Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους ποὺ ὁ
ἀντιαιρετικὸς/ἀντιοικουμενιστικὸς ἀγῶνας δὲν φέρει καρπούς, ἀλλὰ ἀντιθέτως καὶ
ἡ αἵρεση προχωράει καὶ τὸ ἀντιαιρετικὸ μέτωπο εἶναι διασπασμένο, ἀσυνεπὲς καὶ
στάσιμο εἶναι ἡ διγλωσσία, ἡ ὁποία πιὰ ἔχει πάρει μέγεθος μάστιγος.
Ἀντίθετα μὲ τὴν θετικὴ κοινωνικὴ
ἀντίληψη, ἡ διγλωσσία, «γλῶσσα διττή» κατὰ τοὺς Πατέρες, ἀντιμετωπίζεται στὴν
Ἐκκλησία ὡς μεγάλη ἁμαρτία, πηγὴ τραγικῶν λαθῶν καὶ ὀλέθριων γιὰ τὴν ψυχὴ
ἐπιλογῶν, ἀναξιοπιστία, αὐτοαπάτη καὶ ἀπάτη, ἰδίως ἂν ὁ δίγλωσσος εἶναι
ποιμένας. Διότι αὐτὸς ἐξαπατᾶ καὶ παρασύρει καὶ τοὺς ἄλλους. Τὸ κυριότερον ὅμως
ἡ διγλωσσία ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τοὺς θεόπνευστους συγγραφεῖς ὡς ὑποκρισία καὶ
ψεῦδος καὶ ὡς ἐκ τούτου αἰτία καταδίκης.
Οἱ περισσότερες ἀναφορές περὶ διγλωσσίας βρίσκονται στὴ Σοφία Σειράχ. Ἐκεῖ ἡ διγλωσσία παρουσιάζεται μεταξὺ ἄλλων ὡς ἑξῆς:
Σοφ. Σειρ. 5, 9: «μὴ λίκμα ἐν παντὶ ἀνέμῳ καὶ μὴ
πορεύου ἐν πάσῃ ἀτραπῷ· οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ δίγλωσσος» δηλ. «Μὴ
λιχνίζης τὸ σιτάρι σου μὲ κάθε ἄνεμον καὶ μὴ βαδίζης εις κάθε δρόμον, ποὺ
παρουσιάζεται ἐμπρός σου. Ἔτσι πράττει ὁ διπρόσωπος καὶ ἀνθρωπάρεσκος
ἁμαρτωλός».
Ἐδῶ βλέπουμε τὸν ἱερὸ συγγραφέα νὰ
παρουσιάζει τὴν διγλωσσία ὡς διπροσωπία (ἂς θυμηθοῦμε τὸν θεὸ τῶν Ρωμαίων Ἰανό
μὲ τὰ δύο πρόσωπα) καὶ ξεκάθαρα ὡς ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία αὐτὴ ἔχει τὴν πηγή της
στὴν ἀνθρωπαρέσκεια, τὸ ὁποῖο σημαίνει, ὅτι ὁ δίγλωσσος δὲν θέλει νὰ ἀρέσει
στὸν Θεὸ ἀλλὰ στοὺς ἀνθρώπους, κυρίως γιὰ λόγους ἐξουσίας, δόξας καὶ χρημάτων.
Ὁ δίγλωσσος δὲν μιλάει μὲ παρρησία, ἀλλά, ἀφοῦ πάει ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ
συμφέρον του, εἶναι ἀσταθὴς καὶ ὑποκριτής καὶ φυσικὰ πολλὲς φορὲς αἱρετικός. Ὁ
Μ. Βασίλειος κατηγόρησε τὸν Εὐνόμιο ὅτι προτίμησε τὴν φήμη, τὴν δόξα καὶ τὴν
ἀνθρωπαρέσκεια, γι’ αὐτὸ κι ἔγραψε αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν τόλμησε νὰ γράψει
(PG 29, 500C).
Ὡς ἐκ τούτου καταδικάζονται ὅλα αὐτὰ ἀπὸ
τὸν Κύριο ὡς αἰτίες ἀπωλείας τῆς σωτηρίας (βλ. π.χ. Ματθ. 6,16, Ματθ. 23, 25,
Γαλ. 1, 10, Ἰω. 7: 13).
Σοφ. Σειρ. 6, 1: «Μὴ κληθῇς ψίθυρος καὶ τῇ γλώσσῃ
σου μὴ ἐνέδρευε· ἐπὶ γὰρ τῷ κλέπτῃ ἐστὶν αἰσχύνη καὶ κατάγνωσις πονηρὰ ἐπὶ
διγλώσσου» δηλ. «ἀντὶ φίλου μὴ γίνεσαι, μὲ τὴν
κακὴν συμπεριφοράν σου ἐχθρὸς πρὸς τὸν φίλον σου, διότι ἔτσι θὰ ἀποκτήσης κακὴν
φήμην, ἐντροπὴν καὶ ὄνειδος.
Πάλι ἀποδοκιμάζεται ὁ δίγλωσσος ὡς
ἁμαρτωλός, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε ὡς ἐχθρόν. Δὲν εἶναι λοιπόν, φίλος,
ὅποιος φαίνεται νὰ λέει τὰ σωστὰ καὶ τὴν ἄλλη στιγμὴ λέει τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτά,
οὔτε αὐτός, ποὺ ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει ἢ στηρίζει αὐτοὺς ποὺ φαινομενικὰ μὲ
τοὺς λόγους του καταδικάζει. Τέτοιοι ἄνθρωποι πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς
ἐχθροί διότι καταργοῦν τὴν εὐαγγελικὴ ἐντολή «ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ
οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν» (Ματθ. ε´ 37). Ἐμεῖς ὅμως ἀντὶ νὰ πράττουμε τὰ
παραπάνω ἀκοῦμε καὶ ἀκολουθοῦμε τοὺς κάθε εἴδους δίγλωσσους.
Ἡ πιὸ ὅμως τρομερὴ κατηγορία ἐναντίον
τῶν δίγλωσσων ἀνθρώπων, κυρίως τῶν ποιμένων, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔχουν τὴν εὐθύνη γιὰ
τὸ ποίμνιο, εἶναι ἡ ἀκόλουθη:
Σοφ. Σειρ. 28, 13: «Ψίθυρον καὶ δίγλωσσον καταράσασθε,
πολλοὺς γὰρ εἰρηνεύοντας ἀπώλεσαν» δηλ. «Καταρασθῆτε τὸν δόλιον
ψιθυριστὴν καὶ τὸν διπρόσωπον ἄνθρωπον, διότι κάτι τέτοιοι κατέστρεψαν πολλοὺς
εἰρηνικοὺς ἀνθρώπους».
Ὁ δίγλωσσος, χαρακτηρίζεται ἐδῶ περίπου
ὅπως ὁ σατανᾶς, ὡς δόλιος ψιθυριστής ποὺ διαταράσσει τὴν εἰρήνη καὶ καταστρέφει
τοὺς ἀνθρώπους, γι’ αὐτὸ εἶναι ἄξιος κατάρας. Αὐτὸ τὸ ἐπαληθεύει ἡ Καινὴ
Διαθήκη: «καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν
τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν»
(Πραξ. 20, 30).
Τὰ παραπάνω δὲν ἀναφέρονται μόνο στοὺς
αἱρετικούς. Ἂν ἀναλογιστοῦμε τὴν διχόνοια, τὸ παραταξιακὸ πνεῦμα καὶ τὴν
ἀνακολουθία ποὺ ὑπάρχει στὸν ἀντιοικουμενιστικὸ χῶρο, μὲ εὐθύνη κυρίως τῶν
ποιμένων καὶ τῶν δίγλωττων λόγων τους, ποὺ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἑδραίωση τῆς
αἵρεσης καὶ τὴν ἀπώλεια ψυχῶν, τότε καταλαβαίνουμε γιατὶ ὁ δίγλωσσος εἶναι κατὰ
τὴν Ἱ. Γραφὴ ἄξιος κατάρας.
Ἔτσι ἡ διγλωσσία ἀποδεικνύεται
ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη, γι᾿ αὐτό καί στήν ἐκκλησιαστική γραμματεία εὔλογα
χαρακτηρίζεται «παγίδα θανάτου». Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἅγ. Ἀπόστολοι στὶς
«Διδαχές» τους μᾶς συμβουλεύουν: «Οὐκ ἔσῃ διγνώμων οὐδὲ δίγλωσσος· παγὶς γὰρ θανάτου ἡ διγλωσσία» (Διδαχὲς 2, 4, ΒΕΠΕΣ 2, 2161–2.).
Διαβάζοντας αὐτὰ εἶναι νὰ ἀπορεῖ
πραγματικὰ κάποιος μὲ τὴν στάση πολλῶν ποιμένων, οἱ ὀποῖοι γνωρίζουν τὰ συγκεκριμένα
χωρία καὶ παρόλα αὐτὰ ἢ μιλοῦν γιὰ τὴν αἵρεση καὶ κοινωνοῦν μὲ αὐτή, ἢ μιλοῦν
γιὰ ἑνότητα καὶ δὲν κάνουν τίποτα γι’ αὐτήν, ἢ τὴν διασποῦν ἐνισχύοντας ἔτσι
τὴν αἵρεση, ἢ μᾶς συμβουλεύουν νὰ ἀποφεύγουμε τὶς αἱρέσεις ἐνῶ αὐτοὶ εἶναι
ἀγκαλιασμένοι μὲ αὐτές. Τί ἄλλο φανερώνουν ὅλα αὐτά, ἂν μή τι ἄλλο, ὅτι οἱ
δίγλωσσοι εἶναι ἐπικίνδυνοι καὶ καταδικαστέοι καὶ ὅτι πρέπει κι αὐτοὺς νὰ τοὺς
ἀποφεύγουμε; Δὲν μπορεῖς νὰ ἔχει δύο γλῶσσες ἄρα καὶ δύο γνῶμες, λέει ὁ Μ.
Ἀθανάσιος «Φυλάττεσθαι δὲ πάλιν μὴ εἶναι δίγλωσσον ἤ δίγνωμον» (PG 28, 1639 D).
Τὴν ἴδια συμβουλή μὲ τοὺς Αποστόλους
δίνει καὶ ἡ ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα ἢ ἡ φερομένη ὡς ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα, ἡ ὁποία
συνοψίζει ὅλα τὰ παραπάνω διδάσκοντάς μας νὰ μισήσουμε τὴν διγλωσσία καὶ ὡς ἐκ
τούτου καὶ τὴν ὑποκρισία, διότι αὐτὴ εἶναι παγίδα θανάτου: «μισήσεις πᾶν, ὃ οὐκ ἔστιν ἀρεστὸν τῷ θεῷ, μισήσεις πᾶσαν ὑπόκρισιν… οὐκ
ἔσῃ διγνώμων οὐδὲ γλωσσώδης, ὑποταγήσῃ κυρίοις ὡς τύπῳ θεοῦ ἐν αἰσχύνῃ καὶ
φόβῳ… οὐκ ἔσῃ πρόγλωσσος· παγὶς γὰρ τὸ στόμα θανάτου» (παρ. 19, PG 2, 777 C).
Τραγικὴ λοιπόν, καὶ ὀλέθρια γιὰ τὴν
Ἐκκλησία καὶ τὴν σωτηρία μας ἡ διγλωσσία. Ἐναπόκειται σ’ ἐμᾶς ἂν θὰ συνεχίσουμε
νὰ ἐπαναπαυόμαστε σ’ αὐτὴν ἢ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀσκοῦν, πλανῶντες καὶ
πλανόμενοι, συμβάλλοντας ἔτσι στὴν ἑδραίωση τῆς αἵρεσης, ὄντες παράλληλα
συνένοχοι στὸ ἔγκλημα κατὰ τῆς Πίστεως καὶ τῶν ἀνθρώπων.