Οἱ ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν Πίστη μεταπατερικὲς ταχυδακτυλουργίες τῶν π. Πέτρου Χίρς καὶ Ἰωάννη Δρογγίτη.


Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου

Οἱ διαπιστώσεις γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν χῶρο τῶν πνευματικῶν, τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι –κατ’ ἄνθρωπον– θλιβερὲς κι ἀπογοητευτικές. Οἱ Οἰκουμενιστὲς κυριαρχοῦν παντοῦ καὶ καταλύουν τὶς παρακαταθῆκες. Ὡς γνήσιοι αἱρετικοὶ εἶναι ὀλέθριοι. Χειρότεροι ὅμως καὶ ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές (διότι οἱ προσδοκίες μας ἦταν καὶ εἶναι μεγάλες) εἶναι οἱ ὀνομαζόμενοι «εὐσεβεῖς» τῶν ὁποίων τὰ κηρύγματα προκαλοῦν: Ἀντὶ γιὰ ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα, διάσπαση. Ἀντὶ γιὰ ὑπεράσπιση τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας, διαστρέβλωση πρὸς τὸ ἴδιον συμφέρον. Ἀντὶ γιὰ κρυστάλλινο λόγο ἄνευ παρερμηνειῶν, ταχυδακτυλουργίες εἰς βάρος τῆς Πίστεως (ὁ ὅρος εἰπώθηκε πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες καὶ ἔγινε σχετικὴ ἀναφορὰ ἐδῶ).

Ἐπειδὴ συμβαίνουν αὐτὰ ἀκριβῶς, ἀκολουθοῦντες τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ τὸ καθῆκον μας ὡς πιστοί, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ἀποκαλύπτουμε καὶ νὰ ἐλέγχουμε τὰ παραπάνω, πάντα στηριζόμενοι στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, καθόσον μάλιστα (ἐφ΄ ὅσον δὲν ἔχουμε οὔτε κατὰ διάνοιαν τὴν ἁγιότητά τους) θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴν συνείδησή μας ἀναπαυμένη στὴ σκέψη, ὅτι τουλάχιστον ὑπερασπίζουμε καὶ ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμά τους κι ὄχι ὁποιοδήποτε σύγχρονο μετα-πατερικὸ παράδειγμα μίας ψευδοπνευματικότητας χωρὶς πατερικὰ στηρίγματα κι ὁμολογία.

Γιὰ ὅλα αὐτά, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀσχοληθοῦμε γιὰ μία ἀκόμα φορὰ στὸ παρὸν ἄρθρο μὲ τοὺς ἐπίκαιρους ἐκφραστὲς αὐτῆς τῆς μεταπατερικῆς «πνευματικῆς» γραμμῆς, τὸν π. Πέτρο Χίρς καὶ τὸν π. Ἰωάννη Δρογγίτη. Ἕγινε καὶ σὲ προηγούμενα κείμενα –κείμενα μὲ ἁγιοπατερικὲς ἀποδείξεις καὶ ὄχι μὲ προσωπικὲς αὐθαίρετες τοποθετήσεις ἐν εἴδει αὐθεντίας– σαφές, ὅτι οἱ πατέρες αὐτοὶ προβάλλουν μία νεοορθόδοξη ἀκαδημαϊκὴ πνευματικότητα, ποὺ ἐκφράζεται μὲ μειλίχιο χαμηλότονο λόγο ποὺ μαγνητίζει τοὺς πιστούς, μὲ ἀγαπολογία, μὲ ρητορικὰ σοφίσματα μαιευτικῆς τεχνικῆς καὶ μὲ ἀνούσιες ἀναφορὲς καὶ καταδίκες, ἀφοῦ λείπουν οἱ ἀνάλογες πράξεις καὶ ἡ συνέπεια.

Ἂν κάνει κάποιος τὸν κόπο νὰ κοιτάξει τὶς περισσότερες ὁμιλίες τους, θὰ διαπιστώσει, ὅτι οἱ σύγχρονοι αὐτοὶ κατηχητὲς τοῦ διαδικτύου, μιλοῦν ὡσὰν νὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀλάνθαστο καὶ γι’ αὐτὸ καὶ δὲν σταματοῦν νὰ ἑρμηνεύουν κατὰ τὸ δοκοῦν ἀναφέροντας μόνο ὅ,τι κι ὅταν τοὺς συμφέρει. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν σημαίνει, ὅτι, ὅ,τι λένε, εἶναι λάθος. Ἀντιθέτως πολλὰ εἶναι σωστά καὶ γι’ αὐτὸ μαγεύουν τὸ ποίμνιο. Τὰ σοβαρὰ καὶ ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν ψυχή μας λάθη τους εἶναι κυρίως στὸν χῶρο τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ὀρθῆς ἁγιοπατερικῆς ἀντιμετώπισης τῆς αἱρέσεως καὶ ὅλων τῶν κακῶς κειμένων στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ καὶ προκαλοῦν τρομερὸ κακό, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἰδιότητας τοῦ κληρικοῦ, τείνουν ὡς αὐθεντία νὰ ἐπιβληθοῦν σὰν ἡ δῆθεν σωστὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ γραμμὴ σὲ πιστοὺς ποὺ ἔχουν ἀγαθὲς προθέσεις ἐνισχύοντας ἔτσι τὸν μολυσμὸ καὶ τὸν ὄλεθρο ποὺ προέρχεται κατὰ τοὺς Πατέρες ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση.

Ἀκούγοντας τὰ κηρύγματα τέτοιων νεωτεριστῶν κατηχητῶν σημερινοὶ χριστιανοί ἔχουν ἀλλοιωθεῖ σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴν πίστη, ὥστε ὄχι μόνο δὲν ἔχουν διάθεση νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατί μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι, γιατί οἱ Πατέρες πολέμησαν μέχρις αἵματος τὶς αἱρέσεις καὶ γιατί οἱ Ὁμολογητὲς μὲ παρρησία καὶ αὐθορμήτως προσήρχοντο καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἀναγκάσει γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Πίστη, γιατὶ ἀντιστάθηκαν ἐναντίον βασιλέων καὶ ἡγεμόνων (κοσμικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν) ὑπερασπιζόμενοι μὲ πάθος τὸν θησαυρὸ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως.

Τρανὴ ἀπόδειξη τῶν παραπάνω συμπερασμάτων ἡ παρακάτω διαδικτυακὴ συζήτηση τῶν ἐν λόγῳ ἱερέων μὲ θέμα «Περὶ τῆς ἐξουσίας στὴν Ἐκκλησία» (ἐδῶ). Ἐκεῖ, λοιπόν, οἱ δύο ἱερεῖς, ἀναλύουν ὠραῖα τὸ θέμα τῆς ἐξουσίας στὴν Ἐκκλησία, τὰ ὅρια της καὶ τὴν σημερινὴ ἀσυδοσία. Ὁμολογοῦν ὅτι γίνονται καινοτομίες καὶ καταργεῖται ἡ Ἱ. Παράδοση καὶ τονίζουν ὅτι χρειάζεται ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ ὁμολογία (οἱ ἀλήθειες). Ὅμως μὲ τρομερὰ πονηρὸ τρόπο ἀντὶ νὰ τονίσουν τὴν προδοσία καὶ τὸν ἁγιοπατερικὸ τρόπο ἀντιμετώπισής της, ὅταν ἔρχεται ἡ στιγμὴ ἀλλάζουν τὰ λόγια τους. Μιλοῦν ξαφνικὰ γι’ ἀγάπη, ὁμόνοια καὶ διάκριση. Εἶναι δὲ σημαντικὸ νὰ τονίσει κανείς, ὅτι σὲ ὁλόκληρη τὴν ὁμιλία δὲν ἀναφέρονται οὔτε μία φορὰ οἱ λέξεις αἵρεση ἢ σχίσμα. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι τουλάχιστον τῶν τελευταίων 80 χρόνων, Ἕλληνες καὶ μή, μίλησαν γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς Παναίρεση, ὡς αἵρεση τῶν ἐσχάτων, τόνισαν τὸν δαιμονικό του χαρακτῆρα, προειδοποίησαν ὅτι ἡ ἅλωση θὰ ἔρθει ἐκ τῶν ἔνδω, μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶπαν ὅτι θὰ ἐπέλθουν σχίσματα καὶ τρομερὴ ἀναστάτωση καὶ τόνισαν στοὺς πιστοὺς νὰ μὴν συναινέσουν, νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους.

Οἱ π. Πέτρος καὶ Ἰωάννης ὅμως σιωποῦν, λὲς καὶ ζοῦν σ’ ἄλλο κόσμο, δὲν ἀναφέρουν τίποτα, οὔτε γιὰ αἵρεση, οὔτε γιὰ τὸ ποιὲς εἶναι οἱ καινοτομίες, οὕτε τὰ ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν, οὔτε γιὰ τὶς προδοσίες τῆς Πίστεως, οὔτε γιὰ ἀναγνωρίσεις σχισματικῶν. Καὶ φυσικὰ δὲν ἀναφέρουν οἱ πατέρες ὅλα αὐτά, διότι γνωρίζουν, ὅτι τότε θὰ ἔπρεπε νὰ πάρουν θέση καὶ στάση. Γι’ αὐτὸ ἡ μόνη ἀναφορὰ ποὺ κάνουν εἶναι τὸ θέμα τῶν ἐμβολίων, μιᾶς κι αὐτὸ πουλάει καὶ χαρίζει ἀντὶ γιὰ ἀπόρριψη διασημότητα. Αὐτὰ εἶναι τὰ ψέματα, διότι ἡ ἀπόκρυψη καὶ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας εἶναι ψέμα χειρίστου εἴδους. Ὅμως οἱ πατέρες αὐτοὶ δὲν μένουν σὲ αὐτὰ τὰ ψέματα, ἀλλὰ προχωροῦν καὶ παρακάτω, δείχνοντας τοὺς σκοπούς τους:

Π. Πέτρος Χιρς: «Μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε γιὰ τὸν τρόπο ἀντιμετώπισης (τῶν προβλημάτων) ἀπὸ λαϊκούς,διότι ξεφεύγουν ἀρκετοί, δὲν ἔχουν τὴν ὡριμότητα πολλὲς φορὲς νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ πνευματικά…τὸ θέμα εἶναι πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται, ἀλλὰ μερικοὶ δὲν ξέρουν ἂν κἂν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται καὶ ἡ έξουσία λέει ὑπακοή» Ἔντεχνα ὁ π. Πέτρος κάνει τὸ παραπάνω ἐρώτημα καὶ μιλάει γιὰ ἔλλειψη ὡριμότητας ἀπὸ τὴν μεριὰ πολλῶν πιστῶν (λὲς καὶ τοὺς γνωρίζει ὅλους, ἐνῶ αὐτὸς κι ὁ κύκλος του, ὁ κύκλος τῶν ἡμερίδων, εἶναι ὥριμος) φέρνοντας τὴν συζήτηση στὸ προκανονισμένο σκοπό της (ὁ ἀναγνώστης θὰ καταλάβει) καὶ ζητώντας τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη (ἡ αὐθεντία).

Π. Ἰωάννης Δρογγίτης: «Ὅλο αὐτὸ ποὺ περιγράφεις εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ προοπτική. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει γιὰ ὑπακοὴ ἔτσι στὴν Ἐκκλησία. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποπέμψει πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς βασανισμό, ἀκόμα καὶ ἐκτρεπομένους (δὲν λέει αἱρετικούς), πρέπει νὰ ἔχεις πονέσει πολύ, πρέπει νὰ ἔχεις βεβαιωθεῖ ὅτι τὸ θέλει ὁ Θεὸς νὰ φύγουν αὐτοί… Οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ τρέχουν στὴν Ἐκκλησία. Ἔχουμε τὴν καταπληκτικὴ καὶ πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὴν ἐποχή μας διατύπωση τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Μαξίμοβιτς γι’ αὐτό. Κάθε πιστὸς θὰ ἔχει τὴν εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὴν ἔχει! Κι αὐτὸς Ἐκκλησία εἶναι… Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ θέση του στὴν παρεκτροπή. ἂν δὲν πονάει ὁ πατέρας ποὺ κάνει κάτι τέτοιο, ἂν τὸν βλέπει νὰ μὴν εἶναι στὴν θέση του θὰ πρέπει μετὰ διακρίσεως καὶ μετὰ συμβουλῆς ἀνθρώπων που ἔχουν μία διάκριση στὰ πράγματα ἢν ἔχουν κάτι παραπάνω νὰ καθοδηγηθοῦν σωστά».

Ἐδῶ διαπιστώνουμε τὴν μεταπατερικὴ καὶ αὐθαίρετη ἑρμηνεία τῶν καταστάσεων καὶ διδαχὴ ἀπὸ τοὺς π. Ἰωάννη καὶ π. Πέτρο. Ναί, πάτερ Ἰωάννη, οἱ πιστοί, ὅπως ὁμολογεῖς, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τὴν εὐθύνη. Καὶ ὅπως εἶπε πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς, τὸν ὁποῖο ἀνέφερες, ἀπλανεῖς ὁδηγοὶ τῶν πιστῶν εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὁποίους ὅμως ἐσύ δὲν ἀναφέρεις ὡς στήριγμα τῶν λόγων σου. Διότι ναί, οἱ Πατέρες πόνεσαν γιὰ τοὺς ἑκάστοτε αἱρετικούς. Ἔτσι πόνεσαν καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Δὲν διαβάσατε, ἐσὺ καὶ ὁ π. Πέτρος τόσα καὶ τόσα κείμενα διαμαρτυρίας καὶ προσπάθειας ἀφύπνισης ἀπὸ τόσους πιστοὺς πρὶν τὸ Κολυμπάρι; Δὲν διαβάσατε με πόσο σεβασμὸ καὶ ἀγάπη προσπάθησαν οἱ πιστοὶ νὰ ἀποτρέψουν τὴν προδοσία εἰς βάρος τῆς Πίστεως; Τὰ διαβάσατε, ἰδιως ὁ π. Πέτρος, ἀλλὰ ψεύδεσθε. Ναί, λοιπόν, πατέρες, οἱ Ἅγιοι πόνεσαν, ἀλλὰ ἔμειναν πιστοὶ στὸν ἁγιογραφικὸ λόγο: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν».(Ματθ. ζ΄ 15). Τοὺς ἐκτρεπομένους κατὰ κύριον λόγο κληρικούς, ὁ Κύριος τοὺς ὀνομάζει ψευδοπροφῆτες κι ὄχι ἀδελφούς καὶ μᾶς διδάσκει αὐτό, ποὺ ἐσεῖς ἀναιρεῖτε λέγοντας, ὅτι πρέπει νὰ πάρουμε συμβουλὴ γιὰ νὰ τὸ κάνουμε: «ξένον δεν θα ἀκολουθήσουν, ἀλλὰ θα φύγουν ἀπ᾿ αὐτόν» (Ιω. ι΄ 5). Ἄρα πατέρες, δὲν τὸ θέλει ὁ Θεός; Ποῦ λέγει ὁ Κύριος, ὅτι πρέπει νὰ πάρουμε συμβουλὴ γιὰ νὰ φύγουμε ἀπὸ ψευδοποιμένες (ἀπὸ κάθε ποιμένα ποὺ καταλύει τὴν όρθόδοξη διδασκαλία); Ἀντιθέτως μᾶς λέει «ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. ιε΄14). Ἄρα δὲν πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε τυφλὸν ποιμένα, διότι θὰ χαθοῦμε μ’ αὐτόν! Καὶ διὰ τοῦ Παύλου: «νὰ ἀπομακρύνεσθε ἀπὸ κάθε ἀδελφό ποὺ βαδίζει ἂτακτα καὶ ὂχι κατὰ τὴν παράδοση ποὺ παρέλαβαν ἀπὸ ἐμᾶς».(Β΄ Θεσ. γ΄ 6),«….καὶ μὴ τὸν συναναστρέφεστε….» (Β΄ Θεσ. γ΄ 14),«τὶς δὲ ἀσεβεῖς κενοφωνίες νὰ τὶς ἀποφεύγεις. Αὐτοὶ δὲ ποὺ ἐπιδίδονται σ’ αὐτὲς, θὰ προκόψουν περισσότερο στὴν ἀσέβεια καί ἡ διδασκαλία τους θὰ ἐξαπλωθεῖ σὰν τὴν γάγγραινα» (Β΄ Τιμ. β΄ 16-17).

Καὶ οἱ Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων: «Ἀκούσατε, οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀκούσατε, οἱ λαϊκοί, ὥς φησιν ὁ Θεός· «Λογικὰ γὰρ τὰ πρόβατα καὶ οἱ κριοὶ οὗτοι, ἀλλ' οὐκ ἄλογα, ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. ∆ιὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν ποιμένων» (Διαταγ. Ἀποστ. διά Κλημέντος 2,19).

Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε κρίση, πατέρες, νὰ διακρίνουμε, ποιὸς ὀρθοτομεῖ καὶ ποιὸς ὄχι (τὸ λέτε κι έσεῖς ἀλλὰ ταυτόχρονα τὸ ἀναιρεῖτε). Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, (πόσο μᾶλλον, ὅταν οἱ κληρικοί, ὅπως ἐσεῖς, συμβιβάζονται ἢ σιωποῦν) δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα.

Ἀλλὰ γιὰ ἐσᾶς, πάτερ Ἰωάννη καὶ π. Πέτρο, δὲν σᾶς φθάνει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁποστόλων Του ὡς συμβουλή. Δὲν εἶναι γιὰ ἐσᾶς ξεκάθαρος. Ἐκεῖ φθάσατε μὲ τὶς μεταπατερικὲς ταχυδακτυλουργίες σας. Λέτε ὅτι πρέπει νὰ ζητήσουμε ὑψηλὸ πνευματικὰ γέροντα, γιὰ νὰ ἀντιδράσουμε σωστά. Παρακαλῶ, ἀναφέρετε μας ἔστω κι ἕνα πατερικὸ χωρίο ποὺ νὰ μᾶς συμβουλεύει αὐτὸ ποὺ λέτε σὲ καιροὺς αἱρέσεως. Ἐκτὸς κι ἂν γιὰ ἐσᾶς ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση.

Ποῦ εἴδατε γραμμένο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅτι οἱ πιστοὶ λαϊκοί, ζήτησαν πρῶτα συμβουλὴ ἀπὸ κάποιον σὰν κι ἐσᾶς, γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, τοὺς Νεστοριανούς, τοὺς Πνευματομάχους, τοὺς Εἰκονομάχους, τοὺς φιλενωτικούς κλπ.;

Ὡς ἀπόδειξη τῶν λόγων μου ἀρκεῖ τὸ γνωστὸν καὶ σ’ ἐσᾶς (μόνο ποὺ ἐσεῖς τὸ ἀποσιωπεῖτε) παράδειγμα τοῦ Εὐσέβιου ἐπὶ Νεστορίου:

Ὁ Εὐσέβιος (ὄντας λαϊκός) εἶχε ἀντιδράσει ἀμέσως μόλις ἄκουσε τὸ αἱρετικὸ κήρυγμα τοῦ Νεστορίου, ἀντικρούοντας τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη ἐντός τοῦ ναοῦ (χωρὶς συμβουλή, φανταστεῖτε νὰ τὸ ἔκανε αὐτό σήμερα, τί θα λέγατε):

«Ἐπειδή αὐτός [ὁ Νεστόριος] στή μέση τῆς Ἐκκλησίας παρουσίαζε καινούργιες καί βέβηλες διδασκαλίες, κάποιος ἄνδρας ἀπό τούς πολύ ἐπιεικεῖς, καί ὄντας ἀκόμη μεταξύ τῶν λαϊκῶν, ἀλλά ἔχοντας συγκεντρώσει μέσα του θαυμαστή παιδεία, κινημένος ἀπό θερμό καί φιλόθεο ζῆλο, φωνάζοντας ἐντόνως εἶπεν, ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ προαιώνιος Λόγος ὑπέμεινε καί δεύτερη γέννηση, δηλαδή, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἀπό γυναῖκα· καί ἐνῷ στά πλήθη γινόταν θόρυβος γι΄ αὐτά καί οἱ μέν περισσότεροι καί συνετοί τόν ἐτιμοῦσαν μέ μεγάλους ἐπαίνους, ὡς εὐσεβῆ καί συνετώτατο καί γνώστην τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ἦταν λυσσασμένοι ἐναντίον του, αὐτός [ὁ Νεστόριος] διακόπτει καί ἀμέσως ἀποδέχεται ἐκείνους τούς ὁποίους καί κατέστρεψε μέ τή διδασκαλία του, στρέφει δέ τήν γλῶσσα του ἐναντίον ἐκείνου [τοῦ Εὐσεβίου] πού δέν ἀνέχθηκε τά λόγια του ἀλλά καί ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μᾶς θεσμοθέτησαν τόν εὐσεβῆ Ὅρο τῆς Πίστεως, τήν ὁποίαν ἔχομεν ὡς ἄγκυρα τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ καί βεβαία, καθώς ἔχει γραφῆ» Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατά τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν 1, 5, PG 76, 41ἑ. (μεταγλώττιση).

Ἀμέσως μετὰ ὁ Εὐσέβιος τοιχοκόλλησε στὴν θύρα τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας λίβελλο ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεστορίου. Τὸ λεξιλόγιο του σήμερα θὰ σκανδάλιζε πολλοὺς «εὐσεβεῖς», ἀφοῦ πρόκειται γιὰ λαϊκὸ ποὺ λέει τὰ ἀκόλουθα: «Ὁρκίζω στήν Ἁγίαν Τριάδα αὐτόν πού λαμβάνει αὐτό τό χαρτί, νά τό παρουσιάσῃ σέ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκούς πού κατοικοῦν τήν Κωνσταντινούπολι, κι ἀκόμη νά τούς δώσῃ καί ἀντίγραφο, πρός ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου, ὅτι εἶναι ὁμόφρων τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως πού ἀναθεματίσθηκε πρίν ἀπό ἑκατόν ἑξήκοντα ἔτη ἀπό τούς ὀρθοδόξους Πατέρες Ἐπισκόπους» (ACO Ι, 1, 1, 101 (μεταγλώττιση).

Ἄλλη μία ἀπόδειξη: Ὁ ἅγ. Γρηγόριος σὲ ἀντίθεση μ’ ἐσᾶς ἐπαινεῖ μὲ τὰ ὀμορφότερα λόγια τὴν στάση τοῦ ποιμνίου ἐνάντια στὴν αἵρεση καὶ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας:

«Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν, ὅτε μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν (σσ. ἐδῶ φαίνεται καὶ ἡ ἀποτείχιση τοῦ ποιμνίου δηλ. ἡ ἄρνησή του νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ προτίμησή του νὰ ὑποφέρει παρὰ νὰ προδώσει τὴν πίστη του)» (Λόγος μβ΄. Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν ρν ἐπισκόπων παρουσίαν, PG 36 σελ. 457–492).

Οἱ λαϊκοί, χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τὸν ἀριθμό τους (τὸ ποίμνιον ἦν μικρόν τε καὶ ἀτελές) εἶχαν ἀποτειχισθεῖ ἀπό τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Κων/πόλεως καί τὸ ὑπόλοιπο ἱερατεῖο, ἂν καὶ ἦταν «ἀσύντακτοι καί ἀνεπίσκοποι». Δὲν εἶχαν ὅπως φαίνεται, ναοὺς καὶ λειτουργικὴ ζωή, ἀντιθέτως διέφευγαν στὶς σπηλιές, στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη καὶ ὑφίσταντο διωγμοὺς καὶ καταπιέσεις προκειμένου νὰ μὴν ὑποκύψουν στὴν αἵρεση. Ἀπορίας ἄξιον ποὺ δὲν εἶχαν ἀκούσει κήρυγμα σὰν τὸ δικό σας γιὰ νὰ «πονέσουν τοὺς ἐκτρεπομένους».

Ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύουν καὶ τὸ ψεῦδος τῶν παρακάτω λόγων σας. Διότι ἐνῶ καλεῖτε ὅλους πρὸς ὁμολογία καὶ λέτε ὀρθά, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ ψέμα:

Π. Ἰωάννης Δρογγίτης: Τότε λέει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πρέπει νὰ φεύγουμε (ἐδῶ χαμηλώνει τὴν φωνή του δὲν εἶναι κατανοητό τί λέει). Τὸ φεύγω δὲν σημαίνει ἀποτείχιση μὲ τὴν ἔννοια (κι ἐδῶ χαμηλώνει τὴν φωνή του), τὸ φεύγω σημαίνει ἀποφεύγω, στὴν πραγματικότητα αὐτό σημαίνει, ἂν καὶ ὄντως ὑπάρχει πρόβλημα (καὶ τὸ λέει χαμογελώντας)».

Νὰ λοιπόν, ὁ πραγματικὸ σκοπὸς τῆς συζήτησης: Νὰ πείσουν τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ ἀποτειχιστοῦν. Ἡ διδασκαλία σας, π. Ἰωάννη καὶ π. Πέτρο ποὺ συμφωνεῖτε, δὲν ἀποτελεῖ τίποτα ἄλλο παρὰ τρομερὴ καινοτομία. Προβάλλετε τὸ τοῦ Χρυσοστόμου «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καί ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός ᾖ, καί μή πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών...» (ΕΠΕ 25, 370 · P.G. 63, 231) καὶ τὸ διαστρεβλώνετε.Καὶ πῶς τὸ ἐπιτυγχάνετε; Παραχαράσσοντας καὶ τὴν γλώσσαν καὶ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία.

Α) Γλώσσα. Στὸ ἔγκυρο λεξικὸ LIDDELL & SCOTT διαβάζουμε:

φεύγω, (√ΦΥΓ)·… I. 1. τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, φεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· με πρόθ., φεύγω ἀπό ή ἔκ τινος… με σύστ. αιτ., φεύγειν φυγήν, σε Ευρ. (ομοίως, φυγῇ φ., σε Πλάτ.)· φεύγω τὴν παρὰ θάλασσαν (ενν. ὁδόν), φεύγω ταχύτατα προς τη θάλασσα, σε Ηρόδ. 2. ο ενεστ. και ο παρατ. κυρίως δηλώνουν την προσπάθεια να φύγει κάποιος, απ' όπου η μτχ. Φεύγων.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη σημασία τοῦ φεύγω π. Ἰωάννη καὶ ὄχι αὐτὴ ποὺ ἐσκεμμένα λέτε ἐσεῖς (μόνο μὲ πρόθεση σημαίνει αὐτὸ πολὺ λέτε, δηλ. ἀποφεύγω).

Β) Πατέρες. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες, πιστοὶ στὸν Λόγο τοῦ Κυρίου, ἐννοοῦσαν μὲ τὴν διδαχὴ «φεῦγε τὸν αἱρετικὸ καὶ ψευδοποιμένα» νὰ διακόψουν τῆν κοινωνία μαζί του, νὰ τραποῦν σὲ φυγὴ, νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια «σὰν ἀπὸ φίδι» ὅπως λέει ὁ Μ. Φώτιος. Γιατί, λέτε ἐσεῖς πῆγαν οἱ πιστοὶ σὲ καιροὺς αἱρέσεως στὶς ἐρήμους καὶ στὶς ὀπὲς τῆς γῆς, γιὰ λόγους ἁπλῆς ἀποφυγῆς; Δὲν ντρέπεστε νὰ ἀκυρώνετε χαμογελώντας τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων;

Σᾶς ἀποστομώνει ὁ Μ. Βασίλειος:

«Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28). Καὶ ἀλλοῦ: «ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86).

«Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιά συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μὲν κινῆσαι εἰς συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ ἀγάπην πεπαιδευμένους» (Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2, 20).

Βλέπετε τί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος; Οἱ πιστοὶ κάθε ἡλικίας καὶ ἄνευ συμβουλῆς (δικῆς σας καὶ ἄλλων ἀγαπολόγων πνευματικῶν) καὶ πολλὲς φορὲς ἄνευ ποιμένων δὲν ἀποφεύγουν, ἀλλὰ διακόπτουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀφήνουν τοὺς ναοὺς καὶ φεύγουν στὶς ἐρημιὲς γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ γιὰ νὰ διαφυλάξουν τὴν πίστη τους. Καὶ τὸ κάνουν μὲ πόνο, μὲ θλίψη καὶ ἐνθυμούμενοι τί εἶχαν καὶ τί ἔχασαν λόγῳ τῆς αἱρέσεως. Ὑπέφεραν γιὰ τὴν πίστη τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς μάλιστα πέθαναν γι’ αυτήν. Ὁ δὲ Μέγας Πατήρ (ἐν ἀντιθέσει μ’ ἐσᾶς τοὺς νεωτεριστὲς πατέρες τῶν ἡμερίδων καὶ συνεντεύξεων) τοὺς ὑμνεῖ καὶ ἐπαινεῖ καὶ ἀποθανατίζει ὡς παράδειγμα πρὸς μίμησιν εἰς τοὺς αἰῶνες. Δὲν τοὺς ὀνομάζει ὅπως ὁ π. Πέτρος ἀνώριμους.

Τί κρίμα, πατέρες! Εἶναι τρομερὴ ἡ εὐθύνη σας, ὅπως καὶ αὐτὴ ὅλων, ὅσων μιλοῦν, ὅπως κι ἐσεῖς, καὶ δὲν πράττουν τίποτα, ἀφήνοντας τὴν αἵρεση καὶ τὰ σχίσματά της νὰ προοδεύουν. Γιὰ ἐσᾶς ἰσχύουν τὰ λόγια τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (κι ἄλλος ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ λέει τὰ ἀντίθετα μ’ ἐσᾶς καὶ ἀποδεικνύει τὴν μεταπατερικότητά σας) πρὸς στήριξη μίας ἀποτειχισμένης πιστῆς:

«Δια τούτο σού υπενθυμίζω να μη ξεφύγης καθόλου από την ένστασι, συ που έχεις στηριχθή πάνω στην ασάλευτη πέτρα της Ορθοδοξίας, μήτε να γίνης ευκολοπτόητη και διχόγνωμη, εξ αιτίας των πτώσεων [στην αίρεσι] είτε λαϊκών είτε μοναστών και όσων νομίζουν ότι είναι κάτι, η γενικώς οποιουδήποτε άλλου. Αυτοί είναι ψευδάδελφοι, ψευδαπόστολοι, που έχουν μόρφωσιν  ευσεβείας, αλλά έχουν αρνηθή τη δύναμί της [Β΄ Τιμ. 3, 5]. Πολλοί δοκησίσοφοι και «αρχιεροφανείς» [φαινομενικοί αρχιερείς] και «αγιόδοκοι» [φαινομενικοί άγιοι] νικήθηκαν  στις παλαιές γενεές· αντιθέτως, έλαμψαν ως φωστήρες εν τω κόσμω [Φιλιπ. 2, 15] ολίγοι και αληθινοί σοφοί, οι οποίοι διαβιούν με φόβο Θεού, επειδή αρχή σοφίας είναι το να βοβήται κάποιος τον Κύριο [Ψαλμ. 110, 10], μολονότι δεν έχουν θεωρηθή και σπουδαίοι, επειδή ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, αλλά ο Θεός στην καρδιά» (ἐδῶ).

Μακάρι, πατέρες, νὰ ἀνανήψετε κι ἀντὶ γιὰ δοκησίσοφοι καὶ ἀγιόδοκοι νὰ γίνετε πραγματικοὶ ποιμένες!

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου