ἐπειδή –θέτοντας σὲ ἐνέργεια τὴν ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία καὶ φιλανθρωπία– δίνουν κάποιο περιθώριο χρόνου μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μεταπεισθοῦν οἱ αἱρετικοὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς πλάνες τους, εἴτε γιὰ ἄλλους λόγους. Καθ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα οἱ αἱρετικὲς ἰδέες μολύνουν κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ νήψεως, γνώσεως κ.λπ., ἀλλὰ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι-ἱερεῖς τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια.
Ἄρα, στὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας διακρίνουμε ἕνα πρῶτο μολυσμὸ ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐπιφέρει ἡ αἵρεση ὡς ἰδεολογία κακή, ὡς “ὁμιλία” κακὴ ποὺ “φθείρει ἤθη χρηστά” (Α' Κορ. 15:33).
Γιὰ τὴν ἐξέταση τοῦ θέματός μας θὰ στηριχτοῦμε κυρίως στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Νικηφόρου Καλλίστου (P.G. 145, 146 καὶ 147), ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, εἶναι Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἄρειος
Εἶναι σημαντικὸ νὰ σημειώσουμε ὅτι   Ἄρειος  ἐξ ἀρχῆς “σπούδαζε” τὰ δογματικὰ θέματα, ἀλλὰ ἐξέταζε -φαίνεται- ὀρθολογικὰ τὰ δόγματα τῆς Πίστεως καὶ συνέπραττε μὲ τὸν Μελίτιο, παίρνοντας τὸ μέρος τοῦ εἰσηγητοῦ τοῦ Μελιτιανοῦ σχίσματος ἐπισκόπου Λυκοπόλεως Μελιτίου, ποὺ νεωτέριζε γύρω ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ θέματα: «ἀρχῆθεν περὶ τὸ δόγμα σπουδὴν ἐνδεικνύμενος, πρῶτα μὲν νεωτερίζοντι Μελιτίῳ συνέπραττε» (Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 24B).
Στὴν συνέχεια, «τοῦτον καταλείψας» (τὸν Μελίτιο), ἔγινε ἀκόλουθος τοῦ πατριάρχη Πέτρου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ χειροτονήθηκε διάκονος. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ ἄστατος Ἄρειος, καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν Πέτρο γιὰ λόγους πίστεως.
Ὁ ἑπόμενος Πατριάρχης, ὁ Ἀχιλλᾶς, ἐπανέφερε τὸν Ἄρειο στὴν Ἐκκλησία, γιατὶ ζήτησε συγνώμη, καὶ τὸν ἔκανε καὶ πρεσβύτερο: «συγγνώμην Ἄρειος ᾔτει, καὶ πάλιν διακονεῖν ἐπετρέπετο. Ἔπειτα δὲ καὶ τοῦ πρεσβυτερίου ἠξίωται» (Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 24BC).
Τώρα ὡς πρεσβύτερος «ἀπέκτησε μεγάλη ἀκτινοβολία ὡς ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς»· ἔτσι, μὲ αὐτὴν τὴν ἰδιότητα «εὔκολα διδάσκει τὶς αἱρετικές του ἀντιλήψεις…καὶ πολλοὺς ἔχρανε (=ἐμόλυνε) καὶ ἠφάνησεν, ὑποφθείρας ἀπὸ τῆς ὀρθῆς πίστεως τοὺς αὐτῷ πεποιθότας”» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α΄, σελ. 379-380).
Εἶναι φανερὸ ἐδῶ, ὅτι ὁ Ἄρειος συνεχίζει ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ τὴν ὑπηρετεῖ, παρότι προσποιεῖται ὅτι μετανόησε· ἀπὸ τότε δηλαδὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ παίζει ἕνα παιχνίδι μὲ τὰ ἄχραντα θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἦταν (παρέμενε) αἱρετικὸς στὰ φρονήματα. Καὶ τὸ παιχνίδι αὐτὸ τὸ συνέχισε ἕως τέλους μὲ διάφορες παραλλαγές!
Ἄρχισε νὰ ἐναντιώνεται, π.χ. καὶ στὸν ἑπόμενο πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο· τὸν ἀντιπαθοῦσε ἐξάλλου, ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας του ἔχασε τὸν θρόνο (ἦταν μαζί του ὑποψήφιος γιὰ τὸν θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας), παρότι ὁ Ἀλέξανδρος τὸν τιμοῦσε ἐξ ἀρχῆς, βλέποντας στὸ πρόσωπό του πολλὰ καὶ ἐξαιρετικὰ προσόντα· «Διὰ τιμῆς δὲ καὶ ὁ μετ’ Ἀχιλλᾶν Ἀλέξανδρος ἦγεν αὐτόν. Καί γε μὴ φέρων (ὁ Ἄρειος) τὸν Ἀλέξανδρον ἐπὶ τοῦ θρόνου ὁρᾷν, ὑπόψηφος γὰρ καὶ οὗτος ἐτύγχανεν, εἰς ἔριδάς τινας καὶ μάχας ὑπούλως ἐχώρει» (Νικηφόρος Κάλλιστος, P.G. 146, 24BC).
Ὁ θρόνος λοιπόν, ἐδόθη προνοίᾳ  Θεοῦ στὸν Ἀλέξανδρο. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εὕρισκε ὁ Ἄρειος κάποια κατηγορία «πρὸς τὸν βίον Ἀλεξάνδρου», στὴν ἀρχὴ μὲν δὲν ἔδειξε-ἔκανε κάτι ἐναντίον του, στὴν συνέχεια ὅμως, «τοῖς ὀρθοδόξως ἐκείνῳ λεγομένοις ἐπ’ ἐκκλησίας ἀντιτίνειν διεπειρᾶτο» (P.G. 146, 24D-25A).
Καὶ διέτρεχε πολλὲς πόλεις καὶ μοναχικὰ κέντρα, διαδίδων τὶς κακίες καὶ κακοδοξίες του. Ἐξ  αὐτῆς τῆς δράσεώς του (ὅπως συμβαίνει σήμερα ἀπὸ τὴ δράση τῶν Οἰκουμενιστῶν ἱερωμένων) «οὐκ ὀλίγοι τῶν ἐπισκόπων, καὶ τῶν ἐκ τοῦ κλήρου δὲ πλεῖστοι, καλῶς λέγειν τὸν Ἄρειον δόξης ἀντελαμβάνοντο»· κατάφερε δηλαδὴ μὲ εὐλογοφανεῖς λόγους νὰ ἐνσπείρει τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεως καὶ ἔτσι νὰ πάρει μὲ τὸ μέρος του πολλοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι καλὰ τὰ λέει ὁ Ἄρειος στὸ δογματικὰ θέματα. Ὁ Πατριάρχης ὅμως Ἀλεξανδρείας, μετὰ ἀπὸ μιὰ μικρὴ περίοδο ἀνοχῆς ποὺ ἔδειξε (ἄρα δὲν καθαίρεσε ἀμέσως, καὶ ἄρα ὁ αἱρετικὸς τελοῦσε μυστήρια ἔγκυρα), καὶ ἀφοῦ πλέον «ἀναφανδὸν ἐκήρυττε τὴν ἀσέβειάν», τὸν «ἀπεκήρυξε ὁ Ἀλέξανδρος», αὐτὸν καὶ ὅσους κληρικοὺς «συνέπραττον αὐτῷ» (P.G. 146, 25BC).
Ἐπειδὴ μετὰ ταῦτα ξεκίνησαν ἔριδες, ὁ πατριάρχης Ἀλέξανδρος, προσπάθησε στὴν ἀρχὴ διὰ τῆς πειθοῦς καὶ τοῦ διαλόγου νὰ λύσει τὸ πρόβλημα «θέλων παύειν τῆς ἔριδος ἄμφω, εἰς ἅμιλλαν λόγων ἐκάλει, πειθοῖ μᾶλλον ἢ βίᾳ λύσαι τὸ ἀμφίβολον ᾑρημένος». Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν πολλὰ συνέδρια καὶ δὲν κατάφερε νὰ πείσει τοὺς περὶ Ἄρειον ἐρίζοντες καθαίρεσε μαζὶ μὲ τὸν Ἄρειο κι αὐτούς: «τῶν ἱερῶν περιβόλων τέλος ἐξήλαυνε» (P.G. 146, 28Α).
Ἐπιπλέον, θεώρησε δὲ ἀναγκαῖο νὰ ἐνημερώσει τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνονόματό του Ἀλέξανδρο. Τοῦ ἔστειλε λοιπόν ἐπιστολὴ διὰ τῆς ὁποίας τοῦ ἐξέθετε περὶ τῶν θέσεων καὶ τοῦ ἀναθεματισμοῦ τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας· στὸ τέλος δὲ κατέληγε μὲ τὰ ἑξῆς:
«Τούτους δὲ ἀναθεματισθέντας ὑπὸ τῆς ἀδελφότητος μηδεὶς ἡμῶν δεχέσθω, μηδὲ ἀνασχέτω τῶν λεγομένων ἢ γραφομένων ὑπ’ αὐτῶν. Πάντα γὰρ οἱ γόητες ψεύδονται· ἀλήθειαν οὐ μὴ λαλήσωσι· περιέρχονται γὰρ τὰς πόλεις… πρὸς τὸ πλανᾶν» (P.G. 146, 36ΑΒ).
Στὴ συνέχεια (γράφει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος) ὁ Ἀλέξανδρος πληροφορεῖ τὸν πατριάρχη Κων/πόλεως, ὅτι πολλοὶ Ὀρθόδοξοι συζητοῦν καὶ ἀποδέχονται ὡς εὐσεβεῖς/ὀρθόδοξες τὶς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου! «Τοῖς ἁπανταχοῦ σχεδὸν τοῖς ἐπισκόποις  διασπαρείσης, κοινὴ πᾶσι ζήτησις ἦν. Οἱ μὲν οὖν μηδαμῶς προσίεσθαι τοὺς περὶ Ἄρειον Ἀλεξάνδρῳ ἐπέστελλον, πρὶν τὴν ἑαυτῷ ἀποκηρύξωσι βλασφημίαν· οἱ δὲ τοὐναντίον μᾶλλον, ἀντιποιεῖσθαι ὡς εὐσεβῶν καὶ μηδὲν περὶ τὴν πίστιν νεωτεριζόντων» (P.G. 146, 37Α).
Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἔμεινε μόνο σ’ αὐτὴ τὴν ἐνημέρωση, ἀλλὰ συνέχιζε νὰ στέλνει ἐπιστολὲς στοὺς Ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς προτρέπει «μὴ εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς δέχεσθαι» (P.G. 146, 37Β), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον σημαίνει ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ἦσαν ἐνημερωμένοι γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου ἀπὸ Σύνοδο καὶ παρὰ ταῦτα κοινωνοῦσαν οι Ἀρειανοὶ καὶ οἱ φιλοαρειανοὶ μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους! Ἐξ  αὐτοῦ εἶναι φανερὸ ὅτι ὄχι μὲ μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀλλὰ μὲ καταδικασμένους κοινωνοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τὴν συγχύσεως, καὶ ἐξ αὐτοῦ οὐδεὶς Ἅγιος ἢ Σύνοδος δήλωσε ὅτι εἶχαν ἄκυρα μυστήρια! Ἡ μόνη ἐνέργεια ἦταν ἡ πράξη τῆς καθαιρέσεως τοῦ Ἀρείου ἀπὸ τὸν τοπικὸ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ ἡ παράκλησή του πρὸς τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες, νὰ μὴν κοινωνοῦν μαζί του. Κάποιοι τὸν ἄκουσαν, κάποιοι ὄχι. Οὐδείς -ἐπαναλαμβάνω- τότε μίλησε περὶ ἀκύρων μυστηρίων, ὅσων κοινωνοῦσαν μαζί τους.
Στὴν Ἐγκύκλια Ἐπιστολή του, μάλιστα,  ὁ πατρ. Ἀλέξανδρος πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ Ἐπισκόπους (πολύ-πολὺ νωρίς) ὑποδεικνύει καὶ τὸν κυριότερο ὑποστηρικτὴ τοῦ Ἀρείου –τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας– καὶ καυτηριάζει τὴν ἀσέβειά του·  ὁ Εὐσέβιος –γράφει– νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ διευθύνει τὰ τῆς Ἐκκλησίας, προΐσταται τῶν ἀποστατῶν καὶ παρασύρει τοὺς ἀγνοοῦντας στὴν αἵρεση: «Ἐπειδὴ δὲ Εὐσέβιος, ὁ νῦν ἐν τῇ Νικομηδείᾳ, νομίσας ἐπ’ αὐτῷ κεῖσθαι τὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι καταλείψας τὴν Βηρυττὸν καὶ ἐποφθαλμήσας τῇ ἐκκλησίᾳ Νικομηδέων οὐκ ἐκδεδίκηται κατ’ αὐτοῦ, προΐσταται καὶ τούτων τῶν ἀποστατῶν καὶ γράφειν ἐπεχείρησε πανταχοῦ συνιστῶν αὐτούς, ὅπως ὑποσύρῃ τινὰς ἀγνοοῦντας εἰς τὴν αἰσχίστην καὶ χριστομάχον αἵρεσιν, ἀνάγκην ἔσχον, εἰδὼς τὸ ἐν τῷ νόμῳ γεγραμμένον, μηκέτι μὲν σιωπῆσαι, ἀναγγεῖλαι δὲ πᾶσιν ὑμῖν, ἵνα γινώσκητε τούς τε ἀποστάτας γενομένους καὶ τὰ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν δύστηνα ρήματα, καὶ ἐὰν γράφῃ Εὐσέβιος, μὴ πρόσχητε» (P.G. 146, 37D-40A).
Εἶναι φανερὸ λοιπόν, ὅτι ὁ Εὐσέβιος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ὑποστήριζαν καθηρημένο αἱρετικό, εἶχαν ταυτισθεῖ μαζί του κι ὅμως κανεὶς δὲν ὁμιλεῖ γιὰ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων τους. Ὅλη τὴν προσοχή τους ὁ Ἀλέξανδρος στρέφει στὰ «ἀποστασία καὶ τὰ δύστηνα ρήματα» τοῦ Ἀρείου. Ἔτσι οἱ φίλοι τοῦ Ἀρείου δὲν σταμάτησαν νὰ συμμετέχουν σὲ Συνόδους Ὀρθοδόξων ὡς Ὀρθόδοξοι, ἂν καὶ στὰ φρονήματα ἦσαν αἱρετικοί, μὴ καταδικασμένοι εἰσέτι! Ἦσαν δηλαδὴ ψευδεπίσκοποι, σὰν αὐτοὺς στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται ὁ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου.
Καὶ ὁ μὲν Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος δὲν δεχόταν τὴν κανονικότητα τῶν ἱεροπραξιῶν τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν συνεργατῶν του (κι αὐτὸ ἦταν φυσικό, ἀφοῦ Σύνοδός του τοὺς εἶχε καθαιρέσει), πολλοὶ ἄλλοι δέ, ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν πράξεών του, καὶ κοινωνοῦσαν μὲ τὸν Ἄρειο, ἀποδίδοντας κανονικότητα στὶς ἱεροπραξίες του: Αὐτοὶ μάλιστα «ζητοῦσαν νὰ γίνουν δεκτοὶ σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία (ὁ Ἄρειος καὶ οἱ ὀπαδοί του) ὡς κανονικοὶ ἱερωμένοι, γιὰ νὰ μὴν ἀμφισβητεῖται ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο ἡ κανονικότητα τῶν ἱεροπραξιῶν τους(!)  μετὰ τὴν καθαίρεσή τους καὶ τὸν συνοδικὸ ἀναθεματισμό. «…Πρεσβεύεται ὁ Ἄρειος πρὸς Παυλῖνον τὸν Τύρου ἐπίσκοπον καὶ Εὐσέβιον τὸν Παμφίλου καὶ Πατροφίλου τὸν Σκυθοπόλεως καὶ ἐξαιτεῖ ἅμα τοῖς ἄμφ’ αὐτὸν ἐπιτραπῆναι ἐκκλησιάζειν τὸν μετ’ αὐτὸν λαὸν ὡς πρότερον τὴν τῶν πρεσβυτέρων τάξιν ἐπέχοντας”» (Σωζομενοῦ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ι, 15. -Εἰς Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 405).
Βλέπουμε λοιπὸν κι ἐδῶ μιὰ σύγχυση, παρόμοια μὲ αὐτὴ τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ σήμερα, βέβαια, μὲ τόση πληροφόρηση δὲν δικαιολογεῖται νὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ ὁ συμβιβασμός, ἡ ἐκκοσμίκευση καὶ ἡ ἀδιαφορία τῶν ἱερωμένων τὴν ἐπιτρέπει. Ὁ Ἄρειος λειτουργοῦσε πρίν, ἂν καὶ αἱρετικός, ἀλλὰ μετὰ τὴν καθαίρεσή του δὲν τὸν ἐδέχοντο εἰς κοινωνίαν οἱ ὀρθόδοξοι. Πρὶν τὴν καθαίρεσή του θεωροῦσαν ἔγκυρα τὰ μυστήριά του, παρὰ τὶς αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ πίστευε καὶ κήρυττε. Ὅμως, κάποιοι ἐπίσκοποι ὀρθόδοξοι ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, κοινωνοῦσαν μαζί του, καὶ αὐτοὶ πάλι ἦσαν κοινωνοὶ μὲ τοὺς Ὀρθόδοξους ποὺ δὲν δέχονταν τὸν Ἄρειο! Μετὰ τὴν καθαίρεσή του πάλι, ἂν καὶ ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τοὺς πληροφόρησε ἐπαρκῶς, –καὶ παρ’ ὅτι καθηρημένος ὁ Ἄρειος– κοινωνοῦσαν καὶ πάλι μαζί τους. Αὐτοί, ὡς κοινωνοῦντες ἀκοινωνήτω ἔχασαν τὴν ἱερωσύνη (ὅπως διδάσκουν κάποιοι σύγχρονοι περὶ ἀκύρων μυστηρίων);
Ἂν δεχθοῦμε ὅτι ἔχασαν τὴν ἱερωσύνη οἱ κοινωνοῦνττες μαζί του (κατὰ τὴν ἄποψη τῶν πρεσβευόντων σήμερα τὰ «ἄκυρα μυστήρια») ποῦ διεσώζετο –τότε– ἡ Ὀρθοδοξία; Εἶχε χαθεῖ; Ἀσφαλῶς ὄχι, τὴν διέσωζαν οἱ ὀρθοφρονοῦντες καὶ ἀγωνιζόμενοι, ποὺ δὲν κοινωνοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετίζοντες. Μὲ τὴ φράση «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται», δὲν σημαίνει ὅτι ὁ «κοινωνῶν» δὲν ἔχει μυστήρια. Σημαίνει ὅτι οἱ ἄλλοι δὲν πρέπει νὰ κοινωνοῦν μαζί του, καθ’ ὃν χρόνον αὐτὸς λειτουργεῖ ὡς ἱερέας, ὥστε καὶ οἱ ἴδιοι νὰ μὴ μολύνονται, καὶ τὸ ἀνυποψίαστο ποίμνιο νὰ καταλάβει καὶ νὰ φύγει καὶ αὐτό, καί –στὸ τέλος– ἀπὸ κοινοῦ οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ τὸν καταδικάσουν, ἂν δὲν μετανοήσει.
Στὶς ἐπιστολές του ὁ πατρ. Ἀλέξανδρος, ἐξηγεῖ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ κοινωνοῦν μετὰ τοῦ Ἀρείου. Καὶ τοὺς πληροφορεῖ ὅτι εἶχε τοὺς λόγους του, νὰ μὴν γνωστοποιήσει ἐξ ἀρχῆς τὶς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του. Ἐνῶ δηλαδὴ ὁ «Ἄρειος μὲ τοὺς ὀπαδούς του “οὐκ ἔτι τῆς Ἐκκλησίας μένειν ἐκαρτέρησαν”» καὶ «ἀποσχίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ συνέχισαν τὴν κηρυκτική τους δραστηριότητα γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ὀπαδούς» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 398-399), ὁ Ἀλέξανδρος λέγει ὅτι: «ἐβουλόμην σιωπῇ παραδοῦναι τὸ τοιοῦτον, ἵν’ ἴσως ἐν τοῖς ἀποστάταις μόνοις ἀναλωθῆ τὸ κακὸν καὶ μὴ εἰς ἑτέρους τόπους διαβὰν ρυπώσῃ τινῶν ἀκεραίων τὰς ἀκοάς» (Νικηφόρου Καλλίστου P.G. 146, 37CD). Κι ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἀλεξανδρείας μιλᾶ γιὰ τὸν ρύπο-μολυσμὸ ποὺ προκαλεῖ στὶς ψυχές –κυρίως τῶν ἁπλῶν πιστῶν– ἡ κακοδιδασκαλία. Τίποτα δὲν λέει γιὰ μολυσμὸ ἀπὸ τὰ μυστήρια τῶν μὴ καταδικασμένων Ἀρειανιζόντων. Ἀλλά, καὶ παρὰ τὸν μολυσμό ποὺ ἐπιφέρει ἡ αἵρεση, μᾶς λέει ὅτι προτίμησε νὰ μὴν καταγγείλει ἐξ ἀρχῆς τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικούς, φοβούμενος ὅτι ἂν κάνει γνωστὸ τὸ γεγονός, θὰ προκαλοῦσε μεγαλύτερο κακό· ἤλπιζε δὲ ὅτι θὰ παρέμενε μόνο στὴν ὁμάδα τῶν αἱρετικῶν τὸ κακό, καὶ δὲν θὰ διεδίδετο περαιτέρω. Ἀσφαλῶς αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Ἀλεξάνδρου δὲν ταιριάζει στὶς ἐκκλησιολογικὲς διαστάσεις ποὺ δίνουν οἱ τῶν ἀκύρων μυστηρίων στοὺς Οἰκουμενιστές.
Σᾶς ἐνημερώνω –συνεχίζει ἀλλοῦ ὁ Ἀλέξανδρος– γιὰ τὶς κακοδοξίες τῆς αἱρέσεως καὶ τὸν κακόν/αἱρετικὸ νοῦν τοῦ Εὐσεβίου· μὴ τὸν ἀκοῦτε·  «τῆς αἱρέσεως αὐτῶν δύστηνα ρήματα· καὶ ἐὰν γράφῃ Εὐσέβιος, μὴ πρόσχητε. Τὴν πάλαι γὰρ αὐτοῦ κακόνοιαν τὴν χρόνῳ σιωπηθεῖσαν νῦν διὰ τούτων ἀνανεῶσαι βουλόμενος, σχηματίζεται μὲν ὡς ὑπὲρ τούτων γράφων, ἔργῳ δὲ δείκνυσιν, ὡς ὅτι ὑπὲρ ἑαυτοῦ σπουδάζων τοῦτο ποιεῖ» (P.G. 146, 40Α).
Ἐμεῖς, συνεχίζει, τοὺς περὶ Ἄρειον ἀναισχυντούντας, «αὐτούς τε καὶ τοὺς συνακολουθήσαντας αὐτοῖς, μετὰ τῶν κατ’ Αἴγυπτον ἐπισκόπων καὶ τῆς Λιβύης ἐγγὺς ἑκατὸν ὄντων συνελθόντες ἀναθεματίσαμεν· οἱ δὲ περὶ Εὐσέβιον προσεδέξαντο σπουδάζοντες συγκαταμίξαι τὸ ψεῦδος τῇ ἀληθείᾳ, καὶ τῇ εὐσεβείᾳ τὴν ἀσέβειαν. Ἀλλ’ οὐκ ἰσχύσουσι· νικᾷ γὰρ ἡ ἀλήθεια. Καὶ οὐδεμία ἔστι κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος. Τίς γὰρ ἤκουσε πώποτε τοιαῦτα; ἢ τίς νῦν ἀκούων οὐ ξενίζεται, καὶ τὰς ἀκοὰς βύει, ὑπὲρ τοῦ μὴ τὸν ρύπον τούτων τῶν ρημάτων ψαῦσαι τῆς ἀκοῆς;» (P.G. 146, 40CD).
Βλέπουμε ὅτι καὶ ὁ πατρ. Ἀλέξανδρος χρησιμοποεῖ τὴν ἁγιογραφική θέση «κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος», ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν ἔννοιαν ποὺ τῆς δίνουν οἱ τῶν «ἀκύρων», ὅτι δηλ. αὐτομάτως παύουν νὰ ἔχουν μυστήρια, ὅσοι κοινωνοῦν μὲ τοὺς μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς! Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Πατριάρχης διδάσκει ὅτι ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ ΠΑΝΤΑΣ τοὺς αἱρετικοὺς πρέπει νὰ ἀποστρέφονται, καὶ βέβαια δὲν πρέπει νὰ κοινωνοῦν μαζί τους: «Πρέπει γὰρ ὑμᾶς, ὡς Χριστιανοὺς ὄντας, πάντας τοὺς κατὰ Χριστοῦ λέγοντάς τε καὶ φρονοῦντας ὡς θεομάχους καὶ φθορέας τῶν ψυχῶν ἀποστρέφεσθαι, καὶ μηδὲ κἂν χαίρειν τοῖς τοιούτοις λέγειν, ἵνα μή ποτε καὶ ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν κοινωνοὶ γενώμεθα, ὡς παρήγγειλεν ὁ μακάριος Ἰωάννης» (P.G. 146, 44ΑΒ).
Νά, διδασκαλία Ὀρθοδόξου ποιμένος! Διδάσκει νὰ μὴ κοινωνοῦμε μὲ αὐτούς, γιατὶ «ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν κοινωνοὶ γενώμεθα»! Ὄχι σὰν αὐτὴ τῶν σημερινῶν «οἰκονομιστῶν» καὶ ἄλλων «εὐσεβῶν» μέν ἀλλὰ μνημονευόντων καὶ κοινωνούντων μετὰ τῶν κοινωνούντων τοῖς αἱρετικοῖς! Ὁ αἱρετικός, λέγει, «ΦΘΕΙΡΕΙ» τὶς ψυχὲς τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ κοινωνοῦν μαζί του, γι’ αὐτὸ «οὔτε χαίρειν τοῖς τοιούτοις»· πόσο μᾶλλον νὰ λαμβάνουν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὰ χέρια τους κοινωνία, ὅπως διδάσκουν οἱ «οἰκονομιστές», ἐπικαλούμενοι ποιμαντικοὺς τάχα λόγους, ἐπειδὴ φοβοῦνται νὰ βγοῦν καὶ νὰ λειτουργήσουν οἱ ἴδιοι φανερά, καὶ νὰ τελέσουν τὰ μυστήρια τῶν πιστῶν. Ἀλλὰ τότε θὰ τοὺς καθαιρέσουν, κι αὐτὸ δὲν τὸ θέλουν καὶ κατάφεραν μὲ τὴν τακτική τους, ἕως τώρα νὰ τὸ ἀποφύγουν. Ἀλλὰ κάποτε (ὅταν οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν θὰ χρειάζονται τὴν “οἰκονομία” τους), θὰ ἔρθει καὶ ἡ καθαίρεσή τους. Καὶ τότε δὲν θὰ μποροῦν νὰ ἐπικαλεσθοῦν ὡς ἀγωνιστὲς τὴν καθαίρεσή τους καὶ νὰ ποῦν: νά, καθαιρεθήκαμε κι ἐμεῖς γιὰ τὴν ἀλήθεια! Γιατὶ θὰ ἔχουν συντελέσει μὲ τὴν κακόδοξη τακτική τους νὰ ἐπικρατήσει ἡ αἵρεση· οἱ Οἰκουμενιστές θὰ ἔχουν ἐπιτύχει τὸ σκοπό τους· καὶ χιλιάδες ψυχές, ποὺ περιμένουν τὴν ὀρθόδοξη στάση τους στὸν ἀγώνα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ ἔχουν παραδοθεῖ στὴν Παναίρεση!

Ἄρειος, τώρα, δὲν ἔμεινε μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, ἀλλὰ ἔστειλε κι αὐτὸς ἐπιστολές. Στοιχεῖα ἀπ’ αὐτὲς παίρνουμε ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Κάλλιστο, ὁ ὁποῖος τὶς παραθέτει (ὅπως γράφει), γιὰ νὰ γίνει φανερὸ ποιοί ἐπίσκοποι ἦσαν κοινωνοὶ τῆς ἀσεβείας τοῦ Ἀρείου (ἵνα «οἱ κοινωνοῦντες τῆς ἀσεβείας κατάδηλοι γένωνται» (P.G. 146, 44C).
Ἔγραφε, λοιπόν, ὁ Ἄρειος πρὸς τὸν Εὐσέβιο Νικομηδείας, ὑποστηρίζοντας (ὅπως τώρα ὁ Οἰκουμενιστὴς Βαρθολομαῖος ὑποστηρίζει ὅτι «διώκεται», τὸν ὑβρίζουν κάποιοι …ζηλωτές!) ὅτι ἀδίκως διώκεται ὑπερασπιζόμενος τὴν ἀλήθεια:
«Ἄρειος ὁ διωκόμενος ὑπὸ Ἀλεξάνδρου …ἀδίκως διὰ τὴν πάντα νικῶσαν ἀλήθειαν, ἧς καὶ σὺ ὑπερασπίζῃ, ἐν Κυρίῳ χαίρειν…Μεγάλως ἡμᾶς ἐκπορθεῖ καὶ ἐκδιώκει, καὶ πάντα κάλων κινεῖ καθ’ ἡμῶν ὁ ἐπίσκοπος (ἐνν. ὁ ἀλέξανδρος)· ὥστε ἐκδιῶξαι ἡμᾶς ἐκ τῆς πόλεως ὡς ἀνθρώπους ἀθέους· ἐπειδὴ οὐ συμφωνοῦμε αὐτῷ δημοσίᾳ λέγοντι, Ἀεὶ Θεός, ἀεὶ Υἱός· ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός»!!! (P.G. 146, 44D).
Κατηγορεῖ, λοιπόν, ὁ Ἄρειος στὸν Νικομηδείας Εὐσέβιο τὸν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, ἐπειδὴ ὁμολογεῖ… τὴν ὀρθόδοξο πίστη κι ὄχι τὴν Ἀρειανικὴ κακοδοξία! Καὶ ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος στέλνει ἐπιστολὴ στὸν Παυλῖνο, ἐπίσκοπο Τυρίων, στὴν ὁποία γράφει καὶ τὰ ἑξῆς: Ἐγὼ καὶ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας λυπούμεθα γιὰ σένα, γιατὶ σιωπᾶς καὶ δὲν παίρνεις θέση (γι’ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Ἄρειος) ποὺ εἶναι ἀληθῆ καί …συμφωνοῦν μὲ τὴν Ἁγία Γραφή!!! Καὶ ποιά θεωροῦσε ἀληθῆ; Τὶς αἱρετικές-βλάστημες θέσεις, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕτερος ὡς πρὸς τὴν φύση ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ κτιστός! (P.G. 146, 45D-48ΑΒ).
Καὶ ἐπισημαίνει ὁ Κάλλιστος ὅτι αὐτοὶ μὲ ζῆλο προσπαθοῦσαν νὰ βοηθήσουν στὴν ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως, ἔγραφαν δὲ στοὺς Ἐπισκόπους νὰ κοινωνοῦν μὲ τὸν καθαιρεμένο Ἄρειο: «Τοιαῦτα ἔγραφον πρὸς τὸν κατὰ τῆς ἀληθείας ὁπλιζόμενοι πόλεμον… καὶ σπουδὴν ἐτίθεντο τὸ Ἀρείου κρατῦναι δόγμα. Καὶ δὴ ἐν τῇ Βιθυνῶν τὸ τῆς ἀσεβείας συγκροτήσαντες ἐργαστήριον, τοῖς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην οἱ περὶ Εὐσέβιον ἐπισκόποις ἔγραψαν, Ἄρειόν τε καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ κοινωνίας ἀξιοῦν. Εἶναι γὰρ αὐτοῖς ἐρρωμένην τὴν περὶ τὸ δόγμα δόξαν» (P.G. 146, 49Α).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἄρειος μὲ ἀπεσταλμένους του, τοὺς ζητᾶ νὰ ἐπιτρέψουν στοὺς δικούς του (ὅπως γινόταν καὶ πρίν) νὰ ἐκκλησιάζονται μαζί τους· κι αὐτοὶ δέχτηκαν· «πρεσβείαν ἔστελνε Παυλίνῳ τε καὶ Εὐσεβίῳ τῷ Παμφίλου, καὶ Πατροφίλῳ τῷ Σκυθοπόλεως, καὶ περὶ ἐκείνους συστήματι, ἐπιτετράφθαι οἱ καὶ τοῖς ἀμφ’ αὐτόν, τὸν περὶ αὐτὸν ὡς καὶ πρότερον ἐκκλησιάζειν λαόν… Οἱ δὲ δέχονται τὴν πρεσβείαν καὶ ἐν Παλαιστίνῃ μεθ’ ἑτέρων γενόμενοι, τὴν Ἀρείου αἴτησιν ἐκπληροῦσιν, ἐγγράφως διαταξάμενοι συνάγειν μὲν ὡς πρότερον Ἄρειον, Ἀλεξάνδρῳ γέ μην ὑποκεῖσθαι» (P.G. 146, 49Β).
Τὰ ἴδια γράφουν καὶ ἄλλοι ἱστορικοί, ὅπως διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Φειδᾶ: Ἡ σύνοδος «ἀποφάσισε νὰ προτρέψη μὲ ἐπιστολὲς “τοῖς πανταχῇ ἐπισκόποις, ὡς ὀρθῶς δοξάζουσι, κοινωνῆσαι τοῖς ἀμφὶν τὸν Ἄρειον, παρασκευάσαι δὲ καὶ Ἀλέξανδρον κοινωνεῖν αὐτοῖς” (Σωζομενοῦ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ι, 15)». -Εἰς Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 405).
Νά, λοιπόν, ποιός εἶναι ὁ μολυσμὸς τῆς αἱρέσεως. Ὁ αἱρετικὸς ἐκμεταλλευόμενος τὴν ἀρχικὴ προσπάθεια τῶν ποιμένων νὰ τὸν μεταπείσουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν μετάνοια, ρίχνει ρίζες στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ πολλοὺς ἀφανίζει. Γι’ αὐτὸ εἶναι τρομερὴ ἡ εὐθύνη τῶν ποιμένων, εἰδικὰ ἐκείνων (ὅπως συμβαίνει στὴν ἐποχή μας) ποὺ βλέπουν ἐπὶ δεκαετίες τὴν ἐπέλαση τῶν Οἰκουμενιστῶν κι ὄχι μόνο δὲν προλαμβάνουν τὴν μετάδοση τῆς αἱρετικῆς “πανούκλας”, τὴν ἐπέκταση τῆς φωτιᾶς, ἀλλὰ ἐνῶ τὴν βλέπουν νὰ ἐπεκτείνεται …παίζουν μαζί της(!) καὶ εἴτε ἀδιαφοροῦν, εἴτε πᾶνε νὰ τὴν σβήσουν μὲ «κουβάδες», εἴτε τὴν συνδαυλίζουν!
Ἔχοντας γνώση -οἱ Ἅγιοι Πατέρες- καὶ ἐμπειρίες τοῦ κακοῦ τῆς αἱρέσεως, μᾶς συνιστοῦν καὶ διδάσκουν, οὔτε «χαίρετε» νὰ τοὺς λέμε, καὶ  οὔτε μιὰ ὥρα νὰ μὴ μένουμε συγκοινωνοὶ τῶν αἱρετικῶν· νὰ φεύγουμε δὲ ἀπὸ κοντά τους, ὅπως ὅταν συναντᾶμε στὸ δρόμο μας φίδια ἢ λύκους, διότι ὁ μολυσμὸς εἶναι δεδομένος, πολλὲς φορὲς ἀκόμα καὶ στοὺς δυνατοὺς καί, διότι, ἡ ἀνοχὴ οὐσιαστικὰ εἶναι συμμετοχὴ καὶ συνεργασία στὴν διάδοση τῆς αἱρέσεως.
Εἶναι τραγικό, λοιπόν αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τοὺς σημερινοὺς ποιμένες καὶ μοναχούς (τοὺς ἄλλοτε προμάχους κατὰ τῶν αἱρέσεων), ποὺ ὄχι μόνο δὲν φροντίζουν γιὰ τὴν διαφώτιση-κατήχηση τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τοὺς σπρώχνουν στὴν Παναίρεση, κοινωνοῦντες μετὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ διδάσκοντάς τους ὅτι μποροῦν ἄνετα νὰ κοινωνοῦν μαζί τους!
Καὶ ἐνῶ ὅλα αὐτὰ γίνονται οὐδεὶς μιλᾶ περὶ ἀκύρων μυστηρίων!

Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὄχι ἁπλοὶ πιστοί, ἀλλὰ Ἐπίσκοποι ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Ἀρείου καὶ θεωροῦσαν ὀρθόδοξη τὴν διδασκαλία του, καὶ ὡς ἐκ τούτου ζητοῦσαν τὴν ἀποκατάστασή του. Ἐξ ἄλλου ὁ Ἄρειος (κατὰ τὸν Ἐπιφάνιο) δὲν «ἐπέκρυψε τὶς αἱρετικές του θέσεις ἐντάξας».
Καὶ οἱ ὑποστηρίζοντες τὸν Ἄρειον καὶ οἱ ὅσοι ἦσαν ἐναντίον του, ἦσαν Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ φυσικὰ μὲ ἔγκυρα μυστήρια. Οἱ πρῶτοι, ὅμως, αὐτοὶ ποὺ ὑποστήριζαν τὸν ἤδη καταδικασμένο Ἄρειο, ἦσαν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ψευδεπίσκοποι, ἀκριβῶς, ὅπως αὐτοὶ ποὺ περιγράφει ὁ ΙΕ΄ Κανόνας. Ἀπὸ αὐτοὺς συνιστᾶ ὁ ἱερὸς Κανόνας νὰ ἀπομακρύνεται κάθε πιστός, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ ἐποχὴ μέχρι καὶ σήμερα, ποὺ ἐφευρέθηκε καὶ μονιμοποιήθηκε ἡ «οἰκονομία» τοῦ “ἄχρι καιροῦ”!
Γιὰ νὰ μὴ μένει καμία ἀμφιβολία ὅτι ἦσαν φανεροὶ καὶ καταδικασμένοι ἀπὸ Σύνοδο αἱρετικοί, παραθέτουμε καὶ ὅσα γράφει ὁ ἴδιος ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιὰ τὸν Εὐσέβιο: «Πρὶν γίνει ἡ Σύνοδος εἰς Νίκαιαν ἔγραψαν ὅμοια μὲ αὐτὰ καὶ οἱ φίλοι τοῦ Εὐσεβίου». Καὶ ὁ μὲν Εὐσέβιος Νικομηδείας ἔγραψε τότε, τὰ παρακάτω, ἐξωφρενικὰ γιὰ ἐπίσκοπο λόγια, στὸν Ἄρειο: «“Ἐπειδὴ πιστεύεις καλῶς, νὰ προσεύχεσαι νὰ πιστεύουν ὅλοι τὸ ἴδιο”!!! Ὁ δὲ Εὐσέβιος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης… δὲν ἐφοβήθη νὰ εἴπῃ φανερά, ὅτι “ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἀληθινὸς Θεός”» (Μ. Ἀθανασίου, τόμ. 10ος, σελ. 191). Ὁ Γεώργιος δέ (συνεχίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος), νῦν  Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε πρεσβύτερος τῆς Ἀλεξανδρείας» εἶχε γράψει διφορούμενα καὶ ὑποκριτικὰ περὶ τοῦ δόγματος, διὰ τοῦτο «ὁ Γεώργιος καθηρέθη ὑπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου» (αὐτ. σελ. 193).
Καὶ μὴν τὸ ξεχνᾶμε, οὔτε ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὁμιλεῖ περὶ ἀκύρων μυστηρίων!
[Ἐδῶ εἶναι χρήσιμο νὰ σημειώσουμε δυὸ προτάσεις γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, γιὰ νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι οἱ διώξεις, δὲν εἶναι πάντα ἀπόδειξη ὅτι ἔχουν δίκιο οἱ διωκόμενοι· κι αὐτὸ γιατὶ σήμερα κάποιοι (ὅπως οἱ Γ.Ο.Χ.) παρουσιάζουν τὶς διώξεις τους, ὡς σημεῖο δικαιώσεως, ἔστω κι ἂν οἱ διωκόμενοι ἔχουν ἀνθρωπίνως μὲν δίκιο, ἐκκλησιαστικὰ δὲ ἄδικο! Ὁ Ἄρειος, λοιπόν, «ἀντιμετώπιζε σοβαρὸ πρόβλημα ὀργανώσεως τῆς λατρείας καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν ὀπαδῶν του». Γι’ αὐτὸ «ἀναγκάστηκαν νὰ τελοῦν τὶς λατρευτικές τους συνάξεις ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου, κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας, “ἑαυτοῖς σπήλαια λῃστῶν οἰκοδομήσαντες, ἀδιαλείπτως ἐν αὐτοῖς ποιοῦνται συνόδους, νύκτωρ τε καὶ μεθ’ ἡμέραν, ἐν ταῖς κατὰ Χριστοῦ καὶ ἡμῶν διαβολαῖς ἐνασκούμενοι”» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 404)]. Κι ὅμως αὐτοί, ἂν καὶ ἐσυγκεντρώνοντο σὲ σπήλαια, αὐτὸ δὲν τοὺς ἐξαγίαζε. Ἀντίθετα συνέχιζαν νὰ εἶναι αἱρετικοί, καὶ τὰ σπήλαιά τους «σπήλαια ληστῶν», στὰ ὁποῖα ἐκπαιδεύονταν πῶς θὰ ληστέψουν τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν! Τὸ ἴδιο θὰ παρατηρήσουμε νὰ συμβαίνει πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω νὰ συμβαίνει μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ αἱρετικοῦ Δημοφίλου, ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Εἴδαμε πιὸ πάνω ὅτι, ἐνῶ οἱ πολλοὶ ἐπίσκοποι εἶχαν ἀποφανθεῖ ὅτι ὁ Ἄρειος ἦταν αἱρετικός, ἄλλοι ἐπίσκοποι ὑποστήριζαν τὸν αἱρετικὸ καὶ καθηρημένο Ἄρειο. Ὅμως ἦσαν τυπικὰ κανονικοὶ ἐπίσκοποι, μὲ ἔγκυρα μυστήρια, καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ, παρ’ ὅ,τι οἱ δεύτεροι ὑποστήριζαν τὴν αἵρεση, ἦσαν δηλαδὴ στὴν οὐσία ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοποιμένες. Καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες δίδασκαν καὶ διδάσκουν νὰ προσέχουμε καὶ νὰ ἐπιτηροῦμε τοὺς Ἐπισκόπους-Ποιμένες, ἂν συμπεριφέρονται καὶ διδάσκουν Ὀρθόδοξα, διότι, ὅπως καὶ σήμερα –καὶ ἐνῶ ὁ Οἰκουμενισμὸς μετρᾶ δεκαετίες– δὲν ἔχουν πεισθεῖ ὅλοι γιὰ τὴν ὕπαρξή του, καὶ γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι ἡ οἰκουμενιστικὴ κακοδοξία· κάτι παρόμοιο συνέβαινε καὶ τότε· πολλοὶ δὲν εἶχαν πεισθεῖ καὶ ἀποδεχθεῖ ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ἦταν αἱρετική, ἀφοῦ πάντα, οἱ αἱρετικοί, ὡς ἡ ἐπιτυχέστερη ἐπινόηση τοῦ σατανᾶ καὶ τὸ ἰσχυρότερο ὅπλο του, θολώνουν τὰ νερὰ καὶ προσπαθοῦν νὰ πείσουν γιὰ τὴν «ὀρθοδοξία» τους.
Καὶ ναὶ μέν, ἡ αἵρεση ἦταν πραγματική, ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ αἱρετικοὶ κατάφεραν νὰ σπείρουν τὴν ἀμφιβολία γιὰ τὸ ἂν ἡ Σύνοδος πῆρε σωστὲς ἀποφάσεις, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συγχύσεως καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, ἄρχισαν νὰ συζητοῦν τὸ ζήτημα, ὡς μέλη -καὶ οἱ δυὸ παρατάξεις- τῆς Ἐκκλησίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων προέκυψαν κάποιες διαφωνίες.
Ὡς ἐκ τούτου οἱ ἀμφιβολίες καὶ διαμάχες, δὲν στρέφονται –ὅπως μὲ παρόμοιο τρόπο καὶ σήμερα– στὸ ἂν ἔχουν ἐγκυρότητα τὰ μυστηρία τους, ἀλλὰ στὸ ἂν καὶ ποιός ἔχει κακόδοξες ἰδέες! Τὰ πράγματα δηλ. ἔφτασαν σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἡ εἰς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους «θεολογικὴ προβληματικὴ ἀμφισβητοῦσε πλέον τὴν ὀρθοδοξία τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ὄχι τοῦ Ἀρείου»!  (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 404).
 «Ἀνάλογη ἀπόφαση ἔλαβε καὶ ἡ τοπικὴ σύνοδος τῆς Παλαιστίνης μὲ τὴν πρωτοβουλία τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας καὶ τὴ συναίνεση τῶν Παυλίνου Τύρου καὶ Πατροφίλου Σκυθοπόλεως, οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ ἄλλους ἐπισκόπους τῆς Παλαιστίνης, “συνελθόντες ἐψηφίσαντο τῇ Ἀρείου αἰτήσει, παρακελευσάμενοι συνάγειν μὲν αὐτοὺς ὡς πρότερον, ὑποτετάχθαι δὲ Ἀλεξάνδρῳ καὶ ἀντιβολεῖν ἀεὶ τῆς πρὸς αὐτὸν εἰρήνης καὶ κοινωνίας μετέχειν(Σωζομενοῦ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ι, 15).
»Ἡ ἀντιφατικὴ ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς Παλαιστίνης ὑποδηλώνει καὶ τὶς δυσχέρειες γιὰ τὴ λήψη τῆς ἐπιθυμητῆς στὸν Εὐσέβιο ἀποφάσεως. Ἀκυρώθηκε ἀντικανονικῶς ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἀφοῦ ἀναγνωρίστηκε στὸν Ἄρειο καὶ στοὺς κληρικούς του τὸ δικαίωμα νὰ λειτουργοῦν ὡς κληρικοί (“συνάξειν αὐτοὺς ὡς πρότερον”), ἀλλὰ προετρέπετο ὁ Ἄρειος νὰ ὑποταγῆ στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας μὲ τὴν συνεχῆ προσπάθεια τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, καίτοι ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἦταν κανονικὸ δικαίωμα μόνο τῆς συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 405-406) καὶ βέβαια, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἄρειος ὀρθοφρονοῦσε.
Καὶ γιὰ τὸ ποιοί ἵσταντο ἐπὶ ὀρθοδόξου ἐδάφους σήμερα τὸ γνωρίζουμε, ἀσχέτως ἂν τότε οἱ ὑποστηρίζοντες τὸν Ἄρειο δὲν τὸ διέκριναν. Γιὰ τὸ ποιοί ἐκ τῶν δύο παρατάξεων, ὅμως, εἶχαν ἔγκυρα μυστήρια τί θὰ ποῦμε, γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τοὺς πρεσβεύοντας σήμερα αὐτὲς τὶς ἀπόψεις, καθόσον ἡ περίπτωση ὁμοιάζει θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικά;
Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα καὶ ὁ ἅγιος  Ἐπιφάνιος ἀναφέρει τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν: “Ὡς οὖν ἀπεστάλησαν αἱ ἐπιστολαί, μεμφόμεναι τοὺς αὐτὸν ὑποδεξαμένους, ἕκαστος ἀντέγραψε τῷ μακαρίῳ Ἀλεξάνδρῳ ἀπολογούμενος. Καὶ οἱ μὲν εἰρωνείᾳ γεγράφασιν, ἄλλοι δὲ ἐν ἀληθείᾳ. Οἱ μὲν ὑποδέχεσθαι τοῦτον, ἄλλοι δὲ κατ’ ἄγνοιαν ὑποδέχεσθαι. Ἕτεροι δὲ φάσκοντες, ὡς διὰ τῆς ὑποδοχῆς κερδῆσαι αὐτὸν ἀπολογούμενοι” (Κατὰ αἱρέσεων, 69, 4. Σωκράτους Ἐκκλησ. Ἱστορ., Ι, 6. Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ., Ι, 3. Εἰς Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 406).
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ἐκεῖνοι, οἱ ἐν ἐνεργείᾳ “Ὀρθόδοξοι” Ἐπίσκοποι, ἀναγνώριζαν ἔγκυρα μυστήρια στὸν Ἄρειο, ἀσφαλῶς ἀντικανονικῶς. Οὐσιαστικὰ γίνονται κοινωνοί-συνεργοί τους στὴν Ἀρειανικὴ αἵρεση. Ἔπαψαν, ἄρα, σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία τῆς αὐτομάτου (λόγῳ τῆς ἀποδοχῆς αἱρέσεως) ἀπώλειας τῆς χάριτος, νὰ ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια; Ἀσφαλῶς ὄχι, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς εἶχε ἀφαιρέσει διὰ τῆς καθαιρέσεως τὴν χάριν τοῦ τελεῖν μυστήρια. Χρειάζεται νὰ ἐπαναληφθεῖ ἡ θέση ὅτι, μυστήρια τελοῦσαν, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα ἦταν ὅτι συντελοῦσαν στὴν ἐπέκταση τῆς κακοδοξίας, γινόντουσαν καὶ οἱ ἴδιοι μισθωτοὶ Ποιμένες καὶ προδότες τῆς Πίστεως, ἔχαναν οἱ ἴδιοι τὴ Θ. Χάρη· σὲ ὅσους κοινωνοῦσαν μαζί τους, ὄχι γιὰ νὰ τοὺς ἀντικρούσουν, ἀλλὰ θεωρώντας τους ὡς ὀρθοδόξους, μετέδιδαν μολυσμό, ἐφ’ ὅσον ἤρχοντο μαζί τους σὲ πνευματικὴ κοινωνία, ἐπηρεάζονταν ἰδεολογικά.
Συγκεκριμένα. Ὁ Ἄρειος ἄκουσε τὴν συμβουλή τους, ἔστειλε Ὁμολογία Πίστεως ψευδῆ στὸν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας, ἀπεστάλησαν δὲ «καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Βιθυνίας. Καὶ οἱ δυὸ ὅμως πρωτοβουλίες τοῦ Εὐσεβίου Νικομηδείας ἀποδοκιμάστηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος μὲ ἐπιστολές του κατέκρινε ὅσους ἀντικανονικῶς δέχτηκαν σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 406).
Πάντως ὁ Ἀλέξανδρος δὲν κάνει καμιὰ ἀναφορὰ γιὰ τὰ μυστήριά τους, δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Ἀρείου ἐπισκόπων, ἐνῶ –γιὰ νὰ προφυλάξει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως– ἔπρεπε νὰ τοὺς διδάξει (μαζί μὲ τόσα ἄλλα) νὰ προσέχουν καὶ γι’ αὐτὸ τὸ τόσο σημαντικὸ θέμα. Ἂν καὶ οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ Ἀρείου ἐπίσκοποι ἦσαν ἀρκετοί, ὁ Ἀλέξανδρος «κάνει ὑπαινιγμὸ μόνο γιὰ τρεῖς ἐπισκόπους τῆς Συρίας, οἱ ὁποῖοι “διὰ τοῦ συναινεῖν αὐτοῖς (=Ἀρειανοῖς) ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπεκκαίουσιν”» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 411).
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ πρεσβύτερος Κόλλουθος ἀποσχίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο διαφωνῶν μὲ τὴ στάση τοῦ Ἀλεξανδρείας ἔναντι τοῦ Ἀρείου, ὅμως «διατήρησε τὴν ἐσωτερικὴ αὐτοτέλεια τῆς σχισματικῆς του ὁμάδος καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ἀπὸ τοὺς Μελιτιανούς» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 408). Τὸ 424 ὅμως, ὁ Ἀλέξανδρος συνεκάλεσε σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν ὁποία «ἀντιμετωπίστηκε τὸ Κολλουθιανὸ σχίσμα· “Κολλούθου ὑπὸ κοινῆς συνόδου Ὁσίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἐπισκόπων κελευσθέντος πρεσβυτέρου εἶναι, καθὸ καὶ πρότερον ἦν…”. Κατ’ ἀκολουθίαν, “πάντες οἱ ὑπὸ Κολλούθου καταστασθέντες ἀνέδραμον εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, εἰς ὃν πρότερον ἦσαν” (Μ. Ἀθανασίου, Ἀπολογητικός, 76.74)» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 414).
Ἐκ τούτου φαίνεται ὅτι δὲν ἔχουν ἰσχὺ οἱ πράξεις τῶν σχισματικῶν (ἐκείνων ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μάλιστα δὲν τοὺς ἀποδέχεται καμιὰ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ἀφοῦ ἡ χειροτονία τοῦ Κόλλουθου εἰς ἐπίσκοπον δὲν θεωρήθηκε ὡς ἔγκυρη. Ἐπὶ πλέον ὅτι κάθε Ὀρθόδοξη Σύνοδος μόνον τοὺς κανονικοὺς ἐπισκόπους δεχόταν κι ὄχι τοὺς καταδικασμένους σχισματικοὺς ἢ αἱρετικούς.
Ἐν τῷ μεταξύ, «ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος φαίνεται ὅτι εἶχε ὑποδείξει στὸν Ὅσιο Κορδούης τὴν ἀνάγκη συγκλήσεως μιᾶς μεγάλης συνόδου τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τοῦ ἀρειανισμοῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε διχάσει τὸ σῶμα τῶν ἐπισκόπων» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 414).
Τὸ 324 συγκροτεῖται σύνοδος 59 ἐπισκόπων στὴν Ἀντιόχεια (20 Δεκεμβρίου) μὲ τὴν παρουσία (ἢ καὶ τὴν προεδρία τοῦ Ὁσίου Κορδούης), ποὺ προετοίμασε τὴν Α΄ Οἰκουμενική. Μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Συνόδου ὑπῆρχαν καὶ «γνωστοὶ ὑποστηρικτὲς τοῦ Ἀρείου (Λαοδικείας Θεόδοτος, Νερωνιάδος Νάρκισσος, Καισαρείας Εὐσέβιος, Λύδδης Ἀέτιος…» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 415). «Ἡ σύνοδος εἶχε συνείδηση τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας δὲν εἶχε ἀντιμετωπίσει τὸ ζήτημα ἐγκαίρως (ἐνν. τοῦ Ἀρείου)…, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἀντιοχείας Φιλογόνιος εἶχε ὑπογράψει τὸν Τόμο τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας καὶ εἶχε τὴν εὐχέρεια νὰ συγκαλέση σύνοδο τῶν ἐπισκόπων τῆς Συρίας». Ἡ μὴ ἔγκαιρη, ὅμως, σύγκληση Συνόδου συνέβη, «λόγῳ τῶν ἀπαγορεύσεων τῶν συνοδικῶν συνελεύσεων ἀπὸ τὸν Λικίνιο»  (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 416).
«Ὅπως ἐπισημαίνει ἡ ἐπιστολὴ τῆς συνόδου τῆς Ἀντιόχειας (324-325) “ἐν πολλοῖς ὠλιγωρήθη καὶ κατεφρονήθη ὁ ἐκκλησιαστικὸς νόμος καὶ οἱ κανόνες ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ ὑπὸ ἀνθρώπων κοσμικῶν καὶ πάντως καταπέπονται, διότι κεκώλυτο ἐπισκόπων σύνοδον συναχθῆναι ἐν τοῖς τῶν μερῶν τούτων τόποις”» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 416).
Στὴν Σύνοδο ἔλαβαν μέρος καὶ φιλοαρειανοὶ Ἐπίσκοποι.
Ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου ἦταν ἐναντίον τῶν κακόδοξων θέσεων τοῦ Ἀρείου, «τὴν ἀποδέχτηκαν δὲ καὶ οἱ παρόντες ὑποστηρικτὲς τοῦ Ἀρείου μὲ μόνη ἐξαίρεση τοὺς ἐπισκόπους Λαοδικείας Θεόδοτο, Νερωνιάδος Νάρκισσο καὶ Καισαρείας καὶ Παλαιστίνης Εὐσέβιο. Ἀναμφιβόλως, ἡ σύνοδος ἐπέμεινε στὸν ἔλεγχο τῆς πίστεως τῶν γνωστῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Ἀρείου… Τὴ διαδικασία αὐτὴ ὑπονοεῖ ἡ ἐπιστολὴ τῆς συνόδου μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ ἐλέγχου τῆς πίστεως τῶν διαφωνησάντων τριῶν ἐπισκόπων. …Προφανῶς, ἡ διαδικασία αὐτὴ ἔγινε μετὰ τὴν ἄρνηση τῶν τριῶν ἐπισκόπων νὰ δεχθοῦν καὶ νὰ ὑπογράψουν τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου», διὰ τοῦτο καὶ ἡ σύνοδος τοὺς ἐπέβαλε τὴν ποινὴ «τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκοινωνησίας, ἡ ὁποία δὲν εἶχε χρονικὴ διάρκεια καὶ θὰ ἔπαυε νὰ ἰσχύη σὲ περίπτωση μεταγενέστερης ἀποδοχῆς τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως ἀπὸ τοὺς τρεῖς “ἀκοινώνητους” ἐπισκόπους» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 417-418).
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ἡ σύνοδος α) μιλᾶ γιὰ «μὴ κοινωνία» μὲ τοὺς ὑποστηρίζοντας αἱρετικούς καὶ β) δὲν τοὺς καθαιρεῖ, δὲν τοὺς ἀφαιρεῖ τὸ δικαίωμα τοῦ τελεῖν μυστήρια (παρ’ ὅτι αἱρετικοὶ καταδικασμένης αἱρέσεως). Ἄραγε τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦσαν κατὰ τὴν διάρκεια αὐτή, ἦσαν ἄκυρα ἢ ἔγκυρα;
Καὶ συνεχίζει ὁ Φειδᾶς νὰ μᾶς παραθέτει τὴν συνέχεια τῶν γενομένων, ἐπισημαίνοντας ὅτι:
«Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτὴ κατανοεῖται ἡ “φιλαδελφεία” γιὰ τὴν παραχώρηση κατ’ οἰκονομίαν “τούτοις μετανοίας καὶ τῆς τἀληθοῦς ἐπιγνώσεως χώραν”... Ἡ συνοδικὴ αὐτὴ ἀπόφαση ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τοῦ Κορδούης Ὁσίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς ἀποστολὴ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὄχι τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν διασπάσεων: “ὅθεν, τοσοῦτον σκληρυνθέντων αὐτῶν καὶ οὐκ αἰδεσθέντων τὴν ἁγίαν σύνοδον, ταῦτα παραιτουμένην καὶ δυσωπουμένην, κεκρίκαμεν πάντες ἡμεῖς οἱ ἐν τῇ συνόδῳ συλλειτουργοὶ μὴ κοινωνεῖν τούτοις, μηδὲ ἀξίους αὐτοὺς κοινωνίας, διὰ τὴν πίστιν αὐτῶν ἀλλοτρίαν οὖσαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἵνα εἰδῇς γράφομέν σοι, ὅπως καὶ σὺ φυλάττῃ (=ἀπέχει) ἀπὸ τῆς τούτων κοινωνίας καὶ τοῦ γράψαι πρὸς αὐτοὺς ἢ δέχεσθαι παρ’ αὐτῶν ἐπιστολὰς κοινωνικάς. Καὶ τοῦτο δὲ ἴσθι, ὅτι διὰ τὴν πολλὴν τῆς συνόδου φιλαδελφείαν δεδώκαμεν τούτοις μετανοίας καὶ τῆς τἀληθοῦς ἐπιγνώσεως χώραν (=καιρόν) τὴν μεγάλην καὶ ἱερατικὴν ἐν Ἀγκύρᾳ σύνοδον”.
»Ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου κοινοποιήθηκε ὑπὸ τὴ μορφὴ συνοδικῆς ἐπιστολῆς σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες μὲ τὴν προτροπὴ τῆς ἀποστολῆς ἀντιγράφων της καὶ στοὺς ἐπισκόπους τῆς περιφερείας τους, “ἵνα καὶ αὐτοὶ γνῶναι δύνωνται τὰ περὶ αὐτῶν καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀποστάντες τῆς ἐκκλησίας καὶ μὴ συνθέμενοι”» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 418).
Καμιὰ λοιπὸν νύξη γιὰ ἄκυρα μυστήρια (παρότι χαρακτηρίζονται ὡς “ἀποστάντες τῆς ἐκκλησίας”), ἀλλὰ γιὰ ἀκοινωνησία ὅσων ὑποστήριζαν τὶς καταδικασμένες ἀπὸ συνόδους ἀρειανικὲς θέσεις.
«Μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τὸ ζήτημα τοῦ ἀρειανισμοῦ εἶχε πλέον κριθῆ κατὰ τρόπο ὁριστικό. Ἡ προαναγγελία τῆς συγκλήσεως μιᾶς “μεγάλης καὶ ἱερατικῆς συνόδου” θὰ ἐπισφράγιζε ἁπλῶς ὅ,τι πλέον εἶχε συντελεσθῆ. Ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς εἶχαν ἤδη καταδικάσει ἢ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ καταδικάσουν τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου».  (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 418).

 Τὸ Α΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_448.html