Άρθρο που συνολικά ταιριάζει και για τον χώρο της Εκκλησίας, όπου η αίρεση αναποδογυρίστηκε και έγινε "αγάπη", το δόγμα "ακρότητα", η διακονία "εξουσία", ο συμβιβασμός
"άχρι
καιρού",
η προσωπική αδυναμία
"Οικονομία και διάκριση", η γεροντολατρεία
"υπακοή"
κ.ο.κ.
Ο Θουκυδίδης και οι αναποδογυρισμένες λέξεις
Στην «Ιστορία» του Θουκυδίδη δεν είναι
μόνο ο «Περικλέους επιτάφιος» συγκλονιστικός. Αμέτρητες οι παράγραφοι του
κειμένου του που σε καθηλώνουν με την περιγραφική τους δεινότητα ή με την
οξυδέρκεια και την ευθύτητα των παρατηρήσεων του Αθηναίου ιστορικού. Κυρίως σ’
αυτές τις αφοπλιστικές σκέψεις οφείλει το σύγγραμμά του τη διαχρονική του
αίγλη, που έλκει και θα συνεχίσει να έλκει αναγνώστες, ειδικούς και μη, σε
όποια γλώσσα κι αν έχει μεταφραστεί. Οι ανά τον κόσμο πολιτικοί και
στρατιωτικοί που μελετούν Θουκυδίδη, πάντως, άλλα αναζητούν εκεί, για να
«παραδειγματιστούν»: ιστορικά επεισόδια ωμότητας, που πιστοποιούν πως η ισχύς ή
εκδηλώνεται αμοραλιστικά, εναντίον εχθρών αλλά και φίλων, ή δεν υπάρχει. Γεμάτη
Μηλίους η ιστορία.
Στις διασημότερες από τις στοχαστικές παρατηρήσεις που μας κληροδότησε ο ιστορικός – ανατόμος του συλλογικού νου και της ατομικής ψυχής συγκαταλέγονται όσες αφορούν το κατά το δοκούν (ή μάλλον κατά το συμφέρον) αναποδογύρισμα της σημασίας κρίσιμων λέξεων. Ο Θουκυδίδης ήθελε να καταστήσει ολοφάνερη την ηθική και πνευματική φθορά που επέφερε στο «Ελληνικόν», την Ελλάδα, η «στάσις», ο εμφύλιος πόλεμος, για να δείξει δηλαδή ότι καμία πόλη δεν θα νικούσε στ’ αλήθεια, ακόμη κι αν τα όπλα της θριάμβευαν, αφού όλες τους είχαν διαβρωθεί από τη δολιότητα και την ωμότητα. Υπογραμμίζει λοιπόν ότι οι αντιμαχόμενοι, οι δημοκρατικοί Αθηναίοι και οι ολιγαρχικοί Λακεδαιμόνιοι, μαζί και οι εταίροι τους, ακόμη «και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει».
«Και άλλαξαν την καθιερωμένη σημασία των
λέξεων ώστε να ταιριάζει με τις πράξεις τους», μεταφράζει ο Ν. Μ.
Σκουτερόπουλος στην έκδοση της «Ιστορίας» που επιμελήθηκε (Πόλις, 2011), ο
οποίος υποσημειώνει ότι «η “μεταξίωση των αξιών” στο δημοκρατικό πολίτευμα της
πλατωνικής παθολογίας των ημαρτημένων πολιτευμάτων (“Πολιτεία”, 560e κ.ε.) ασφαλώς ριζώνει σε αυτό το χωρίο της
θουκυδίδειας πολιτικής παθολογίας». Η μετάφραση της ίδιας πρότασης από τον
Ελευθέριο Βενιζέλο, στην παλιά έκδοση της Εστίας (επιμέλεια Στέφ. Ι. Στεφάνου –
Κωνστ. Δ. Στεργιόπουλος), διαφέρει, μάλλον λαθεμένα, στο δεύτερο μισό: «Και
κατήντησαν να μεταβάλουν αυθαιρέτως την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, διά
των οποίων δηλούνται τα πράγματα».
Ο Θουκυδίδης δεν μένει βέβαια στην
αποφθεγματική διατύπωση: την αποδεικνύει συντάσσοντας έναν παραστατικό κατάλογο
λέξεων που η σημασία τους αλλοιώθηκε αυθαίρετα ή ανατράπηκε, ώστε να
νομιμοποιηθούν πλεκτάνες, φατριασμοί, ίντριγκες κτλ. Στη μετάφραση του
Σκουτερόπουλου: «Ετσι, η ασυλλόγιστη τόλμη λογιζόταν γενναιότητα και αφοσίωση
στην παράταξη, η προνοητική αυτοσυγκράτηση εύσχημο πρόσχημα δειλίας, η
σωφροσύνη πρόφαση ανανδρίας και η σφαιρικότερη θεώρηση των πραγμάτων καθολική
ανικανότητα για δράση». Ο παραταξιακός φανατισμός, εν ολίγοις, συντρίβει τη
σύνεση και τη μετριοπάθεια. Οι λέξεις «φανατισμός» και «φανατικός» δεν υπήρχαν
τότε. Εισήχθησαν στην ελληνική γλώσσα μόλις το 1838 και το 1871, αντίστοιχα,
αντλημένες από τη γαλλική, όπου δήλωναν κατ’ αρχάς την «ιερή μανία» (fanum είναι το ιερό, ο ναός) που καταλάμβανε τους ιερείς
της Κυβέλης και της Ισιδας. Αν υπήρχαν, σίγουρα ο ιστορικός μας θα τις
χρησιμοποιούσε.
Ο κατάλογος των ετσιθελικά
ανασημασιοδοτημένων όρων συνεχίζεται: «Η παράφορα ασυγκράτητη ορμή θεωρήθηκε
ανδρική αρετή»... «και η προσεκτική εξέταση προκειμένου να σιγουρευτεί ένα
εγχείρημα εύσχημη πρόφαση υπεκφυγής. Κι όποιος κατέκρινε και κακολογούσε
λογιζόταν πάντοτε άξιος εμπιστοσύνης, ενώ εκείνος που του έφερνε αντιρρήσεις
γινόταν ύποπτος. Ενας ραδιούργος που κατάφερε να στήσει μία παγίδα λογιζόταν
έξυπνος, κι ακόμη φοβερότερος εκείνος που αντιλαμβανόταν την παγίδα, ενώ αυτόν
που προνόησε ώστε να μη χρειαστεί τίποτε από αυτά τον θεωρούσαν διαλυτικό
στοιχείο της παράταξης τρομοκρατημένο από τους αντιπάλους. Με δυο λόγια ο
έπαινος ήταν για όποιον πρόφθασε να κάνει το κακό πρώτος και για όποιον
πιεστικά παρακίνησε στο κακό κάποιον που δεν είχε διανοηθεί να το διαπράξει».
Αν είχε πρότυπο ο Τζορτζ Οργουελ όταν
έγραφε το περίφημο «1984» και απάρτιζε εκεί το «New Speak» του ολοκληρωτικού καθεστώτος, θα ήταν πιθανότατα το
χωρίο του Θουκυδίδη για την ανατροπή της «ειωθυίας αξιώσεως των ονομάτων». Η
οργουελική «Νέα Ομιλία» θεμελίωνε την προπαγάνδα της στην αντιστροφή της
συνηθισμένης έννοιας των λέξεων αλλά και στους ευφημισμούς και στη βίαιη
απαλοιφή «επικίνδυνων» και «αντικανονικών» όρων. Στόχος, η εξάλειψη του
«εγκλήματος της σκέψης».
Εκτός λογοτεχνίας, στην ιστορία, φαίνεται
ότι αρκεί η παγίδευση της σκέψης, η υπονόμευσή της από τις νοθευμένες ή
αναποδογυρισμένες λέξεις, όπως στα χρόνια του Θουκυδίδη. Αν το παραταξιακό
συμφέρον, δηλαδή η κατάκτηση της εξουσίας ή η διατήρησή της, επέβαλλε τη
συμμαχία με τους Πέρσες (ποια συμμαχία; Επιτηρητές του κατακερματισμένου
«Ελληνικού» είχαν γίνει οι ηττημένοι των μεγάλων πολέμων), τότε οι «υπεύθυνοι
προπαγάνδας» κάθε παράταξης ή πόλης, τρανοί δημαγωγοί, όφειλαν να παραστήσουν
τους «εθνικούς εχθρούς» (με σημερινή ορολογία) σαν προστάτες και φίλους, τους
δε όμαιμους και ομόγλωσσους σαν μέχρις αφανισμού πολεμίους.
Το ματωμένο τελευταίο τέταρτο του 5ου
αιώνα π.Χ., που άρχισε λαμπρά χρυσός και κατέληξε χάλκινος και σκουριασμένος,
σακάτεψε την Ελλάδα, όχι μόνο την ηττημένη Αθήνα. Ειδικά η Αθήνα πάντως, η έδρα
του στοχασμού, υποδουλώθηκε στη δεισιδαιμονία και στον ανορθολογισμό (εξ ου και
ο συρμός των ξενικών λατρειών, της Κυβέλης, του Σαβάζιου, των «θνησκόντων θεών»
Αδωνη και Αττη) και επιδόθηκε στη δίωξη «αιρετικών» φιλοσόφων και ποιητών: του
Αναξαγόρα, του «άθεου» Διαγόρα, του Πρωταγόρα, του Ευριπίδη, του Σωκράτη
βέβαια. Δικαίως γράφει ο Ερικ Ρόμπερτσον Ντοντς πως «η μεγάλη εποχή της
ελληνικής Διαφώτισης ήταν επίσης, όπως στα χρόνια μας, μια εποχή Διωγμών –
δίωξη των διανοουμένων, παρωπίδες στη σκέψη, και ακόμη (αν πρέπει να πιστέψουμε
την παράδοση σχετικά με τον Πρωταγόρα) κάψιμο των βιβλίων» (στο βιβλίο του «Οι
Ελληνες και το παράλογο», μετάφραση Γιώργης Γιατρομανωλάκης, εκδόσεις
Καρδαμίτσα, 1996).