Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Ἀντιμισθία ἐλέους πρός τούς κεκοιμημένους

    

Ἀντι­μι­σθί­α ἐ­λέ­ους πρός τούς κε­κοι­μη­μέ­νους 

Μία νο­σο­κό­μα σέ με­γά­λο Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῶν Ἀ­θη­νῶν, ἡ Ἀ., δι­η­γή­θη­κε στόν π. Συ­με­ών τόν Ἁ­γιο­­ρεί­τη πού ἐγκα­τα­βιώ­νει στήν Καλ­λιά­γρα: «Εἶ­χα σκλή­ρυν­ση κα­τά πλά­κας καί ἤ­μουν στά πρό­θυ­ρα τῆς πα­ρα­λύ­σε­ως. Οἱ για­τροί μοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να μῆ­να ἄ­δεια. Ἐ­νῶ ἤ­μουν ξα­πλω­μέ­νη στό κρεβ­βά­τι ἀλλά ξύ­πνια, βλέ­πω τήν Πα­να­γί­α νά μοῦ λέ­γη: «Ἀ., σή­κω ἐ­πά­νω, εἶ­σαι κα­λά πλέ­ον. 

»Ση­κώ­θη­κα καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα πῆ­γα στήν δου­λειά μου στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Οἱ για­τροί ὅ­ταν μέ εἶ­δαν τά ἔ­χα­σαν. Μέ ἐ­ξέ­τα­σαν καί μέ βρῆ­καν ὑ­γι­ῆ». 

Ὁ π. Συ­με­ών ρώ­τη­σε τήν Ἀ., σέ ποι­ό τμῆ­μα ἐρ­γά­ζε­ται. «Εἶ­μαι στό νε­κρο­το­μεῖ­ο», ἀ­πάντη­σε. «Φέρ­νουν τούς πε­θα­μέ­νους καί τούς πε­τᾶν χω­ρίς σε­βα­σμό. Τούς παίρ­νω, τούς πλέ­νω, τούς ντύ­νω καί τούς πε­ρι­ποι­οῦ­μαι μέ πολ­λή ἀ­γά­πη σάν δι­κούς μου ἀν­θρώ­πους». 

«Γι᾽ αὐ­τό ἡ Πα­να­γί­α σέ ἔ­κα­νε κα­λά», τῆς εἶ­πε. «Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ὁ Τω­βίτ ὅ­ταν εὕ­ρι­σκε νε­κρό, τόν ἔντυ­νε καί τόν ἔ­θα­βε. Γι᾽ αὐ­τό τοῦ εἶ­πε ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος Ρα­φα­ήλ “σέ προ­στα­τεύ­ω”». 

«Καί ἐ­γώ», εἶ­πε κλαί­ου­σα ἡ Ἀ., «νι­ώ­θω μί­α προ­στα­σί­α ἐ­πά­νω μου».