Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ
ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Γ΄ μέρος
ΕΓΚΥΡΑ καὶ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
ΕΓΚΥΡΑ καὶ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη
Βέβαια εἶναι -ἐκ τῶν
προηγηθέντων- φανερὸ ὅτι δὲν ἔχει σκοπὸ ἡ παροῦσα μελέτη νὰ παρουσιάσει τὶς
Δογματικὲς διαφορὲς ποὺ ἐξετάστηκαν στὴ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν
γίνεται ἀναφορὰ σ’ αὐτές. Σκοπὸς εἶναι νὰ παρουσιάσουμε τὸ κλίμα ρευστότητος
ποὺ ὑπῆρχε, τὴν βασανιστικὴ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους συνύπαρξη μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Τὴν προσπάθεια τῶν Πατέρων διὰ τῆς ἀπομακρύνσεως, δηλαδὴ τῆς μὴ κοινωνίας (αὐτὸ ποὺ ἀργότερα καθιερώθηκε μὲ τὸν ὅρο ἀποτείχιση) νὰ ἀποφύγουν
τὸν μολυσμὸ καὶ τήν –διὰ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς– ἀπομάκρυνσή
τους ἀπὸ τὸ Θεό (ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ), καὶ βέβαια νὰ
ἀντιμετωπίσουν καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τὴν αἵρεση. Δὲν βλέπουμε νὰ ἀσχολοῦνται
ἢ νὰ ἀποφαίνονται οἱ Πατέρες καὶ οἱ πιστοὶ γιὰ τὸ ὅτι ὁ τάδε ἢ ὁ τάδε ἔχει ἢ
δὲν ἔχει μυστήρια. Ὅσοι ἦσαν συνειδητοὶ πιστοί, ἀρκοῦνταν στὴ στάση τῆς μὴ κοινωνίας – ἀποτειχίσεως – διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν.
Βέβαια,
τὸ ὅτι δὲν κάνουν οὐδένα λόγο περὶ μυστηρίων, εἶναι –νομίζω- καὶ ἀπὸ μόνο του ἰσχυρή ἀπόδειξη ὅτι ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι γνωρίζουν
κι ὅλοι ἀποδέχονται ὅτι τὰ μυστήρια εἶναι ἔγκυρα. Γιατί ἐπαναλαμβάνω, θὰ ἦταν ἐγκληματικὸ καὶ ἀπαράδεκτους γιὰ Ἁγίους, νὰ ἀφήνουν τοὺς πιστοὺς ποὺ κοινωνοῦσαν μὲ
τοὺς αἱρετικούς (τοὺς φιλοαρειανοὺς σ’ αὐτὴν τὴν ἐποχή, τοὺς Νεστοριανούς,
Μονοφυσίτες ἀργότερα) νὰ κοινωνοῦν ἄκυρα μυστήρια, δηλαδὴ νὰ κοινωνοῦν …τίποτα!
Ἢ νὰ βαπτίζονται καὶ νὰ μένουν …ἀβάπτιστοι! Ἢ νὰ παντρεύονται καὶ νὰ μένουν …ἀνύπαντροι,
δηλαδὴ νὰ πορνεύουν, καὶ κανένας Ἅγιος νὰ μὴν εἶπε οὔτε λέξη γι’ αὐτό. Καὶ δὲν
εἶπε κανεὶς τίποτε, οὔτε τὸν καιρὸ τῆς κάθε αἱρέσεως, ἀλλὰ οὔτε κατόπιν, ὅταν
νικήθηκε ἡ αἵρεση, κάλεσαν ὅλους αὐτοὺς ποὺ δὲν παντρεύτηκαν, δὲν βαπτίστηκαν κ.λπ.
(ἀφοῦ ἐλάμβαναν ἄκυρα μυστήρια), νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἀποκατασταθοῦν
μὲ μιὰ γενικὴ τελετουργία! Καὶ ἔρχονται σήμερα, μετὰ ἀπὸ 2000 χρόνια ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς κάποιοι, καὶ ἀναστατώνουν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μιλώντας περὶ ἀκύρων
μυστηρίων!
Βρισκόμαστε στὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Μ. Κων/νος ἀποφάσισε τὴν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου
στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325). Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Μ. Κων/νος, πρὶν κἂν
βαπτισθεῖ Χριστιανός, προσπάθησε νὰ φέρει εἰρήνη στὴν αὐτοκρατορία καὶ στὴν
Ἐκκλησία ποὺ ἐταλαιπωρεῖτο ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Γι’ αὐτὸ καὶ
κάλεσε τοὺς Ἐπισκόπους στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας γιὰ νὰ πάρουν μέρος σὲ Σύνοδο.
Κι αὐτοὶ ἀνταποκρίθηκαν καὶ προσῆλθαν στὴν Νίκαια γιὰ τὴν διεξαγωγὴ τῆς
Συνόδου.
Αὐτὴ ἡ Σύνοδος ἀρχικὰ εἶχε προταθεῖ νὰ
γίνει στὴν Ἄγκυρα, τελικὰ ὅμως ἔγινε στὴν Νίκαια καὶ εἶναι ἡ Α΄ Οἰκουμενική
Σύνοδος.
Γράφει ὁ Κάλλιστος Νικηφόρος: «Τῶν γοῦν
ἐκκλησιῶν ἁπασῶν, αἳ τὴν Εὐρώπην ἅπασαν, Λιβύην τε καὶ τὴν Ἀσίαν ἐπλήρουν, ὁμοῦ
συνῆκτο τῶν τοῦ Θεοῦ λειτουργῶν τὰ ἀκροθίνια (=οἱ πρῶτοι σὲ
ἀρετή, ἁγιότητα)· εἷς τε οἶκος εὐκτήριος… ἔνδον ἐχώρει κατὰ τὸ αὐτὸ Σύρους
τε καὶ Κίλικας, Θρᾷκες καὶ Μακεδόνες, Ἀχαιοί
τε καὶ Ἠπειρῶται» (P.G. 146, 60CD).
Μαζὶ μὲ αὐτούς, ὅμως, ἦσαν παρόντες ὡς μέλη
τῆς Συνόδου καὶ ἀρειανίζοντες, τοὺς ὁποίους μὲ σθένος ἀντιμετώπιζε ὁ Μ.
Ἀθανάσιος: «Τῇ γε Ἀρείου δόξῃ πλεῖστοι προσέκειντο. Μάλιστα δ’ αὐτὴν συνεκρότουν
Εὐσέβιος ὁ τῆς Βηρυτοῦ μὲν πρότερον, εἶτα δὲ καὶ τῆς Νικομηδείας ἡγησάμενος·
Θέογνίς τε ὁ Νικαεύς, καὶ αὐτῆς Νικαίας ἐπίσκοπος ὤν, καὶ Μάρις… Πρὸς οὓς
γενναίως ἀντεφέρετο Ἀθανάσιος, τοῦ χοροῦ μὲν τῶν διακόνων ἐν Ἀλεξανδρείᾳ
ἡγούμενος» (P.G. 146, 61C).
Ἂς θυμηθεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι αὐτοὺς τοὺς
εἶχε καταγγείλει ὁ πατρ. Ἀλέξανδρος στὴν πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους «Ἐγκύκλια Ἐπιστολή» του, κατονομάζων
καὶ τὸν Εὐσέβιο ὅτι «προΐσταται τῶν
ἀποστατῶν» καὶ παρασύρει τοὺς ἀγνοοῦντας στὴν
αἵρεση, τὴν «αἰσχίστην καὶ
χριστομάχον αἵρεσιν» (Δεῖτε ἐδῶ). Ἀλλ’ ὅμως οἱ αἱρετικοί, τότε καὶ τώρα, γνωρίζουν ψευδόμενοι
νὰ θολώνουν τὰ νερά!
https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_853.html
Ὁ Φειδᾶς σημειώνει γιὰ τοὺς ἀρειανόφρονες: «Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας ἐμφανίστηκε ὡς ὑπόδικος ἐνώπιον
τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως καὶ οἱ ὁμόφρονές του… καὶ ἔγιναν δεκτοὶ ὡς μέλη
τῆς συνόδου μόνο μετὰ τὴν ὑποβολὴ ὀρθοδόξου λιβέλλου
πίστεως καὶ τὴν ἀποδοχή τους σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 446).
Ὁ Καισαρείας Εὐσέβιος, λοιπόν, παρότι
ἀρειανόφρων, κατέστη μέλος τῆς Συνόδου
ὑποβάλλοντας ἕνα ψευδῆ Λίβελλο. Στὴ συνέχεια μάλιστα, δὲν ἀποδέχθηκε ὅλες τὶς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου! Παρὰ ταῦτα ἦταν κανονικὸς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας! Πῶς συμβιβάζεται ἐκκλησιολογικά αἱρετικὸς καὶ Ἐπίσκοπος μὲ τὴν ἄδεια –μάλιστα– Συνόδου; Ὅταν κάποιος
αἱρετικὸς «κρύβει τὰ χαρτιά του», παύει νὰ εἶναι αἱρετικός; Παύει νὰ εἶναι
ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ; Ἔχει τὴ Θ. Χάρη; Συμμετέσχε, λοιπόν, χάριν τῆς οἰκονομίας τῆς
Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ποὺ εἶχε κάποια ἀγαθὴ σκοπιμότητα, καὶ δὲν ὀφείλετο σὲ
συμφέροντα ἢ πονηρές ὑστεροβουλίες!
Ὁ δὲ «Εὐσέβιος Νικομηδείας» εἶχε τὸ θράσος νὰ ὑποβάλει «ἀρειανικὸ Λίβελλο
πίστεως, ὁ ὁποῖος προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν μελῶν τῆς συνόδου καὶ τὸ
θεαματικὸ σχίσιμο τοῦ βλάσφημου κειμένου» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 446).
Στὴν Σύνοδο «παρήγετο
μὲν εἰς μέσον Ἄρειος· καὶ τῶν ἐκείνῳ προβαλλομένων ἀκριβὴς ἡ βάσανος ἦν» (P.G. 146, 61C). «Ὀλίγοι δέ τινες τὴν Ἀρείου ἐπήνουν δόξαν· μετὰ βραχὺ δὲ οὗτοι συνέθεντο, πλὴν
Σεκούνδου καὶ Θεωνᾶ, οἳ καὶ ἐν αἰτίαις τὴν τοῦ ὁμοουσίου λέξιν ἐτίθεντο» (P.G. 146, 72C). Καὶ
καταγράφει καὶ ὁ Κάλλιστος τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν λίγων ποὺ ἐκθείαζαν τὴν κακοδοξίαν
τοῦ Ἀρείου. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ οἱ γνωστοί· ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας, Θέογνις
Νικαίας, Μάρις ὁ Χαλκηδόνος, Θεωνᾶς Μαρμαρικῆς, οἱ ὁποῖοι τελικὰ ἀποδέχτηκαν
τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου (P.G. 146, 72D).
Ἀλλά –συνεχίζει ὁ
Κάλλιστος– καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει ὅτι οἱ
Ἀρειανόφρονες ζητοῦσαν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ τὸ ἐπιχείρημα,
κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεὸν εἴμαστε! «Οἱ περὶ Εὐσέβιον ὑπὸ τῆς ἰδίας κακοδοξίας ἑλκόμενοι,
διελάλουν ἀλλήλοις· Συνθώμεθα· καὶ γὰρ καὶ ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν… Ἀλλ’ οἱ
ἐπίσκοποι θεωρήσαντες τὴν κακουργίαν ἐκείνων καὶ τὴν τῆς ἀσεβείας
κακοτεχνίαν» δὲν τοὺς ἄκουσαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ
διαλύσουν τὶς παρερμηνεῖες τους διετύπωσαν καθαρότερα τὸ δόγμα περὶ “ὁμοουσίου”.
Ἀλλὰ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, τότε βρῆκε
ἄλλη δικαιολογία γιὰ νὰ πολεμήσει τὶς θεολογικὲς διατυπώσεις τῆς Νικαίας. Εἶπε
ὅτι δὲν περιέχονται στὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ λέξεις ποὺ βάλατε στὸ Σύμβολο: «ἄγραφοί
εἰσιν αἱ λέξεις» (P.G. 146, 81D). Ἀλλὰ καὶ πάλι τὸν
ἀπεστόμωσαν οἱ Ὀρθόδοξοι λέγοντας· ἄγραφες εἶναι καὶ οἱ δικές σας λέξεις. Μόνο
ποὺ οἱ δικές μας εἶναι ἄγραφες, ἀλλ’ εὐσεβεῖς, γιατὶ ἐκφράζουν τὶς Γραφές, τὸν «νοῦν» τῶν Γραφῶν.
Σημειώνει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Ὁ γογγυσμὸς
αὐτῶν, ὅτι ἄγραφοί εἰσιν αἱ λέξεις, ἐλέγχεται παρ’ αὐτῶν μάταιος. Ἐξ ἀγράφων
γὰρ ἀσεβήσαντες, ἄγραφα δὲ τὸ “ἐξ οὐκ ὄντων” καὶ τὸ “ἦν ποτε ὅτε ἦν”,
αἰτιῶνται, (διὰ τοῦτο) ἐξ ἀγράφων μετ’
εὐσεβείας νοουμένων λέξεων κατεκρίθησαν» (Μ. Ἀθανασίου, Τῶν
κατ’ Αἴγυπτον καὶ Λιβύην Ἐπισκόπων, T.L.G., Volume 26, page 1040, line 20). Καὶ οἱ αἱρετικοὶ Ἀρειανόφρονες, φοβούμενοι τὸ πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐπισκόπων, συμφώνησαν -ὑποκρινόμενοι- μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Καὶ
πραγματοποιήθηκε σ’ αὐτοὺς ἡ προφητεία: «“Ὁ λαὸς
οὖτος τοῖς χείλεσί με τιμᾶ· τῇ δὲ καρδίᾳ πόρρω
ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ”. Θεωνᾶς δὲ καὶ
Σεκοῦνδος τοῦτο δρᾶσαι μὴ βουληθέντες, παρὰ πάντων συμφώνως ἀπεκηρύχθησαν, ὡς
τὴν Ἀρείου βλασφημίαν τῆς εὐαγγελικῆς προτεθηκότες διδασκαλίας» (P.G. 146, 84Α). Ἐξ αὐτῶν ὁ Θεωνᾶς καὶ ὁ Σεκοῦνδος «ἀπεκηρύχθησαν».
Γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἀρείου στὴν Α΄
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔχουμε τὴν πληροφορία καὶ ἀπὸ τὸν μεγάλο Συναξαριστή (στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου): «Προκαθημένου λοιπὸν τοῦ βασιλέως
καὶ τῶν Ἀρχιερέων, ὡς καὶ τῶν ἐπισήμων ἀρχόντων κατὰ τὴν τάξιν, παρουσιάσθη καὶ
ὁ δυσσεβὴς Ἄρειος μετὰ τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ». Καὶ
κατωτέρω: «Οἱ δὲ κακόδοξοι Ἀρειανοί, …τινὲς μὲν ὁμολόγησαν τὴν
Ὀρθοδοξίαν…, τινὲς δὲ μετὰ τοῦ Ἀρείου παραμείναντες εἰς τὸ πεῖσμα, ἀναθεματίστηκαν ὑπὸ τῆς ἁγίας ταύτης Συνόδου
καὶ ἐξωρίσθησαν». Ὁ δὲ ἱστορικὸς Σωζομενὸς γράφει
γιὰ τὴν προσωπικὴ καταδίκη τοῦ Ἀρείου: «Ἡ Σύνοδος (Α΄ Οἰκουμενική) ἀπεκήρυξεν
Ἄρειον καὶ τοὺς ὁμοίως αὐτῷ φρονοῦντας· Ἀλεξανδρείας τε μὴ ἐπιβαίνειν αὐτὸν
ἐψηφίσαντο» (Ε.Π.Ε.
1, 114).
Καὶ ὁ Κάλλιστος γράφει: Οἱ Ἀρειανόφρονες
«μὴ συντίθεσθαι τῇ ὑπαγορευθείσῃ πίστει ἐνίσταντο.
Τὸ παράπαν δὲ μὴ δεξάμενοι τὴν τοῦ ὁμοουσίου λέξιν, τῇ
Ἀρείου
καθαιρέσει ὑπογράψαι οὐκ
ἤθελον. Διόπερ ἡ σύνοδος Ἄρειον
καὶ τοὺς ὁμόφρονας ἐκείνῳ ἐκκηρύξασα, καὶ μὴ ἐπιβαίνειν
Ἀλεξανδρείας ἐθέσπιζε τούτων μηδένα» (P.G. 146, 72 D -73Α).
Ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδο κλήθηκε καὶ ὁ «Μελίτιος καὶ ἀναγκάστηκε νὰ δεχθῆ
τοὺς ὅρους της γιὰ τὴν ἀποδοχή του σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία». Ἀργότερα «ὁ
Μελίτιος καὶ οἱ μελιτιανοὶ συμμάχησαν μὲ τοὺς ἀρειανοὺς ἐναντίον τοῦ Μ.
Ἀθανασίου καὶ τῆς συνόδου τῆς Νικαίας...
»Ἀλλὰ στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ κλήθηκε καὶ ὁ ἡγέτης τῶν
σχισματικῶν Νοβατιανῶν Ἀκέσιος». Ὁ Ἀκέσιος δὲν
προσκλήθηκε στὴ σύνοδο ὡς μέλος της «ἐπειδὴ ἦταν σχισματικός», ἀλλὰ ἔγινε «δεκτὸς μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς
συνόδου» γιὰ νὰ «δεχθῆ τὶς ἀποφάσεις» της (Φειδᾶ, ὅπ. παρ.,
σελ. 451).
Καὶ πάλι ἐδῶ, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες
περιπτώσεις διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Σύνοδος δέχεται ὡς συνέδρους μόνο (τουλάχιστον τυπικά)
Ὀρθόδοξους κανονικοὺς ἐπισκόπους μὲ ἔγκυρα μυστήρια. Τί γίνεται
ὅμως μὲ τὶς πολλὲς Συνόδους, στὶς ὁποῖες, ἐκείνη τὴν περίοδο συγχύσεως,
συμμετεῖχαν Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανόφρονες; Ἔχασαν οἱ Ὀρθόδοξοι, «ὡς κοινωνοῦντες ἀκοινωνήτοις» τὴν Χάρη τοῦ τελεῖν
μυστήρια, ὅπως κάποιοι σήμερα λένε;
Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος, ἐπίσης, μᾶς
παρουσιάζει καὶ τὶς θέσεις τοῦ Ὀρθοδόξου Εὐσταθίου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος –γράφει–
ὅτι οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι (ποὺ ἦσαν ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου) συμφώνησαν μὲ τὶς
ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, συμφώνησαν ἐκ φόβου καὶ ὄχι γιατὶ εἶχαν
ὀρθόδοξο φρόνημα, γι’ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια τὰ συμφωνηθέντα παρέβαιναν
κατὰ περίπτωση. Οἱ «ἀρειομανίται δείσαντες (=φοβηθέντες) μήποτε ἄρα
τοσαύτης συνόδου ἐν τούτῳ συγκεκροτημένης ἐξοστρακισθεῖεν,
ἀναθεματίζουσι μὲν προπηδήσαντες τὸ ἀπηγορευμένον δόγμα· συμφώνοις δὲ γράμμασιν
αὐτοχειρίᾳ ὑπέγραψαν τῶν δὲ προεδρειῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς
κρατήσαντες, δέον αὐτοὺς ὑπόπτωσιν λαμβάνειν, ποτὲ μὲν λεληθότως, ποτὲ δὲ
προφανῶς τὰς ἀποψηφισθείσας πρεσβεύσουσι δόξας, διαφόροις ἐπιβουλεύοντες τοῖς
ἐλέγχοις. Βουλόμενοι δὲ παγιῶσαι τὰ ζιζανιώδη φυτουργήματα, δεδοικότες τοὺς
ἐπιγνώμονας, ἐκκλίνουσι τοὺς ἐφόρους· καὶ ταύτῃ τοὺς τῆς εὐσεβείας κήρυκας
ἐκπολεμοῦσιν. Οὐχ οὕτως δὲ πιστεύομεν, ὡς ἀνθρώπους ἀθέους δύνασθαι κρατῆσαι
πώποτε τοῦ θείου. Κἂν γὰρ πάλιν ἰσχύσωσι, καὶ πάλιν ἡττηθήσονται, κατὰ τὸν
σεμνόφωνον προφήτης Ἡσαΐαν» (P.G. 146, 80ΑΒ).
Ἔτσι.
Ὡς γνωστὸν ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας καὶ ὁ
Νικαίας Θέογνις εἶχαν δεχθεῖ «τὸ σύμβολο καὶ τὸν τελικὸ ἀναθεματισμὸ τῆς συνόδου, ἀρνήθηκαν
(ὅμως) νὰ δεχθοῦν τὸν προσωπικὸ ἀναθεματισμὸ τοῦ Ἀρείου» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ.,
σελ. 471).
Καὶ οἱ δυό τους
«ἑρμήνευσαν αὐθαίρετα τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς συνόδου. Φιλοξένησαν
στὶς ἐπισκοπές τους τὸν Ἄρειο καὶ τοὺς δύο
καταδικασμένους ὀπαδούς του ἐπισκόπους καὶ δὲν δίστασαν νὰ τοὺς δεχθοῦν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία… Τοπικὴ
σύνοδος τῆς Νικομηδείας καθαίρεσε τοὺς Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας
Θέογνι καὶ ἐξέλεξε στὶς θέσεις τους ἄλλους ἐπισκόπους» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 471-472).
Καὶ ὁ Κάλλιστος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Μ.
Κων/νος, ὑλοποιώντας φυσικὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἐξεδίωξε τοὺς
καταδικασθέντας Ἀρειανόφρονες κι ἔβαλε ἄλλους στοὺς θρόνους των. «Πολλὰς ἐπιστολὰς κατὰ πόλεις ἔπεμπε κατά τε Ἀρείου καὶ τῶν τὰ ἴσα
φρονούντων ἐκείνῳ. Εὐσέβιον δὲ καὶ Θέογνιν τῶν ἰδίων ἐφυγάδευσεν
πόλεων… Καὶ ἐπισκόπους προχειρίζει ἑτέρους, ὀρθὰ φρονεῖν ᾑρημένους…Κατὰ δὴ
ταῦτα τὰ γράμματα οὐ μόνο ἠλάθησαν, ἀλλὰ καὶ ἑτέρους ἔσχον ἐπὶ τῶν οἰκείων
θρόνων. Ἀντὶ γὰρ Εὐσεβίου Ἀμφίων τὴν Νικομήδους ἐλάμβανε, Χρηστὸς
δὲ τὴν Νικαίας» (P.G. 146, 73ΑC).
Φάνηκε ὡς ἐκ τούτου ἡ «ἀσυνέπεια
τῶν ἀρειανοφρόνων ἐπισκόπων… Οἱ ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι δὲν ἀπεμπόλησαν μὲ
τὴν ὑπογραφὴ τὰ φιλοαρειανικά τους φρονήματα, ἐνῶ διατηροῦσαν τὶς
ἐπιφυλάξεις τους γιὰ τὸ θεολογικὸ περιεχόμενο τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας,
ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τὸν καθοριστικὸ ὅρο “ὁμοούσιος”. Οἱ ἀκραῖοι, ἀλλὰ καὶ
οἱ μετριοπαθεῖς ἀρειανόφρονες θεωροῦσαν τὸν ὅρο “ὁμοούσιος” ὡς ὕποπτο γιὰ
σαβελλιανίζουσα ἀπόκλιση, ἀλλὰ δίσταζαν νὰ προβοῦν σὲ δημόσια ἀποδοκιμασία του,
ἐφ’ ὅσον ὁ Μ. Κων/νος παρέμενε ὑποστηρικτὴς τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ.,
σελ. 472).
Ὅμως δυὸ γυναῖκες τοῦ παλατιοῦ ἐπηρέασαν
τὶς ἐπιλογὲς τοῦ αὐτοκράτορα (Μ. Κων/νου). Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀνακληθοῦν οἱ δύο καθαιρεθέντες καὶ
ἐξόριστοι ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι Εὐσέβιος Νικομηδείας καὶ Θέογνις
Νικαίας καὶ νά …ἀποκατασταθοῦν(!) «στὶς ἐπισκοπές τους μὲ ἀπόφαση
τοπικῆς συνόδου στὴν Νικομήδεια (327)… Οἱ πανίσχυροι πλέον Εὐσέβιος Νικομηδείας
καὶ Εὐσέβιος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης ἀντλοῦσαν τὴ δύναμή τους κατ’ εὐθείαν
ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ ἐπηρέασαν τὴ νέα πολιτικὴ τοῦ Μ. Κων/νου, ἡ ὁποία προσδιόρισε
γιὰ πολλὲς δεκαετίες τὸ περιεχόμενο τῶν θεολογικῶν ἀντιπαραθέσεων μεταξὺ τῶν
ὀπαδῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων τῆς συνόδου τῆς Νικαίας» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 472-473).
Τί ἔχουν νὰ μᾶς ποῦν οἱ σύγχρονοι ὀπαδοὶ
τῶν ἀκύρων μυστηρίων; Τί γίνεται μὲ τὰ μυστήρια αὐτῶν; Ἦταν ἔγκυρα ἢ οὐ;
Κατὰ τὸν Κάλλιστο. Ὁ Νικομηδείας
Εὐσέβιος καὶ ὁ Νικαίας Θέογνις, κατὰ τὴν πάγια τακτικὴ τῶν αἱρετικῶν, καὶ πάλι
ἐδήλωσαν ἐγγράφως καὶ ψευδῶς ὅτι μετανοοῦν καὶ ἔτσι ἔπεισαν τὸν Μ.
Κων/νο ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ ἀπέλαβον πάλι τὰς ἰδίας Ἐκκλησίας! Στὸ ἔγγραφο
(“βιβλίο”) αὐτὸ ἔγραφαν: «Τὴν ἔννοιαν ἐξετάσαντες ἐπὶ τῷ ὁμοουσίῳ, ὅλοι
ἐγενόμεθα τῆς εἰρήνης, μηδαμοῦ τῇ αἱρέσει ἐξακολουθήσαντες…Τῷ δὲ ἀναθεματισμῷ (σ.σ.: τοῦ Ἀρείου)
οὐχ ὑπεγράψαμεν, οὐχ ὡς τῆς πίστεως κατηγοροῦντες, ἀλλ’ ἀπιστοῦντες τοιοῦτον
εἶναι τὸν κατηγορηθέντα… (σ.σ.: τὸν Ἄρειον). Εἰ δὲ ἐπείσθη ἡ ἁγία ἡμῶν
σύνοδος»
(σ.σ.: ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα) δὲν ἀντιλέγομε, ἀλλὰ συμφωνοῦμε «τοῖς
παρ’ ὑμῶν κεκριμένοις» (P.G. 146, 169BC).
Ἐπισημαίνει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος: «Ἐκ ταύτης
τοίνυν τῆς παλινῳδίας ἐπανακληθέντες Εὐσέβιός τε καὶ Θεογόνιος, τὰς
ἰδίας ἐκκλησίας ἔσχον, τοὺς ἐπ’ αὐταῖς χειροτονηθέντας ἐκβεβληκότες ὡς εἴρηται (δηλ. ἐξεδίωξαν τοὺς
ὀρθόδοξους ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶχαν διαδεχθεῖ,
καὶ ἔδωσαν τὴν θέση τῶν ὀρθοδόξων σ’ αὐτούς, παρότι ἦσαν αἱρετικοί!).
Καὶ προσχήματι τὰ κώδια περιθέμενοι, τὰ λύκων εἰργάσαντο. Τῇ γὰρ βασιλέως
φιλανθρωπίᾳ χρησάμενοι ὡς ἐφόδιον ἐξαπάτης, τῷ συνεχεῖ τῆς πρὸς τὰ βασίλεια
εἰσόδου, τὴν προτέραν δυναστείαν ἀπολαβόντες, τὰ πάνδεινα ἔδρων…» (Νικηφόρου
Καλλίστου, P.G. 146, 169D-172Α).
Ἂς σκεφθοῦν ἄλλη μιὰ φορὰ οἱ τῶν ἀκύρων
μυστηρίων, πόσο πλανεμένες καὶ μὴ ἀνταποκρινόμενες μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
πραγματικότητα εἶναι οἱ θεωρίες τους.
Ἀλλὰ ἔχουμε καὶ κάτι χειρότερο, τὴν ἀνάκληση
τοῦ Ἀρείου!!! «Ἡ σύγχρονη ἀνάκληση
τοῦ Ἀρείου καὶ τοῦ συνοδοῦ του
διακόνου Εὐζωΐου συνδυάστηκε μὲ τὴ
διαδικασία ἄρσεως τῆς καθαιρέσεως καὶ ἀποκαταστάσεώς του στὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία (327). Ὁ Ἄρειος ὑποχρεώθηκε νὰ ὑποβάλη γιὰ εὐνοήτους λόγους στὴν
τοπικὴ σύνοδο τῶν “κορυφαίων ἐπισκόπων” τῆς φιλοαρειανικῆς τάσεως Ὁμολογία
πίστεως» (Σωκράτους,
Ἐκκλησ. Ἱστορία, Ι, 14, 1) μὲ μιὰ ἀσαφὴ ἔστω
διατύπωση, «ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ κατὰ τρόπο ἀρειανικό (P.G. 67, 1062·
Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 473).
Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι τὸ ἐπιχείρημα
ὅτι ὑπὸ τῆς Συνόδου χρησιμοποιήθηκαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅροι ποὺ δὲν περιέχοντο στὴν Ἁγία Γραφή, ἢ ὅτι κάποιοι Ὀρθόδοξοι αἱρέτιζαν,
ἦταν θεολογικὰ ἀπαράδεκτα καὶ ὑποκριτικά. Ὅμως δημιουργοῦσε προβλήματα
καὶ σύγχυση, ἀφοῦ μὲ τὴν εὐλογοφάνειά του ἐπηρέαζε πολλοὺς
ἱερωμένους καὶ πιστούς (ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ σήμερα μὲ τὶς διάφορες δικαιολογίες
τῶν Οἰκουμενιστῶν), ποὺ θεωροῦσαν ὅτι ἔπρεπε νὰ μένουν πιστοὶ στὴν Παράδοση.
Ἡ ἐρώτηση πάλι εἶναι: Αὐτοὶ τότε, ποὺ
ἀποδέχονταν αἵρεση καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενική, καταδικασμένοι οἱ
ἴδιοι ἀπὸ Σύνοδο καὶ ἀνακληθέντες ἀπὸ ψευδοσύνοδο, ἐπειδὴ
ξανα-διαβεβαίωσαν ψευδῶς τὴν τάχα ὀρθοδοξία τους, εἶχαν ἔγκυρα μυστήρια;
Ἡ αἵρεση δὲν χωρίζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα κάποιον ποὺ ὄχι
μόνο εἶναι αἱρετικός, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ ὑποκρίνεται τὸν Ὀρθόδοξο; Καὶ ἀντίστοιχα ὅσοι Ποιμένες σήμερα, λόγῳ παρομοίας
συγχύσεως, κακῆς πληροφόρησης, λανθασμένης διδασκαλίας ἐκ τῶν ἡγητόρων τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, φόβου κ.λπ., καὶ ἐνῶ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι συνειδητοὶ αἱρετικοί, καὶ
οἱ ὁποῖοι μάλιστα δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ καταδικασμένους αἱρετικούς (τέτοιοι
ἦσαν οἱ Ἀρειανοί), ὅπως π.χ. ὁ Κυθήρων Σεραφείμ, αὐτοί, ἔχουν ἄκυρα ἢ ἔγκυρα μυστήρια;
Γράφει καὶ ὁ Φειδᾶς, ὅτι μετὰ τὴν Α΄
Οἰκουμενική: «Κύριος ἐκπρόσωπος τῆς θεολογίας τῶν ἀρειανοφρόνων
ἀναδείχτηκε» ὁ «μητροπολίτης
Καισαρείας Παλαιστίνης Εὐσέβιος», ὁ ὁποῖος στὴν Α΄
Οἰκουμ. Σύνοδο «εἶχε κατηγορηθεῖ
ἐπίσημα γιὰ τὶς ἀρειανικές του ἀντιλήψεις». Δὲν «ἀντέδρασε»
ὅμως «γιατὶ φοβήθηκε τὶς συνέπειες τῆς ὁποιασδήποτε
ἀντιθέσεώς του» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 485).
«Ἡ θεολογική του ἀντίθεση (τοῦ Εὐσεβίου) πρὸς τὸ σύμβολο
τῆς Νικαίας ἐπικεντρώθηκε μόνο στὸν ὅρο “ὁμοούσιος” καὶ στὸν κίνδυνο
σαβελλιανικῆς ἑρμηνείας του. Τὴ γραμμή του ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι
ἀρειανόφρονες, ἀλλά –ὅπως καὶ ὁ Εὐσέβιος– ἦσαν πάντοτε ἕτοιμοι νὰ
παραιτηθοῦν ἀπὸ τὶς ἀκραῖες θέσεις τους, ὅταν ἡ προσωπικὴ θεολογία τους
ἔπρεπε νὰ ἀνακεφαλαιωθῆ σὲ Ὁμολογία πίστεως τῆς Ἐκκλησίας»! Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Ἄρειος γιὰ τὴν ἀποκατάστασή του. «Ἀπέφυγε σκόπιμα ὅλες τὶς καταδικασμένες ἀπὸ τὴν
Α΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδο ἀκραῖες θέσεις του» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 483-484).
[Παρόμοια τακτικὴ τοῦ «λέω,
ξελέω» κράτησαν καὶ ἐπὶ δεκαετίες οἱ Οἰκουμενιστές· ἔλεγαν ὅτι κάνουν
οἰκονομίες γιὰ νὰ κερδίσουν τοὺς ἑτερόδοξους· ὅτι «ἂν δὲν γνωριστοῦμε καὶ δὲν
συζητήσουμε, πὼς θὰ τοὺς πείσουμε;»· ὅτι ἐμεῖς δὲν πρόκειται νὰ ἀπεμπολήσουμε
τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας κ.λπ. Ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν Κολυμπάρια σύνοδο, προσπάθησαν
νὰ κρύψουν ἢ νὰ περιβάλλουν μὲ ὀρθόδοξη ὁρολογία τὶς κακόδοξες θέσεις τους καὶ ταυτόχρονα
ἔχουν καταφέρει νὰ ἀπομονώσουν τὸν ἀντι-Οἰκουμενιστικὸ λόγο, νὰ παρουσιάσουν ὡς
ζηλωτὲς καὶ γραφικοὺς τοὺς «ἀντι-Οἰκουμενιστές», νὰ δημιουργήσουν διαίρεση
μεταξύ τους καὶ νὰ σπείρουν γενικὰ τὴν σύγχυση καὶ τὴν ἀμφιβολία στὸ λαό, μὲ
ἰσχυρὸ ὅπλο τὴν κατηγορία ὅτι, ὅποιος ἀποτειχίζεται βρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἀντὶ οἱ Ὀρθόδοξοι
(ἀντι-Οἰκουμενιστές) ὁμονοοῦντες νὰ
διασκεδάσουν αὐτὲς ὅλες τὶς συκοφαντίες, τὶς ἐντείνουν μὲ τὶς ἰδιότροπες
συμπεριφορές τους κι ἀρνοῦνται νὰ συνέλθουν καὶ νὰ συνενοηθοῦν ἀκόμα καὶ μεταξύ
τους (παρὰ τὶς παρακλήσεις ἀπὸ τόσους λαϊκούς) μὲ
εὐφάνταστες δικαιολογίες-συκοφαντίες, ἀπορρίπτοντας ἐμπράκτως τὸν λόγο τοῦ
Κυρίου: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ
μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. 13, 35).
Κι ἂν αὐτή τους ἡ τακτικὴ συνεχιστεῖ, θὰ
καταντήσουν, ὅπως ἀκριβῶς οἱ σχισματικοὶ τοῦ Π.Η., ποὺ ξεκίνησαν μιὰ
διαμαρτυρία μὲ καλὴ διάθεση καὶ ἡ κίνησή τους ἐκείνη κατέληξε σὲ μιὰ τραγωδία,
καὶ συνέτεινε μεγάλως, ὥστε οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ χωριστοῦν μεταξύ τους, καὶ νὰ
βλέπουν κάθε προσπάθεια καὶ ἀγώνα ὑπὲρ τῆς Πίστεως μὲ φόβο, μήπως ἔχουν τὴν
κατάληξη τῶν Γ.Ο.Χ.].
Ἐπανερχόμαστε στὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς
παρόμοιας ἐποχῆς τοῦ 4ου αἰῶνος. Παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις καί -δυστυχῶς-
ἀντὶ ὁ Εὐσέβιος νὰ συνετιστεῖ, ὡς θὰ ἤλπιζαν οἱ οἰκονομήσαντες τὰ πράγματα
Πατέρες τῆς Συνόδου, συνέχιζε τὴν φθοροποιὸ δράση του. Ἔτσι, ὅπως μᾶς μεταφέρει
ὁ Στεφανίδης: «Μετὰ τὴν σύνοδον ὁ (ὀρθόδοξος) Εὐστάθιος
ἦλθεν εἰς δογματικὴν ἔριν μετὰ τοῦ Καισαρείας Εὐσεβίου δι’ ἐπιστολῶν». Στὶς θέσεις τοῦ Εὐσεβίου «ὡς βραδύτερον θὰ
εἴδωμεν, ἀπαντῶσιν αἱ πρῶται ἀρχαὶ τῆς διδασκαλίας τῶν (αἱρετικῶν)
Ὁμοιουσιανῶν». Ὅμως, οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ἐπηρέαζαν τὸ
παλάτι, κατάφεραν νὰ καθαιρεθεῖ καὶ ἐξορισθεῖ ὁ …Ὀρθόδοξος Εὐστάθιος (πρὸ τοῦ 330 μ.Χ.) ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους,
ποὺ συμφωνοῦσαν μὲ τὴν διαλλακτικὴ πολιτικὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου! (Στεφανίδη Β.,
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 183).
Ἐκμεταλλεύτηκαν δηλαδή, τὴν ὑπάρχουσα
ἀμφισβήτηση περὶ τὴν ὀρθότητα τοῦ γνωστοῦ δογματικοῦ ὅρου “ὁμοούσιος”. «Ἡ τακτικὴ
τοῦ ἀγώνα τῶν ἀρειανοφρόνων ἐπικεντρώθηκε πράγματι στὴν ἀμφισβήτηση
τῆς ὀρθότητας τοῦ ὅρου “ὁμοούσιος”, ὁ ὁποῖος δὲν μαρτυρεῖται στὴν
Ἁγία Γραφή, εἶχε καταδικασθῆ συνοδικῶς ἡ χρήση του… καὶ παρέμενε ὕποπτος γιὰ
εἰσαγωγὴ σαβελλιανικῶν ἀντιλήψεων στὴν τριαδολογικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ
τακτικὴ αὐτὴ ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς διαμάχης μεταξὺ Εὐσταθίου
Ἀντιοχείας καὶ Εὐσεβίου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης…».
Ὁ Εὐστάθιος κατηγόρησε τὸν Εὐσέβιο ὅτι παραχαράσσει τὸ
σύμβολο τῆς Νικαίας, ἐνῶ ὁ Εὐσέβιος κατηγόρησε τὸν Εὐστάθιο ὅτι εἰσάγει “τὴν
Σαβελλίου δόξαν” (Σωκράτους, Ἐκκλησ. Ἱστορία, Ι, 23, 8. Εἰς Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 473-474).
Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος γιὰ τὸ θέμα
σημειώνει:
«Περὶ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ γενομένης συνόδου, ἣ καθεῖλε τὸν
μέγαν Εὐστάθιον…
»Τηνικαῦτα δ’ ἑτέρα ταραχὴ ἐκ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων τὴν
ἐκκλησίαν ἐλάμβανε, περὶ τῆς τοῦ ὁμοουσίου λέξεως ἀκριβολογουμένων,
καὶ τὸν κατ’ ἀλλήλων ὁπλίζοντο πόλεμον, ὡς μηδὲν τοῦ νυκτομαχεῖν διαφέρειν… Καὶ
ὁ μὲν Εὐστάθιος ᾐτιᾶτο Εὐσέβιον, ὡς τὴν ἐν Νικαίαν πίστιν καινοτομοῦντα· ὁ δ’
αὖθις στέργειν μὲν τὰ ἐν Νικαίᾳ δόξαντα ἔλεγεν· ὡς τὰ Σαβελλίου δὲ φρονοῦντα τὸν
Εὐστάθιον ἐν αἰτίαις ἐτίθει. Καὶ δὴ συνόδου διὰ ταῦτα ἐν Ἀντιοχείᾳ γεγενημένης,
ἀφαιρεῖται τὴν ἐπισκοπὴν ὁ Εὐστάθιος, κατὰ μὲν τὸν ἀληθῆ λόγον, ὅτιπερ τῆς ἐν
Νικαίᾳ ὑπερίστατο πίστεως, καὶ τοὺς περὶ Εὐσέβιον καὶ Πατρόφιλον τὸν
Σκυθοπόλεως, καὶ τὸν Τύρου Παυλῖνον, ὧν τῇ γνώμῃ οἱ ἀνὰ τὴν ἕω (=Ἀνατολή) ἱερεῖς εἵποντο,
ὡς Ἀρειανόφρονας ἀπεστρέφετο»
(P.G. 146,
176D-177B). Ὁ Εὐστάθιος ὅμως, ἦταν ὀρθόδοξος
(ὅπως γνωρίζουμε) καὶ ἐφρόνει τὰ τῆς Νικαίας, καὶ κατηγοροῦσε τὸν Εὐσέβιον καὶ
τοὺς φίλους του ὡς Ἀρειανόφρονας.
Αὐτὸ τὸ «ἀπεστρέφετο», σημαίνει ὅτι ὁ Εὐστάθιος δὲν
κοινωνοῦσε μαζί τους· δὲν τοὺς μνημόνευε (διακοπὴ μνημοσύνου), παρότι
κατεῖχαν τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, λειτουργοῦσαν ὡς ἐπίσκοποι καὶ ἄρα εἶχαν ἔγκυρα
μυστήρια. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἔγινε, ἐπειδὴ ἦσαν Ἀρειανόφρονες, ἄρα
ψευδεπίσκοποι, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀκόμα καθαιρεθεῖ! Γιὰ τοῦτο, αὐτοὶ ἔπεισαν τὴν Σύνοδο
καὶ μὲ συκοφαντίες πέτυχαν τοῦ σκοποῦ τους. Παρὰ ταῦτα οἱ ὀρθοφρονοῦντες
ἀρχιερεῖς ἀγνοοῦντες τὶς δολοπλοκίες τους, διαμαρτυρήθηκαν κατ’ αὐτῶν, ὡς πρὸς
συναδέλφους, ὄχι ὡς πρὸς αἱρετικούς! Ὄχι δηλαδή, γιατὶ ὡς πρὸς μὴ ἔχοντας τὸ
ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, καὶ ὡς ἐκ τούτου πρὸς μὴ ἔχοντας τὴν ἐπισκοπικὴ ἐξουσίαν τοῦ
“δεσμεῖν καὶ λύειν” (αὐτὸ τὸ ἔργο κάνει ἡ Σύνοδος ὅταν καθαιρεῖ ἢ δικαιώνει),
ἀλλὰ γιὰ τὸν μὴ κανονικὸ τρόπο καταδίκης τοῦ Εὐσταθίου! «Τῶν δ’ ἄλλων ἀρχιερέων οἳ τὰ
τυρευθέντα ἠγνόουν, ἀντελεγόντων, καὶ μὴ κατὰ
νόμους τὴν ψῆφον τἀνδρὶ γενέσθαι
διατεινομένων», αὐτοί (οἱ Ἀρειανόφρονες) ταχύτατα
πῆγαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν ἔπειθαν νὰ διώξει τὸν Εὐστάθιο, «τὸν
τοσοῦτον τῆς εὐσεβείας καὶ σωφροσύνης ἀγωνιστήν τε καὶ μαργαρίτην. Δεινὴ δὲ διὰ
τὴν ἐκείνου καθαίρεσιν στάσις τῇ Ἀντιόχου ἐξήφθη» (P.G. 146, 176D-180Α).
Καὶ κατὰ τὸν Φειδᾶ: Οἱ ἀρειανόφρονες
προσπάθησαν διὰ τῆς «συκοφαντικῆς δυσφήμισης τοῦ προσώπου ἢ τῆς
διδασκαλίας» τῶν δύο Ὀρθοδόξων Ἀρχιεπισκόπων
Εὐσταθίου Ἀντιοχείας καὶ Μ. Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας νὰ «ἀποδυναμώσουν τὰ
πρόσωπα αὐτὰ τόσο στὶς ἐκτιμήσεις τοῦ αὐτοκράτορα, ὅσο καὶ στὴν τοπικὴ ἐπιρροή»
(Φειδᾶ, ὅπ.
παρ., σελ. 475). Κατάφεραν δὲ διὰ
συκοφαντιῶν νὰ καθαιρεθεῖ στὴν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας περὶ τὸ 328, ὁ Εὐστάθιος,
ἐνῶ «τὴν προεδρία τῆς συνόδου αὐτῆς ἄσκησε ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ.,
σελ. 476). Σημαντικὴ εἶναι ἡ πληροφορία ὅτι
ὁ Μ. Κων/νος «ἐξέφρασε τὴ χαρά του γιὰ τὴν καθαίρεση τοῦ Εὐσταθίου, τὸν
ὁποῖο ἐξόρισε στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θράκης» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 476).
Ἡ Σύνοδος Ἀντιοχείας, λοιπόν,
ἀποτελουμένη ἀπὸ ὀρθοδόξους καὶ Ἀρειανόφρονες καταδικάζει τὸν ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Εὐστάθιο.
Νά, καὶ πάλι
διαμάχες μεταξὺ Ἐπισκόπων, Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, τῶν ὁποίων ἡ αἵρεση εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ τέσσερις (4)
Συνόδους! Κι ὅμως παραμένουν Ἐπίσκοποι μὲ ἔγκυρα
Μυστήρια (εἶναι ὅμως ψευδεπίσκοποι
σύμφωνα μὲ τὶς προειδοποιήσεις τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ τῆς ΙΕ΄
Συνόδου), συμμετέχουν ὅλοι μαζὶ σὲ Συνόδους, καθαιροῦνται ἀπὸ αὐτὲς
τὶς Συνόδους (στὶς ὁποῖες συμμετέχουν αἱρετικοί) Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, ὅταν τὴν
πλειοψηφίαν ἔχουν οἱ αἱρετικοί!
«Οἱ θεολογικὲς αὐτὲς ἀντιθέσεις ὑποδηλώνουν μιὰ
γενικότερη σύγχυση
τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων ὡς πρὸς τὴν κατανόηση τῶν ὅρων “οὐσία”
καὶ “ὑπόστασις”
τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας (Φειδᾶ, ὅπ. παρ. σελ. 474).
Ὁ Εὐστάθιος λοιπον, εἶχε διακόψει τὴν
κοινωνία μὲ τοὺς Ἀρειανόφρονες (“ἀπεστρέφετο”),
ὁ δὲ ἱστορῶν τὸ γεγονὸς Νικηφόρος Κάλλιστος, μᾶς
παρουσιάζει τοὺς Ἀρειανόφρονες, ποὺ δὲν εἶχαν καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ὡς
κανονικοὺς ἐπισκόπους. Τοὺς προσάπτει
βέβαια κι αὐτὸς τὴν κατηγορία ὅτι παρέβησαν
τὸ κανονικὸ
δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ διαγορεῦον ὅτι γιὰ νὰ καταδικαστεῖ
κάποιος ποὺ ἀδίκως κατηγορεῖται (ἐδῶ συκοφαντεῖται) ὡς ὁ Εὐστάθιος, πρέπει νὰ
ὑπάρχουν δύο ἢ τρεῖς μάρτυρες, κάτι ποὺ δὲν συνέβη μὲ τὸν Εὐστάθιο, ἀλλά
–τὸ παράξενο– δὲν λέει τίποτα καὶ ὁ Κάλλιστος Νικηφόρος γιὰ ἄκυρα μυστήρια. Καὶ
μὴν πεῖ κάποιος ὅτι αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, γιατὶ τότε, αὐτονόητη ἦταν καὶ ἡ
παράβαση τοῦ «κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας», αὐτονόητα εἶναι τὰ πάντα. Ἀλλὰ
οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν πρόκειται γιὰ σωτηριολογικὰ θέματα καὶ τὰ πιὸ
αὐτονόητα τὰ ἐπαναλαμβάνουν πάλι καὶ πάλι, γιὰ τὴν προστασία τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἡ
ἐπανάληψις –κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο– εἶναι ὠφέλιμη: «Ἀδελφοί…, τὰ αὐτὰ γράφειν ὑμῖν ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν,
ὑμῖν δὲ ἀσφαλές»!
Ὁ Εὐστάθιος, λοιπόν, διεμαρτύρετο ὄχι
γιὰ τὸ ὅτι δὲν εἶχαν τὸ ἐπισκοπικό, καὶ ἄρα τὸ δικαστικὸ ὡς κριτὲς οἱ
Ἀρειανόφρονες, ἀλλὰ διαμαρτύρεται γιατὶ παραβαίνουν τοὺς Κανόνες ποὺ ἐπιτάσσουν
τὴν παρουσία μαρτύρων γιὰ τὴν καταδίκη κάποιου, καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουν δύο ἢ
τρεῖς μάρτυρες, τὸν καταδίκασαν: «Ὡς δὲ μηδένα ἔχειν διεμαρτύρετο
τὸν ὅρκον ᾔτουν οἱ πικροὶ δικασταί, καίτοι γε τοῦ νόμου διαρρήδην βοῶντος, ἐπὶ
δύο ἢ τριῶν μαρτύρων τὸ βέβαιον ἔχειν τὰ κακῶς φημιζόμενα… Ἐκεῖνοι δὲ τὸν νόμον
ἐν δευτέρῳ θέμενοι, ἀμάρτυρον κατὰ τοσούτου ἀνδρὸς ἐποίουν κατηγορίαν» (P.G. 146, 177CD).
Ἀποτελεῖ σίγουρα κοινὸ συμπέρασμα, ὅτι
ἂν ὑπῆρχε θέμα ἀκύρων μυστηρίων, ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἱστορικοὶ καὶ Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης θὰ τὸ
ἀνέφεραν, διότι ὡς χριστιανικὰ εὐαίσθητοι καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ τους καθήκοντος ἀνέφεραν κάθε λεπτομέρεια τῆς συγχύσεως, ποὺ
ἐπικρατοῦσε, καὶ τῶν ἐπιπτώσεών της. Δὲν θὰ εὐσταθοῦσε, λοιπόν, ἡ πιθανὴ
ἐπιχειρηματολογία, ὅτι δὲν τὸ ἔπραξαν, ἐπειδὴ ἦταν αὐτονόητο.
Μετὰ τὴν ἐκθρόνηση τοῦ Εὐσταθίου,
ἐπέτυχον οἱ Ἀρειανόφρονες νὰ ἐκλεγοῦν ὁμόδοξοί τους αἱρετικοὶ στὴν Ἀντιόχεια. «Πάντες δέ (σ.σ.: οἱ διάδοχοι
τοῦ Εὐσταθίου) τὴν Ἀρείου λώβην
εἰς κόρον ἦσαν ἐκπεπτωκότες, κἂν κρύφα
ταύτην περιθάλποντες ἦσαν. Ὧν δὴ χάριν καὶ πολλοὶ τῶν ἐν κλήρῳ
καὶ ἱερωσύνῃ, καὶ τῶν ἄλλως ἐχόντων, ὅμως δ’
εὐσεβεῖν ᾐρημένων ὀρθῶς, τὰς ἐπ’ ἐκκλησίας
καταλελοιπότες συνάξεις, καθ’ ἑαυτοὺς
συνηθροίζοντο. Καὶ Εὐσταθιανοὶ τὸ ὄνομα εἶχον» (P.G. 146, 181Α).
Στὸ σημεῖο αὐτὸ βλέπουμε ὅτι εἴτε κρυφά,
εἴτε φανερὰ διέδιδαν τὶς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίζοντο, ἔπρατταν δηλαδὴ ΜΟΝΟ
αὐτὸ ποὺ ἡ ἁγιοπατερική μας Παράδοση μᾶς παραδίδει σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις,
χωρὶς νὰ ἐγείρουν θέμα ἀκυρότητος μυστηρίων τῶν Ἐπισκόπων τους.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Μ. Κων/νος ὁδηγεῖται στὴν
ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου ἐκ τῆς ἐξορίας. Ὁ Κάλλιστος στὸ ΜΖ΄ κεφάλαιο τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας του μὲ τίτλο «Ὡς ἐπανεκλήθη Ἄρειος, τῇ ὀρθῇ
πίστει δῆθεν συνθέμενος» μᾶς διηγεῖται πὼς
κάποιος ἀρειανόφρων πρεσβύτερος πλησίασε τὴν Κωνσταντία (ἀδελφὴ τοῦ
αὐτοκράτορα) καὶ τὴν μπόλιασε μὲ τὸν θανατηφόρο ἰὸ τῆς αἱρέσεως. Κι αὐτή, παρουσιάζοντας
αὐτὸν τὸν πρεσβύτερο ὡς εὐσεβῆ στὸν ἀδελφό της Μ. Κων/νο, τὸν εἰσήγαγε στὸ
αὐτοκρατορικὸ περιβάλλον. Σὲ λίγο ὅμως ἡ Κωνσταντία ἀπέθανε, ὁ ἀρειανόφρων ὅμως
παρέμεινε στὸ περιβάλλον τοῦ αὐτοκράτορα καὶ παρουσίαζε τὸν Ἄρειο ἀδικημένο ἀπὸ
τὴν Σύνοδο τῆς Νικαίας (P.G. 146, 185ΑΒ). «Ὁ
δὲ βασιλεύς, εἴτε τῇ ἀδελφῇ χαριζόμενος, εἴτε καὶ πεισθεὶς τοῖς εἰρημένοις τῷ
πρεσβυτέρῳ» ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν Ἄρειο, γιὰ νὰ
μάθει, ἂν πράγματι ἀποδέχεται τὴν Σύνοδο τῆς Νικαίας. Καὶ ὁ Ἄρειος τοῦ ἀπάντησε
μὲ Ὁμολογία Πίστεως, χρησιμοποιώντας ὅμως κάποιες λέξεις, πίσω ἀπὸ τὶς ὁποῖες
ὑπῆρχαν νοήματα δίσημα, ποὺ ἄφηναν περιθώριο γιὰ κακόδοξη κατανόησή τους! Δι’
αὐτῶν ξεγέλασε τὸν αὐτοκράτορα ποὺ ἐπιθυμοῦσε τὴν εἰρήνευση τοῦ λαοῦ του (P.G. 146, 187ΑC). Ὁ M. Κων/νος γι’ αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ
Ἀρείου (ποὺ τὴν θεώρησε εἰλικρινῆ) κατευχαριστήθηκε «ὑπερφυῶς
ἥδετο» (P.G. 146, 187D) καὶ ἔστειλε ἐπιστολὴ
στοὺς Ἐπισκόπους παρακαλώντας νὰ ἐπανεξετάσουν τὰ πράγματα τὰ περὶ τοῦ Ἀρείου.
Οἱ περὶ τὸν Εὐσέβιον ἀρειανόφρονες
Ἐπίσκοποι ἅρπαξαν στὸν ἀέρα τὴν εὐκαιρία καὶ χωρὶς νὰ γίνει σύνοδος ποὺ νὰ
ἀποκαταστήσει τὸν Ἄρειον, κοινώνησαν μὲ τοὺς Ἀρειανούς: «Τῇ προφάσει
τῶν βασιλικῶν γραμμάτων, καὶ μήπω τῆς συνόδου γεγενημένης, κοινωνοὺς
εἵλοντο» τοὺς Ἀρειανούς (P.G. 146, 189Α). Στὴν δὲ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας «ἔγραφον,
ἀσμένως αὐτούς (τοὺς Ἀρειανούς) δέξασθαι… εὐσεβῆ τὴν ἐκείνων εἶναι πίστιν» (P.G. 146, 189Α). Εἶναι φανερὸ κι ἐδῶ ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ συγκροτοῦν τὶς
Συνόδους ἦσαν Ἀρειανοὶ καὶ Ἀρειανόφρονες, μὲ ἔγκυρα μυστήρια καὶ δικαστικὴ
ἐξουσία, καὶ δικάζουν «παρέα» μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους.
Χάθηκε μήπως γι’ αὐτὸ ἡ Χάρις τοῦ νὰ
τελοῦν μυστήρια;
Καὶ ἀπ’ ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ νέες περιπέτειες
γιὰ τὸν Ἀθανάσιο. Γράφει ὁ Κάλλιστος στὸ ΜΗ΄ κεφάλαιο: «Ὡς
Ἀθανάσιος τὸν Ἄρειο μὴ δεξάμενος, κατηγορίας ὑπέστη παρὰ Ἀρειανῶν καὶ
Μελιτιανῶν…» (P.G. 146, 189Α). Ὁ Ἄρειος πῆγε στὴν
Ἀλεξάνδρεια. Πῶς ὅμως τὸν δέχτηκε ὁ Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει ἐπιστολὴ ἀπὸ
τὸν αὐτοκράτορα νὰ κάνει δεκτὸ τὸν Ἄρειο; «Ὁ γὰρ ἱερὸς Ἀθανάσιος
τοσοῦτον αὐτὸν προσήκατο, ὥστε καὶ ὡς ἄγος
αὐτὸν ἐξετρέπετο»! (P.G. 146, 189Α). Δηλαδή, ὁ βράχος τῆς
Ὀρθοδοξίας Ἀθανάσιος, τέτοια “συμμόρφωση” καὶ ὑπακοὴ στὴν διαταγὴ τοῦ Μ.
Κων/νου νὰ δεχθεῖ τὸν Ἄρειο ἔδειξε, ὥστε, ἀντὶ νὰ τὸν δεχθεῖ, …τὸν ἐκδίωξε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς μόλυσμα!
Καὶ αὐτὰ βέβαια δυσαρέστησαν τὸν
αὐτοκράτορα, γιατὶ «περὶ πλείστου γὰρ αὐτῷ ἡ τῆς Ἐκκλησίας ὁμόνοια
ἐσπουδάζετο», καὶ ἐνόμιζε ὅτι ὁ Ἀθανάσιος τὴν
τορπιλίζει μὲ τὴν “ἀδιαλαξία” του· γι’ αὐτὸ μὲ ἐπιστολὴ τὸν ἀπειλοῦσε μέ
…ἐξορία! (P.G. 146, 189C). Ἀλλὰ ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε ἀταλάντευτος
στὶς ἀρχές του· δὲν ἐτοποθετοῦσε τὴν εἰρήνη πάνω ἀπὸ τὴν Πίστη καὶ τὴν Ἀλήθεια:
«Ἀθανάσιος δ’ αὖθις, ὡς οὐ μεταδοτέον κοινωνίας τοῖς ἐξ Ἀρείου, γράφων
ἐπέκειτο» (P.G.
146, 189D).
Ὁ Μ. Κων/νος παρακινηθεὶς ἀπὸ τοὺς
ἀρειανόφρονες, διέταξε νὰ γίνει Σύνοδος –κατὰ τὸν νόμον Ὀρθόδοξη, εἰς Τύρον
τὸ 335– γιὰ νὰ διεξάγει ἀνακρίσεις γιὰ ἐγκληματικὲς πράξεις ποὺ συκοφαντικὰ
ἀποδόθηκαν στὸ Μ. Ἀθανάσιο. Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος στὴν μὲν Σύνοδο τῆς Καισάρειας «ἀρνήθηκε
νὰ παρουσιασθῆ», ἐκ τῶν πραγμάτων θεώρησε ὅτι
ἔπρεπε νὰ προσέλθει στὴ Σύνοδο «ἡ ὁποία συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς
Φοινίκης (335) σὲ συνδυασμὸ πρὸς τὴ σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν
ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 478). Στὴν Σύνοδο, ὅπως
ἀναφέραμε, προήδρευαν αἱρετικοί!
Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος γράφει: «Σύνοδον ἐν τῇ
Παλαιστίνῃ ἐπέταττε Καισαρείᾳ συνάγεσθαι. Ἔνθα κληθεὶς ὁ Ἀθανάσιος, ἐπὶ λ΄ (30) μῆνας
τὴν ἄφιξιν ἀνεβάλετο, τοῦ ταύτῃ προεδρεύοντος Εὐσεβίου τοῦ Παμφίλου καὶ τοῦ ὁμονύμου Νικομηδείας καὶ τῆς περὶ
αὐτοῦ συμμορίας ὑπειδόμενος τὴν σκαιωρίαν. Ἐκεῖ μὲν οὖν ἐλθεῖν
ἀνεβάλετο· ἐς ὕστερον δὲ σφοδρότερον βιασθείς, ἦκεν εἰς Τύρον» (P.G. 146, 196Α). Ἐκεῖ «λίαν δ’
ἐν ἀπόρῳ ἦν, τούς τε κατηγόρους κεχαρισμένους τοῖς δικασταῖς ὁρῶν, μάρτυρας δὲ
πολλοὺς παρακροτοῦντας τἀκείνων ἐκ τῶν τοῦ Ἀρείου καὶ Μελιτίου φρονούντων, καὶ
τοὺς συκοφάντας συγγνώμην ἀξιουμένους ἐφ’ οἷς ἐκεῖνος ἐκράτει» (P.G. 146, 196D).
Στὴν Τύρο ἡ πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων ποὺ
συμμετεῖχαν ἦσαν Ἀρειανόφρονες, 60 τὸν ἀριθμό, ἔναντι 49 τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ
εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.
Γιὰ τὴν Σύνοδο τῆς Τύρου γράφει ὁ
ἀείμνηστος καθηγητὴς Στυλιανὸς Παπαδόπουλος στὴν Πατρολογία του (τομ. Β, σελ.
119): «Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου, στὴν ὁποία πρωτοστάτησαν οἱ καταδικασμένοι
ἀρειανόφρονες Εὐσέβιος Νικομηδείας καὶ Θέογνις Νικαίας καὶ στὴν ὁποία ὁ
ἐκπρόσωπος τοῦ (Μ.) Κωνσταντίνου ἐπέβαλε στοὺς Ὀρθοδόξους τὶς ἀπόψεις τῶν
ἀρειανῶν, δὲν συνέταξε κείμενο ἐπίσημο».
Στὴν Σύνοδο ἀπαγγέλθηκαν οἱ κατηγορίες
ἐναντίον τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ποὺ ὅλες ἦταν ἄθλιες συκοφαντίες. Αὐτὲς τὶς ἀνέτρεψε
βέβαια θαυμαστῶς ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Ἐπειδὴ ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι ὀργανώνεται δολοφονία
εἰς βάρος του, ἔφυγε καὶ πῆγε στὴν Κων/πολη γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μ.
Κων/νο. Γράφει ὁ ἴδιος: «Ἐκεῖνοι μὲν οὕτως ἐτύρευον καὶ τὰς συσκευὰς ἔπλαττον,
ἡμεῖς ἀνελθόντες ἐδείξαμεν βασιλεῖ τὰς ἀδικίας τῶν περὶ Εὐσέβιον, ἐπεὶ καὶ
αὐτὸς ἦν ὁ σύνοδον γενέσθαι κελεύσας καὶ κόμης αὐτοῦ καθηγεῖτο ταύτης» (Μ. Ἀθανασίου, Ἀπολογητικός, σελ. 86).
Ἡ Σύνοδος τελικὰ ἀποφάσισε τὴν καθαίρεση
τοῦ Μ. Ἀθανασίου. «Ἡ σύνοδος πρῶτα μὲν ἐρήμην τούτου κατεδιήτευσεν· εἶτα
καὶ τὴν καθαιρετικὴν ἐσχεδίαζον ψῆφον· ἐν ᾗ πολλὰ τὸν ὅσιον λοιδορήσαντες, ὡς
στασιώδη… ἔγραφον τοῖς ἁπανταχοῦ ἐπισκόποις μὴ λόγου μηδὲ κοινωνίας αὐτῳ
μεταδοῦναι, ἀλλὰ οὐδὲ τὴν Ἀλεξάνδρειαν οἰκεῖν» (P.G. 146, 197
CD).
Αὐτοὶ λοιπόν (οἱ φίλοι τοῦ Εὐσεβίου),
ἔγραψαν ἕνα κείμενο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου ποὺ συγκρότησαν στὰ
Ἱεροσόλυμα κατὰ τὰ Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως (335) –στὴν ὁποίαν
συμμετεῖχαν Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανόφρονες– διὰ τοῦ ὁποίου «διέσυραν τὸν Μ. Ἀθανάσιον καὶ κατηγόρησαν ὅλους τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους ποὺ
ἀντετάσσοντο εἰς αὐτούς, διὰ νὰ γίνῃ δεκτὸς ὁ Ἄρειος καὶ νὰ εἰσαγάγουν εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν τὴν αἵρεσιν…» (Μ. Ἀθανασίου, τόμ. 10ος, σελ. 203).
Στὴ δίκη ἦσαν παρόντες Ἀρειανόφρονες (ὡς
κανονικοὶ Ἐπίσκοποι) καὶ Ὀρθόδοξοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ ὀρθόδοξος
ὁμολογητὴς Παφνούτιος, ὁ ὁποῖος ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων
καὶ τοῦ εἶπε: δὲν ταιριάζει σὲ ὁμολογητές, ποὺ τοὺς ἔβγαλαν τὰ μάτια γιὰ τὴν
Πίστη, νὰ συμμετέχουν σὲ Σύνοδο πονηρῶν καὶ νὰ ἀποφασίζουν τὴν καθαίρεση
Ὀρθοδόξων: «Ταύτην δὴ τὴν ἄδικον δίκην ὡς μὴ ὑγιῶς ἔχουσαν
καὶ πολλοὶ τῶν ἐκεῖσε παρόντων κατεφώρασεν ἱερέων. Καὶ γὰρ καὶ Παφνούτιον
τὸν ὁμολογητήν φασι τηνικάδε συμπαρόντα τῷ συνεδρίῳ, τῆς χειρὸς λαβόμενον
Μαξίμου τοῦ τῆς Ἱεροσολύμων Ἐκκλησίας προέδρου, ἐξαναστῆναι, μὴ δεῖν εἶναι
λογισαμένους ὁμολογητὰς ὄντας, καὶ διὰ τὸν ἀληθῆ λόγον τὰ ὄμματα
ἐξορωρυγμένους, καὶ τὰς ἀγκύλας πεπηρωμένους, συλλόγου
κοινωνεῖν πονηρῶν καὶ φαύλων ἀνδρῶν, καὶ κατὰ τῶν τῆς εὐσεβείας
προμάχων ψηφίζεσθαι» (P.G. 146, 200ΑΒ).
Ἀργότερα, «ὁ Ρώμης Ἰούλιος καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος
τὴν ἀποκατάστασιν ταύτην τοῦ Ἀρείου χαρακτηρίζουσιν ὡς ἀντιστρατευομένη εἰς τὴν
πρώτην οἰκουμενικὴ σύνοδον, ὡς γενομένην παρὰ τὴν γνώμην τῶν καταδικασάντων
αὐτόν…» (Φειδᾶ,
ὅπ. παρ., σελ. 185).
Μήπως ἀναφέρεται κάπου ὅτι ὁ Μ.
Ἀθανάσιος ἢ οἱ τότε Πατέρες, ἀναβάπτισαν ἢ θεώρησαν ἄκυρα τὰ μυστήριά τους,
αὐτῶν ποὺ ἦσαν ὀπαδοὶ καὶ κοινωνοῦσαν μὲ καταδικασμένους ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο αἱρετικούς; Μήπως οἱ καθαιρέσαντες τὸν Μ. Ἀθανάσιον καὶ ἀποκαταστήσαντες
τὸν Ἄρειον ἔχασαν τὴν Ἀρχιερωσύνης τους καὶ εἶχαν ἄκυρα μυστήρια; Φαίνεται πὼς
ὄχι, ἀφοῦ τίποτα σχετικὸ δὲν μᾶς λένε τὰ κείμενα. Τὸ ὅτι ἡ πράξη τους κρίνεται
ἄδικη, ἀσφαλῶς ναί. Ἀλλὰ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ δὲν εἶχαν καθαιρεθεῖ οἱ
Ἀρειανόφρονες ἀπὸ Σύνοδο, συνεργάζονταν μαζί τους ὡς πρὸς νόμιμους καὶ
κανονικοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι -βέβαια- ταυτόχρονα ἦσαν «ψευδεπίσκοποι», καὶ
«ψευδοποιμένες», καὶ «ψευδαπόστολοι», καὶ «μισθωτοί», ὅπως τοὺς χαρακτήρισε ὁ
Κύριος, καὶ ὅπως τοὺς ἀντιμετώπιζαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι, καὶ ὅπως τοὺς
χαρακτηρίζει ὁ ΙΕ΄ Κανόνας, ὅπως τοὺς ἔβλεπε ὁ ὁμολογητὴς Παφνούτιος.
Στὰ Ἱεροσόλυμα παρευρέθη καὶ ὁ Ἄρειος·
καὶ ἡ Σύνοδος –μετὰ τὰ Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ– ἀποκατέστησε τὸν Ἄρειο. «Ἔπειτα τὴν
πολυθρύλλητον ἐκείνην σύνοδον ἐκεῖσε ποιήσαντες, Ἄρειον καὶ Εὐζώιον
προσεδέξαντο, τοῖς βασιλέως δῆθεν πεισθέντες γράμμασι, δι’ ὧν ἐδήλου ὀρθῆς
αὐτοὺς περὶ τὴν πίστιν φρονεῖν» (Νικοφόρος Κάλλιστος, P.G. 146, 200-201).
Γράφει γιὰ τοὺς Ἀρειανόφρονες ὁ Μ.
Ἀθανάσιος: «Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἂν καὶ κάνουν συνεχεῖς συνόδους
κατὰ τῆς οἰκουμενικῆς, οὐδέποτε ἐκουράσθησαν. Μετὰ λοιπὸν τὴν σύνοδον τῆς
Νικαίας οἱ φίλοι τοῦ Εὐσεβίου καθῃρέθησαν, ἀλλὰ κατέλαβαν τὰς Ἐκκλησίας, καὶ
ἄρχισαν νὰ διασύρουν μὲν τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ ἀντετάσσοντο εἰς αὐτούς, ἀντὶ δὲ
αὐτῶν ἐγκαθιστοῦσαν
εἰς τὰς Ἐκκλησίας ἐκείνους ποὺ
ἀνῆκαν εἰς τὴν αἵρεσίν των, ὥστε, ὅταν θέλουν, νὰ κάνουν
συνόδους, ἔχοντας ὑποστηρικτάς των αὐτοὺς ποὺ ἐχειροτόνησαν ἐπίτηδες διὰ τὸν
λόγον αὐτόν» (Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ…, τόμ. 10ος, σελ. 199-201).
Αὐτοὶ λοιπόν, (οἱ φίλοι τοῦ Εὐσεβίου)
ἔγραψαν ἕνα κείμενο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου (στὴν ὁποίαν συμμετεῖχαν
Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανόφρονες) ποὺ συγκρότησαν στὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὰ Ἐγκαίνια
τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως (335) διὰ τοῦ ὁποίου «διέσυραν τὸν
Μ. Ἀθανάσιον καὶ κατηγόρησαν ὅλους τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους ποὺ ἀντετάσσοντο εἰς
αὐτούς, διὰ νὰ γίνῃ δεκτὸς ὁ Ἄρειος καὶ νὰ εἰσαγάγουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὴν
αἱρεσιν…» (Μ.
Ἀθανασίου, τόμ. 10ος, σελ. 203). Καὶ
ἐκεῖ μεταξὺ ἄλλων γράφουν τὰ ἑξῆς ἀνατριχιαστικὰ γιὰ μᾶς σήμερα ποὺ
γνωρίζουμε τὸ τέλος τῶν αἱρετικῶν:
«Ἡ ἁγία σύνοδος ἡ συγκροτηθεῖσα μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα… εἰς ὅλους μας ἐπρόξενησεν ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ περισσοτέραν
ἀγαλλίασιν» καθὼς πανηγυρίσαμε τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ
τῆς Ἀναστάσεως. Κατ’ αὐτὴν διὰ ἐπιστολῶν ὁ θεοφιλέστατος βασιλεὺς Κων/νος μᾶς
προέτρεψε νὰ «διώξωμεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν κάθε φθόνον… καὶ νὰ ὑποδεχθῶμεν
μὲ ἀνοικτὴν καὶ εἰρηνικὴν καρδίαν τοὺς Ἀρειανούς,
τοὺς ὁποίους ἐπ’ ὀλίγον χρόνον ὁ μισόκαλος φθόνος ὑποχρέωσε νὰ εὑρίσκωνται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἐδήλωνε δὲ διὰ
τῆς ἐπιστολῆς ὁ θεοφιλέστατος βασιλεὺς πρὸς τοὺς ἄνδρας ὀρθοτομίαν πίστεως, τὴν
ὁποίαν ὁ ἴδιος ἐζήτησε νὰ πληροφορηθῇ, ἐξ αὐτῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἤκουσε ὁ ἴδιος
διὰ ζώσης φωνῆς, τὴν ἀπεδέχθη καὶ τὴν ἠσπάσθη ἐνώπιόν μας, ἐσημείωσεν ἐγγράφως
κάτω ἀπὸ τὰ γράμματά του τὴν ὀρθοδοξίαν τῶν
ἀνδρῶν(!!!), τὴν ὁποίαν ἀνεγνωρίσαμεν ὅλοι, ὅτι εἶναι ὀρθὴ καὶ
ἐκκλησιαστική”» (Μ. Ἀθανασίου, τόμ. 10ος, σελ. 201).
Στὴν συνέχεια οἱ συνοδικοὶ διαβεβαιώνουν
ὅτι πιστεύουν πὼς καὶ οἱ Ἐκκλησίες ποὺ θὰ λάβουν τὴν ἐπιστολὴ θὰ χαροῦν ποὺ ξαναγυρνοῦν οἱ Ἀρειανοὶ στὴν Ἐκκλησία!!! Γι’ αὐτὸ λοιπόν, «ὅταν θὰ μάθετε τὰ συμβάντα καὶ πῶς ἐκοινώνησαν οἱ ἄνδρες καὶ ἔγιναν δεκτοὶ
ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου», πιστεύουμε ὅτι κι ἐσεῖς θὰ
δεχθεῖτε σὲ κοινωνία τοὺς Ἀρειανούς, «ἀφοῦ μάλιστα ἡ πίστις ποὺ
διετυπώθη ὑπ’ αὐτῶν διαφυλάσσει ἀδιάβλητον τὴν ἀποστολικὴν παράδοσιν καὶ
διδασκαλία, ἡ ὁποία εἶναι δεκτὴ ὑφ’ ὅλων» (Μ. Ἀθανασίου, τόμ. 10ος,
σελ. 203).
Καὶ σημειώνει, σχολιάζοντας τὸ παραπάνω
κείμενο ὀρθοδόξων καὶ Ἀρειανοφρόνων τῆς συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 335, ὁ Μ.
Ἀθανάσιος ὅτι:
«Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῶν συνόδων αὐτῶν, εἰς τὴν ὁποίαν (οἱ Ἀρειανόφρονες)
διεκήρυξαν ἀμέσως τὰ σχέδιά των καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὰ ἀποκρύψουν». Καὶ τὰ σχέδιά τους δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ «νὰ
εἰσαγάγουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὴν αἵρεσιν. Καὶ ἂν ἐπῄνεσαν εἰς τὴν ἐπιστολὴν τὴν
κακοφροσύνη τοῦ Ἀρείου καὶ ἐπρόσταξαν νὰ γίνουν αὐτοὶ δεκτοὶ εἰς κοινωνίαν, ἐνῷ αὐτοὶ τὸ εἶχαν πράξει προηγουμένως, ὅμως, ἐπειδὴ
ἐνόμιζαν ὅτι λείπει ἀπ’ αὐτοὺς κάτι ἀκόμη πρὸς πραγματοποίησιν αὐτοῦ ποὺ
θέλουν, συγκροτοῦν σύνοδον εἰς Ἀντιόχειαν ἐξ ἀφορμῆς τῶν
λεγομένων Ἐγκαινίων· καὶ ἐπειδὴ κατηγοροῦντο πάντοτε ὑπὸ πάντων περὶ τῆς
αἱρέσεως ἔγραψαν κατὰ διάφορον τρόπον, ἄλλα μὲν ἔτσι, ἄλλα δὲ ἀλλιῶς» (Μ. Ἀθανασίου,
τόμ. 10ος, σελ. 203).
Ὁ αἱρετικὸς Ἄρειος λοιπόν, ἀποκαταστάθηκε Συνοδικά!
Ἐδῶ εἶναι καὶ πάλι φανερὸ ὅτι ὁ Μ.
Ἀθανάσιος ἀναγνωρίζει ἱερωσύνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία σὲ αἱρετικούς, ποὺ
πρεσβεύουν κακοδοξίες ποὺ καταδικάστηκαν στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ οἱ
ἴδιοι δὲν ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Ἄραγε ὁ ἀνυπόχωρητος ἅγιος καὶ μέγας
Ἀθανάσιος, ὁ μύριους διωγμοὺς ὑποστὰς γιὰ τὴν Ἀλήθεια, πῶς δέχεται νὰ δικαστεῖ
ἀπ’ αὐτούς, ἂν δὲν τοὺς ἀναγνωρίζει τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν;
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος μετέβη στὴν Κων/πολη καὶ
ἔπεισε τὸν Μ. Κων/νο ὅτι ἀδικήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Τύρου. Ὁ Μ. Κων/νος πεισθεὶς
ἔστειλε ἐπιστολὴ στοὺς Ἐπισκόπους ζητώντας νὰ ἀποδοθῆ τὸ δίκαιο. Ἀλλ’ οἱ
Ἀρειανόφρονες «οἱ περὶ Εὐσέβιον», πλησίασαν τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν ἔπεισαν ὅτι
δίκαια καταδικάστηκε ὁ Ἀθανάσιος, προσθέτοντες νέες κατηγορίες. Ἔτσι τελικά, ὁ
στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιος ἐξορίστηκε (P.G. 146,
201-202) στὰ Τρέβηρα τῆς Γαλλίας ἀπὸ τὸν Μ.
Κων/νο τὸν Ἰούλιο τοῦ 335 (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 480).
«Εἶναι εὐνόητον, ὅτι οἱ δύο Εὐσέβιοι μετὰ τὴν
καθαίρεση τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἀπέκτησαν τὸν πλήρη ἔλεγχο τῶν ἐκκλησιαστικῶν
πραγμάτων. Ἄλλωστε, εἶχαν ἤδη καθαιρεθῆ πολλοὶ ἐξέχοντες ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι…
Ἰδιαίτερη ὅμως ἔμφαση ἀποδόθηκε στὴν καθαίρεση τοῦ μητροπολίτη Ἀγκύρας Μαρκέλλου
ἀπὸ σύνοδο ἀρειανοφρόνων ἐπισκόπων στὴν Κων/πολη (336), ἡ ὁποία ἀποδοκίμασε ὡς
αἱρετικὲς τὶς πράγματι σαβελλιανίζουσες θέσεις του γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἡ
ἔμφαση ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Μάρκελλος
ὑπῆρξε ἀφ’ ἑνὸς μὲν σφοδρὸς καὶ ἀσυμβίβαστος πολέμιος τῶν ἀρειανοφρόνων, ἀφ’
ἑτέρου δὲ θαρραλέος καὶ ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τοῦ Εὐσταθίου Ἀντιοχείας καὶ τοῦ
Μ. Ἀθανασίου στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ
συμβόλου τῆς Νικαίας» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 480-481). Ὁ Μάρκελλος οὐσιαστικὰ καταδικάστηκε ἐπειδὴ «ὑπερασπίστηκε
μὲ ζῆλο τὸν Μ. Ἀθανάσιο στὴ σύνοδο τῆς Τύρου (335) καὶ ἀπέκρουσε μὲ σθένος τὴν
ἀπόφαση τῆς συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων (335) γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Ἀρείου… Ἡ
ἀρειανικὴ σύνοδος τῆς Κων/λεως (336) ἐπισήμανε σαβελλιανικὲς ἰδέες» σὲ θεολογικὴ πραγματεία του, παρόμοιες μὲ αὐτὲς ποὺ
ὑπῆρχαν καὶ σὲ ἄλλα ἔργα του καὶ «προέβη στὴν καθαίρεσή του» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ.,
σελ. 481).
Ὁ Μάρκελλος «στὴν
“Ἔκθεσιν πίστεως”, τὴν ὁποία ὑπέβαλε ὁ ἴδιος, λίγο ἀργότερα, στὴ Σύνοδο τῆς
Ρώμης (341)… ἀθωώθηκε. Μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἡ ὀρθοδοξία του ἀναγνωρίστηκε καὶ στὴ σύνοδο τῆς
Σαρδικῆς (343), παρὰ τὶς εὐνόητες ἐπιφυλάξεις τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας
γιὰ τὶς ἀκραῖες θεολογικὲς θέσεις τοῦ συμπαθοῦς πολεμίου τῶν ἀρειανοφρόνων… Ἡ
σύνοδος τῆς Σαρδικῆς (343) ἀθώωσε τὸν μητροπολίτη Ἀγκύρας (Μάρκελλο) μὲ τὸ
αἰτιολογικό, «ἃ γὰρ ὡς ζητῶν Μάρκελλος εἴρηκε, ταῦτα ὡς ὁμολογούμενα
διαβεβλήκασι» (Μ. Ἀθανασίου, Ἀπολογητικός, 45. (Φειδᾶ, ὅπ. παρ. 482).
Κατὰ τὸν ἀείμνηστο μοναχὸ Νικόδημο Μπιλάλη· ὁ
Μάρκελλος «περιέπεσε εἰς Χριστολογικὴν αἵρεσιν συγγενῆ τοῦ Σαβελλίου.
Κατεδικάσθη καὶ ἐξωρίσθη πολλάκις. Τὴν αἵρεσίν του περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος (στὴν ἐπιστολὴ 69.
Ἅπαντα τῶν Ἁγίων Πατέρων, Μ. Βασιλείου, τόμ, 3ος, σελ. 53). Κι ὅμως τὸν αἱρετικὸ Μάρκελλο κατηγοροῦσε ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὑπεράσπιζε -ὅπως εἴδαμε γιὰ
τοὺς λόγους του- ὁ Μ. Ἀθανάσιος! Αὐτὰ γιὰ τοὺς
ὑπὲρ ἄγαν αὐστηροὺς καὶ ἀπόλυτους ὀπαδοὺς τῶν ἀκύρων μυστηρίων!
Ὡς γνωστὸν ὁ Μ. Βασίλειος «προέτρεπε
τὸν Μ. Ἀθανάσιο καὶ τοὺς Δυτικοὺς νὰ καταδικάσουν ὄχι μόνο τοὺς ἐξωτερικοὺς
ἐχθροὺς τῆς πίστεως (ἀρειανόφρονες), ἀλλὰ καὶ ὅσους παρέμεναν μέσα στὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας (Μάρκελλος Ἀγκύρας, Εὐστάθιος Σεβαστείας κ. ἄ.), οἱ ὁποῖοι ἐθεωροῦντο
περισσότερο ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς ἀρειανόφρονες» (Ἐπιστ. 69· 125· 207· 239· 265· 266.
Εἰς Φειδᾶ, σελ. 507-508).
Ἂς δοῦμε καὶ τί ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος
γράφει περὶ Μαρκέλλου.
«Ὑπὸ τὸν αὐτὸν χρόνον οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει
συναθροισθέντες ἐπίσκοποι καὶ Μάρκελλον καθεῖλον τὸν ἐν Ἀγκύρᾳ…, ἅτε δὴ καινὰ
εἰσηγησάμενον δόγματα». Ἀλλὰ τοῦτο ἔπαθε «ἀντιλέγων
Μάρκελλος ἢ ἑκών ἢ ἀγνοήσας» στὶς κακοδιδασκαλίες
κάποιου αἱρετικοῦ «εἰς τὸ κατὰ διάμετρον ἐναντίον κατώλισθε». Οἱ ἐπιθυμοῦντες ὅμως τὴν καθαίρεση τοῦ Μαρκέλλου εἶχαν
τὸν λόγον τους. Κι αὐτὸς ἦταν ὅτι ὁ Μάρκελλος δὲν ὑπεστήριξε στὴν Σύνοδο τῆς
Τύρου τὴν καθαίρεση τοῦ Ἀθανασίου, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα ψήφισε ὑπὲρ τῆς ἀθωώσεως
τοῦ Ἀρείου καὶ «διεστέλλετο γὰρ αὐτοῖς κοινωνεῖν» (P.G. 146, 216AD).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος δὲν ἔδειξε κατανόηση μόνο
πρὸς τὸν Μάρκελλο Ἀγκύρας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν Βασίλειο Ἀγκύρας. Διότι σκοπός του
δὲν ἦταν ἡ ἀντιπαράθεση, ἀλλὰ ἡ προσέγγιση μὲ ὅσους ἔδειχναν νὰ μὴν πολεμοῦν
τὴν Σύνοδο τῆς Νικαίας. Εἶναι ἐμφανὴς ἡ καλὴ διάθεση τοῦ Ἁγίου, ἡ οἰκονομία
πρὸς κάποιον ποὺ ἀμφέβαλε γιὰ τὴν ὀρθότητα τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος». «Δι’ ἐκείνους
ποὺ ἀποδέχονται μὲν ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν εἰς τὴν Νίκαιαν, ἀμφιβάλλουν δὲ μόνον ὡς πρὸς τὸ ὁμοούσιον, πρέπει νὰ
μὴν συμπεριφερόμεθα πρὸς αὐτοὺς ὅπως πρὸς τοὺς Ἀρειομανίτας καὶ αὐτοὺς ποὺ
μάχονται ἐναντίον τῶν Πατέρων, ἀλλὰ νὰ συζητοῦμεν μὲ αὐτοὺς ὡς ἀδελφοὶ πρὸς
ἀδελφούς, ποὺ ἔχουν μὲν τὴν ἰδίαν σκέψιν, διστάζουν δὲ μόνον ὡς
πρὸς τὸ ὄνομα. Διότι ἀφοῦ ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς
καὶ ὄχι ἐκ διαφορετικῆς ὑποστάσεως…, δὲν εἶναι μακρὰν ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδεχτοῦν καὶ
τὴν λέξιν τοῦ ὁμοουσίου. Τέτοιος εἶναι καὶ ὁ Βασίλειος Ἀγκύρας» (Μ. Ἀθανασίου, τόμ. 10ος, σελ. 263).
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας
ἀκραῖοι καὶ μετριοπαθεῖς Ἀρειανοὶ καὶ Ἡμιαρειανοὶ ἐπικράτησαν, ὅπως ὁ διάδοχος
τοῦ Εὐσεβίου Ἀκάκιος, ὁ Βασίλειος Ἀγκύρας κ.ἄ.
Θὰ σταθοῦμε λίγο στὸν Βασίλειο
Ἀγκύρας, ποὺ ἦταν διάδοχος τοῦ Μαρκέλλου, Ὁμοιουσιανός (δηλ. μετριοπαθὴς
ἡμιαρειανός), ὁ ὁποῖος καὶ «θεμελίωσε τὴ συγκλίνουσα κίνηση
τῶν μετριοπαθῶν ἀρειανοφρόνων πρὸς τὸ σύμβολο τῆς Νικαίας. Ἤδη ὁ Μ. Ἀθανάσιος
χαρακτήριζε τὸν Βασίλειο καὶ τοὺς ὀπαδούς του ὡς “αὐτὴν ἡμῖν διάνοιαν ἔχοντας”,
παρὰ τὴν διαφωνία τους ὡς πρὸς τὸν ὅρο
“ὁμοούσιος” (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 486). Εἶναι σημαντικὴ ἡ διαπίστωση τοῦ Φειδᾶ: «Εἶναι
πλέον ἀναντίρρητη ἡ διαπίστωση ὅτι, ἐνῶ οἱ ἀρειανόφρονες ἐξαρτοῦσαν τὴν ὅλη
θεολογική τους ἀντίρρηση ἀπὸ τὴν ἀμφισβήτηση ὁρισμένων θεολογικῶν ὅρων, οἱ
ὀρθόδοξοι ἐξαρτοῦσαν τὴν ὅλη θεολογική τους μαρτυρία ἀπὸ τὸν “κανόνα” τῆς
πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, στὸν ὁποῖον ὑπέτασσαν καὶ τὴν ἀξιολόγηση τῶν εἰδικότερων
θεολογικῶν ὅρων» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 486).
Τοῦτο, κάτι θὰ πρέπει νὰ πεῖ, σὲ ὅσους
σήμερα δὲν ἐξαρτοῦν τὴν θεολογική τους μαρτυρία ἀπὸ τὸν “κανόνα” τῆς πίστεως
τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν ὑποτάσσουν σ’ αὐτὸν ἄλλες δεύτερες ἀξιολογήσεις, ἀλλὰ τὶς
ἀνάγουν σὲ κριτήρια Ὀρθοδοξίας.
Ἐδῶ νὰ παρατηρήσουμε πόσο σοφὰ παλαιότερα
ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς εἰσηγήθηκε πολλὲς φορές –ἀλλὰ χωρὶς νὰ εἰσακουσθεῖ–
ὅτι πρέπει νὰ ἀφήσουμε οἱ ἀποτειχισμένοι (ἢ οἱ προβληματιζόμενοι γιὰ τὴν
ἀποτείχιση) τὰ ἄλλα στὴν ἄκρη (τὰ περὶ ἡμερολογίων καὶ ἀκύρων μυστηρίων κ.λπ.),
ἔστω κι ἂν αὐτὰ φαίνονται ὅτι ἅπτονται (ἢ καὶ πράγματι ἅπτονται) δογματικῶν
θεμάτων, γιὰ νὰ μὴν μᾶς διαιροῦνε, καὶ νὰ ἑνωθοῦμε στὴν ἁγιοπατερικὴ διακοπὴ
μνημοσύνου, ἐφ’ ὅσον αὐτὸ εἶναι στὴν ἐποχή μας τὸ κύριο· ὅλα τὰ ἄλλα μποροῦμε
νὰ τὰ βροῦμε ἀργότερα. Ἐδῶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος καὶ ὁ Πάπας Ἰούλιος,
παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Μάρκελλος εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ σαβελλιανισμό (καὶ καταδικάστηκε γι’
αὐτό), δὲν δίστασε νὰ τὸν ὑποστηρίξει, ἐφ’ ὅσον στὸ τότε σημαντικὸ θέμα, ποὺ
ἦταν ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ἦταν ὁ Μάρκελλος
σύμφωνος. Τὴν ἴδια στάση κράτησε καὶ γιὰ τὸν ὁμοιουσιανὸ Βασίλειο Ἀγκύρας.
Σήμερα ὅμως, κάποιοι “ἀντι-Οἰκουμενιστές”, ἀνατριχιάζουν
καὶ μόνο στὴν σκέψη ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγκαστοῦν νὰ κάτσουν στὸ ἴδιο
τραπέζι μὲ ἀδελφούς τους ἀποτειχισμένους, ποὺ ἀσκοῦν κριτικὴ στὴ μεγαλωσύνη
τους (μιλᾶμε γιὰ ὑποδείγματα ταπείνωσης!) καὶ ὀργίζονται καὶ μόνο ποὺ ἀκοῦν
κάποια ὀνόματα ἀδελφῶν τους, ποὺ ἀγωνίζονται τὸν ἴδιο ἀγώνα!
Ἂς ἐπιστρέψουμε στὸν Ἄρειο γιὰ νὰ δοῦμε
καὶ τὸ φοβερό του τέλος, ἀλλὰ καὶ τὴ θαυμάσια καὶ ὁδηγητικὴ μορφὴ τοῦ Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ἀλεξάνδρου.
Δικαιωμένος Συνοδικὰ ὁ Ἄρειος μετέβη
στὴν Ἀλεξάνδρεια καί, ἂν καὶ «μηδαμῶς τῆς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίας τούτῳ κοινωνεῖν
ἑλομένης», αὐτὸς πῆγε ἐκεῖ μὲ σκοπὸ «τὴν οἰκείαν αἵρεσιν ὑποσπείρειν» (P.G. 146, 205Α).
Ὅμως τὸν μετεκάλεσε ὁ Μ. Κωνσταντῖνος
στὴν Κων/πολη «λόγον δώσοντα τῆς διαστρόφου γνώμης καὶ ὧν δρᾶ
ἐπιχειρεῖ» (P.G.
146, 205Α).
Πατριάρχης Κων/πόλεως ἦταν τότε ὁ
Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος «τοῦ λαοῦ διαιρουμένου διχῇ, καὶ τῶν μηδαμῶς δεῖν
λεγόντων τι τῶν ἐν Νικαίᾳ μετακινεῖν, ἄλλων δὲ ὡς καλὰ λέγοι, Ἄρειος φιλονεικούντων
καὶ ταραχῆς μεγίστης κατὰ πόλιν ἀναπτομένης, καὶ σύνοδον συγκροτεῖν
πειρωμένων», προσπαθοῦσε (ὁ Ἀλέξανδρος) μὲ κάθε
τρόπο, ὥστε νὰ μὴ γίνει αὐτὴ ἡ Σύνοδος ποὺ ἤθελαν οἱ Ἀρειανόφρονες· κι αὐτό,
ἐπειδὴ προφανῶς διέβλεπε ὅτι θὰ ἐπικρατοῦσαν οἱ ἀπόψεις τους (P.G. 146, 205Β). Κι ἔλεγε πὼς δὲν πρέπει νὰ ἀκυρώσουμε αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς
ψηφίσαμε· ἀλλὰ οἱ περὶ τὸν Εὐσέβιον τὸν ἀπειλοῦσαν ὅτι θὰ τὸν ἐξορίσουν καὶ ὁ
ἑπόμενος Πατριάρχης ποὺ θὰ βάλουν στὴ θέση του, θὰ δεχθεῖ τὸν Ἄρειο (ἂν δὲν τὸ
κάνει αὐτὸς τώρα): «Μηδὲ γὰρ εἶναι θεμιτὸν ἔλεγε, μηδὲ τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἕξεως, ἄκυρα τὰ σφίσιν ἐψηφισμένα ποιεῖν, καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἐκ
τῆς ὑφ’ ἥλιον ἁπάσης συνδραμόντων εἰς Νίκαιαν. Οἱ δ’ ἀμφὶ τὸν Εὐσέβιον καὶ
φανερῶς διηπείλουν μετὰ πολλὴν λοιδορίαν, ἢ μὴν καθαιρήσειν αὐτόν, εἰ μὴ Ἄρειον
δέξηται εἰς ρητὴν ἡμέραν· εἰ δ’ οὖν, αὐτὸν μὲν τῆς Ἐκκλησίας ὑπερόριον ἄγεσθαι·
τὸν δὲ μετ’ αὐτὸν κοινωνήσειν Ἀρείῳ» (P.G. 146, 205BC).
Εἶναι γνωστὸν ὅτι τελικὰ ὁ Ἄρειος πέθανε
μὲ κακὸ τρόπο, λίγο πρὶν προσέλθει στὸν ναό, στὸν ὁποῖο θὰ συλλειτουργοῦσε μετὰ
τοῦ πατριάρχου Ἀλεξάνδρου!
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος σημειώνει τὰ ἑξῆς
ἀξιοπρόσεκτα γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Ἄρειος ἐξαπάτησε τὸν Μ. Κων/νο: «Καὶ γὰρ
αὐτὸς Ἄρειος, ὁ τῆς μὲν αἱρέσεως ἔξαρχος, Εὐσεβίου
δὲ κοινωνός, κληθεὶς ἐκ
σπουδῆς τῶν τότε τῶν περὶ Εὐσέβιον παρὰ τοῦ μακαρίτου Κωνσταντίνου Αὐγούστου
ἀπαιτούμενος ἐγγράφως εἰπεῖν τὴν ἑαυτοῦ πίστιν, ἔγραψε ὁ δόλιος κρύπτων
τὰς ἀναιδεῖς τῆς ἑαυτοῦ δυσσεβείας λέξεις,
ὑποκρινόμενος καὶ αὐτός, ὡς ὁ διάβολος,
τὰ τῶν Γραφῶν ρήματα ἁπλᾶ καὶ ὡς ἔστι γεγραμμένα. Εἶτα λέγοντος τοῦ μακαρίτου
Κωνσταντίνου, Εἰ μηδὲν ἕτερον ἔχεις παρὰ ταῦτα ἐν τῇ διανοίᾳ, μάρτυρα τὴν
ἀλήθειαν δός· ἀμυνεῖται γὰρ ἐπιορκήσας αὐτὸς ὁ Κύριος, ὤμοσεν ὁ ἄθλιος, μήτ’
ἔχειν, μήτ’ ἄλλα παρὰ τὰ νῦν γραφέντα φρονεῖν, κἂν εἰρῆσθαι πώποτε εἴη παρ’
αὐτοῦ· ἀλλ’ εὐθὺς ἐξελθών, ὥσπερ δίκην δοὺς κατέπεσε· καὶ πρηνὴς γενόμενος
ἐλάκησε μέσος» (P.G. 146, 209ΑB).
Εἶναι φανερὸ ἐδῶ ὅτι (καὶ πάλι) ὁ Ἄρειος κρύπτει τὴν αἵρεση καὶ μὲ ὅρκο δηλώνει
καὶ ὁμολογεῖ ὀρθόδοξος. Στὴν ψυχὴ καὶ στὸ νοῦ εἶναι αἱρετικός, στὰ χείλη ὅμως
καὶ στὰ ἔγγραφα (ποὺ ψευδῶς ὑπέγραψε) ἦταν ὀρθόδοξος. Τυπικά, καὶ γιὰ τὸν
κόσμο, μέλος τῆς Ἐκκλησίας, οὐσιαστικὰ ὅμως, καὶ γιὰ τὸν Θεό, ἐκτὸς αὐτῆς. Καὶ
μὲ τὴν ψευδῆ «ὀρθόδοξη ὁμολογία» κατέστη μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου ὁ
πατριάρχης Ἀλέξανδρος ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν δεχθεῖ εἰς κοινωνίαν ὡς
ὀρθόδοξον, αὐτὸν ποὺ ἦταν «ὁ ἔξαρχος τῆς αἱρέσεως». Γιὰ
τοὺς ἀνθρώπους, λοιπόν, ὀρθόδοξος, γιὰ τὴν Θεὸ ὅμως αἱρεσιάρχης. Κι ἂν δὲν
μιλοῦσε ὁ οὐρανός καὶ δὲν ἐπέτρεπε τὸν θάνατο τοῦ Ἀρείου, ὁ Ἄρειος θὰ
συλλειτουργοῦσε θριαμβευτικὰ μετὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἢ μετὰ τοῦ διαδόχου του.
Ἀλλ’ ὁ Θεός, ὅπως μᾶς ἔχει ἐκπαιδεύσει
μὲ παρόμοια γεγονότα, ὁμιλεῖ καὶ τιμωρεῖ παραδειγματικὰ τὴν ἀρχὴ ἢ τὴν κορύφωση
τῆς ἁμαρτίας-ἀνομίας, ὅπως συνέβη στὴν ἱστορία τῆς Π. καὶ τῆς Κ. Διαθήκης
(Κάϊν, Ἀνανίας κ.λπ.). Στὶς χιλιάδες ὅμως καὶ ἑκατομμύρια παρόμοιες περιπτώσεις
ἀδίκων, ἀνηθίκων, αἱρετικῶν, ἀνέχεται νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ παριστάνουν τοὺς
λειτουργούς του, ὡς ψευδαπόστολοι, καὶ ψευδοπροφῆτες, καὶ ψευδοϊερεῖς, ἀφοῦ «πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ».
Ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουν Ἐντολὴ οἱ ἐν ἐγρηγόρσει
πιστοί (ἱερωμένοι καὶ λαϊκοί) νὰ ἀπομακρύνονται, νὰ
ἀποτειχίζονται. Δὲν θέλουν κοινωνία
μαζί τους γιὰ νὰ μὴ γίνουν συγκοινωνοὶ τῆς πονηρίας καὶ βλασφημίας τους ἔναντι
τοῦ Ἁγίου ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς παρακαλοῦσε (καὶ ὁ Θεὸς εἰσήκουσε τὴν
θερμὴ προσευχή του) ὁ πατριάρχης Ἀλέξανδρος. Ἄλλωστε καὶ ἡ προειδοποίηση τοῦ
Χριστοῦ ὅτι ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες καὶ τοὺς ψευδοδιδασκάλους θὰ πλανηθοῦν ἀκόμα
καὶ οἱ ἐκλεκτοί, φανερώνει ὅτι αὐτοὶ δρῶντες κρυφίως-δολίως καὶ ὡς κανονικοὶ
ἱερωμένοι μὲ ἔγκυρα μυστήρια, θὰ πλανήσουν τὸν κόσμο. Γιατὶ ἂν ἐννοοῦσε τοὺς
ἐκτὸς Ἐκκλησίας, πῶς θὰ πλανηθοῦν ἀκόμα καὶ οἱ ἐκλεκτοί, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν
τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας;
Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀρείου, ὁ
Μ. Κωνσταντῖνος συνέχισε νὰ κατατρέχει τὸν Μ. Ἀθανάσιο καὶ νὰ ὑποστηρίζει τοὺς
Ἀρειανόφρονες, γράφοντας στοὺς ἱερεῖς ὅτι ὁ Ἀθανάσιος εἶχε καταδικασθεῖ
συνοδικά, καὶ στὸν Μ. Ἀντώνιο συνιστοῦσε νὰ ἠρεμίσει καὶ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ, ἄνδρας τοιαύτης ἁγιότητος, στὴν συνοδικὴ
ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Ὁ δὲ βασιλεὺς οὐδαμῶς ἐπίθετο
ἐκκλησιαστικῇ δίκῃ καταψηφισθέντα. Ἠρέμα δὲ καὶ Ἀντωνίῳ ἐσήμαινε, μὴ οἷός τε
εἶναι τὰ συνόδῳ κεκριμένα εὐχερῶς διαλύειν» (P.G. 146, 209ΑB).
Παρατηροῦμε, λοιπόν καὶ πάλι, ὅπως μᾶς
εἶπε παραπάνω ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅτι στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἦσαν παρόντες αἱρετικοί, ὡς
κανονικοὶ Ἐπίσκοποι. Καὶ ἦσαν αἱρετικοὶ καταδικασμένης αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν,
μόλις πρὸ ὀλίγων ἐτῶν καὶ μάλιστα τέσσερις φορές, κι ὄχι κάποιας μὴ καταδικασμένης αἱρέσεως. Κι ὅμως
ὁ Ἅγιος δὲν ὁμιλεῖ γιὰ ἄκυρα μυστήρια τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν, ἢ ὅτι εἶχαν ἐκπέσει
ἐκ τῆς ἀρχιερωσύνης τους λόγῳ τῆς αἱρέσεως, γιατὶ οἱ ἴδιοι δὲν εἶχαν χάσει ἀπὸ
Σύνοδο τὴν ἱερωσύνη τους. Στὸ τέλος θὰ δοῦμε ὅτι αὐτοὶ τελικὰ καταδικάστηκαν,
ὁπότε ἀπὸ τότε καὶ μετὰ εἶχαν ἄκυρα
μυστήρια.
Ὑπενθυμίζουμε καὶ τονίζουμε τὸ γεγονὸς
ὅτι ὁ Ἄρειος δὲν καταδικάστηκε τὸ πρῶτον στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ εἶχε
καταδικαστεῖ πρὶν ἄλλες τρεῖς φορές. Ἐπιμένουμε σ’ αὐτό, γιατὶ καὶ πρὶν
τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ Ἐκκλησία ἔδειξε «οἰκονομία», ἢ οἱ συνθῆκες ἦταν
τέτοιες ποὺ στοὺς κόλπους της δροῦσαν αἱρετικοὶ Ἀρειανοί (ἤ ἄλλοι αἱρετικοί) ὡς
κανονικοὶ Ἐπίσκοποι γιὰ τὸν πολὺ λαό, ποὺ ἀγνοοῦσε ἢ παρασυρόταν.
Στὴ συνέχεια ὁ Μ. Ἀθανάσιος, παρότι τοὺς
θεωρεῖ αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους (χωρὶς νὰ ἀμφισβητεῖ τὰ μυστήριά τους), ταυτόχρονα
τοὺς θεωρεῖ καὶ ψευδεπισκόπους! Τοῦτο δείχνει ὅτι ὑπάρχει συμφωνία τῆς
θέσεως τοῦ Μ. Ἀθανασίου μὲ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ποὺ μιλᾶ γιὰ
νομίμους καὶ ἐν ἐκκλησιαστικῇ κανονικότητι Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι –λόγῳ τῆς
αἱρέσεως ποὺ διδάσκουν– εἶναι ψευδεπίσκοποι, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ΑΒ΄ Σύνοδος
προτρέπει, ἕως ὅτου Σύνοδος ἐπιληφθεῖ τῆς ὑποθέσεως, νὰ διακόπτουν οἱ κληρικοὶ
τὸ μνημόσυνό τους καὶ οἱ πιστοὶ (σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἁγιοπατερικὴ
Παράδοση) νὰ ἀποτειχίζονται ἀπ’ αὐτούς, ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ ἀποφεύγουν
τὸν μολυσμό, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ μὴν σιγοντάρουν τὴν αἵρεση διὰ τῆς
κοινωνίας μὲ αἱρετικούς.
Βέβαια οἱ αἱρετικοὶ καθίστανται, ὅπως
ἀναφέραμε, αἱρετικοὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διδάσκουν τὶς
κακοδοξίες τους, ὅμως παύουν νὰ ἰσχύουν τὰ ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα μυστήρια καὶ
εἶναι ἄκυρα, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ καθαιροῦνται, κατὰ κάποια μυστηριώδη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὴν
ἀντιλαμβάνονταν καὶ τὴν ἐφάρμοζαν οἱ Ἅγιοι. Ἕως τότε, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ
ἀναφέρθηκαν, γιὰ ἄλλους ποὺ δὲν
κατανοοῦμε, καὶ γιὰ τὸν λαὸ ποὺ ἀγνοεῖ,
τὰ μυστήρια (ὅπως, ἀπ’ ὅσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία συναντήσαμε) φαίνεται ὅτι
θεωροῦνται ἔγκυρα.
Τὸ Α΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_448.html
Τὸ Β΄ μέρος ἐδῶ: https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_853.html