Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά
πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νοῦν καί τήν φρόνησιν, διά νά τά
χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἀλλά καί γιά τήν
ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνον διά νά ὑμνοῦμε καί
εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾽ εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.
Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐμακαρίσθη ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ἀποφύγῃ τήν σταύρωσιν, ἐπετιμήθη πολύ, διότι ἐφρόνει ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνωμε πολύ καί ἑκούσια;
Ἄλλοτε μέν
λοιπόν ἔλεγα
ὅτι ἡ
γλῶσσα μας εἶναι χέρι
τό ὁποῖο ψαύει
τά πόδια
τοῦ Θεοῦ.
Τώρα ὅμως
μέ πολλήν
ἐπίτασιν
λέγω, ὅτι
ἡ γλῶσσα
μας εἶναι γλῶσσα, πού
μιμεῖται τήν
γλῶσσα τοῦ
Χριστοῦ, ὅταν
βέβαια ἐπιδεικνύῃ τήν
πρέπουσα προσοχή, ὅταν
λέμε ὅσα
Ἐκεῖνος
θέλει. Ποία
δέ εἶναι
αὐτά
πού Ἐκεῖνος θέλει
νά λέμε;
Εἶναι τά γεμᾶτα ἐπιείκεια καί πραότητα λόγια. Ὅπως λοιπόν
μιλοῦσε καί Ἐκεῖνος,
λέγοντας σ᾽ αὐτούς πού
Τόν ὕβριζαν:
«Ἐγώ
δέν ἔχω
δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί ἀλλοῦ: «Ἐάν
μίλησα κακῶς ὁμολόγησε τό
κακό πού
εἶπα» (Ἰω.
18, 23). Ἐάν ἔτσι μιλᾶς καί σύ, ἄν μιλᾶς ἀποβλέποντας στήν διόρθωσι τοῦ πλησίον, ἔχεις γλῶσσα πού μοιάζει μέ τή γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτά τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μέ τό νά λέει: «αὐτός πού βγάζει ἔντιμο ἀπό ἀνάξιο, εἶναι σάν στόμα μου» (Ἰερ. 15, 19).
Ὅταν λοιπόν ἡ γλῶσσα σου εἶναι ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, καί τό στόμα σου γίνῃ στόμα τοῦ Πατρός, καί εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροῦσε νά συγκριθῇ αὐτή; Διότι οὔτε
ἐάν τό
στόμα σου ἦταν
φτιαγμένο ἀπό χρυσάφι,
οὔτε ἄν
ἦταν ἀπό πολυτίμους
λίθους, θά ἔλαμπε τόσο,
ὅπως λάμπει
τώρα, πού
φωτίζεται ἀπό τόν
κόσμο τῆς
ἐπιεικείας.
Διότι τί
εἶναι πιό
ποθητό ἀπό ἕνα
στόμα πού
δέν ξέρει
νά βρίζει,
ἀλλά ἔχει μάθει
νά εὐλογῇ καί
νά καλομιλάει; Ἐάν
δέ δέν
ἀνέχεσαι
νά εὐλογῇς ἐκεῖνον πού
σέ καταρᾶται,
τότε σιώπα,
καί αὐτό κάμε
το στήν ἀρχή.
Ἔπειτα βαδίζοντας στήν
ὁδό
καί προσέχοντας, θά φτάσῃς καί
σ᾽ ἐκεῖνο καί
θά ἀποκτήσῃς
στόμα τέτοιο
σάν αὐτό πού ἀναφέραμε
προηγουμένως. Καί
μή νομίσῃς πώς
εἶναι τολμηρό αὐτό πού
εἶπα. Διότι
ὁ Δεσπότης
εἶναι φιλάνθρωπος
καί αὐτό θά
σοῦ δοθῇ
σάν δῶρο
τῆς ἀγαθότητάς
Του. Τολμηρό εἶναι
νά ἔχῃ στόμα πού νά
μοιάζει στό
διάβολο, νά ἔχῃ
γλῶσσα ὅμοια
μέ τοῦ
πονηροῦ δαίμονα,
ἰδιαίτερα
μάλιστα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
συμμετέχει σέ
τόσο μεγάλα
μυστήρια καί
κοινωνεῖ τήν
Ἴδια τήν
Σάρκα τοῦ
Δεσπότου.
Ἔχοντας λοιπόν στό
νοῦ σου αὐτά, γίνε
ὅπως ταιριάζει σέ Ἐκεῖνον
ὅσο μπορεῖς. Ὅταν
λοιπόν γίνῃς ὅμοιος
μέ Αὐτόν, δέν
θά μπορέσῃ ὁ
διάβολος πλέον νά
σέ ἰδῇ κατά
πρόσωπον. Διότι διακρίνει
στή μορφή
σου τόν χαρακτήρα τόν
βασιλικόν. Γνωρίζει
τά ὅπλα
τοῦ Χριστοῦ,
μέ τά ὁποῖα
ἡττήθηκε.
Καί ποία
εἶναι αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια καί ἡ πραότης. Διότι, ὅταν
κατά τούς
πειρασμούς τόν
ἐξέσχισεν
στό ὄρος
καί τόν
ἐξέπληξε
(Ματθ. 4, 1-11), δέν ἦταν
γνωστό, ὅτι
ἦταν ὁ
Χριστός, ἀλλά τόν
ἔδιωξε μέ
τά λόγια
μόνον. Τόν
νίκησε μέ
τήν ἐπιείκεια, τόν
κατετρόπωσε μέ
τήν πραότητα.
Αὐτό
κάνε καί
σύ. Ὅταν
δῇς ἄνθρωπο
ὁ ὁποῖος ἔγινε
διάβολος καί σέ
πλησιάζει, ἔτσι
νίκησέ
τον καί σύ.
Σοῦ ἔδωσε
ὁ Χριστός
τήν δύναμη
νά Τοῦ
μοιάσῃς
ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα.
Μή φοβηθῇς
ἀκούοντας
τοῦτο. Φόβος
εἶναι νά
μή γίνῃς ὅπως
ἐκεῖνος.
Μίλησε
λοιπόν ὅπως
Ἐκεῖνος
καί Τοῦ ἔμοιασες σ᾽ αὐτό, στά ἀνθρώπινα
βέβαια μέτρα.
Γι᾽ αὐτό εἶναι
ἀνώτερος
ἐκεῖνος
πού μιλάει
ἔτσι, παρά ἐκεῖνος πού
προφητεύει. Διότι
ἡ μέν
προφητεία ὁλόκληρος εἶναι
χάρισμα. Ἐνῷ ἐδῶ, τό
νά μιλᾶς
δηλαδή ὅπως
ὁ Χριστός,
χρειάζεται καί κόπος
δικός σου καί ἱδρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σοῦ διαπλάσσῃ τό στόμα ἔτσι, πού νά μοιάζῃ μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μπορεῖ ἐάν θέλη καί αὐτό νά κατορθώσῃ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ἄν δέν εἶναι ράθυμη. Καί πῶς
διαπλάσσεται τέτοιο στόμα;
Μέ ποιά
χρώματα; Μέ
ποιό ὑλικό; Μέ
κανένα ὑλικό βέβαια καί
χρῶμα, παρά
μόνο μέ ἀρετή
καί ἐπιείκεια καί
ταπεινοφροσύνη.
Ἄς δοῦμε
πῶς διαπλάσσεται
καί τό
στόμα τοῦ
διαβόλου, γιά
νά μή
φτιάξουμε ποτέ κάτι
τέτοιο. Πῶς
πλάσσεται λοιπόν; Μέ
κατάρες, μέ ὕβρεις, μέ
βασκανίες, μέ ἐπιορκίες.
Διότι ὅταν
κάποιος χρησιμοποιῇ τά
λόγια τοῦ
διαβόλου παίρνει
καί τήν
γλῶσσαν του. Ποίαν λοιπόν
συγχώρηση θά ἔχουμε, ἤ
μᾶλλον ποία
τιμωρία δέν
θά ὑποστοῦμε, ὅταν
ἐπιτρέπουμε
στή γλῶσσα,
μέ τήν
ὁποία
ἀξιωθήκαμε
νά γευθοῦμε
τῆς Σαρκός
τοῦ Δεσπότου
Χριστοῦ, νά
χρησιμοποιῇ λόγια
τοῦ
διαβόλου;
Ἄς μή
τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν,
ἀλλά ἄς καταβάλουμε
κάθε προσπάθεια νά
τήν ἐκπαιδεύσουμε νά
μιμῆται τόν
Δεσπότην της. Διότι ἄν
τήν διδάξωμε
αὐτό,
μέ πολλή
παρρησία θά
μᾶς τοποθετήσῃ
στό Βῆμα
τοῦ Χριστοῦ.
Ἐάν κανείς
δέν γνωρίζῃ νά
μιλάῃ ἔτσι,
οὔτε ὁ
Κριτής θά
τόν ἀκούσῃ.
Γιατί ὅπως,
ὅταν συμβῇ νά
εἶναι Ρωμαῖος ὁ
δικαστής, δέν
θά καταλάβῃ τί
λέει ἐκεῖνος πού ἀπολογεῖται
καί δέν
γνωρίζει νά
μιλάει Ρωμαϊκά, ἔτσι
καί ὁ
Χριστός. Ἄν
δέν μιλᾶς
μέ τό
δικό Του τρόπο,
δέν θά
σέ ἀκούσῃ,
οὔτε θά
σέ προσέξῃ. Ἄς μάθουμε λοιπόν νά μιλᾶμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νά ἀκούῃ ὁ Βασιλιάς ὁ δικός μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλῶσσαν Ἐκείνη.
Καί ἄν βρεθῇς
σέ πένθος,
πρόσεχε νά
μή σοῦ
διαστρεβλώσῃ
τό στόμα
ἡ μεγάλη
λύπη, ἀλλά νά
μιλήσῃς
ὅπως ὁ
Χριστός. Διότι
ἐπένθησε καί Αὐτός τόν
Λάζαρον (Ἰω.
11, 33-35) καί τόν
Ἰούδα.
Ἄν βρεθῇς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσῃς ὅπως Ἐκεῖνος. Διότι βρέθηκε καί Αὐτός σέ φόβο γιά σένα «κατ᾽ οἰκονομίαν». Εἰπέ καί σύ: «Ἄς μή γίνῃ ὅμως τό θέλημά μου ἀλλά τό δικό σου» (Λουκᾶ 22, 42). Καί ὅταν κλαῖς,
δάκρυσε ἤρεμα
ὅπως Ἐκεῖνος. Καί ὅταν βρεθῇς
σέ σκευωρίες
καί λύπη,
καί αὐτά ἀντιμετώπισέ
τα ὅπως ὁ
Χριστός. Διότι
καί μηχανορραφίες ἀντιμετώπισε καί
λυπήθηκε, ἀλλά εἶπε:
«Ἡ ψυχή
μου εἶναι λυπημένη μέχρι
θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σοῦ
χάρισε ὅλα
τά ὑποδείγματα, διά
νά τηρῇς
αὐτά
«ὡς μέτρον»
καί νά
μή καταστρατηγῇς τούς
κανόνες, πού
σοῦ ἔχουν
δοθῇ.
Ἔτσι θά
μπορέσῃς
νά ἔχῃς στόμα,
ὅμοιο μέ
τό στόμα
Ἐκείνου.
Ἔτσι, ἐνῷ θά
βαδίζῃς
ἐπάνω
στή γῆ,
θά ἐπιδεικνύῃς σέ
μᾶς γλῶσσα
ὅμοια μέ
τήν γλῶσσαν
Ἐκείνου
πού βρίσκεται
στόν οὐρανό, διατηρώντας
τό μέτρο
στή λύπη
, στήν ὀργή, στό
πένθος, στήν ἀγωνία. Πόσοι ἀπό σᾶς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ἰδοῦν τήν μορφήν Του; Νά λοιπόν, ὅτι εἶναι δυνατόν ὄχι μόνον νά Τόν δοῦμε, ἀλλά καί νά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἄν προσπαθήσουμε.
Ἄς μήν ἀναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν ἀγαπᾷ τόσον τό στόμα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐκεῖνο τῶν ἐπιεικῶν καί πράων ἀνθρώπων. «Πολλοί», λέγει,
«θά μοῦ
ποῦν: Δέν
προφητεύσαμε στό ὄνομά
Σου; Καί ἐγώ θά
τούς εἰπῶ: Δέν
σᾶς γνωρίζω»
(Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα τοῦ Μωυσέως, ἐπειδή ἦταν πολύ ἐπιεικής καί πρᾶος (διότι «ὁ Μωυσῆς», λέγει, «ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς» Ἀριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό ἀγαποῦσε, ὥστε νά πεῖ: «ὡμιλοῦσε ἀπό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, ὅπως μιλάει ἕνας φίλος μέ τόν φίλο του» (Ἐξ. 33, 11 καί Ἀριθμ. 12, 8). Δέν
θά δίνεις
ἐντολές
στούς δαίμονες
τώρα, ἀλλά θά
διατάσσῃς
τότε ἐκεῖ τό
πῦρ τῆς
γεέννης, ἐάν
βέβαια ἔχῃς τό
στόμα σου ὅμοιο
μέ τό
στόμα τοῦ
Χριστοῦ.
Θά
διατάσσῃς
τήν ἄβυσσο
τοῦ πυρός
καί θά
λέγῃς:
«Σιώπα φιμώσου»
(Μάρκ. 4, 39), καί μέ
πολλήν παρρησία θά ἀνέβῃς στούς
οὐρανούς
καί θά ἀπολαύσῃς τή
βασιλεία, τήν
ὁποία
εἴθε νά ἐπιτύχουμε
ὅλοι ἐμεῖς, μέ
τήν Χάρη
καί φιλανθρωπία τοῦ
Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ,
στόν Ὁποῖον ἀνήκει, μαζί
μέ τόν
Πατέρα καί
τό Ἅγιον
Πνεῦμα, ἡ
δόξα, ἡ
δύναμη, ἡ
τιμή, τώρα
καί πάντοτε
καί στούς
αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία ΟΗ΄. Πηγὴ ἐδῶ).