Τὰ δύο προσωπεῖα τῆς ἀγαπολογίας καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος

 



Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου

Εἶναι πιὰ φανερό καὶ γιὰ τοὺς πιὸ ἀδαεῖς, ὅτι οἱ ὀπαδοὶ τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τίς πράξεις τους διαστρεβλώνουν καὶ διαστρέφουν τὴν κορυφαία ἔκφραση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὴν ἀγάπη ἀναπτύσοντας μία νέα «ἀγάπη», τὴν «ἀγαπολογία». Τὸ κύριο ἐπιχείρημά τους εἶναι, ὅτι ὁ ὁ νόμος τῆς ἀγάπης μας διδάσκει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ κοιτᾶμε, τί μᾶς χωρίζει ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ βλάσφημους, ἀλλὰ τί μᾶς ἑνώνει. Ἔτσι χρησιμοποιοῦν ἀποκομμένα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τίς πράξεις τους καὶ νὰ πλανέψουν τοὺς πιστούς, ὅπως «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», «ἵνα ἑν ὦσιν», «ἡ ἀγάπη ὅλα τὰ ὑπομένει» κλπ. ὑποκρύπτοντας παράλληλα τὸν πραγματικὸ χαρακτῆρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς τὸν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. 

Τὸ ὅτι ἡ «ἀγαπολογία» ἀποτελεῖ διαστρέβλωση καὶ διαστροφὴ φανερώνει τὸ γεγονός, ὅτι ἐνῶ φοροῦν τὸ προσωπεῖο τῆς ἀγάπης ὡς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ὡς πρὸς τοὺς ὀρθόδοξους φοροῦν ἕνα ἄλλο προσωπεῖο, αὐτὸ τῆς ἀκραίας αὐστηρότητας καὶ τοῦ χλευασμοῦ, καταδικάζοντας, ὑβρίζοντας καὶ διώκοντας μὲ ἀκραῖο παράδειγμα τὴν Οὐκρανία, ὁποιονδήποτε τολμήσει νὰ ἀμφισβητήσει καὶ νὰ ἀπορρίψει αὐτήν τους τὴν στάση.

Ὁ ἐπιφανῇς γέροντας π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος σὲ ἐπιστολή του τοῦ ἔτους 1969 πρὸς τὸν τότε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τονίζει ἀκριβῶς καὶ μὲ μεγάλη εὐστοχία τὰ δύο προσωπεῖα τῆς «ἀγάπης» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ:

«Παναγιώτατε,

Ψάλλετε καὶ Ὑμεῖς καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ὑμῖν, εἰς πάντας τοὺς ἤχους τὸ τροπάριον τῆς "Ἀγάπης". Ἀγάπη, Ἀγάπη, Ἀγάπη! Ἀγάπη ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων". Ἐν ὀνόματι τῆς Ἀγάπης τοῦτο, ἐν ὀνόματι τῆς Ἀγάπης ἐκεῖνο, ἐν ὀνόματι τῆς Ἀγάπης τὸ Ἄλλο ... Περίεργον ὅμως! Ἐφ' ὅσον ἡ καρδία ὑμῶν ἐκχειλίζει ἐξ ἀγάπης καὶ ἐξ αὐτῶν ἐκπηγάζουσι πολύρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι τῶν ἐσχατιῶν τῆς Δύσεως καὶ δημιουργοῦνται πελάγη, εἰς ἂ ἀνέτως καὶ μετ' εὐφροσύνης κολυμβῶσι πασῶν των ἀποχρώσεων οἱ αἱρετικοί, πὼς δὲν διατίθενται ὀλίγαι σταγόνες ἀγάπης καὶ διὰ τοὺς ταλαιπώρους Ὀρθοδόξους; Δι’ ἐκείνους ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, οἵτινες σκανδαλίζονται, βλέποντες τὸν Ὀρθόδοξον Πατριάρχην Κων/λεως νὰ ἀθετῇ ἐν ὀνόματι τῆς Ἀγάπης!- ἱεροὺς Κανόνας, νὰ ἀνατρέπῃ αἰωνοβίους Παραδόσεις, νὰ κρημνίζῃ τείχη ἀσφαλείας, νὰ μεταίρη ὅρια, ἂ ἔθεντο ἁγιώτατοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας; Δι΄ αὐτοὺς ἐστείρευσαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀγάπης Ὑμῶν, Παναγιώτατε; Δι΄ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει οὔτε μόριον στοργῆς; Οὔτε κἂν ἴχνος εὐσπλαγχνίας ἢ οἴκτου; Ἀγάπη λοιπὸν πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλ' ἀδιαφορία καὶ περιφρόνησις πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους!...».

Στὶς ἀναφορὲς τῶν ὑπερμάχων τοῦ οἰκουμενισμοῦ γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ διαμαρτύρονται δὲν βλέπουμε οὔτε μία λέξῃ γιὰ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἑνώνουν οὔτε διακρίνουμε μία διάθεση αὐτοκριτικῆς ὅπως στοὺς οἰκουμενιστικοὺς διαλόγους, ποὺ συχνὰ ἀναφέρεται ἡ ἄποψη γιὰ νὰ «φωτιστοῦμε» καὶ ἐμεῖς.. ἀπὸ τοὺς ἄλλους (τοὺς ἐκτὸς ἐκκλησίας). Ἀντιθέτως στὰ κείμενα τους καὶ τίς δηλώσεις τους ἐπικρατεῖ ἔπαρση χλευασμός, εἰρωνεία, ὕβρις καὶ καμία ἔνδειξη θέλησης κατανοήσεως τῶν ἀντιδράσεων τῶν πιστῶν. Ἐπιτίθονται ἀπροκαλύπτως ἐναντίον ὅσων δὲν δέχονται τὸν οἰκουμενισμό, τοὺς ὀνομάζουν ἄσχετους, φανατικούς, τυφλούς, ἀνυπάκοους, ἐσωστρεφεῖς, κοντόφθαλμους τοὺς ἀπειλοῦν μὲ τιμωρίες καὶ ἀφορισμοὺς καὶ παρουσιάζονται οἱ ἴδιοι ὡς οἱ μοναδικὲς αὐθεντίες σὲ θέματα πίστεως καὶ δόγματος. Παράλληλα ὅμως συμπροσεύχονται καὶ συμπράττουν χωρὶς καμία διαμαρτυρία καὶ καταδίκη, ὅπως παραπάνω, μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ὑβριστὲς τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων καὶ ἀναγνωρίζουν ὡς ἀδελφούς, αὐτοὺς ποὺ ἐμπαίζουν τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο ὀλέθρια προσωπεῖα τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Κανεὶς ἀληθινὸς Ὀρθόδοξος δὲν χαίρεται γιὰ αὐτὴν τὴν τραγικὴ κατάσταση, παρὰ μόνο θλίβεται καὶ προσεύχεται γιὰ τὴν ἐξάλειψη αὐτῶν τῶν προσωπείων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ξέρει, ὅτι τέτοια προσωπεῖα δὲν γνωρίζει οὔτε θέλει νὰ γνωρίσει ἡ Ὀρθοδοξία. Γιατί ὁ ἀλήθινος Ὀρθόδοξος γνωρίζει, πὼς μόνο ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη θὰ σώσει τοὺς αἱρετικοὺς καὶ θὰ τοὺς γυρίσει τὴν Μία Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς γράφει:

«Δὲν πρέπει λοιπόν, τοὺς αἱρετικοὺς μὲ κανένα τρόπο νὰ τοὺς βοηθοῦμε, ὡς αἱρετικούς, ἀκόμη κι ἂν εἶχε ἐπιτραπῇ σὲ ὅλους νὰ κάνουν ἀφόβως τα πάντα· τόσο γιὰ τίς προαναφερθεῖσες αἰτίες, ὥστε νὰ μὴ προσκρούσουμε στὸ Θεό, δίχως νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε· καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι καλὸ νὰ τοὺς δίνουμε τὴν ἐλευθερία νὰ περιφέρονται πανηγυρικὰ μὲ τὸ ψεῦδος τους καὶ νὰ ξεσηκώνονται ἐναντίον τῆς εὐσεβείας· ὥστε νὰ μὴ μπορέσουν νὰ σαλεύσουν ἀπὸ τὴν ἀσφαλῆ βάση τῆς Πίστεως κάποιους ἀπὸ τοὺς ἀφελεστέρους μὲ τὸ δάγκωμα τῆς ἀπάτης, ὡσὰν τὰ φίδια, ἐμφανιζόμενοι μέσα ἀπὸ ἐμᾶς· καὶ εὑρεθοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως δὲν θέλουμε, νὰ συμμετέχουμε στὴν τιμωρία ποὺ κρέμεται πάνω τους γιὰ αὐτό.  Αὐτὰ δὲν τὰ γράφω, θέλοντας νὰ θλίβονται οἱ αἱρετικοί, οὔτε χαίροντας γιὰ τὴν κάκωσή τους -μη γένοιτο- ἀλλὰ περισσότερο χαίροντας καὶ συναγαλλόμενος μὲ τὴν ἐπιστροφή τους. Διότι τί εἶναι πιὸ τερπνὸ στοὺς πιστούς, ἀπὸ τὸ νὰ βλέπουν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ διασκορπισμένα, νὰ συνάγονται «εἰς ἐν»; Οὔτε πάλιν παραινῶντας νὰ προτιμᾶτε τὴ σκληρότητα ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία -νὰ μὴ τρελαθῶ τόσο! ἀλλὰ παρακαλῶντας μὲ προσοχὴ καὶ δοκιμασία νὰ κάνετε καὶ νὰ ἐνεργεῖτε τὰ καλὰ σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ νὰ γίνεσθε «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι», κατὰ τὸν τρόπο ποὺ καθένας ἔχει τὴν ἀνάγκη σας. Ὅμως θέλω καὶ εὔχομαι νὰ εἶστε παντελῶς σκληροὶ καὶ ἀμείλικτοι ὡς πρὸς τὸ νὰ βοηθήσετε τοὺς αἱρετικούς, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὑποστήριξη τῆς φρενοβλαβοῦς δοξασίας τους. Διότι ἐγὼ βεβαίως ὁρίζω ὡς μισανθρωπία καὶ χωρισμὸ ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη τὸ νὰ δοκιμάζετε νὰ δώσετε ἰσχὺ στὴν πλάνη, πρὸς περισσότερη φθορὰ ἐκείνων ποὺ ἔχουν καταληφθῇ ἀπὸ αὐτήν» (Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἐπιστολὴ (ΙΒ΄) Πρὸς Ἰωάννην κουβικουλάριον, Περὶ τῶν ὀρθῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ δογμάτων καὶ κατὰ Σεβήρου του αἱρετικοῦ).

Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ ἀγάπη τῆς Μίας Ἐκκλησίας διαφέρει τελείως ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοσμικὴ οἰκουμενιστικὴ «ἀγάπη», γιατί δὲν στηρίζεται στὴν ἀνεκτικότητα, στὸν μινιμαλισμό, σὲ μία κοινωνικὴ ἠθικὴ καὶ σὲ ἕνα κίνημα εἰρηνισμοῦ ὅπως αὐτὴ τῶν οἰκουμενιστῶν ἀλλὰ στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, ὅπως αὐτὴ μᾶς ἀποκαλύφθηκε καὶ μᾶς παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἅγιους Ἀποστόλους καὶ Πατέρες, καὶ στὴν κοινὴ ὁμολογία της. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στὶς ἐπιστολές του στοὺς πιστοὺς νὰ αὐξάνουν πνευματικῶς ἐν Χριστῷ «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4, 15) ἐνῶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, χαίρει γιατί οἱ Πιστοὶ «περιπατοῦν ἐν ἀληθείᾳ» (Β΄Ιω. 4) χάρις στὴν ὁποία «πάντες οἱ ἐγνωκότες τὴν ἀλήθειαν» ἀγαποῦν τοὺς ἀδελφοὺς «ἐν ἀληθείᾳ» (Β΄Ιω. 1.2). Αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀναζήτηση καὶ τῆς πολυπόθητης εἰρήνης ὅπως λέει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ζήτησον λοιπὸν εἰρήνη, ἀπόλυση ἀπὸ τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου τούτου· ἀπόκτησε νοῦ γαλήνιο, κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀκύμαντη καὶ ἀτάραχη, ποὺ οὔτε ἀπὸ πάθῃ σαλεύεται, οὔτε σὲ ψευδῆ δόγματα ἕλκεται νὰ συγκατατεθὴ -τά ὁποῖα τὴν προκαλοῦν μὲ εὐλογοφάνεια -γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὑπερέχει πάντα νοῦν» (Φιλ. 3, 8).

Γιατί ὅμως, θὰ ρωτήσει κάποιος, φθάσαμε στὸ σημεῖο τόσοι «ὀρθόδοξοι» νὰ συμπεριφέρονται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο; Ἡ ἀπάντηση πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ στὴν ἴδια τὴν φύσῃ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Σήμερα οἱ «ὀρθόδοξοι» ἀγάπησαν τὸν κόσμο πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, θεωροῦν τὴν ἐκκλησία ὡς ὑποταγμένη στὸ παλιό, θεωροῦν τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς πατέρες ποὺ καταδίκασαν τοὺς αἱρετικοὺς «θύματα τοῦ ἀρχέκακου ὄφεως» καὶ γιὰ αὐτὸ θέλουν ὡς ἄνθρωποι τοῦ σημερινοῦ κόσμου νὰ τὴν ἐκσυγχρονήσουν, να τὴν φέρουν στὰ μέτρα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ποιός εἶναι ὁ σύγχρονος σημερινὸς ἄνθρωπος; Ὁ προφητικὸς πάτηρ Σεραφεὶμ Ρόουζ τὸν παρουσιάζει στὸ βιβλίο του «ὁ μηδενισμὸς» ρεαλιστικὰ καὶ ὑπέροχα:

«Εἶναι ὁ ἔκριζος ἄνθρωπος, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται σὲ ἀσυνέχεια μὲ τὸ παρελθὸν ποὺ κατέστρεψε ὁ μηδενισμός, ἡ πρώτη ὕλη τοῦ ὀνείρου κάθε δημαγωγοῦ. Ὁ «ἐλευθέρως σκεπτόμενος» καὶ σκεπτικός, ποὺ ἀποκλείει τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ εἶναι δεκτικὸς σὲ κάθε νεὸ λόγιο ρεῦμα, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν διαθέτει τέτοια θεμέλια. Ὁ «τυχοδιώκτης» κάποιας «νέας ἀποκάλυψης» ἕτοιμος νὰ πιστέψει κάθε τί καινούργιο, διότι ἡ ἀληθινὴ πίστη του ἔχει ἐξαλειφθεῖ. Ὁ σχεδιάζων καὶ πειραματιζόμενος ποὺ λατρεύει τὸ γεγονός, διότι ἔχει ἐγκαταλείψει τὴν ἀλήθεια, καθὼς ἀντιλαμβάνεται τὸν κόσμο ὡς ἕνα εὐρὺ ἐργαστήριο στὸ ὁποῖο εἶναι ἐλεύθερος νὰ προσδιορίσει τί εἶναι δυνατόν. Ὁ αὐτόνομος ἄνθρωπος ποὺ προσποιεῖται ὅτι εἶναι μετριόφρων μόνο ἐπειδὴ ζητᾷ τὰ «δικαιωματά του», ἐνῶ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ τοῦ ὑπόσχεται, ὅτι κάθε τί πρέπει νὰ τοῦ προσφέρεται σὲ ἕναν κόσμο, ὅπου δὲν ὑπάρχουν καθορισμένες ἀπὸ τίς ἀρχὲς ἀπαγορεύσεις. Ὁ ἄνθρωπος τῆς στιγμῆς χωρὶς συνείδηση καὶ ἀξίες καὶ κατὰ συνέπεια στὸ ἔλεος τοῦ ἰσχυρότερου ἐρεθίσματος. Ὁ ἐπαναστάτης ποὺ μισεῖ κάθε πίεση καὶ ἐξουσία, διότι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του εἶναι ὁ μοναδικὸς καὶ μόνος θεός του. Ὁ ἄνθρωπος τῆς μάζας, αὐτὸς ὁ νέος βάρβαρος ὁ τελείως ὑποβιβασμένος καὶ ἁπλοποιημένος καὶ ἱκανὸς γιὰ τίς πλέον στοιχειώδεις ἰδέες, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ αὐτὸς ποὺ ἀπεχθάνεται κάθε ἕνα ποὺ ἀναδεικνύει ὑψηλότερα πράγματα ἢ τὴν ἀληθινὴ πολυπλοκότητα τῆς ζωῆς».

Ὁ πάτηρ Σεραφεὶμ Ρόουζ δὲν περιγράφει μὲ τὰ παραπάνω λόγια μόνο τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ μοντέρνα ἔκφραση του, τὸν οἰκουμενιστή. Δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀποκήρυξε τὸ παρελθὸν τοῦ δηλ. τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ τοὺς Ἅγιους Πατέρες, ἀποκλείει ὡς μὴ ἀρκετὴ τὴν Μία Ἀλήθεια, καταργεῖ τὴν μοναδικότητά της καὶ εἰσάγει κενοδόξως κακόδοξα μία «νέα ἀποκάλυψη», τὸν οἰκουμενισμό. Τὸν ἄνθρωπο, ποὺ προσποιεῖται τὸν μετριόφρωνα, ποὺ ὑπερασπίζεται τὴν ἐλευθερία, ποὺ παραβλέπει τὰ λάθῃ καὶ τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἀλλοδόξων ἀλλὰ παράλληλα μὲ ὑβριστικὴ ἔπαρση καὶ χωρὶς ἴχνος αὐτοκριτικῆς καταδικάζει καὶ διώκει αὐστηρότατα κάθε ἀντίθετη στάση τῶν πιστῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀπαιτεῖ τὴν τυφλὴ ὑπακοή, ἀγνοῶντας την διδασκαλία τῶν Πατέρων περὶ ὑπακοῆς σὲ θέματα τῆς Πίστεως. Ἀπομονώνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοὺς λαϊκούς, ἐπιτρέποντάς τους μόνο τὸ δικαίωμα συμμετοχῆς στὴν Θεία Λειτουργία, στὴν διεξαγωγὴ ἐράνων καὶ στὴν ἀπονομὴ χρηματικῶν ποσῶν. Τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μιλάει γιὰ ἀγάπη καὶ δικαιώματα, ἀλλὰ ἐνῶ στοὺς πιστοὺς ὑπενθυμίζει συνεχῶς τις ἁμαρτίες τους καὶ τοὺς μιλάει γιὰ μετάνοια, εἶναι ἐπιεικέστατος καὶ δουλικότατος στοὺς ἰσχυροὺς καὶ δυνάστες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί ἐπιθυμεῖ καὶ αὐτὸς τὴν ἴδια ἰσχὺ καὶ δυναστεία.

Οἱ οἰκουμενιστὲς εἰσάγουν μία «νέα ἀποκάλυψη», μία «νέα ἀλήθεια», μία «νέα ἐκκλησία», μία «νέα ἀγάπη».. Ἂν ἐμεῖς τὰ μέλῃ τῆς Ἐκκλησίας δεν την καταδικάσουμε ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ πράξεις ἀνάλογες μὲ τὴν διδασκαλια τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, τότε γινόμαστε καὶ ἐμεῖς συνήγοροι τοῦ ἐγκλήματος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ διαπράτεται, καὶ ἐχθροὶ τῆς Μίας Ἀλήθειας δηλαδὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ.

«ἕως θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σοφ. Σειρ. 4, 28)

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου