Άραγε, ο Οικουμενισμός διέλυσε τελείως την Ορθόδοξη συνείδηση των Ποιμένων;

 Ορθοτομούντες ή καινοτομούντες τον Λόγον της Αληθείας;


Γράφει ο Παναγιώτης Γ. Παύλος

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε μέ τήν ἐγκύκλιο 3041, τῆς 21ης Ἀπριλίου 2021, τήν ἀλλαγή τῆς ὥρας τέλεσης τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς Πασχάλιας Θείας Λειτουργίας ἀλλά καί τοῦ περιεχομένου της.

Ἀμφότερα ἔγιναν μέ τρόπο ἀντικανονικό, ἀντιβαίνοντας ἐξόφθαλμα ὄχι μόνον στήν μακραίωνη πράξη καί Ὀρθοπραξία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀλλά καί στούς Ἱερούς Κανόνες πού διέπουν τή λειτουργική ζωή της. 

Πρόκειται γιά ἀπόφαση μέ ἀνυπαρξία μέριμνας ὑπέρ τοῦ ποιμνίου, πού ἔχει προφανῶς ὡς γνώμονα τό κοσμικό πνεῦμα.

Ἡ μετάθεση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Πάσχα στό σούρουπο τοῦ Μ. Σαββάτου καί ἡ προσφιλής σέ ἀρκετούς δυστυχῶς Ἑλληνες Ἀρχιερεῖς σύμπτυξη καί κατακρεούργηση τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ἀναστάσεως, καμία συμβολή στήν ὑπεράσπιση τῆς δημόσιας ὑγείας δέν παρέχουν, πέραν τοῦ ὅτι ἐπιτρέπουν ἁπλῶς στήν κοσμική ἐξουσία νά ἐμφανισθεῖ ὡς ἄλλος Καίσαρας.

Διότι αὐτή ἡ ἀλλαγή ὥρας, μέ δεδομένους τούς περιορισμούς πού ἡ ἴδια ἐγκύκλιος ὁρίζει, συνιστᾶ αντίφαση, αὐτοαναίρεση καί ὑπόδειγμα ἀλογίας ἀπό πλευρᾶς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί ἴσως καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πού, ὡς φαίνεται, ἐπέμεινε ὥστε νά ἐγκριθεῖ αὐτή ἡ ἀλλαγή. 

Ἀλλά τί ὠθεῖ τούς Ἀρχιερεῖς ἐκείνους πού δέχθηκαν, διότι δέν συμφώνησαν ὅλοι σέ αὐτή τήν ἀπόφαση, μιά τέτοια ἐξόφθαλμη καταστρατήγηση τῆς τάξης καί τῆς οὐσίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Πῶς ὁδηγούμαστε στό «ἔχουμε ἐντολή νά γίνουν ὅλα σύντομα», πού ἀνερυθρίαστα ὁ ἐκπρόσωπος τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δηλώνει δημοσίως; Γιατί γιά μιά ἱκανή μερίδα τῆς σημερινῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, τό Λειτουργικό Μυστήριο, ἡ λειτουργική ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπό πεμπτουσία, κέντρο καί, τρόπον τινά, σκοπός τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, κατάντησε ἐργαλεῖο καί μέσο ἄσκησης ἐξουσίας ἐπί τῶν ἀνθρώπων, στοιχεῖο προφανῶς ξένο πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση; 

Διότι σήμερα ὑπάρχουν, μεταξύ ἄλλων, δύο τουλάχιστον συγκλίνοντες τύποι Ἀρχιερέως, ξένοι πρός τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Ὁ ἕνας εἶναι αὐτός τοῦ «Δεσπότη», ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται τόν ρόλο του ὡς ἄσκηση ἐξουσίας ἐπί τῶν πιστῶν, καί ὁ ἄλλος αὐτός τοῦ μάνατζερ καριέρας, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται τήν Μητρόπολή του καί τήν ἐμπιστευθεῖσα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀποστολή του ὡς σχέδιο ἀτομικῆς ἀνέλιξης. 

Ἀμφότεροι οἱ τύποι αὐτοί ἔχουν ἰδιαίτερα χαμηλά στόν κατάλογο προτεραιοτήτων τους τήν τήρηση τῶν προσηκόντων πρός τήν ἐκκλησιαστική τάξη τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, γιά νά μήν ποῦμε ὅτι γιά ὁρισμένους ἡ λειτουργική ζωή ἐνίοτε φαίνεται νά προσιδιάζει σέ «ἀναγκαῖο κακό».

Ἀδυνατοῦν νά ἀντιληφθοῦν τήν ὕπαρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου καί τοῦ ἀνακαινισμοῦ πού αὐτός ἐπιφέρει στόν κτιστό χρόνο καί τήν κτίση, καί φυσικά τούς εἶναι ἐπίσης ἀδύνατον νά ὑποψιαστοῦν ὅτι τά γεγονότα τῆς Ἀναστάσεως δέν εἶναι σύμβολα, ὅπως τά θεωρεῖ ἡ προτεσταντική θεολογία, ἀλλά μυστήριο εἰσόδου τοῦ Ἀκτίστου στό κτιστό, καί ἀντιστρόφως. 

Ἡ μακρόχρονη καί εἰς βάθος προτεσταντοποίηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία συνεπάγεται καί τήν κατανόηση τῶν πτυχῶν τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἁπλῶν συμβόλων πού διευκολύνουν τήν καταχρηστική ἑρμηνεία τῆς Οἰκονομίας κατά τό δοκοῦν καί ἰδιοτελῶς, καί ὄχι ὡς πραγματικότητα μέ ὀντολογικό περιεχόμενο, πού δέν καθορίζουμε ἀλλά μᾶς καθορίζει, ὁδηγεῖ μαθηματικά σέ ἀποφάσεις ἀνήκουστες, ὅπως ἡ συνοδική τοῦ φετινοῦ Πάσχα. 

Πράγματι, ὅσοι ἐπιπόλαια συνηγοροῦν ὑπέρ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, ἐπικαλοῦνται τήν ἔννοια τῆς Οἰκονομίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀγνοώντας ὅτι ἡ Οἰκονομία προϋποθέτει τόν Λόγο καί ὄχι τόν παραλογισμό.

Ἡ Διοίκηση τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας -διότι ὁ εὐσεβής κλῆρος καί ὁ πιστός λαός ἔχουν σαφέστατα λάβει ἤδη ἀποστάσεις ἀπ’ αὐτή τήν μεθόδευση- ἐπικαλεῖται τήν Οἰκονομία, γιά νά ἀναγκάσει τούς 10.000 ἱερεῖς νά παραβοῦν Ἱερούς Κανόνες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας καί νά τελέσουν δύο Θεῖες Λειτουργίες ἐντός 24ώρου.

Κι ἄν μιά τέτοιου εἴδους Οἰκονομία θά εἶχε ἔννοια σέ περιπτώσεις ἔλλειψης ἱερέων ἔναντι πληθώρας ἱερῶν ναῶν (ὁ γράφων ἔχει πεῖρα τέτοιων περιπτώσεων σέ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στην Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, πού ὅμως δέν ἀφοροῦν στήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας), καί ἄρα οὐδόλως σχετίζεται μέ τήν συγκεκριμένη περίσταση, στήν προκειμένη περίπτωση πρόκειται μᾶλλον γιά τήν οἰκονομία πού συνδέεται μέ ἐνδεχόμενα ὀφέλη πού ἐπιδαψιλεύει ὁ συμψηφισμός τοῦ τανγκό πού χορεύει ἡ Ἐκκλησία ἀπό πέρυσι μέ τό Κράτος. 

Κι ἐνῶ οἱ ἀντιδράσεις στό μεῖζον αὐτό ἀτόπημα τῆς συνοδικῆς ἐγκυκλίου πληθαίνουν, δημοσιεύονται διαρκῶς κείμενα ὁρισμένων Ἀρχιερέων καί λοιπῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρατεύονται, αὐτοβούλως ἤ κατ ̓ ἐντολήν, γιά νά ἐπιπλήξουν τά ἔνστικτα τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας τῶν πιστῶν, πού, κατ ̓ αὐτούς, δέν ἔχουν δικαίωμα νά ἔχουν γνώση οὔτε ἄποψη, ἀλλά οὔτε καί δικαιοῦνται ἀσφαλῶς νά ὑποδεικνύουν τό λάθος.

Πρόκειται, ἐν προκειμένω, περί μιᾶς ἑδραιωμένης, γνωστῆς κατάστασης κι ἔκφρασης ἀκραίου κληρικαλισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται τό πολιτεύεσθαι τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὑπόθεση ὀλίγων ἡμετέρων πού συνιστοῦν τήν καρδιά τοῦ κλήρου, καί ὄχι ὡς τό κατ ̓ ἐξοχήν συνοδικό πολίτευμα τῆς κοινωνίας προσώπων, κλήρου καί λαοῦ ἀδιακρίτως. 

Αὐτός ὁ ἄρρωστος κληρικαλισμός ὠθεῖ μοιραῖα τήν Ἐκκλησία νά γίνει de facto συνεργός στήν ὑποκρισία τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία οὖσα καταφανῶς πολέμια, τουλάχιστον ἕναν χρόνο τώρα, τῶν ἱερῶν καί ὁσίων τῶν Ἑλλήνων καί τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀξιώνει καί ἐπιβάλλει ἀνισοπολιτεία καί ἀνισονομία εἰς βάρος τῶν πολιτῶν, ἐνῶ μόλις ἕνα εἰκοσιτετράωρο ἀργότερα, τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα, προβαίνει σέ ἄνοιγμα καταστημάτων καί ἐπιχειρήσεων ἑστίασης (ὅπου οἱ ἀποστάσεις μεταξύ τῶν θαμώνων δέν θά ξεπερνοῦν τό 1,5 μέτρο, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ὄφειλε νά ἀποδεχθεῖ τήν ρύθμιση γιά 10 μέτρα μεταξύ τῶν πιστῶν σέ αὔλειο χῶρο), καθώς καί διεύρυνση τοῦ ὡραρίου ἐλεύθερης κυκλοφορίας τῶν πολιτῶν.

Ὁποία ὑποκρισία, πού μάλιστα καταμαρτυρεῖ, σύν τοῖς ἄλλοις, ἕναν καινοφανῆ ἰδιόμορφο ἐλιτισμό, καθώς πλέον ἡ Ἐκκλησία καθίσταται προνόμιο μειοψηφικῶν ἐλίτ καί ὄχι συλλογικό κοινωνικό γεγονός, ὅπως ἐξ ὁρισμοῦ εἶναι καί ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἁγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν Κατηχητικό Λόγο του: «ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες!». 

Ἀς ἐλπίσουμε ὅτι ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἱεραρχία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν θά ἀντιληφθεῖ σύντομα τό σφάλμα της, θά πεῖ ἄμεσα mea culpa τίς ἑπόμενες ἡμέρες καί εἴτε θά ἐπαναφέρει τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως στήν 12η μ.μ., ὡς ἔχει, ἤ, ἐναλλακτικά, θά τήν μεταθέσει στίς πρῶτες πρωινές ὧρες τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα (π.χ. 5 π.μ.), πού καί ἐγγύτερα στήν ἀλήθεια τοῦ Γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως βρίσκεται ἀλλά καί ἔμπρακτη ἀπόδοση τῶν τοῦ Καίσαρος τῶ Καίσαρι καί τῶν τοῦ Θεοῦ τῶ Θεῶ εἶναι.

Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι ἡ Ἱεραρχία θά θυμηθεῖ ἔγκαιρα τό χρέος της νά ὀρθοτομεῖ καί ὄχι νά καινοτομεῖ τόν Λόγον τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀληθείας.

          Καλή Ἀνάσταση! 

Πηγὴ ἐδῶ.