Ο Κύριος εμφανίσθηκε στην Αγία Φωτεινή την Σαμαρείτιδα στο μαρτύριο της και της είπε, Εγώ είμαι με εσάς πάντοτε, μη φοβείσθε
Κύριε, αυτά τα ιερά λόγια Σου ας αντηχούν στις ψυχές των πιστών δούλων Σου όποτε εγείρεται ένα κύμα διωγμού εναντίον της άγιας Εκκλησίας Σου, ώστε, ομοφρόνως στηριγμένοι στον βραχίονά Σου τον υψηλό, να μη φοβόμαστε
Από το Συναξάρι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορειτου
Όταν η Αγία Φωτεινή μαζί με τον μικρότερο γιο της, τον Ιωσή, βρισκόταν στην Καρθαγένη της Αφρικής, όπου κήρυττε με παρρησία το Ευαγγέλιο του Χριστού και πότιζε με το ”ὕδωρ τὸ ζῶν” του Ιησού τις διψασμένες ψυχές, ο Bίκτωρ, ο μεγαλύτερος γιός της, έγινε στρατηλάτης, δηλαδή αρχιστράτηγος, από τον βασιλέα επειδή έκαμε ανδραγαθία στον πόλεμο που γινόταν τότε κατά των Aβάρων, και γιά αυτό στάλθηκε στην Ιταλία για να εξοντώσει τους εκεί χριστιανούς. Ο δούκας όμως της Ιταλίας Σεβαστιανός τον συμβούλεψε να εκτελέσει πιστά την εντολή του βασιλιά για να μην κινδυνεύσει η ζωή του. Αλλά ο Βίκτωρας δήλωσε ότι επιθυμεί να κάνει μόνο το θέλημα του Χριστού και περιφρονεί την προσταγή του βασιλιά. Μετα από αυτό ο δούκας τυφλώθηκε και αφού έπεσε στη γη από τους αφόρητους πόνους στα μάτια, έμεινε άφωνος για τρεις ημέρες. Βλέποντας τον ιδιο τον Χριστο να τον προσκαλεί κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον Βίκτωρα και μόλις βαπτίσθηκε, επανέκτησε το φως του.
Σύντομα ο Νέρων έμαθε ότι ο στρατηλάτης Βίκτωρας και ο δούκας της Ιταλίας Σεβαστιανός αλλά και η μητέρα του Βίκτωρα, η Φωτεινή, κηρύττουν τον Χριστό και οδηγούν τους ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Αυτό τον εξαγρίωσε τόσο όπου έστειλε αμέσως στρατιώτες για να φέρουν στη Ρώμη όλους τους χριστιανούς.Εμφανίσθηκε όμως ο Κύριος στους χριστιανούς και τους ενθάρρυνε, «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Mη φοβείσθε, εγώ είμαι μαζί με εσάς, και ο Nέρων θέλει νικηθή ομού με τους συντρόφους του». Εμφανίσθηκε δε και ξεχωριστά στον Bίκτορα και του είπε. «Aπό τώρα και στο εξής, το όνομά σου θα είναι Φωτεινός, επειδή πολλοί φωτίσθηκαν διά μέσου σου, και προσφέρθηκαν σε εμένα διά της πίστεως. Tον δε Σεβαστιανό δυνάμωσε τον στο μαρτύριο με τους λόγους σου, και μακάριος είναι όποιος αγωνισθή έως τέλους .»
Εντω μεταξύ αποκαλύφθηκαν και στην Αγία Φωτεινή όλα όσα επρόκειτο να της συμβούν, κι έφυγε από την Καρθαγένη και έφθασε στη Ρώμη, συνοδευόμενη από πλήθος χριστιανών. Παρουσιάσθηκε μαζί με τις πέντε αδερφές της Ανατολή, Φωτώ, Φωτίς, Παρασκευὴ και Κυριακή, τον γιο της τον Ιωσή, και τους Xριστιανούς ενώπιον του βασιλιά, λέγοντας του ότι ήλθε για να του μιλήσει για τον Χριστό και να Τον πιστεύσει.
Εκείνη τη στιγμή όμως αναγγέλθηκε στον βασιλιά ότι είχαν έρθει ο δούκας Σεβαστιανός και ο στρατηλάτης Βίκτωρας. Ομολόγησαν όλοι την πίστη και την αγάπη τους στον Χριστο.
Κατά τη διάρκεια των φρικτών μαρτυρίων ποὺ υπέστησαν, πολλά θαύματα έλαβαν χώρα. Μετά δε από κάθε μαρτύριο, όλοι οι μάρτυρες ήταν αβλαβής. Στην αρχή ο εξαγριωμένος βασιλιάς διέταξε να συντριβούν οι αρμοί των χεριών τους με σιδερένιες σφαίρες. Έπειτα διέταξε να κοπούν τα χέρια των μαρτύρων αλλά δεν κατόρθωσαν απολύτως τίποτα, απεναντίας οι δήμιοι παρέλυσαν και έπεσαν κάτω σαν να ήταν νεκροί. Η Αγία διαφυλαχθείσα αβλαβής από την χάριν του Θεού, έλεγε χαίρουσα τα λόγια του Δαβίδ · «Kύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι, τι ποιήσει μοι άνθρωπος».
Ο βασιλιάς απελπισμένος τους μεν άνδρες τους κλείνει σε σκοτεινή φυλακή, τη δε Αγία Φωτεινή μαζί με τις πέντε αδελφές της τις οδήγησαν μέσα σ’ ένα χρυσό κουβούκλιο με πολλά στολίδια, ενδύματα και χρυσές ζώνες. Εκεί στέλνει και την κόρη του Δομνίνα, μαζί με όλες τις υπηρέτριές της για να δελεάσει τη Φωτεινή και τις αδελφές της να εγκαταλείψουν τη χριστιανική πίστη.
Όταν η Αγία Φωτεινή είδε τη Δομνίνα , της είπε: «Χαίρε, η νύμφη του Κυρίου μου», η δε Δομνίνα της απάντησε: «Χαίροις και συ κυρία μου Φωτεινή η λαμπάδα του Xριστού». Μόλις η Αγία άκουσε το όνομα του Χριστού, χάρηκε τόσο πολύ, ώστε αφού ευχαρίστησε τον Κύριο την αγκάλιασε, την κατήχησε στη χριστιανική πίστη μαζί με όλες τις υπηρέτριές της και κατόπιν τις βάπτισε όλες. Την μεν Δομνίνα ονόμασε Ανθούσα, την δε μεγαλύτερη από τις υπηρέτριες ονόμασε Στεφανίδα, κι ευθύς μοίρασαν στους φτωχούς όλα τα χρυσά στολίδια και τα χρήματα που βρίσκονταν μέσα στο κουβούκλιο.
Εξοργισμένος ο βασιλιάς διατάζει να τους βάλουν μέσα σ’ ένα πυρακτωμένο καμίνι που έκαιγε επί επτά ημέρες , αλλ’ ω του θαύματος! μετά τρεις ημέρες τους βρήκαν όλους σώους και αβλαβείς. Μετα καλεί τον μάγο Λαμπάδιο και τους δίδει θανατηφόρο φαρμάκι, αφ’ ου ήπιαν όλοι και έμειναν αβλαβείς ο μάγος μάζεψε όλα τα μαγικά του βιβλία, τα έριξε στη φωτιά και βαπτίσθηκε χριστιανός, λαμβάνοντας το όνομα Θεόκλητος. Μετα απ’ αυτό τον οδήγησαν έξω από τα τείχη, όπου τον αποκεφάλισαν δια ξίφους.
Στους δε άλλους αγίους ο βασιλιάς πρόσταξε να κόψουν τα νεύρα, μετά να ποτίσουν την Αγία Φωτεινή με λιωμένο μολύβι και θειάφι και να το χύσουν μέσα στα αυτιά των υπολοίπων. Έπειτα να τους κρεμάσουν και αφού ξύσουν όλο τους το σώμα, να τους κάψουν με αναμμένες λαμπάδες, ενώ μέσα στα ρουθούνια τους έχυσαν ξίδι αναμεμειγμένο με στάχτη. Στη συνέχεια διέταξε να τους τυφλώσουν και να τους κλείσουν σε σκοτεινή και βρώμικη φυλακή με δηλητηριώδη φίδια. Kαι ω του θαύματος! τα μεν φίδια απονεκρώθηκαν, η δε δυσωδία μετατράπηκε σε ευωδία και στο σκοτάδι της φυλακής έλαμψε ένα υπέρλαμπρο φως. Τότε παρουσιάσθηκε και ο Κύριος στο μέσο των αγίων, λέγοντάς τους: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κατόπιν αφού πήρε την Αγία Φωτεινή από το χέρι, τη σήκωσε και της είπε: «Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν πάντοτε, ὅθεν μή φοβεῖσθε, ἀλλά μᾶλλον πάντοτε χαίρετε». Αμέσως μ’ αυτό τον λόγο του Κυρίου ανέβλεψαν τα μάτια των αγίων, οι οποίοι μόλις Τον είδαν, Τον προσκύνησαν. Κατόπιν ο Κύριος, αφού τους ευλόγησε, λέγοντάς τους: «Ἀνδρίζεσθε καί ἐνδυναμοῦσθε», ανέβηκε στους ουρανούς.
Kαι έτσι η φυλακή λάμπουσα από φως και ευωδιάζουσα μύρα, μετεβλήθη σε οίκο Θεού, στην οποίαν προσέτρεχαν οι Έλληνες, βαπτίζονταν από αυτούς, πιστεύοντες στον υπ’ αυτών κηρυττόμενον Xριστό.
Ακούγοντας αυτά ο βασιλέας θυμωμένος τους υποβάλλει σε νέα φρικτά βασανιστήρια, πρόσταξε να σταυρώσουν τους αγίους κατακέφαλα και να ξύσουν τις σάρκες τους επί τρεις ημέρες μέχρι να διαλυθούν. Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τους ουρανούς και αφού έλυσε τους μάρτυρες, θεράπευσε όλες τις πληγές τους. οι δήμιοι τυφλώθηκαν αλλά η Αγία Φωτεινή προσευχήθηκε στον Θεό και έλαβαν το φως τους, μετά απ’ αυτό πίστευσαν στον Xριστόν και βαπτίσθηκαν.
Εξοργισμένος ο Nέρων πρόσταξε να βγάλουν το δέρμα της Aγίας Φωτεινής, ενώ η Aγία έψαλλε· «Kύριε εδοκίμασάς με και έγνως με», το δέρμα της το έριξαν στο ποτάμι, και την ίδια την έριξαν σ’ ένα ξηροπήγαδο. Αλλά και ο Σεβαστιανός, ο Φωτεινός και ο Ιωσής είχαν την ίδια τύχη, αφού και οι τρεις εγδάρησαν, ενώ τους έκοψαν και τα κρύφια μέλη τους και τα έριξαν στα σκυλιά. Στις πέντε αδελφές της Αγίας Φωτεινής έκοψαν πρώτα τους μαστούς τους και κατόπιν έγδαραν το δέρμα τους. Όταν πήγαν να γδάρουν την Αγία Φωτίδα, την τετάρτη αδελφή, δεν ήθελε να βασταχθεί από κανέναν, αλλά μόνη της και με ανδρείο φρόνημα υπέμεινε το μαρτύριό της. Η μεγαλοψυχία και η ανδρεία της εξαγρίωσε τον Νέρωνα, ο οποίος διέταξε να την δέσουν στις λυγισμένες κορυφές δύο δένδρων που είχαν ενώσει με τη βία και κατόπιν να τις αφήσουν να έρθουν στην πρότερή τους θέση. Το αποτέλεσμα ήταν να σχισθεί η Aγία σε δύο μέρη και να παραδώσει την αγία της ψυχή στο χερι του Θεου.
Κατόπιν αποκεφαλίσθηκαν όλοι οι μάρτυρες εκτός της Αγίας Φωτεινής, την οποία έβγαλαν από το πηγάδι και την έκλεισαν στη φυλακή. Όμως αυτή λυπόταν που έμεινε μοναχή και δεν στεφανώθηκε μαζί με τις αδελφές της. Γι’ αυτό δεόταν στον Θεό, ο Οποίος της εμφανίσθηκε και αφού την σφράγισε τρεις φορές με το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, την γέμισε με χαρά και την θεράπευσε. Μετά από πολλές ημέρες και αφού δόξασε το όνομα του Θεού, παρέδωσε στα χέρια Του την άγια ψυχή της.
Πηγὴ ἐδῶ.