ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἡ θεόθεν κλήση στήν Χριστιανική πίστη ἑνός Μουσουλμάνου


Γεν­νή­θη­κε τό 1926 σ᾽ ἕ­να νη­σί τῆς Δω­δε­κα­νή­σου. Ὅ­λη τήν παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α τήν ἔ­ζη­σε παί­ζοντας μέ τά χρι­στι­α­νό­παι­δα, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος ἦ­ταν Μου­σουλ­μά­νος. Τίς πα­ρα­μο­νές τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν γι­ορ­τῶν μα­ζί μέ τά παι­διά τοῦ χω­ριοῦ ἔ­τρε­χε στά κά­λαντα παί­ζοντας μέ τήν φλο­γέ­ρα του. Τό σπί­τι πού ἔ­με­ναν ἦ­ταν ἕ­νας σταῦ­λος. Ἐ­κεῖ τή νύ­χτα τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων –με­τά τά κά­λαντα– καί ἀ­φοῦ εἶ­χε ξα­πλώ­σει γιά νά κοι­μη­θῆ, αἰ­σθά­νε­ται νά ἀ­νοί­γη ἡ πόρ­τα καί μπρο­στά του νά ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ Χρι­στός. Φο­ροῦ­σε ἄ­σπρο χι­τῶ­να, τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν χα­μο­γε­λα­στό καί τοῦ εἶ­πε: «Ἦρ­θα γιά σέ­να, εἶ­σαι δι­κό μου παι­δί» καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τό ἴ­διο ἐ­πα­να­λή­φθη­κε τίς ἑ­πό­με­νες δυ­ό νύ­χτες.

Ὁ μι­κρός ἦ­ταν τό­τε πε­ρί­που δε­κα­τρι­ῶν χρό­νων. Βρέ­θη­κε μπρο­στά στό δί­λημ­μα, ἄν θά τό πῆ ἤ ὄ­χι καί σέ ποι­όν. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό σκέ­ψη ἀ­πο­φά­σι­σε νά τό πῆ στόν πρό­ε­δρο τοῦ χω­ριοῦ, ἕ­να σε­βά­σμιο ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο ἄν­δρα, τόν μπαρ­μπα–Νι­κό­λα. Πῆ­γε στό σπί­τι του, τοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­λη τήν ἱ­στο­ρί­α καί ἀ­μέ­σως ζή­τη­σε νά τόν βα­φτί­σουν. Ὁ πρό­ε­δρος μέ χα­μό­γε­λο τοῦ ἀ­πάντη­σε: «Τό σκέ­φτη­κες, παι­δί μου, κα­λά;». Ὁ μι­κρός τοῦ ἀ­πάντη­σε: «Ναί, τό σκέ­φτη­κα, θέ­λω νά μέ βα­φτί­σε­τε».

Ὁ πρό­ε­δρος τό­τε τοῦ ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι αὐ­τό θά ἦ­ταν δύ­σκο­λο λό­γῳ τοῦ ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­νή­λι­κος καί οἱ γο­νεῖς του θά μπο­ροῦ­σαν νά ἀντι­δρά­σουν. Στό τέ­λος τοῦ εἶ­πε: «Ἂν, παι­δί μου, σέ ἔ­χη φω­τί­σει τό­σο ὁ Χρι­στός καί τό ἐ­πι­θυ­μῆς τό­σο πο­λύ, κά­νε ὑ­πο­μο­νή νά φθά­σης στή νό­μι­μη ἡ­λι­κί­α. Τό­τε νά τό ζη­τή­σης καί θά τό ἀ­πο­λαύ­σεις».

Δού­λευε κυ­ρί­ως στίς ψα­ρό­βαρ­κες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­κεῖ­να τά χρό­νια ἦ­ταν μέ κου­πιά καί πα­νιά. Συ­χνά τό­τε πή­γαι­ναν στίς ἀ­πέ­ναντι ἀ­κτές ἰ­δι­αί­τε­ρα στόν κόλ­πο ἀ­να­το­λι­κά τῆς Κῶ. Κά­ποι­α φο­ρά κα­θώς ἔρ­χονταν πρός τό νη­σί ἀ­πό τόν κόλ­πο γε­μᾶ­τοι ψά­ρια, ἦ­ταν τρεῖς στήν βάρ­κα, ἔρ­χε­ται ξαφ­νι­κά μία φο­βε­ρή κα­κο­και­ρί­α. Ἡ βάρ­κα πλημ­μύ­ρι­σε καί ἐ­κεῖ­νος μέ ἕ­να τε­νε­κέ προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀ­δειά­ζη τά νε­ρά. Κα­θώς ἔ­βγα­ζε τά νε­ρά βρέ­θη­κε ἕ­να μι­κρό Εἰ­κο­νι­σμα­τά­κι τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου μέ­σα στόν τε­νε­κέ. Ἀ­μέ­σως μί­α φω­νή μέ­σα του φω­νά­ζει: «Μή μέ πε­τά­ξης!». Πιά­νει τό Εἰ­κό­νι­σμα, τό ση­κώ­νει ψη­λά καί λέ­ει: «Ἅ­γι­έ μου Νι­κό­λα, σῶ­σε μας καί ἂν ἔρ­θη ἡ ὥ­ρα νά βα­φτι­στῶ θά πά­ρω τό ὄ­νο­μά Σου». Σέ λί­γη ὥ­ρα βρέ­θη­καν σέ κά­ποι­α ἀ­κτή τῆς Κῶ.

Ἀρ­γό­τε­ρα πῆγε στήν Μι­κρα­σί­α. Ἕ­να χρο­νι­κό διά­στη­μα δού­λευ­ε σέ ἐρ­γο­στά­σιο–ὑφα­ντουρ­γεῖ­ο. Κά­ποι­α στιγ­μή μέ ἄλ­λους Κώ­ους πη­γαί­νει γιά νά γνω­ρί­ση τήν Σμύρ­νη καί τόν Τσε­σμέ. Ἐ­κεῖ τοῦ ἄ­ρε­σε καί ἔ­μει­νε γιά νά δου­λέ­ψη στά κα­πνά. Τό βρά­δυ κοι­μή­θη­καν σέ μί­α ἀ­πο­θή­κη ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως ἦ­ταν πα­λιά Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ ἄλ­λοι δύ­ο, ἀ­δελ­φή καί ἀδελ­φός –μου­σουλ­μά­νοι– δέν μπο­ροῦ­σαν νά ἡ­συ­χά­σουν μέ­χρι πού ἀ­πο­φά­σι­σαν νά βγοῦν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί νά κοι­μη­θοῦν στό χω­ρά­φι. Ἔτσι ἐ­κεῖ­νος ἔ­μει­νε μό­νος μέ­σα στό σκο­τά­δι.

Ἀ­φοῦ κοι­μή­θη­κε γιά λί­γη ὥρα, ἀ­νοί­γει τά μά­τια του καί βλέ­πει ἕ­να φῶς νά βγαί­νη μέ­σα ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό. Κοι­τά­ζει ἔ­ξω, ἦ­ταν σκο­τει­νά, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­μως ἔ­λαμ­πε. Τήν ἑ­πό­με­νη βρα­διά τό ἴ­διο. Τήν τρί­τη βρα­διά μα­ζί μέ τό φῶς ἀ­κού­ει μί­α φω­νή: «Μή ξε­χά­σης τήν ὑ­πό­σχε­σή σου. Εἶ­σαι δι­κό Μου παι­δί». Με­τά ἀ­πό αὐ­τό μέ­χρι τό πρωΐ σκε­φτό­ταν πῶς θά γί­νει Χρι­στια­νός μέ­σα στήν Τουρ­κί­α. Ὅ­ταν ξη­μέ­ρω­σε εἶ­δε ὅ­τι ἡ φω­νή ἔ­βγαι­νε ἀ­πό μί­α σκα­λι­στή μαρ­μά­ρι­νη εἰ­κό­να τοῦ Κυ­ρί­ου, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν καί ἡ μό­νη πού εἶ­χε μεί­νει, χτι­σμέ­νη πά­νω ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό. Τήν ἴ­δια μέ­ρα με­τά ἀ­πό μί­α–δυ­ό ὧ­ρες ἦρ­θε δι­α­τα­γή νά ἐ­πι­στρέ­ψουν ὅ­λοι οἱ πρό­σφυ­γες στίς πα­τρί­δες τους. Ἦ­ταν τό­τε τό ἔ­τος 1945. Ἔ­τσι ἐ­πέ­στρε­ψε στήν Κῶ σκε­πτό­με­νος μέ­σα του ὅ­τι τώ­ρα θά μπο­ρέ­σει νά βα­πτι­στῆ. Μέ­χρι τό­τε δέν εἶχε πεῖ σέ κα­νέ­ναν ἀπό τούς δι­κούς του τίποτε.

Τά Δω­δε­κά­νη­σα τό­τε με­τά τήν Ἰτα­λι­κή κα­το­χή τά κα­τεῖ­χαν οἱ Ἄγ­γλοι. Ἐ­κεῖ­νος δού­λε­ψε στήν Ἀγ­γλι­κή Χω­ρο­φυ­λα­κή μέ­χρι τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τό 1947. Ἀρ­γό­τε­ρα τό 1949–1950, τήν ἡ­μέ­ρα μά­λι­στα πού οἱ Μου­σουλ­μά­νοι γιόρ­τα­ζαν τό Μπα­ϊ­ρά­μι, τοῦ λέ­ει ἡ μη­τέ­ρα του: «Σή­κω καί σύ νά πᾶς κά­τω. Ἔγι­νες πιά σκέ­τος Χρι­στια­νός». Τό­τε ἐ­κεῖ­νος πῆ­ρε τήν ἀ­φορ­μή καί ἀ­πήντη­σε: «Δέν εἶ­μαι Χρι­στια­νός ἀλ­λά θά γί­νω ὅ­ταν βα­πτι­στῶ, μυ­ρω­θῶ καί πά­ρω τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α». Τό ἴ­διο βρά­δυ βλέ­πει στόν ὕπνο του ὅ­τι ἀ­νοί­γει ἡ στέ­γη τοῦ σπι­τιοῦ του, τρεῖς Ἄγ­γε­λοι κα­τε­βαί­νουν στό δω­μά­τιό του καί τοῦ λέ­νε πώς θέ­λουν νά τόν πά­ρουν μα­ζί τους. Ἐ­κεῖ­νος τούς ρώ­τη­σε ἄν μπο­ρῆ νά πε­τά­ξη μα­ζί τους καί τό­τε εἶ­δε ὅ­τι ἄρ­χι­σε νά πε­τά­η ἀ­νά­με­σα στούς Ἀγ­γέ­λους μέ­χρι τήν ἀ­κρο­γυα­λιά. Στήν συ­νέ­χεια ὁ μπρο­στι­νός Ἄγ­γε­λος, με­τά ὁ δε­ξιός καί τέ­λος ὁ ἀ­ρι­στε­ρός του, τόν βού­τη­ξαν ἀ­πό μί­α φο­ρά στήν θά­λασ­σα καί ἐ­πέ­στρε­ψαν ὅ­λοι στό σπί­τι.

Τό πρωΐ κα­τά­λα­βε πλέ­ον ὅ­τι εἶ­χε ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα γιά νά βα­φτι­στῆ. Κα­τέ­βη­κε στό λι­μά­νι, βρῆ­κε ἕ­να γνω­στό του ναυ­τι­κό καί ἀ­φοῦ τοῦ ἐ­ξή­γη­σε τόν σκο­πό του, ἐ­κεῖ­νος τόν πῆ­ρε σάν βο­η­θό του στό κα­ρά­βι καί ἔ­φτα­σαν στήν Κά­λυ­μνο, στήν Μη­τρό­πο­λη. Ὕστε­ρα ἔρ­χε­ται στήν Ἱ. Μ. Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου στήν Πά­τμο ἀνα­ζη­τώ­ντας τόν γέ­ροντα Ἀμ­φι­λό­χιο Μα­κρῆ. Μα­ζί του ἦρ­θε καί ὁ Νι­κό­λα­ος Νι­κο­λα­ΐ­δης ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ἔ­γι­νε στήν συ­νέ­χεια νο­νός του.

Με­τά τήν πρώ­τη ἐ­πα­φή μέ τόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο καί τόν π. Με­λέ­τιο ὡ­ρί­στη­κε νά γί­νη ἡ βά­πτι­ση στό ἱ­ε­ρό Σπή­λαι­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως. Πράγ­μα­τι τήν ἑπο­μέ­νη τό πρωΐ ἔ­γι­νε ἡ βά­πτι­ση ἀ­πό τόν π. Ἱ­ε­ρε­μία­ κά­τω ἀ­πό τό τρι­πλό σχί­σι­μο τοῦ βρά­χου ἐντός τοῦ Ἱ. Σπη­λαί­ου καί πῆ­ρε τό ὄνο­μα Νι­κό­λα­ος. Ὅταν ἐπα­νῆλ­θε στήν Ἱ. Μ. Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου πῆ­γε νά προ­σκυ­νή­ση τό ἱ­ε­ρό Λεί­ψα­νο τοῦ ὁ­σί­ου Χρι­στο­δού­λου, τό ὁ­ποῖ­ο εὐ­ω­δί­α­ζε, ἐ­νῶ τήν προ­η­γού­με­νη ἡ­μέ­ρα, πρίν βα­πτι­στῆ, δέν ἔ­νι­ω­σε τί­πο­τε ὅ­ταν τό εἶ­χε προ­σκυ­νή­σει. Ἀ­φοῦ πῆ­ραν τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ π. Ἀμ­φι­λο­χί­ου, τοῦ π. Με­λε­τί­ου καί τοῦ π. Ἱ­ε­ρε­μί­α, ἐ­πέ­στρε­ψαν στήν Κά­λυ­μνο.

Ἐ­κεῖ ἔ­μει­νε στό σπί­τι τοῦ π. Κυ­ρίλ­λου, ὅ­που τήν τρί­τη νύ­χτα ἀ­φό­του βα­πτί­στη­κε συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς: Ὁ νε­α­ρός Νι­κό­λα­ος φο­ροῦ­σε ἀ­κό­μη τόν βα­πτι­στι­κό χι­τῶ­να καί εἶ­χε ξα­πλώ­σει γιά νά κοι­μη­θῆ σ᾿ ἕ­να δω­μά­τιο πού χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε ὁ π. Κύ­ριλ­λος γιά νά ἁ­γι­ο­γρα­φῆ, δί­πλα στήν θά­λασ­σα. Ἡ πόρ­τα τοῦ δω­μα­τί­ου πού ἔ­βλε­πε στήν θά­λασ­σα ἦ­ταν λί­γο ἀ­νοι­χτή. Ξαφ­νι­κά ἄ­κου­σε τήν φω­νή τῆς μάν­νας του, ἄ­νοι­ξε τά μά­τια του καί τῆς λέ­ει στά Τούρ­κι­κα: «Μη­τέ­ρα, πῶς βρέ­θη­κες ἐ­δῶ, τί θέ­λεις;». Καί ἐ­κεί­νη ἀ­παντᾶ: «Ἦρ­θα νά σέ πά­ρω μα­ζί μου». «Μη­τέ­ρα, εἶ­μαι βα­φτι­σμέ­νος καί μυ­ρω­μέ­νος, φύ­γε δέν μπο­ρῶ νά ἔρ­θω μα­ζί σου», τῆς λέ­ει ὁ Νι­κό­λα­ος. Ὅ­μως ἐ­κεί­νη μέ δυ­να­τή φω­νή τοῦ λέ­ει: «Σή­κω, θά σέ πά­ρω» καί πέ­φτει ἀ­μέ­σως πά­νω του, τόν πιά­νει ἀ­πό τούς ὤ­μους γιά νά τόν ση­κώ­ση. Ἐ­κεῖ­νος τήν σπρώ­χνει φω­νά­ζοντας: «Μάν­να, μή μέ λε­ρώ­σης», καί τό βλέμ­μα του πέ­φτει σέ μί­α εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ. Τό­τε φω­νά­ζει κά­νοντας τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ: «Χρι­στέ μου, σῶ­σε με». Ἐ­κεί­νη τό­τε ση­κώ­θη­κε ὄρ­θια, καί τοῦ εἶ­πε: «Μέ νί­κη­σες» καί βγαί­νοντας ἀ­πό τήν πόρ­τα πέ­φτει στήν θά­λασ­σα, βρέ­χοντας μά­λι­στα τήν πόρ­τα. Κα­θώς ὅ­μως ἔ­βγαι­νε ἡ μη­τέ­ρα του βλέ­πει πί­σω της μία οὐ­ρά ζώ­ου καί ὅ­ταν ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε στήν θά­λασ­σα, τό­τε κα­τά­λα­βε ὅ­τι δέν ἦ­ταν ἡ μη­τέ­ρα του. Τό πρωΐ ὁ π. Κύ­ριλ­λος πού εἶ­χε ἀ­κού­σει τίς φω­νές, ρώ­τη­σε καί ἔ­μα­θε τί τοῦ συ­νέ­βη. Τό­τε τοῦ λέ­ει: «Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, Νι­κό­λα παι­δί μου. Ἦ­ταν ὁ διά­βο­λος καί ἦρ­θε νά σέ πει­ρά­ξη­». Ὁ νε­ο­φώ­τι­στος Νι­κό­λα­ος πα­ρέ­μει­νε γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα στήν Κά­λυ­μνο ὅ­που νυμ­φεύ­θη­κε καί ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­πέ­στρε­ψε στήν Κῶ.

Ὁ Νι­κό­λα­ος εἶ­χε πολ­λές ἐ­πεμ­βά­σεις τοῦ Θε­οῦ στήν ζω­ή του καί ἀντι­λή­ψεις ἀ­πό τήν θεί­α Χά­ρι. Μέ ἁ­πλό­τη­τα καί πί­στη στίς δυ­σκο­λί­ες του ζη­τοῦ­σε βο­ή­θεια ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν λάμ­βα­νε.

Στήν Κῶ τοῦ συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς: Ἦ­ταν Μ. Τρί­τη, εἶ­χε κα­κο­και­ρί­α τίς προ­η­γού­με­νες μέ­ρες καί ὁ Νι­κό­λα­ος πού τό­τε ἀ­σχο­λι­ό­ταν μέ τό πλέ­ξι­μο κα­λα­θι­ῶν ἀλ­λά καί τήν χρή­ση δυ­να­μι­τῶν γιά τό ψά­ρε­μα, εἶ­χε ἔρ­θει σέ δύ­σκο­λη οἰ­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση. Δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­γο­ρά­ση οὔ­τε τό πα­σχα­λι­νό ἀρ­νί καί ἐ­να­γω­νί­ως ἤ­θε­λε νά πιά­ση λί­γα ψά­ρια γιά νά πε­ρά­σουν τό Πά­σχα. Ἀ­πο­βρα­δίς στήν προ­σευ­χή του πα­ρα­κά­λε­σε τόν Κύ­ριο: «Χρι­στέ μου, δέν ἔ­χω κα­νέ­ναν ἄλ­λο νά πῶ τόν πό­νο μου, μό­νο Ἐ­σύ θά μέ βο­η­θή­σεις, Χρι­στέ μου», καί κοι­μή­θη­κε. Τό­τε εἶ­δε ὅ­τι βρι­σκό­ταν σέ μί­α πε­ρι­ο­χή μέ θά­μνους καί ἕ­να Φῶς ἐρ­χό­ταν πρός τό μέ­ρος του. Ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ Χρι­στός φο­ρώντας Χι­τῶ­να καί ἕ­να Ἀ­κάν­θι­νο Στε­φά­νι, ἐ­νῶ ἔ­στα­ζε Αἷ­μα στό Πρό­σω­πό Του. Ὁ Νι­κό­λα­ος τρέ­χει πρός τό μέ­ρος Του ἕ­τοι­μος νά πέ­ση νά Τόν προ­σκυ­νή­ση καί ὁ Χρι­στός τόν εὐ­λο­γεῖ. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­μέ­σως γο­να­τί­ζει κά­νοντας τόν σταυ­ρό του καί τοῦ λέ­ει: «Χρι­στέ μου, βο­ή­θη­σέ με νά πιά­σω με­ρι­κά ψά­ρια νά πε­ρά­σω τό Πά­σχα», καί τό­τε ἀ­κού­ει τόν Χρι­στό μέ μία­ γλυ­κειά φω­νή νά τοῦ λέ­η: «Νά πᾶς, παι­δί μου, στό Καρ­τέ­ρι» καί ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε. Ξαφνικά αἰ­σθάν­θη­κε νά τόν ξυ­πνά­η ἡ γυ­ναῖ­κα του λέ­γοντάς του: «Τί ἔ­χεις; Κοι­μᾶ­σαι καί κά­νεις τόν σταυ­ρό σου;». «Δέν ξέ­ρω, ὄ­νει­ρο ἔ­βλε­πα», τῆς ἀ­παντᾶ ἐ­κεῖ­νος, χω­ρίς νά πῆ τί­πο­τε ἄλ­λο.

Ξη­μέ­ρω­σε ἡ Μ. Τε­τάρ­τη καί μέ­σα σέ δυ­να­τή βρο­χή πῆ­ρε δυ­ό δυ­να­μί­τες καί προ­χω­ροῦ­σε πρός τό ση­μεῖ­ο πού τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ὁ Κύ­ριος, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μί­α ὥ­ρα πο­ρεί­α. Στόν δρό­μο συ­χνά μο­νο­λο­γοῦ­σε, κά­νοντας τόν σταυ­ρό του, «Χρι­στέ μου, ἔρ­χο­μαι, βο­ή­θη­σέ με». Πε­ρί­που 200 μέ­τρα προ­τοῦ φτά­ση στό Καρ­τέ­ρι εἶ­δε τρί­α ψά­ρια νά γυ­α­λί­ζουν. Ὁ Νι­κό­λα­ος ἔ­τρε­ξε ἐ­κεῖ φω­νά­ζοντας: «Εὐ­χα­ρι­στῶ, Χρι­στέ μου», ἔρ­ρι­ξε τούς δυ­ό μι­κρούς δυ­να­μί­τες καί ἡ θά­λασ­σα γέ­μι­σε ψά­ρια. Ἐ­κεῖ­νος συ­νέ­χι­σε νά εὐ­χα­ρι­στῆ τόν Κύ­ριο γε­μί­ζοντας ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να τό μο­να­δι­κό του τσου­βα­λά­κι καί μέ τήν βο­ή­θεια δυ­ό ζώ­ων πού τοῦ ἔ­δω­σαν, τά με­τέ­φε­ρε καί τά πού­λη­σε.

Ἀρ­κε­τά χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα συ­νέ­βη καί τό ἑ­ξῆς: Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν βα­ριά ἄρ­ρω­στος στό Νο­σο­κο­μεῖο τῆς Κῶ καί κα­τά τήν δια­πί­στω­ση τῶν για­τρῶν ἑ­τοι­μο­θά­να­τος. Ὁ Νι­κό­λα­ος στε­νο­χω­ρη­μέ­νος κα­τε­βαί­νοντας τά σκα­λιά ἀντί­κρυ­σε τήν Εἰ­κό­να τοῦ ἁγίου Παντε­λε­ή­μο­νος, στα­μά­τη­σε καί ἀ­πό τήν καρ­διά του τόν πα­ρα­κά­λε­σε: «Ἅ­γι­έ μου Παντε­λε­ή­μο­να, δῶ­σε του δύ­ο–τρί­α χρό­νια ζω­ῆς ἀ­κό­μα». Τήν ἑ­πό­με­νη, πρωΐ–πρωΐ, πρίν πά­η στήν δου­λειά –ἐρ­γα­ζό­ταν τό­τε στόν Δῆ­μο– πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο καί εἶ­δε τόν πα­τέ­ρα του νά κά­θε­ται καί νά τοῦ λέ­η: «Εὐ­χα­ρι­στῶ, παι­δί μου, πού ἔ­στει­λες τόν για­τρό. Ἦρ­θε σέ μέ­να ἕ­νας νέ­ος για­τρός καί μέ ρώ­τη­σε:

–Πῶς πᾶς;

–Δέν εἶ­μαι κα­λά τοῦ λέ­ω. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος ἔ­πια­σε τό κε­φά­λι μου καί μοῦ λέ­ει:

–Ἄ­νοι­ξε κα­λά τό στό­μα σου καί βγά­λε τήν γλῶσ­σα σου. Ἀ­μέ­σως τήν ἄγ­γι­ξε καί μοῦ λέ­ει:

–Δέν ἔ­χεις τί­πο­τα, εἶ­σαι κα­λά. Φεύ­γοντας μοῦ λέ­ει:

–Μέ ἔ­στει­λε ὁ γυιός σου ὁ Νι­κό­λα­ος νά σέ δῶ. Με­τά ἀ­πό λί­γο ἤ­μουν κα­λά, παι­δί μου».

Ὁ Νι­κό­λα­ος κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἦ­ταν ὁ Ἅ­γιος καί τόν ρώ­τη­σε: «Θά τόν ἀ­να­γνω­ρί­σεις ἂν τόν δῆς;». Ἔ­φε­ρε, λοι­πόν, τήν Εἰ­κό­να μπρο­στά στόν πα­τέ­ρα του καί ἐ­κεῖ­νος ἀ­να­γνώ­ρι­σε τόν για­τρό στό πρό­σω­πο τοῦ ἁ­γί­ου Παντε­λε­ή­μο­νος.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο, τ. Α΄, 

ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἰωάννου Προδρόμου Μεταμορφώσεως,

Χαλκιδική