Δίλεκτη ευχή στο στόχαστρο δίλεπτου κηρύγματος
Το κείμενο που ακολουθεί αφιερώνεται στην Παναγία Φανερωμένη Βαθυρρύακος (Κομοτηνής) και στην ομώνυμη Ιερά Μονή1
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, σε κήρυγμα που έβγαλε κατά των ανεμβολίαστων στις 29.10.2021, είχε πει τα ακόλουθα:
«Σήμερα βλέπουμε συνεχώς να κυριαρχούν οι ναζιστικές νοοτροπίες. Οι ναζιστικές θεωρίες συνδέονται με τον αντιεμβολιασμό. Και συνδέονται γιατί απλούστατα η θεωρία του Νίτσε και του Χίτλερ είναι να εξαφανιστούν όλα τα αδύνατα στοιχεία μέσα στην κοινωνία και να υπάρξουν υγιείς άνθρωποι, η λεγόμενη Αρία Φυλή. Οπότε δεν χρειάζονται εμβόλια, να έρχονται οι αρρώστιες και να εξαφανίζονται οι άνθρωποι για να παραμείνουν οι υγιείς τελικά. Αυτό μια ελεύθερη Πολιτεία, μια ελεύθερη κυβέρνηση και μια δημοκρατία δεν το επιτρέπει. Να είμαστε ελεύθεροι πολίτες απαλλαγμένοι από νοοτροπίες ναζιστικές και φασιστικές, Αμήν!».
Όπως έχει επισημανθεί και με άλλη ευκαιρία2, το κήρυγμα αυτό είναι προϊόν προπαγανδιστικού τρόπου σκέψης:
«Κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αντιστροφής, ο εν λόγω Μητροπολίτης αναποδογύρισε την πραγματικότητα και προσήψε στους ανεμβολίαστους χαρακτηριστικά που διέπουν εκείνους ακριβώς οι οποίοι υπηρετούν το ιατροφασιστικό καθεστώς της υγειονομικής δικτατορίας! Έτσι, η μομφή του υγειοναζισμού, η οποία ταιριάζει μόνο σε όσους προωθούν και υποστηρίζουν τον άμεσα ή έμμεσα υποχρεωτικό εμβολιασμό με πειραματικά και δυνάμει υγειοβλαπτικά-θανατηφόρα εμβόλια αντιγυρίζεται ως μομφή για τους λοιδορούμενους φύλακες του πολυτιμότερου δώρου του ανθρώπου: του αυτεξουσίου του».
Ο ίδιος Μητροπολίτης βρέθηκε ξανά πριν από λίγες ημέρες στο επίκεντρο της δημοσιότητας, όταν σε δίλεπτο κήρυγμά του (τα συστημικά ΜΜΕ έσπευσαν να το παρουσιάσουν στις πρώτες ειδήσεις!) αντί να καυτηριάσει κάποιο φλέγον ζήτημα, όπως το οικουμενικών διαστάσεων εκκλησιαστικό ατόπημα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου, ο οποίος τον Ιούλιο, στον ιερό ναό της Παναγίας Φανερωμένης στην Βουλιαγμένη, τέλεσε την βάπτιση παιδιών ομόφυλου ζεύγους ομογενών μέσα σε Ορθόδοξο Ιερό Ναό, στηλίτευσε την γλωσσική μόδα που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια να ευχόμαστε «Καλή Παναγιά» αντί για «Καλό Δεκαπενταύγουστο». Πόσο επίκαιρη η ρήση του ευαγγελίου3:
ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες!
Κατά την άποψη που διετύπωσε ο εν λόγω Μητροπολίτης, όπως δεν είναι δόκιμη η ευχή «Καλό Χριστό», έτσι δεν είναι δόκιμη και η ευχή «Καλή Παναγιά». Κι όπως λέμε «Καλά Χριστούγεννα», αντιστοίχως θα έπρεπε να λέμε «Καλό Δεκαπενταύγουστο». Το ειδικότερο επιχείρημα που επικαλέσθηκε για να τεκμηριώσει την απόρριψη της ευχής «Καλή Παναγιά» είναι ότι ο επιθετικός προσδιορισμός «καλός-ή-ό» συνοδεύει γεγονότα και όχι πρόσωπα.
«Λέμε ποτέ καλό Χριστό; Kαλό Άγιο; Άλλο τα πρόσωπα άλλο τα γεγονότα. Το γεγονός εδώ δεν είναι η Παναγία μας, αλλά η κοίμησή της».
Πέρα, όμως, από το ότι η λέξη «Χριστούγεννα» δηλώνει ρητώς το γεγονός, δηλ. την γέννηση του Χριστού, ενώ η λέξη «Δεκαπενταύγουστος» αποτελεί ημερομηνία και, επομένως, δηλώνει υπορρήτως το γεγονός της Κοιμήσεως της Παναγίας, χωρίς να εμπεριέχει καν το όνομά της (κατά τούτο οι δύο ευχές δεν είναι απολύτως συγκρίσιμες), ο ενοχλημένος από την ευχή «Καλή Παναγιά» Μητροπολίτης παραθεώρησε μια σημαντική πτυχή του γλωσσικού ζητήματος, το οποίο, με αποκλειστικά δική του υπαιτιότητα, δίχασε τους πιστούς, οι οποίοι, κατά την προσφιλή τακτική του διαβόλου («διαίρει και βασίλευε»), χωρίσθηκαν σε δύο στρατόπεδα, σε εκείνο των υπερμάχων της εν αιθρία στοχοποιηθείσας ευχής και στο αντίπαλό του, αποτελούμενο από τους αρνητές αυτής της ευχής.
Φρονώ πως το στρατόπεδο των υπερμάχων έχει το δίκιο με το μέρος του για τους εξής λόγους:
Η γλώσσα ως ζωντανός οργανισμός, ιδίως όταν χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, καθορίζεται όχι μόνο από την ανάγκη της σαφήνειας-ακρίβειας αλλά και από την ανάγκη της οικονομίας. Μάλιστα, η γλωσσική οικονομία διέπει κατ’ εξοχήν τις ευχές που ανταλλάσσει ο λαός, οι οποίες για να ανταποκρίνονται στον λειτουργικό προορισμό τους, πρέπει να είναι εξαιρετικά σύντομες.
Ένας καλόκαρδος λαός, όπως ο ελληνικός, ο οποίος φημίζεται για την ιδιαίτερη ροπή του στα ευχολόγια, είναι αναμενόμενο να θέλει να διατυπώνει την εκάστοτε ευχή του στα γρήγορα, επιλέγοντας μια όσο το δυνατόν πιο αφαιρετική ακουστική εικόνα4, ώστε ακολούθως να υλοποιεί το κύριο επικοινωνιακό ενέργημά του. Υπό αυτό το πρίσμα, μετά την ημέρα των Χριστουγέννων είθισται, όταν μπαίνουμε σε καταστήματα και απευθυνόμαστε σε κάποιον υπάλληλο, να του λέμε «Χρόνια Πολλά» και όχι «Σας εύχομαι να ζήσετε πολλά χρόνια».
Αντιστοίχως, όποιος λέει «Καλή Παναγιά», στην πραγματικότητα εύχεται:
«καλώς να φθάσουμε στην ημέρα που θα κοιμηθεί η Παναγιά και καλώς να την εορτάσουμε».
Επομένως:
για λόγους γλωσσικής οικονομίας, η δίλεκτη ευχή υποκαθιστά τον ευχετήριο σιδηρόδρομο!
Ως εκ τούτου, η άποψη του ως άνω Μητροπολίτου ότι η ευχή «Καλή Παναγιά» «δεν στέκει ούτε λεκτικά ούτε θεολογικά ούτε λογικά» ελέγχεται ως μη πειστική, καθότι αντιβαίνει στον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα λειτουργεί από την φύση της ως επικοινωνιακό εργαλείο. Η γλώσσα είναι προορισμένη να εξυπηρετεί την ανάγκη της ανθρώπινης επικοινωνίας και γι’ αυτό δεν πειθαρχεί εύκολα σε «αστυνομικούς» κανόνες (προσοχή: σε μια εποχή υγειονομικής δικτατορίας, όπου η αυστηρή πειθαρχία στα δρακόντεια μέτρα έχει αναχθεί σε πρώτιστο μέλημα του ιατροφασιστικού καθεστώτος, το να επιχειρείται από έναν Μητροπολίτη και η γλωσσική χειραγώγηση των πολιτών ενάντια στον καθιερωμένο τρόπο επικοινωνίας τους είναι οπωσδήποτε ένα ανησυχητικό φαινόμενο).
Ο Ελβετός γλωσσολόγος Φερδινάνδος ντε Σωσσύρ (1857-1913), στο βιβλίο του «Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας»5 γράφει τα εξής:
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον επικριτή μιας γλωσσικά καθιερωμένης ευχής (η καθιέρωση είναι μια χρονοβόρος διαδικασία και, κατά τούτο, αλάνθαστη – άραγε, ποιος θα τολμούσε να αποκαθηλώσει ως ταυτολογική την παγιωμένη ευχή «καλή επιτυχία», προβάλλοντας την ένσταση ότι η επιτυχία μόνο καλή μπορεί να είναι και άρα πρέπει να αντικατασταθεί από την ευχή «καλή τύχη»;), ο οποίος στην θέση της αντιπροτείνει μια μακροσκελή ευχή, που μπορεί μεν να ακριβολογεί, πλην όμως είναι παντελώς αντιοικονομική και γι’ αυτό ουτοπική:
«Να έχετε καλή εορτή της κοιμήσεως της Παναγίας μας!».
Κι ενώ «Καλό Δεκαπενταύγουστο» λέγαμε κατά κόρον παλαιότερα, εξακολουθούμε δε να λέμε μέχρι σήμερα, αλλά όχι κατ’ αποκλειστικότητα (όπως παρατηρεί ο Σωσσύρ: «ο χρόνος αλλοιώνει όλα τα πράγματα· δεν υπάρχει κανείς λόγος να ξεφύγει από το γενικό αυτό νόμο η γλώσσα»7), η μακροσκελής αυτή ευχή του Μητροπολίτη Ναυπάκτου ουδέποτε υπήρξε λαοφιλής.
Πέραν των ανωτέρω, σε μια εποχή όπου κατακλυζόμαστε από αντίχριστες ή άθεες μόδες με δόλια παρασιώπηση, αλλοίωση ή χλευασμό του ονόματος ή των ιδιοτήτων της Υπεραγίας Θεοτόκου (αρκεί να θυμηθούμε την χριστουγεννιάτικη περιπαικτική ανάρτηση του κ. Μόσιαλου για την άσπορον σύλληψη8), η μόδα μιας δίλεκτης ευχής που αναδεικνύει το πρόσωπο της Παναγίας και δεν το κρατά κρυμμένο ως υπονοούμενο μιας ενδεχομένως ειδωλολατρικών καταβολών αριθμητικής αναφοράς («Καλό Δεκαπενταύγουστο!» – σημειωτέον, από την εκκλησία μας ως Δεκαπενταύγουστος ορίζεται η χρονική περίοδος από 1η έως 15η Αυγούστου με κορύφωση τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου) θα έπρεπε να επικροτείται και όχι να επικρίνεται.
Προφανώς, η ανέμπνευστη ανάρτηση του Υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυρ. Πιερρακάκη με την πληκτική και προπάντων χριστιανικά άχρωμη, άοσμη και άγευστη ευχή «Καλό Δεκαπενταύγουστο. Ευχές για υγεία και ευτυχία!», η οποία συνοδεύθηκε από μια καρικατούρα καμπαναριού χωρίς Σταυρό, ήταν, κατά την γλωσσική και θεολογική θεώρηση του Μητροπολίτη, άμεμπτη!
Όταν, όμως, Υπουργοί και Μητροπολίτες μιλούν την ίδια γλώσσα, τότε αυτή θα πρέπει να ελέγχεται μέσα από τα γυαλιά του ανάποδου κόσμου:
Εκείνο που από το κοινό τους μέτωπο θεωρείται ορθόδοξο, στην πραγματικότητα είναι ανορθόδοξο!
Επομένως, η μόνη ευχή που ταιριάζει σε αυτήν την περίσταση είναι η εξής:
«Καλή Παναγιά, διχαστικοί Μητροπολίτες άντε γεια!».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Επειδή ζούμε στην εποχή της παντοκρατορίας των ειδικών, όποιος Μητροπολίτης θελήσει να νουθετήσει ξανά την ομιλούσα μάζα, αντιποιούμενος την ιδιότητα του γλωσσολόγου, ας διαβάσει προηγουμένως κάποιες σελίδες από τα προμνημνευθέντα «Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας» του Φερδινάνδου ντε Σωσσύρ, όπου αναφέρεται ότι:9
«Μια γλώσσα είναι εντελώς αδύναμη να υπερασπίσει τον εαυτό της ενάντια στους παράγοντες που μετατοπίζουν από στιγμή σε στιγμή τη σχέση του σημαινομένου και του σημαίνοντος. Είναι μια από τις συνέπειες του αυθαιρέτου του σημείου. […] Η μόδα που σταθεροποιεί το κοστούμι μας δεν είναι εξ ολοκλήρου αυθαίρετος: δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε, πέρα από ένα ορισμένο μέτρο, από τους όρους που υπαγορεύει το κοινωνικό σώμα. Η γλώσσα, αντίθετα, δεν περιορίζεται καθόλου στην εκλογή των μέσων της, γιατί δεν βλέπει κανείς τι θα εμπόδιζε να συνδέσει μια οποιαδήποτε ιδέα με μια οποιαδήποτε σειρά ήχων. […] δεν υπάρχει παράδειγμα γλώσσας που αντιστέκεται στην εξέλιξη».
Ο Σωσσύρ κλείνει με μια καθοριστικής σημασίας σκέψη για την εδώ αναλυθείσα προβληματική10:
«Εάν παίρναμε τη γλώσσα μέσα στο χρόνο, χωρίς την ομιλούσα μάζα –υποθέτουμε ένα άτομο μεμονωμένο που ζει επί πολλούς αιώνες– δεν θα παρατηρούσαμε ίσως καμία αλλοίωση· ο χρόνος δεν θα ενεργούσε πάνω της. Αντίστροφα, εάν εξετάζαμε την ομιλούσα μάζα χωρίς το χρόνο, δεν θα βλέπαμε το αποτέλεσμα των κοινωνικών δυνάμεων που επενεργούν πάνω στη γλώσσα τους».
Βαθιώτης, Εκκλησιαστική Τρομοκρατία, εις: Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 400 επ., 402.
Ματθ., ΚΓ΄, 24.
Στην γλωσσολογία, η ακουστική εικόνα είναι το σημαίνον, ενώ η ιδέα είναι το σημαινόμενο (βλ. Saussure, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, μτφ.: Φ. Δ. Αποστολόπουλος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1979, σελ. 101).
Saussure, ό.π. (υποσ. 4), σελ. 111.
Ο Saussure (ό.π., σελ. 39) σημειώνει και το εξής:
«Η γλώσσα είναι μια σύμβαση και η φύση του σημείου που έχει συμφωνηθεί είναι αδιάφορη».
Ό.π. (υποσ. 4), σελ. 111.
Βλ. Δαπέργολα / Βαθιώτη / Δασκαλάκη, Κλιμακώνεται ο ορατός πόλεμος κατά του Χριστού από τα τσιράκια του Αντιχρίστου, εις: https://enromiosini.gr/arthrografia/klimakonetai-o-oratos-polemos/
Ό.π. (υποσ. 4), σελ. 110.