Ἀπάντηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου σέ ὅσους σιωποῦν ἐνῶ βλέπουν τά αἴσχη πού γίνονται

 Ἄς μή προφασίζεται κανείς ὅτι ἕνα μόνο τάλαντο ἔχω καί δέν μπορῶ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορεῖς καί μέ ἕνα νά προκόψῃς. Δέν εἶσαι πτωχότερος ἀπό ἐκείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εἶσαι περισσότερον ἀκαλλιέργητος ἀπό τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην (Πράξ. 3, 6), οἱ ὁποῖοι καί ἄπειροι ἦσαν καί ἀγράμματοι, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδή ἔδειξαν προθυμία καί ἔκαναν τά πάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς οὐρανούς. Διότι τίποτε δέν ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόσο, ὅσο τό νά ζοῦμε καί νά κάνουμε ὅτι καλό μποροῦμε γιά τούς ἄλλους.

Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νοῦν καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἀλλά καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνον διά νά ὑμνοῦμε καί εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾽ εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.

Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐμακαρίσθη ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ἀποφύγῃ τήν σταύρωσιν, ἐπετιμήθη πολύ, διότι ἐφρόνει ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνωμε πολύ καί ἑκούσια;

λλοτε μν λοιπν λεγα τι γλσσα μας εναι χρι τ ποο ψαει τ πδια το Θεο. Τρα μως μ πολλν πτασιν λγω, τι γλσσα μας εναι γλσσα, πο μιμεται τν γλσσα το Χριστο, ταν ββαια πιδεικνύῃ τν πρπουσα προσοχ, ταν λμε σα κενος θλει. Ποα δ εναι ατ πο κενος θλει ν λμε; Εναι τ γεμτα πιεκεια κα πρατητα λγια. πως λοιπν μιλοσε κα κενος, λγοντας σ ατος πο Τν βριζαν: «γ δν χω δαιμνιον» (Ματθ. 11, 18), κα λλο: «Ἐάν μλησα κακς μολγησε τ κακ πο επα» (ω. 18, 23). Ἐάν τσι μιλς κα σ, ν μιλς ποβλποντας στν διρθωσι το πλησον, χεις γλσσα πο μοιζει μ τ γλσσα το Χριστο. Κα ατ τ λγει διος Θες, μ τ ν λει: «ατς πο βγζει ντιμο π νξιο, εναι σν στμα μου» (ερ. 15, 19).

ταν λοιπν γλσσα σου εναι πως γλσσα το Χριστο, κα τ στμα σου γν στμα το Πατρς, κα εσαι νας το γου Πνεματος, ττε μ ποι τιμ θ μποροσε ν συγκριθ ατ; Διτι οτε ἐάν τ στμα σου ταν φτιαγμνο π χρυσφι, οτε ν ταν π πολυτμους λθους, θ λαμπε τσο, πως λμπει τρα, πο φωτζεται π τν κσμο τς πιεικεας. Διτι τ εναι πι ποθητ π να στμα πο δν ξρει ν βρζει, λλ χει μθει ν ελογ κα ν καλομιλει; Ἐάν δ δν νχεσαι ν ελογς κενον πο σ καταρται, ττε σιπα, κα ατ κμε το στν ρχ.

πειτα βαδζοντας στν δ κα προσχοντας, θ φτσς κα σ κενο κα θ ποκτσς στμα ττοιο σν ατ πο ναφραμε προηγουμνως. Κα μ νομσς πς εναι τολμηρ ατ πο επα. Διτι Δεσπτης εναι φιλνθρωπος κα ατ θ σο δοθ σν δρο τς γαθτητς Του. Τολμηρ εναι ν χ στμα πο ν μοιζει στ διβολο, ν χ γλσσα μοια μ το πονηρο δαμονα, διατερα μλιστα κενος ποος συμμετχει σ τσο μεγλα μυστρια κα κοινωνε τν δια τν Σρκα το Δεσπτου.

χοντας λοιπν στ νο σου ατ, γνε πως ταιριζει σ κενον σο μπορες. ταν λοιπν γνς μοιος μ Ατν, δν θ μπορσ διβολος πλον ν σ δ κατ πρσωπον. Διτι διακρνει στ μορφ σου τν χαρακτρα τν βασιλικν. Γνωρζει τ πλα το Χριστο, μ τ ποα ττθηκε. Κα ποα εναι ατ; πιεκεια κα πρατης. Διτι, ταν κατ τος πειρασμος τν ξσχισεν στ ρος κα τν ξπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δν ταν γνωστ, τι ταν Χριστς, λλ τν διωξε μ τ λγια μνον. Τν νκησε μ τν πιεκεια, τν κατετρπωσε μ τν πρατητα. Ατ κνε κα σ. ταν δς νθρωπο ποος γινε διβολος κα σ πλησιζει, τσι νκησ τον κα σ. Σο δωσε Χριστς τν δναμη ν Το μοισς σο ξαρτται π σνα. Μ φοβηθς κοοντας τοτο. Φβος εναι ν μ γνς πως κενος.

Μλησε λοιπν πως κενος κα Το μοιασες σ ατ, στ νθρπινα ββαια μτρα. Γι ατ εναι ντερος κενος πο μιλει τσι, παρ κενος πο προφητεει. Διτι μν προφητεα λκληρος εναι χρισμα. ν δ, τ ν μιλς δηλαδ πως Χριστς, χρειζεται κα κπος δικς σου κα δρτας. Δδαξε τν ψυχν σου ν σο διαπλσσ τ στμα τσι, πο ν μοιζ μ τ στμα το Χριστο. Γιατ μπορε ἐάν θλη κα ατ ν κατορθσ. Γνωρζει τν τρπο, ν δν εναι ρθυμη. Κα πς διαπλσσεται ττοιο στμα; Μ ποι χρματα; Μ ποι λικ; Μ καννα λικ ββαια κα χρμα, παρ μνο μ ρετ κα πιεκεια κα ταπεινοφροσνη.

ς δομε πς διαπλσσεται κα τ στμα το διαβλου, γι ν μ φτιξουμε ποτ κτι ττοιο. Πς πλσσεται λοιπν; Μ κατρες, μ βρεις, μ βασκανες, μ πιορκες. Διτι ταν κποιος χρησιμοποι τ λγια το διαβλου παρνει κα τν γλσσαν του. Ποαν λοιπν συγχρηση θ χουμε, μλλον ποα τιμωρα δν θ ποστομε, ταν πιτρπουμε στ γλσσα, μ τν ποα ξιωθκαμε ν γευθομε τς Σαρκς το Δεσπτου Χριστο, ν χρησιμοποι λγια το διαβλου;

ς μ τς πιτρψουμε λοιπν, λλ ς καταβλουμε κθε προσπθεια ν τν κπαιδεσουμε ν μιμται τν Δεσπτην της. Διτι ν τν διδξωμε ατ, μ πολλ παρρησα θ μς τοποθετσ στ Βμα το Χριστο. Ἐάν κανες δν γνωρζ ν μιλάῃ τσι, οτε Κριτς θ τν κοσ. Γιατ πως, ταν συμβ ν εναι Ρωμαος δικαστς, δν θ καταλβ τ λει κενος πο πολογεται κα δν γνωρζει ν μιλει Ρωμαϊκ, τσι κα Χριστς. ν δν μιλς μ τ δικ Του τρπο, δν θ σ κοσ, οτε θ σ προσξ. ς μθουμε λοιπν ν μιλμε τσι, πως συνθισε ν κούῃ Βασιλις δικς μας. ς προσπαθσουμε ν μιμομεθα τν γλσσαν κενη.

Κα ν βρεθς σ πνθος, πρσεχε ν μ σο διαστρεβλσ τ στμα μεγλη λπη, λλ ν μιλσς πως Χριστς. Διτι πνθησε κα Ατς τν Λζαρον (ω. 11, 33-35) κα τν οδα. ν βρεθς σ φβο, φρντισε πλιν ν μιλσς πως κενος. Διτι βρθηκε κα Ατς σ φβο γι σνα «κατ οκονομαν». Επ κα σ: «ς μ γν μως τ θλημ μου λλ τ δικ σου» (Λουκ 22, 42). Κα ταν κλας, δκρυσε ρεμα πως κενος. Κα ταν βρεθς σ σκευωρες κα λπη, κα ατ ντιμετπισ τα πως Χριστς. Διτι κα μηχανορραφες ντιμετπισε κα λυπθηκε, λλ επε: « ψυχ μου εναι λυπημνη μχρι θαντου» (Ματθ. 26, 38). Κα σο χρισε λα τ ποδεγματα, δι ν τηρς ατ «ς μτρον» κα ν μ καταστρατηγς τος καννες, πο σο χουν δοθ.

τσι θ μπορσς ν χς στμα, μοιο μ τ στμα κενου. τσι, ν θ βαδζς πνω στ γ, θ πιδεικνύῃς σ μς γλσσα μοια μ τν γλσσαν κενου πο βρσκεται στν οραν, διατηρντας τ μτρο στ λπη , στν ργ, στ πνθος, στν γωνα. Πσοι π σς εναι κενοι πο πιθυμον ν δον τν μορφν Του; Ν λοιπν, τι εναι δυνατν χι μνον ν Τν δομε, λλ κα ν γνουμε μοιοι μ Ατν, ν προσπαθσουμε.

ς μν ναβλλουμε λοιπν. Διτι δν γαπ τσον τ στμα τν προφητν, σον κενο τν πιεικν κα πρων νθρπων. «Πολλο», λγει, «θ μο πον: Δν προφητεσαμε στ νομ Σου; Κα γ θ τος επ: Δν σς γνωρζω» (Ματθ. 7, 22). Τ δ στμα το Μωυσως, πειδ ταν πολ πιεικς κα προς (διτι « Μωυσς», λγει, «ταν νθρωπος προς περισστερο π λους τος νθρπους τς γς» ριθμ. 12, 3), τσο πολ τ γαποσε, στε ν πε: «μιλοσε π πολ κοντ, στμα μ στμα, πως μιλει νας φλος μ τν φλο του» (ξ. 33, 11 κα ριθμ. 12, 8). Δν θ δνεις ντολς στος δαμονες τρα, λλ θ διατσσς ττε κε τ πρ τς γεννης, ἐάν ββαια χς τ στμα σου μοιο μ τ στμα το Χριστο.

Θ διατσσς τν βυσσο το πυρς κα θ λγς: «Σιπα φιμσου» (Μρκ. 4, 39), κα μ πολλν παρρησα θ νβς στος ορανος κα θ πολασς τ βασιλεα, τν ποα εθε ν πιτχουμε λοι μες, μ τν Χρη κα φιλανθρωπα το Κυρου μας ησο Χριστο, στν ποον νκει, μαζ μ τν Πατρα κα τ γιον Πνεμα, δξα, δναμη, τιμ, τρα κα πντοτε κα στος αἰῶνας τν αἰώνων. μν.

 

(πσπασμα π τν μιλα ΟΗ΄. Πηγὴ ἐδῶ).