Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου
Μέχρι τώρα δημοσιεύτηκαν πληθώρα κειμένων μὲ πλῆθος ἀναφορῶν τῶν Ἁγίων Γραφῶν
καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ παρουσίαζαν τὴν κρυστάλινη χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ
τὴ στάση τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς κι ὅσους κοινωνοῦν μαζί τους,
ἐπειδὴ αὐτοὶ διασποῦν
τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, διαστρέφουν τὴν Ἀλήθεια της, μολύνουν
τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς κακόδοξες θέσεις τους. Ἂν εἶναι Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἡ ἀπομάκρυνση ἀκόμα καὶ
ἀπὸ τοὺς «ἀτάκτως περιπατοῦντας», πόσο μᾶλλον ἰσχύει ἡ ἐντολὴ αὐτὴ γιὰ τοὺς
«μισθωτοὺς ποιμένες», τοὺς «ψευδεπισκόπους», τοὺς «ψευδαδέλφους», ὅπως μᾶς
δίδαξε πρωτίστως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν ἀλλὰ φεύξονται ἀπὸ
αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν». Ἐδῶ εἶναι ἀπολύτως
ξεκάθαρο, ὅτι ὁ Κύριος ἐννοεῖ ἄνευ ἐξαιρέσεως κάθε Ποιμένα ποὺ ἑτεροδιδασκαλεῖ,
χωρὶς τὶς δικαιολογίες ποὺ χρησιμοποιοῦν πολλοὶ σήμερα, τοῦ τύπου «μὰ εἶναι κατὰ
τὰ ἄλλα εὐσεβής», διότι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «οὐχ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν διατέτμηται
μόνον, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν τὰ αὐτὰ φρονεῖν ἀλλήλοις λεγόντων διασπᾶται» (Μ. Βασιλείου,
Ἀθανασίῳ Ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρείας, T.L.G., ἐπιστ. 66, section 2, line 14).
Λέγει ὁ χρυσορρήμων ἅγ. Ἰωάννης ὡς πρώτη καὶ μεγίστη ἐντολὴ γιὰ τοὺς ἱερεῖς:
«Καίτοι δέ, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ (σσ. ὁ Κύριος) πρὸς αὐτόν (σσ. τὸν
Πέτρο), ἂν μὲ ἀγαπᾶς, νήστευσε, κοιμήσου χάμω στὴ γῆ, κάνε συχνὲς ἀγρυπνίες,
ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικουμένους, γίνε πατέρας τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν καὶ σύζυγος τῆς
μητέρας αὐτῶν, ὅμως, ἀντὶ αὐτῶν τί λέγει; “Ποίμανε τα πρόβατά μου“…
Πράγματι, ὁ ποιμένας ὁ ὁποῖος ἔχει χάσει πρόβατα, ἢ ἀπὸ διαρπαγὴ λύκων ἢ ἀπὸ
κλοπὴ ληστῶν, ἢ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη τυχαία αἰτία, μπορεῖ νὰ
τύχει τῆς συγγνώμης τοῦ κυρίου τῆς ποίμνης, σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ἤγετο σὲ δίκη, ἡ
σοβαρότερη ζημία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστεῖ θὰ ἦταν ἡ καταβολή χρηματικοῦ
προστίμου. Ἀντίθετα, ὁ ἐμπιστευμένος τὴ φύλαξη ἀνθρωπίνων ψυχῶν, τὸ λογικὸ
ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, κατ᾿ ἀρχὴν μὲν ἀποπληρώνει τὴν ἀπώλεια τῶν προβάτων ὄχι μὲ
χρηματικὸ ἀντίτιμο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν ψυχή του» (Λόγος δεύτερος περὶ
ἱερωσύνης).
Καί: «Ἂν ἐνῶ ἡ ρομφαία προελαύνει καὶ δὲν σαλπίσει στὸν λαό, οὔτε
σημάνει, λέγει, τὸν συναγερμὸ ὁ σκοπὸς καὶ ἔλθει ἡ ρομφαία καὶ λάβει τὴν
ψυχή, αὐτὴ θὰ ἔχει ληφθεῖ γιὰ τὶς ἄνομες πράξεις της, ὅμως τὸ αἷμα της θὰ τὸ
ζητήσω ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ σκοποῦ» (Λόγος ἕκτος περὶ ἱερωσύνης).
Ὁ δὲ ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ἡ κατὰ τὸν Μ. Φώτιο «μοῦσα τῆς Ἐκκλησίας», προσθέτει στὰ παραπάνω μιλώντας γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο: «Ἂν ἀγνοώντας ὁ Εὐσέβιος τοὺς χειροτόνησε, θὰ ἔχει μέτρια ἀπολογία "ἐν ἀγνοίᾳ". Ἂν ὅμως, ὅπως λές, γνωρίζοντάς το πάρα πολὺ καλά, παρέδωσε τὸ ποίμνιο (γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Χριστός ἔχυσε τὸ αἷμα του) σὲ λύκους (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ τὰ ἁρπάξουν, σὲ σκυλιά (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ ἀσελγήσουν καὶ σὲ ἀλεποῦδες (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ τὰ ἀφανίσουν μὲ δόλο, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει τί νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὶς τόσες ἁμαρτίες. Κι αὐτὰ τὰ λέω, ὄχι γιατὶ θὰ εἶναι ἀνεύθυνοι ἐκεῖνοι καὶ δὲν θὰ κριθοῦν, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸς ποὺ παρέχει τὰ σπέρματα τῶν ἁμαρτημάτων θὰ τιμωρηθεῖ πολὺ περισσότερο... Τότε τὸ ποίμνιο δὲν θὰ θεωρήσει αξιόπιστο τὸν διδάσκαλο αὐτὸν ποὺ δὲν πράττει τὰ δέοντα. Πρέπει λοιπὸν ὁ ποιμένας νὰ ἀστράφτει καὶ στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα. Γιατὶ λέει ὁ Χριστὸς "Ὅποιος πράττει καὶ διδάσκει, αὐτὸς θὰ ὀνομαστεῖ μέγας στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐὰν τὸ πράττειν σημαίνει μόνο τὴν διδαχή, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι δὲν θὰ εἶχε προστεθεῖ τὸ δεύτερο (P.G. 78, 672-673).
Μέχρι τώρα πάμπολλα κείμενα ἔδειξαν μέχρι λεπτομερειῶν τὴν στάση τῶν Ἁγίων·
τὴν ἄμεση καὶ ἐνστικτώδη ἀπομάκρυνση τους ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· τὴν «καλὴ οἰκονομία»
ποὺ εἶναι ἐπιτρεπτὴ καὶ τὰ χρονικά της ὅρια, πέρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα καθίσταται «κακὴ οἰκονομία» καὶ κατεδείχθη ὅτι ἡ οἰκονομία
στὸν ἀγῶνα ἐνάντια στὴν αἵρεση, ἔτσι ὅπως τὴν ἐφαρμόζουν διάφοροι ὑποτιθέμενοι ἀντιοικουμενιστές,
δὲν εἶναι μόνο «κακή», μετα-πατερικὴ καὶ ἀντιπατερική, καὶ ἄρα δὲν δρᾶ ἀποτελεσματικά,
δὲν σταματᾶ τὴν ἐπέκταση τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ ἀντίθετα διευκολύνει ἀφάνταστα τὴν
αἵρεση –καὶ ἐδῶ τὴν Παναίρεση– νὰ προωθηθεῖ, νὰ ἁπλώσει ρίζες βαθειὲς
στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, καὶ νὰ ἐγκαθιδρυθεῖ, προσβάλλοντας, ἀλλοιώνοντας καὶ
μολύνοντας ψυχὲς καὶ φρονήματα. Καὶ ὅπως συμβαίνει πάντα στὸν πνευματικὸ βίο, ἡ
μία κακοδοξία ἐπιφέρει τὴν ἑπόμενη.
Ὅλα τὰ κείμενα καὶ οἱ ὁμιλίες ποὺ ἔχουν δημοσιευθεῖ ἀπὸ διάφορους ὑποτιθέμενους
ἀντιοικουμενιστὲς ἱερεῖς, γέροντες καὶ θεολόγους κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ παράλληλα
κατὰ τῆς ἀποτειχίσεως στεροῦνται παντελῶς πατερικῶν ἀποδείξεων, τῶν ὅσων τραγικῶν
ἀναφέρουν καὶ στηρίζονται σὲ δικούς τους «λογισμούς». Μάλιστα παρότι τὰ
πράγματα στὴν Ἐκκλησία χειροτερεύουν συνεχῶς, παρότι τὸ ἕνα ἀνήκουστο ἀκολουθεῖ
τὸ ἄλλο, αὐτοὶ συνεχίζουν νὰ λένε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια καὶ παράλληλα κανεὶς ἀπὸ
τοὺς ὁπαδούς τους δὲν ἀναρωτιέται: Ἀφοῦ ὑποτίθεται λένε τὴν ἀλήθεια καὶ ὑποτίθεται
καυτηριάζουν τὴν αἵρεση καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση, γιατὶ δὲν διώκονται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές,
πού, ὅπως εἶναι γνωστόν, δὲν ἀνέχονται διορθώσεις καὶ διδαχές. Ἀντιθέτως ὅλοι αὐτοὶ
ὄχι μόνο δὲν διώκονται, ἀλλὰ παίρνουν καὶ πόστα, ὡς καθηγητὲς σὲ σχολές, ἐνορίες
κλπ.
Εἶναι καθῆκον μας, λοιπόν, νὰ ἀναιρέσουμε πάλι καὶ πάλι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἀληθείας,
γιὰ νὰ μὴ ἐπικρατήσουν οἱ κακόδοξες
θέσεις ὅλων αὐτῶν καὶ ἐπὶ πλέον νὰ ὑποστηρίξουμε ὅλους τοὺς ἀποτειχισμένους, ποὺ
εἶναι ἕτοιμοι νὰ ὑποφέρουν γιὰ τὸν Χριστό.
Λένε λοιπόν, πολλοὶ «ἀντιοικουμενιστές» τὰ ἑξῆς:
«Κατ’ αρχάς, η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος του 861 μ.Χ., η
οποία περιλαμβάνει και τον 15ο Κανόνα, δεν είναι Οικουμενική. Κατά
δεύτερον, ο Κανόνας ΔΕΝ μιλάει για λαϊκούς παρά ΜΟΝΟ για κληρικούς. Δικαίωμα
διακοπής μνημοσύνου έχουν μόνο οι κληρικοί και μάλιστα διακοπή μόνο από
τον επίσκοπό τους. Αυτά λέει ο Κανόνας. Εμείς οι λαϊκοί απλά στηρίζουμε τους
πατέρες που αγωνίζονται».
Στὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς φαίνεται τὸ κακὸ καὶ τὴν σύγχυση ποὺ ἔχει
προκαλέσει ἡ γραμμὴ τῆς Οἰκονομίας καὶ τοῦ, ὅπως τὸν ὀνομάζουν, ἀγώνα ἐκ τῶν ἔσω.
Κατ’ ἀρχάς, οἱ Κανόνες τῆς ΑΒ Συνόδου ἔχουν ἰσχὺ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως
καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει τοπικὴ
Σύνοδος τοῦ 381, ἔγινε ἀποδεκτὴ ὡς ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Ὁ 15ος Κανόνας ἀναφέρεται μὲν σὲ κληρικούς, κακῶς ὅμως καὶ μᾶλλον
ἐσκεμμένως παρουσιάζεται ἀπὸ ὄλους αὐτοὺς ἀπομονωμένος ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερικὴ
παράδοση, διότι πρὶν ἀπὸ τὸν Κανόνα αὐτόν, εἶχαν ἤδη γραφτεῖ πάμπολλα χωρία, στὴν
Π. καὶ τὴν Κ. Διαθήκη ἀπὸ τὸν ἴδιο Κύριο διὰ τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων,
τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν τὸ ἴδιο πνεῦμα. Καὶ βέβαια στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἔχοντες τὸ αὐτὸ
πνεῦμα Ἅγιοι Πατέρες, ἐντέλλονται τὴν ἀπομάκρυνση ὅλων τῶν πιστῶν καὶ ὄχι
μόνο τῶν κληρικῶν ἀπὸ τὸν κάθε εἴδους αἱρετικό, καταδικασμένο ἢ μὴ ἀπὸ Σύνοδο. Τελείως
λανθασμένη καὶ ἀντιπατερικὴ εἶναι ἡ σκέψη-θέση-λογισμὸς ὅτι «οι λαϊκοί απλά στηρίζουμε τους πατέρες που
αγωνίζονται»! Ἀλήθεια, σὲ ποιό πατερικὸ κείμενο συναντᾶται αὐτὴ ἡ
θέση, ὅτι καὶ πρωτίστως (περὶ αὐτοῦ
πρόκειται), οἱ λαϊκοὶ στηρίζουν «ἁπλά»
τοὺς Ποιμένες! Ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεση μολύνει (ἀκόμα καὶ οἱ ἀντιοικουμενιστὲς ἀποδέχονται
τὴν δηλητηριώδη
ἐπίδραση τῆς αἵρεσης, ὅσοι πιστοὶ μείνουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς
καὶ ὅσοι ποιμένες κοινωνοῦν μαζί τους, μολύνονται. Γιατὶ λοιπὸν οἱ πιστοὶ ποὺ
κοινωνοῦν μαζί τους δὲν θὰ μολυνθοῦν; Ποιός Ἅγιος μᾶς παρακινεῖ νὰ μένουμε σὲ
κοινωνία μὲ μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς;
Ὡς ἐκ τούτου ὁ 15ος Κανόνας ἀποτελεῖ τὸ ἀποκρυστάλλωμα αὐτῆς τῆς
ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας. Κάθε ἄλλη διδασκαλία ἀποτελεῖ διαστρέβλωση καὶ
κακοδοξία ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἰδιωτικὰ συμφέροντα καὶ καλύπτει προσωπικὲς βλέψεις καὶ
ἀδυναμίες. Ἐκτὸς ἂν γι’ ὅλους αὐτοὺς ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση!
Παρακάτω θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ ἀποτείχιση
ἀφορᾶ ὅλους τοὺς πιστοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἐξ ἴσου. Τοὺς κυρίους αὐτοὺς
διαψεύδει πρῶτος καὶ καλύτερος (θὰ ἀρχίσουμε παράδοξα τὴν ἀπαρίθμηση τῶν ἐπιχειρημάτων
γιὰ εὐνόητους λόγους) ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης. Γράφει ὁ π. Θεόδωρος στὸ ἄρθρο του «Ἀποτείχιση
ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία» μιλώντας γιὰ τὸν 15ο
Κανόνα:
«Νὰ
διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξακολουθήσουν
νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ
καὶ διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς δρόμος
τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν
πρόκειται περὶ σχίσματος, ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁμολογίας».
Καὶ σὲ ὁμιλία του στὸν Σοχό:
«Αυτός ο οποίος κοινωνεί, ο Πατριάρχης δηλαδή που
κοινωνεί με τον ακοινώνητο, τόν αιρετικό, πρέπει και αυτός να είναι
ακοινώνητος, τότε θα πρέπει και οι υπό τον Πατριάρχη Αρχιεπίσκοποι–Επίσκοποι,
να κάνουν τον Πατριάρχη ακοινώνητο. Να μην επικοινωνούν. Να κόψουν το μνημόσυνο»! (ἐδῶ)
Ἀλλὰ ἐκτὸς τοῦ π. Θεοδώρου ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικῶς ὑψηλότερες ἀποδείξεις τοῦ ὀρθοῦ τῆς ἀποτειχίσεως καὶ ἀπὸ
τοὺς λαϊκούς. Πράγματι ἡ ἀποτείχιση δὲν γίνεται γιὰ νὰ ὑποστηρίξουμε τοὺς ἱερεῖς
μας, ἀλλὰ γιὰ λόγους πίστεως καὶ ὑπακοῆς στὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καί, κατὰ
συνέπειαν, σωτηρίας. Ἂν καὶ ὅλοι (κληρικοὶ καὶ λαϊκοί) εἶναι ὡς μέλη
λαϊκοί, Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ποιμαντικὴ θέση καὶ εὐθύνη τῶν
κληρικῶν, καθὼς καὶ τὴν τιμὴ ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει καὶ ἐπιβάλλει, ἀλλὰ θεωρεῖ ἐξ ἴσου
σημαντικὰ καὶ ἀδιαίρετα μέλη του σώματός Της, τοὺς λαϊκούς. Ὅλοι ἀποτελοῦν ἕνα
σῶμα τοῦ ὁποίου τὰ μέλη ἔχουν –φυσικά- διαφορετικὲς λειτουργίες, ἀλλὰ τὴν ἴδια
εὐθύνη ἀπέναντι στὴν Πίστη.
Ἐξ ἄλλου
–καὶ αὐτὸ τίθεται ἀπὸ τοὺς «οἰκονομιστές-δυνητιστές-ἀντιοικουμενιστές»
σὲ δεύτερη μοῖρα– ἡ ἀποτείχιση ἀποτελεῖ
μέγιστο θέμα Πίστεως καὶ σωτηρίας τοῦ κάθε πιστοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ
καταφύγει ὁ γνωρίζων πιστός, σὲ
κάποια δικαιολογία τοῦ τύπου: «Κύριε, ἐγὼ συνέχισα νὰ κοινωνῶ μὲ τὴν αἵρεση, ἐπειδὴ
δὲν ἀποτειχίστηκε ὁ ποιμένας μου· Κύριε, αὐτὸς φταίει ποὺ δὲν ἀποτειχίστηκε κι ὄχι
ἐγώ»! Μπορεῖ βέβαια ἔντιμα νὰ πεῖ: «Ἔχω μπερδευτεῖ, Κύριε, μέσα σ’ αὐτὴν τὴν σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ,
μὲ ὑπαιτιότητα τῶν Ποιμένων! Δὲν ἀντέχω, Κύριε, συχώρεσέ με, δῶσε μου τὴν
δύναμη νὰ κάνω τὸ θέλημά Σου. Στήριξε ὅσους προχώρησαν σ’ αὐτὸ τὸ βήμα»! Ἀντ’ αὐτοῦ,
οἹ Οἰκουμενιστὲς δικαιολογοῦν ὅσους δὲν θέλουν νὰ μποῦν σ’ αὐτὸ τὸν ἀγώνα καὶ τὸ
χειρότερο, τοὺς ἀποτρέπουν!
Ὁ λαϊκός,
λοιπόν, διακόπτει τὴν μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του καὶ ὅσων κοινωνοῦν μαζί του,
διότι
α) ὁ
μνημονευόμενος Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, καὶ ἀποδεχόμενοι
τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του, συνεπάγεται ὅτι ἀποδεχόμεθα τὴν ἐσφαλμένη πίστη
του, τὴν ἀδιαφορία του γιὰ τὴν τὴν Πίστη καὶ τὴν σωτηρία τῶν μελῶν τοῦ ποιμνίου
του, τὴν ἔλλειψη ΟΜΟΛΟΓΙΑ καὶ ὑπερασπίσεως τῆς ὀρθόδοξης Ἀλήθειας, ὅτι ἐγκρίνομαι δηλ. τὶς ἐνέργειές του κ.λπ. (ὅπως
π.χ. τὴν συνέχιση συμμετοχῆς μας στὸ Π.Σ.Ε. τῶν αἱρέσεων, τὴν ἀποδοχὴ τῆς κακόδοξης
Κολυμπάριας Συνόδου, ποὺ ἔχουν ἀποδεχτεῖ στὴν πράξη ΟΛΟΙ οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς
κ.λπ.) καὶ ἄρα συμμετέχουμε καὶ ἐγκρίνουμε κι ἐμεῖς –κοινωνοῦντες
μαζί του– τὰ αἱρετικὰ οἰκουμενιστικὰ «Δρώμενα-Πεπραγμένα», δὲν τὰ ἀποδοκιμάζουμε
διὰ τῆς ἀποχῆς· μιὰ κάποια διαμαρτυρία πετιέται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς εἰς τὸν
κάλαθο τῶν ἀχρήστων! Ἢ μήπως τὸ ἀνάλογο δὲν ἰσχύει σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ
δημοσίου βίου; Στὸ σχολεῖο, στὸ νοσοκομεῖο, στὴν πολιτική;
Καὶ β) καὶ ὁ λαϊκὸς μνημονεύει
στὴν Θεία Λειτουργία καὶ ὄχι μόνο ὁ ἱερέας: Π.χ. τὴν
στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας μνημονεύει ὀνόματα στὴν Προσκομιδή, μνημονεύουν καὶ οἱ
λαϊκοὶ τοὺς δικούς τους, ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους (Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Πηδάλιον, σελ. 428, ὑποσημ. 3β).
Μνημονεύουν ἐπίσης στὴ «Μεγάλη Εἴσοδο»∙ στὸ «Ἐξαιρέτως»∙ («καὶ ὧν ἕκαστος
κατὰ διάνοιαν ἔχει»)∙ καὶ στὸ «σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου» (μετὰ τὴν
Θ. Κοινωνία), τότε ποὺ ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται στὸ λαὸ «κεκαλυμμένως στὸ Ἅγιο Ποτήριο» (Ἅγ. Συμεὼν Θεσ/νίκης, σελ. 337).
Γράφει ὁ
ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας (τέλος α΄ και
αρχές β΄ αι. μ. Χ.):
«Πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῇ προσευχῇ
ἅμα συνέρχεσθε· μία δέησις ἔστω κοινή, εἷς νοῦς, μία ἐλπίς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν
πίστει τῇ ἀμώμῳ, τῇ εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, οὗ ἄμεινον οὐδέν ἐστι. Πάντες ὡς εἷς, εἰς
τὸν ναὸν Θεοῦ συντρέχετε, ὡς ἐπὶ ἓν θυσιαστήριον, ἐπὶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν,
τὸν ἀρχιερέα τοῦ ἀγεννήτου Θεοῦ» (Προς
Μαγνησίους, 7, 1-2). «Μεγίστη τιμὴ τὸ μνήμης ἀξιωθῆναι»!
Ὁ
λαϊκός, λοιπόν, μνημονεύει μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα καὶ διακόπτει κι αὐτὸς τὴν
μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχει τὸ ἴδιο φρόνημα, νὰ
προφυλάξει τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του ἀπὸ τὴν μόλυνση τῆς αἰρέσεως καὶ γιὰ νὰ ἀποτελέσει
κινητήριο παράδειγμα καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους πιστούς, ἔτσι ὥστε νὰ τεθεῖ φρένο στὴν
αἵρεση καὶ νὰ ἐπισπευθεῖ ἡ καταδίκη τους ἀπὸ τὴν σύνοδο ποὺ θὰ συγκλιθεῖ γιὰ τὴν
ἀντιμετώπισή της. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ παρακάτω:
«Εἶναι
σημαντικὲς οἱ μνημονεύσεις αὐτὲς καὶ μάλιστα σᾶς εἶπα στὸ προηγούμενο
κήρυγμα ὅτι καὶ ἐσεῖς πρέπει νὰ συνοδεύσετε τὸν Ἱερέα μὲ μνημονεύσεις τῶν δικῶν
σας προσώπων. Ἐκείνη ὅμως ἡ μνημόνευση
ποὺ πρέπει νὰ τὴν προσέξουμε ἰδιαίτερα καὶ τὴν ὁποία ἀκοῦτε ἀπὸ τὸν Ἱερέα,
γιατί τὴν λέει ἐκφώνως, εἶναι ἡ μνημόνευση γιὰ τὸν Ἐπίσκοπό του τόπου. "Ἐν πρώτοις", λέγει ὁ Ἱερέας, δηλαδή, πρῶτα ἀπ'
ὅλα, "μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν... (τάδε)". Εὔχεται ὁ Ἱερέας μαζὶ μὲ τὸν λαὸ γιὰ τὸν Ἐπίσκοπό
του» (τοῦ
Ἐπισκόπου Γόρτυνος & Μεγαλουπόλεως κ.κ. Ἱερεμίου Φούντα, Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
-Σύντομα κηρύγματα).
«Ὁ Ἱερέας δὲν μπορεῖ μόνος νὰ τελέσει τίποτε. Τὰ πάντα γίνονται μὲ τὴν σύμπραξη καὶ τὴ
συλλειτουργία τῶν λαϊκῶν καὶ τῶν κληρικῶν. Οἱ αἰτήσεις πρὸς τὸ Θεὸ ἀφοροῦν
τὸ “ἐμᾶς”. Τοῦτο συμβαίνει γιατί ὅλα
τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας συμμετέχουν στὴν Ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, οἱ μὲν
λαϊκοὶ κατὰ τρόπο γενικό, οἱ δὲ κληρικοὶ μέσα ἀπὸ τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης»
(ἐδῶ).
«Ἡ πνευματικὴ κοινωνία τῶν ὁμοδόξων, καὶ ἡ
τελεία ὑποταγὴ
πρὸς τοὺς γνησίους ποιμένας ἐκφράζεται μὲ τὸ
μνημόσυνο.
Οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες ὁρίζουν, ὅτι αὐτῶν ποὺ ἀποστρεφόμεθα τὸ
φρόνημα, (αὐτῶν) πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τὴν κοινωνία» (βλ. Γενναδίου
Σχολαρίου, Γράμμα πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικούς... περιοδικὸ Ὁ ὅσιος Γρηγόριος Ἁγίου
Ὄρους).
Αὐτὸ ὅμως, χριστιανοί μου, τὸ νὰ μνημονεύουν
δηλαδὴ οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ χριστιανοὶ μιᾶς Ἐπαρχίας τὸν Ἐπίσκοπό τους, γιὰ νὰ
δηλώσουν μὲ αὐτὸ ὅτι ἀνήκουν στὴν καθ' ὅλου Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Γιατί ὁ λαὸς
τῆς ποίμνης τοῦ τὸν μνημονεύει, ἐπαναλαμβάνω, γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι ἀνήκει στὴν
καθ' ὅλου Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (ἐδῶ).
Ὅταν,
λοιπόν, μνημονεύουμε τὸν ἐπίσκοπο ποὺ αἱρετίζει, παρὰ τὰ ὅσα ὑποστηρίζουν οἱ
διάφοροι ἀντιοικουμενιστές, καὶ ὅσο εὐσεβὴς καὶ νὰ εἶναι ὁ ἱερέας, σημαίνει ὅτι
ἔχουμε τὸ ἴδιο φρόνημα μὲ τὸν αἱρετίζοντα ἐπίσκοπο, γεγονὸς ποὺ σημαίνει ἀποδοχὴ
τῆς αἱρέσεως.
Εἶναι
τραγικὴ ἡ παραποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, μία παραποίηση ποὺ
στηρίζεται σὲ προσωπικὰ αὐθαίρετα συμπεράσματα, καὶ ἀκόμα τραγικότερη εἶναι ἡ
σιωπὴ τῶν ποιμένων αὐτῶν ποὺ διδάσκουν στὰ πνευματικά τους παιδιὰ νὰ παραποιοῦν
καὶ νὰ διαστρεβλώνουν.
Τὴν κορυφὴ ὅμως τῆς
διαστρέβλωσης ἀποτελεῖ τὸ ἀκόλουθο:
«Αν ο
πνευματικός μας πατέρας έχει ορθόδοξο φρόνημα δεν είναι απαραίτητο να τον
εγκαταλείψουμε. Ούτε είναι απαραίτητο να έρθουμε σε ρήξη με φίλους ή, ακόμη
χειρότερα, με μέλη της οικογένειάς μας αν διαφωνούν με την αποτείχιση. Αυτό
είναι έργο του διαβόλου. Αυτό ακριβώς θέλει ο σατανάς να πετύχει! Αν κοντά στην
περιοχή μας δεν υπάρχει ιερέας που έχει διακόψει τη μνημόνευση, τότε κατ’
ανάγκην μπορούμε να εκκλησιαστούμε σε έναν ιερέα που είναι παραδοσιακός μεν,
αλλά εξακολουθεί να μνημονεύει. Γιατί να στερηθούμε το απαραίτητο για τη
Σωτηρία μας μυστήριο της εξομολογήσεως; Γιατί να στερηθούμε τον εκκλησιασμό και
τη Θεία Κοινωνία, αφού τα Μυστήρια είναι έγκυρα; Είναι δυνατόν να γίνεται την
Κυριακή Θεία Λειτουργία και εμείς να καθόμαστε στο σπίτι μας; Είναι δυνατόν
στην ακολουθία των Παθών ή στην Ανάσταση εμείς να μην πάμε στην εκκλησία; Θα
μας θερίσει ο διάβολος! Εδώ ασκητές της ερήμου με δεκαετίες αγώνων στο Άγιον
Όρος παρασύρθηκαν από το σατανά και καταστράφηκαν! Πόσο περισσότερο εμείς που
είμαστε ατελείς άνθρωποι και που δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά
έχουμε και συζύγους και παιδιά!».
Τὸ πόσο ψεύδονται καὶ
διαστρεβλώνουν τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία ὄλοι αὐτοὶ καὶ ὅσοι σιωποῦν στὰ ἀπαράδεκτα
ποὺ γράφονται καὶ λέγονται ἀπὸ αὐτούς, θὰ φανεῖ παραθέτοντας παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας
Παράδοση, ὅπως:
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας
πρὶν τὴν σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ πρὶν τὴν καταδίκη τοῦ
Νεστορίου, προέτρεπε τοὺς Ὀρθοδόξους της Κων/πόλεως, ἐνισχλυοντας αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ΗΔΗ ἀποτειχιστεῖ: «Ἀμώμους ἑαυτοὺς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ
μνημονευθέντι, μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένοι λύκος ἀντὶ
ποιμένος καὶ μετὰ ταύτην ἡμῶν τὴν ὑπόμνησιν τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην φρονεῖν ἕλοιτο
τὰ διεστραμμένα. τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν ἤτοι λαϊκῶν διὰ τὴν ὀρθὴν πίστιν
κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ΄ αὐτοῦ κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τὴν ἐκείνου
κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δὲ μᾶλλον τοὺς πεπονθότας…» (πρακτικά Γ΄ Οἰκουμ.
Συνόδου,T.L.G. 1,1,1 p. 114, 1,2).
Ἱ. Χρυσόστομος: «Ὄχι μόνο ἂν κάποιοι λένε
συνολικὰ ἀντίθετα πράγματα ποὺ ἀνατρέπουν τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ τὸ παραμικρὸ ἀντίθετο
νὰ διδάξουν νὰ εἶναι ἀναθεματισμένοι». «Ἀπὸ αὐτοὺς πρέπει νὰ πεταγόμαστε μακρυὰ
ὅπως πεταγόμαστε ὅταν συναντάμε ἕνα φίδι, καὶ νὰ διακόπτουμε κάθε κοινωνία καὶ
νὰ φεύγουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη, ἀκόμα κι ἄν μᾶς φαίνονται σεβάσμιοι καὶ πρᾶοι»
(Μ. Φώτιος).΄
«Εἰ δέ τις προσποιεῖται ὁμολογεῖν μὲν ὀρθὴν
πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις [ἂν κάποιος προσποιούμενος ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ
πίστι, ἀλλὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς] τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς
τοιούτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν·
[καὶ ἐὰν σᾶς ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς –καὶ τὸ
πράξει– νὰ τὸν ἔχετε ὡς ἀδελφό σας] ἐὰν δὲ φιλονίκως ἐπιμένῃ τὸν τοιοῦτον
παραιτῆσθε [ξεκόψτε ἀπὸ αὐτόν]».
Οἱ Ἁγιορεῖτες
Πατέρες γράφοντες πρὸς τὸν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγον λέγουν:
«Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν
μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἡγήσεται; Πλὴν ὅτι
μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν Ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων»
(Κριτικὴ ἔκδοσις τῆς ἐπιστολῆς ἐν: V. Lourent et. Dorroze’s DOSSIER GREC DE L’ UNION DE LYON 1273-1277,
P. 376-403 Paris 1976).
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσθέτει: «Ἐφόσον ὁ Καλέκας εἶναι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τόσες φορές ἀποκομμένος ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι κατὰ συνέπεια ἀδύνατο νὰ ἀνήκει στοὺς εὐσεβεῖς, ὅποιος δὲν ἔχει ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ αὐτόν. Ἀντιθέτως, ὅποιος γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα, τότε ἀνήκει πράγματι στὸν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστη». Καί: «Εἶναι ἀδύνατο κάποιος νὰ ἐπικοινωνεῖ
ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν Πατριάρχη Καλέκα καὶ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος…, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἦταν ἀποτειχισμένος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν εὐσεβῆ πίστη». Εἶναι
δὲ γνωστὸν ὅτι τότε, ὁ Καλέκας δὲν εἶχε ἀκόμη καταδικαστεῖ Συνοδικῶς!
Ὁ ἅγιος Θ. ὁ Στουδίτης συμφωνεῖ μὲ τὴν
διδασκαλία τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὅταν γράφει: «…μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς
τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς
τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν». «μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς, μήτε ἀναφέρειν…
ἐπὶ τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι μέγισται ἀπειλαὶ κεῖνται παρὰ τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι
τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καὶ ἑστιάσεως.
«Ἐὰν κάποιος συμπροσευχηθεῖ μὲ ἕναν ἀκοινώνητο
ἔστω καὶ μέσα σὲ σπίτι, νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος».
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος «Οἱ [αἱρετικοὶ] τέλεον περὶ τὴν
πίστιν ἐναυάγησαν. οἱ δὲ εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθηκαν, ὅμως τῇ
κοινωνίᾳ τῆς
αἱρέσεως συνόλλυνται [θὰ χαθοῦν μαζί μὲ τοὺς αἱρετικούς]» Εἶναι κατὰ τὸν ὅσιο
Θεόδωρο «προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας» τὸ νὰ παραμένει κάποιος ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν κακοδοξοῦντα
ἐπίσκοπόν του».
Και ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Ὅσοι προσποιοῦνται ὅτι ὁμολογοῦν
τὴν ὑγιῆ πίστη, κοινωνοῦν-μνημονεύουν δὲ μὲ τοὺς ἑτερόφρονες, ἂν μετὰ ἀπὸ τὴν
σύστασή σας δὲν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς, ὄχι μόνο νὰ τοὺς ἔχετε ἐκτὸς Ἐκκλησίας,
ἀλλὰ οὔτε ἀδελφοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζετε».
«Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν προσευχῶν
καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καὶ
παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς
καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ τὴν φλόγα τὴν
τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ
ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28).
Καὶ ἀλλοῦ:
«ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια,
φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες
τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς
Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86).
«Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι
τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν
ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιά συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν·
οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μὲν κινῆσαι εἰς
συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ ἀγάπην πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δὲ τῇ ἀληθείᾳ
τῶν πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολὺ τῆς αὐτῶν ἀπολείπεται» (Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει,
ΕΠΕ 2, 20).
Καὶ ὁ ἅγ.
Γρηγόριος, φίλος τοῦ Μ. Βασιλείου, ἐπαινεῖ μὲ τὰ ὀμορφότερα λόγια τὴν στάση τοῦ
ποιμνίου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας (Λόγος μβ΄.
Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν ρν ἐπισκόπων παρουσίαν, PG 36 σελ. 457–492):
«Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν, ὅτε μικρόν
τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι
μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν
ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ
ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε
σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν (σσ. ἐδῶ φαίνεται καὶ ἡ ἀποτείχιση τοῦ ποιμνίου δηλ. ἡ ἄρνησή του νὰ
κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ προτίμησή του νὰ ὑποφέρει παρὰ νὰ προδώσει τὴν
πίστη του)... Τῷ ὄντι γὰρ καὶ ἡμεῖς ἐξώσθημεν καὶ ἀπεῤῥίφημεν, καὶ ἐπὶ
πᾶν ὄρος καὶ βουνὸν διεσπάρημεν, ὡς ἐν ἐρημίᾳ ποιμένος· καὶ πονηρός τις χειμὼν
κατέσχε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δεινοὶ θῆρες ἐπιπεπτώκασιν, οἱ μηδὲ νῦν μετὰ τὴν
αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι».
Γράφει ὁ
ἱερὸς Δοσίθεος γιὰ τὴν κατάσταση τῶν πιστῶν στὴν Κων/πολη ἐπὶ Μ. Γρηγορίου (βλ.
σελ. 26): «ἐπειδὴ οὐκ εἶχον οἱ ὀρθόδοξοι κἂν μίαν Ἐκκλησίαν (σ.σ. ἦταν ὅλες
τῶν ἀρειανῶν), αὐτὸς (ὁ
Γρηγόριος) μετέφερεν οἰκίαν τινά εἰς εὐκτήριον, ὃν ὠνόμασε Ἀναστασίαν… Ὅσους
δε κόπους καὶ ἀγῶνας ἐποίησε διὰ τὴν εὐσέβειάν τις ἱκανὸς αὐτὸς εἰπεῖν ἢ
γράψαι; Ἀρκεῖ ὁ κοινὸς ἀδόμενος λόγος, ὅτι χιλίας Ἐκκλησίας ηὗρεν Ἀρειανῶν,
καὶ μήτε μίαν Ὁρθόδοξον, καὶ μετὰ τὴν παραίτησιν αὐτοῦ (τὸ 381) ἦσαν
χίλιαι καὶ μία τῶν Χριστιανῶν, καὶ οὐδεμία τῶν Ἀρειανῶν. (Δωδεκάβιβλος, βιβλίο γ’, κεφ. β’, σελ. 15).
Καὶ πάλι
φαίνεται τὸ κατάφωρο ψεῦδος καὶ ἡ διαστρέβλωση τῆς πίστεως ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
κυρίους.
Ὅσο γιὰ
τὸ θέμα τῶν παραδοσιακῶν/εὐσεβῶν Ἐπισκόπων/Ἱερέων καὶ μόλυνση ἀπὸ τὴν κοινωνία
μαζί τους ὁ Μ. Βασίλειος ἀπαντάει ξεκάθαρα. Ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει σαφέστατα, ὅτι
εὐσεβὴς εἶναι ὁ ἱερέας καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ τὴν Ἀποστολικὴ
διδασκαλία καὶ διαφυλάττει τὴν Ἀποστολικὴ πίστη. Τὸ ἕνα χωρὶς τὸ ἄλλο δὲν μπορεῖ
νὰ συνυπάρξει, μιᾶς καὶ εἶναι ἀλληλένδετα. Ὁ ἀληθινὸς καὶ εὐσεβὴς Ἐπίσκοπος καὶ
ἀκολούθως καὶ ὁ ἀληθινὸς καὶ εὐσεβὴς ἱερέας εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο: «Ἐκκλησιῶν
κόσμος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, οἰκείοις
ἀσφάλεια, δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, φύλαξ πατρῴων θεσμῶν, νεωτεροποιΐας ἐχθρός,
ἐν ἑαυτῷ δεικνὺς τὸ παλαιὸν τῆς Ἐκκλησίας σχῆμα, οἷον ἀπό τινος ἱεροπρεποῦς εἰκόνος,
τῆς ἀρχαίας καταστάσεως, τὸ εἶδος τῆς ὑπ՚ αὐτὸν Ἐκκλησίας διαμορφῶν» (Ἐπιστολὴ
τῇ Ἐκκλησίᾳ Νεοκαισαρείας 1, PG 32, 305). Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ γιὰ τὸν Ἅγιο –ἐν
ἀντιθέσει μὲ τὴν διδασκαλία τῶν παραπάνω κυρίων– ἀληθινὴ εὐσέβεια ἱεράρχη, ἂν αὐτὸς
δὲν ὁμολογεῖ ἀνεξαρτήτου κόστους δὲν ἀποτελεῖ «στῦλο καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»,
ἂν αὐτὸς δὲν μάχεται τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ κάθε νεωτερισμό καὶ δὲν
φυλάττει τοὺς πατρώους θεσμούς «οὐδένα οἴδαμεν λόγον ἐχθρὸν τῆς ὑγιαινούσης
διδασκαλίας ταῖς καρδίαις παραδεξάμενοι οὐδὲ μολυνθέντες ποτὲ τὰς ψυχὰς τῇ
δυσωνύμῳ τῶν Ἀρειανῶν βλασφημίᾳ» (Ἐπιστολὴ τοῖς Νεοκαισαρεῦσιν, PG 32). Γι’
αὐτὸ καὶ συνιστᾶ τὸν καθαρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς ἀποδεδειγμένα ἀνάξιους ἐπισκόπους
καὶ ἱερεῖς: «ἐπικαθαρίσατε τήν Ἐκκλησίαν, τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελάσαντες·
καὶ τοῦ λοιποῦ ἐξετάζετε τούς ἀξίους καὶ παραδέχεσθε» (Ἐπιστολὴ Χωρεπισκόποις,
PG 32, 401). Ποιός «εὐσεβής» Ἐπίσκοπος καθάρισε σήμερα τὴν Ἐκκλησία; Σήμερα
ποὺ ἔχουμε ἀποδεδειγμένα καὶ ἐμφανέστατα οἰκουμενιστὲς παναιρετικοὺς Ἐπισκόπους
καὶ ἱερεῖς εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ εἶναι εὐσεβὴς καὶ παρόλα αὐτὰ νὰ τοὺς
μνημονεύει ἢ νὰ ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους; Συνειδητὸς λοιπὸν καὶ ἀκολούθως
εὐσεβὴς ἱερέας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπελαύνει τοὺς ἀνάξιους και αἱρετικοὺς
ψευδοποιμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκολουθεῖ δηλ. ἔχει ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μόνο μὲ τοὺς ἄξιους καὶ ἀληθινοὺς ποιμένες. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν ὑπάρχει εὐσέβεια
ἐκεῖ ποὺ γίνονται ἀνεκτὲς οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες, ἐκεῖ ποὺ διὰ τῆς
μνημονεύσεως, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίζεται, θυσιάζεται ἡ Ἀλήθεια γιὰ λόγους ἀσφαλείας ἢ
ἐκκλησιαστικῆς διπλωματίας: «Οὐ μήν πρό γε τῆς ἀληθείας τιμητέα ἡμῖν ἡ ἀσφάλεια»
(Περί Ἁγίου Πνεύματος 21, 52, PG 32, 164) καί: «Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον, μηδέ ἀριθμήσαιμι
ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τόν παρά τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως εἰς
προστασίαν προβεβλημένον» (Ἐπιστολὴ Νικοπολίταις πρεσβυτέροις 3, PG 32, 897).
Ὁ δὲ ὅσ. Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης
γράφει στὴν «Ἀλφαβηταλφάβητο» στὸ ρνδ΄ (154) ἀπὸ τὸν στίχο 10:
« Ἀπὸ τὸ νὰ λὲς ὅτι εἶσαι ἀπόστολος
τοῦ Κυρίου, διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν καὶ κήρυκας, ἀπὸ τὸ νὰ κηρύττεις τοὺς θεσμοὺς
τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ διδάσκεις σὲ ἀνθρώπους τὶς προσταγὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι
κατὰ πολὺ λαμπρότερο καὶ σεμνότερο καὶ καλύτερο νὰ σὲ περιτριγυρίζουν φρουρές, ἐπειδὴ
ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζεις σὲ ὅλους, ἐνῶ φορᾶς δεσμά.
Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο γνωρίζει τί λέω καὶ ὅποιος καίγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη
τοῦ Δεσπότου ἔχει τὴν δύναμη νὰ γνωρίζει τὴν δύναμη τῶν δεσμῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ
θέλει νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παῦλο στὶς φυλακὲς καὶ στὰ δεσμὰ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀπὸ
τὸ νὰ συναναπαύεται καὶ νὰ συντιμᾶται (σσ. λόγῳ τῆς ἱερωσύνης) μαζί του».
Ὁ Ὅσιος θεωρεῖ ὑψηλότερη ἀπόδειξη
εὐσεβείας τὴν τιμωρία, τὴν φυλάκιση, τὸν διωγμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εὐσέβεια
σημαίνει γιὰ τὸν ὅσιο νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παύλο στὴν φυλακή, νὰ θεωρεῖται
περικάθαρμα μαζί του, παρὰ νὰ τιμᾶται μὲ
τοὺς ἄλλους ἱερεῖς, ἐνῶ ἡ Πίστη διώκεται καὶ τὸ δόγμα καταργεῖται. Καὶ ὁ ὅσ.
Μελέτιος τὰ διδάσκει αὐτά, ὄχι μόνο, καὶ κυρίως, γιατὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τοὺς
Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλὰ καὶ γιατὶ τὰ ἔγραψε στὴν φυλακή. Οἱ σημερινοὶ «εὐσεβεῖς»
ἀπὸ ποῦ πῆραν τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκουν τὶς σημερινὲς νεοδιδασκαλίες περὶ εὐσεβείας;
Καὶ ἀπὸ τὸν στίχο 34 φωτογραφίζει
μὲ ἀκρίβεια τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ἀπόδειξη ὅτι στὴν ἱστορία τῆς
Ἐκκλησίας ὁ ὁρισμὸς τῆς εὐσεβείας δὲν ἀλλάζει ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα ἢ ἀπὸ χρόνο σὲ
χρόνο. Ἀποτελεῖ διαμελισμὸ καὶ τεμαχισμὸ τῆς εὐσεβείας, ἐκείνη ἡ μεταπατερικὴ οἰκονομίστικη
τάση-διδασκαλία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κρατοῦμε τὸ “ἠθικὸ” μέρος της καὶ ὀλιγωροῦμε
γιὰ τὸ ὁμολογιακὸ στοιχεῖο τῆς Πίστεως. Τίποτα δὲν ἀλλάζει στὴν ἁγιοπατερική
μας Παράδοση· οὔτε τὸ τί εἶναι πραγματικὰ εὐσέβεια:
«Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλ. ἀφαιρέθηκε ὅλη ἡ εἰρήνη ἀπ’ ὅλους καὶ ταρακούνησαν τὶς
ψυχὲς καὶ τάραξαν τὰ σώματα· ὅτι δηλ. οἱ παραλογιστὲς τῆς ὄντως ἀλήθειας καὶ
οἱ ἐφευρέτες τῆς κακίας φιλονικοῦν νὰ στήσουν λογικὰ τεχνάσματα καὶ ἐπινοοῦν
μεθόδους, πανουργίες, ἔρευνες καὶ συζητήσεις καὶ πολύτροπες ἀγωγὲς καὶ μηχανορραφίες, ὅπως μία γυναῖκα, ποὺ δὲν ἔχει
φυσικὴ ὀμορφιά, προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει ψευδῶς μὲ τὸν καλλωπισμό. Γεννήθηκε
δόλος καὶ ψεῦδος, ἀπάτη, πλάνη καὶ θέλημα καὶ πρόφαση γιὰ συναγωγὴ χρημάτων.
Ὄλα αὐτὰ ὅμως τὰ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ αὐτοὺς τοὺς
καιροὺς οἱ σταθεροὶ ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ
φανερώσουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν
Θεό. Ὑπὲρ αὐτῆς ἔλεγξε καὶ ὑπέφερε τὴν
θάνατο. Πάντες κομπάζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ περισσότερο οἱ ποιμένες, ὅταν ἐμφανίστηκε
ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς νὰ φέρουν μὲ τὸ μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται,
διαβάλλοντάς τους μὲ ρητορικὲς ἀπάτες καὶ περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς
πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές... Ἐὰν
κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής, ἀλλὰ
στὶς πράξεις σκοντάφτει, ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει
κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στον
μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι κάθε ἕνας ποὺ ἑτεροδιδασκαλεῖ, ἀσεβεῖ καὶ ἡ κοινωνία
μαζί του δὲν εἶναι παράδειγμα εὐσεβείας ἀλλὰ ἀσεβείας καὶ νόσου. Τὸν
προειδοποίησε ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες πολλοὶ Χριστιανοί «θὰ ἔχουν τὸ ἐξωτερικὸ
σχῆμα καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς εὐσεβείας, θὰ ἔχουν ὅμως ἀρνηθεῖ τὴν δύναμίν της.
Φεύγε μακρυὰ ἀπὸ αὐτούς» (ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι.
καὶ τούτους ἀποτρέπου, Β΄ Τιμ. 3, 5). Καὶ δηλώνει ξεκάθαρα
ποιό εἶναι τὸ ἀδιασάλευτο κριτήριο τῆς εὐσεβείας: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς
ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 12).
Ἐπ’ αὐτοῦ σχολιάζει ὁ χρυσορρήμων
Ἰωάννης: «Αὐτὰ λέγονται μὲν πρὸς τὸν Τιμόθεο, ἀναφέρονται δὲ μέσῳ αὐτοῦ καὶ
πρὸς κάθε διδάσκαλον (τοὐτέστιν κληρικόν) καὶ μαθητή (τοὐτέστιν λαϊκό). Κανεὶς
λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐπισκοπὴ νὰ μὴν ἀπαξιοῖ αὐτὰ ποὺ ἀκούει, ἀντιθέτως τὰ ἀπαξιοῖ, ὅταν δὲν τὰ πράττει...
Ἐὰν κάποιος ἀθλεῖται, δὲν στεφανώνεται, ἐὰν δὲν ἀθληθεῖ νομίμως. Τί σημαῖνει ἐὰν
δὲν ἀθληθεῖ νομίμως; Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ εἰσέλθει στὸν ἀγῶνα, οὔτε ἐὰν ἀλοιφθεῖ μὲ
λάδι, οὔτε ἐὰν συμπλακεῖ, ἀλλὰ ἐὰν φυλάξει ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἀθλήσεως...
Ἂς μὴ ζητάει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀθλητές (σσ. τῆς Πίστεως) ἄνεση, κανεὶς νὰ μὴν
ζητάει εὐθυμία. Στὸν παρόντα καιρὸ ἰσχύει ὁ ἀγῶνας, ὁ πόλεμος, ἡ θλίψη, ἡ
στεναχώρια, οἱ πειρασμοί, τὸ στάδιον τῶν ἀγώνων. Ἄλλοι θὰ εἶναι οἱ καιροὶ τῆς ἄνεσης.
Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τῶν ἱδρώτων, ὁ καιρός τῶν πόνων. ἐὰν ζητᾶς ἄνεση, τί ἔγινες
ἀθλητής;» («Ταῦτα εἴρηται μὲν πρὸς Τιμόθεον, λέγεται δὲ πρὸς πάντα καὶ
διδάσκαλον καὶ μαθητὴν δι’ ἐκείνου. Μηδεὶς τοίνυν ἀπαξιούτω τῶν τὴν ἐπισκοπὴν ἐχόντων
ταῦτα ἀκούων, ἀλλ’ ἀπαξιούτω μὴ ταῦτα πράττων... Ἐὰν ἀθλῇ τις, φησίν, οὐ
στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τί ἐστίν, ἐὰν μὴ νομίμως; Οὐκ ἐὰν εἰς τὸν ἀγῶνα
εἰσέλθῃ, ἀρκεῖ τοῦτο, οὐδὲ ἐὰν ἀλείψηται, οὐδὲ ἐὰν συμπλακῇ, ἀλλὰ ἂν μὴ πάντα τὸν
τῆς ἀθλήσεως νόμον φυλάττῃ... Μηδεὶς τοίνυν τῶν ἀθλούντων ἄνεσιν ζητείτω, μηδεὶς
ἐν εὐθυμίᾳ εἶναι. Πάλιν τὰ παρόντα ἀγών, πόλεμος, θλῖψις, στεναχωρία,
πειρατήριον, τῶν ἀγώνων τὸ στάδιον. Ἕτεροι τῆς ἀνέσεως οἱ καιροί. Οὗτος τῶν ἱδρώτων,
οὗτος τῶν πόνων ὁ καιρός... εἰ δὲ ἄνεσιν ἐπιζητεῖς, τί ἀπεδύσω;». Ἰωάννου
Χρυσοστόμου,Ὑπόμνημα εἰς τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁμιλίαι
1-10, PG 62,599-662).
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ γεννιέται σὲ
κάθε ὑγιῶς σκεπτόμενον ἄνθρωπο τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Ἐὰν ὑπάρχουν τόσοι εὐσεβεῖς ἱερεῖς,
ὅπως μᾶς «διδάσκουν» οἱ ἀντιοικουμενιστὲς κληρικοί, τότε πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
προχωρεῖ ἡ αἵρεση ἀκάθεκτη καὶ νὰ δυναμώνει μέρα μὲ τὴ μέρα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη;
Ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ εὐσεβεῖς, ἀλλὰ ἐλάχιστοι, γι’ αὐτὸ τὸν λόγο
προχωράει ἡ αἵρεση, ἀγαπητοὶ πατέρες.
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο μᾶς μιλοῦν καὶ μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι: Ἡ ἀποτείχιση γιὰ
τοὺς Χριστιανοὺς σὲ καιροὺς αἱρέσεως ἦταν καὶ εἶναι ὑποχρεωτική, ἐπιφέρει
κόστος, ἐπιφέρει θλίψη καὶ ἔλλειψη ποιμένων καὶ Μυστηρίων, ἐπιφέρει διωγμό, ἐπιφέρει
ἐνοριακὴ καὶ κοινωνικὴ ἀπόρριψη, ἐπιφέρει μαρτύριο ἀνάλογο μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ
καθενός, διότι τὸ μαρτύριο ὁ Κύριος τὸ ἐπιτρέπει, ἀλλὰ φανερώνει καὶ εὐσέβεια,
τιμὴ καὶ μίμηση τῶν Ἁγίων, ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, συμβαδίζει καὶ ἑνώνει
μὲ τοὺς Χριστιανούς, μὲ τὴν Ἐκκλησία ὅλων τῶν αἰώνων. Ὅσοι γράφουν ἐναντίον της
ἔχουν ἄλλους σκοπούς.
Γίνεται
σαφές, λοιπόν, ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ «διδάσκουν» οἱ ἀντιοικουμενιστὲς κληρικοὶ καὶ
λαϊκοί, ἀποτελοῦν ξένη πρὸς τὴν Ἐκκλησία διδασκαλία καὶ προσωπικὰ αὐθαίρετα
συμπεράσματα πρὸς κάλυψη τῶν ἐπιλογῶν τους.
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου