Εορτὴ Αγίου Γρηγορίου Νύσσης
Ὁ σκοπὸς τοῦ
ἐλέγχου τῶν ἑκάστοτε αἱρετικῶν, πέρα ἀπὸ τὴν ἀναίρεση τῶν ὅποιων κακοδοξιῶν τους καὶ τὴν προστασία τοῦ ποιμνίου, εἶναι καὶ ἡ
ἀγάπη γιὰ τὴν διόρθωση-σωτηρία τοῦ αἱρετικοῦ. Ὡς ἐκ τούτου ὅσοι ζητοῦν σήμερα μὲ ὑποτιθέμενο ζῆλο ξυρίσματα καὶ ξυλοδαρμοὺς Οἰκουμενιστῶν κληρικῶν δὲν ἀκολουθοῦν τὸ νόημα τῶν Πατέρων. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης
πὼς ὁ ἀδελφός του (Μ. Βασίλειος) «τὸ στόμα τῆς
εὐσεβείας… μὲ τὸν πλοῦτο τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν του σκορποῦσε ἀνεξέταστα
ἀκόμα καὶ σὲ δόλιες ψυχὲς τὴ δωρεὰ τῆς σοφίας» (Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικὸς Α΄ κατὰ Εὐνομίου, σελ. 17).
Γι' αὐτὸ τὸν λόγο καὶ τὸν αἱρετικὸ Εὐνόμιο φρόντισε καὶ προσπάθησε νὰ
τὸν θεραπεύσει. «Ἐξαιτίας τῆς
ἔμφυτης συμπάθειάς του γιὰ τοὺς ταλαιπωρημένους, ἔνιωσε ὑπερβολικὴ λύπη γιὰ τὴν
ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου» καὶ γι’ αὐτὸ
τὸ λόγο «ἐκπόνησε τὸν
Ἀνατρεπτικὸ λόγο κατὰ τῆς αἵρεσης, ἀντίδοτο στὰ δηλητήρια τῆς κακίας, σκοπεύοντας μὲ τοῦτο νὰ κερδίσει πάλι καὶ
νὰ ἀποκαταστήσει τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴν Ἐκκλησία» (ὅπ. παρ., σελ. 19).
«Αὐτὸς ὅμως (ὁ Εὐνόμιος, ὅπως οἱ Οἰκουμενιστὲς σήμερα) σὰ νὰ τὸν χτύπησε φρενίτιδα ἀγριεύει μὲ τὸ γιατρό του, πολεμᾶ καὶ μάχεται καὶ θεωρεῖ ἐχθρός του αὐτὸν ποὺ ἀγωνιζόταν νὰ τὸν τραβήξει ἀπὸ τὸ βάραθρο τῆς ἀσεβείας. Κι αὐτὰ δὲν ἦταν ἔτσι ἁπλὲς φλυαρίες τῆς στιγμῆς σ’ ὅποιους τυχὸν συναντοῦσε, ἀλλὰ ἔστησε ἀνεπίγραφη στήλη αὐτῆς τῆς θλιβερῆς μανίας ἐναντίον του.
Βρίσκοντας σὲ μακρὸ χρονικὸ διάστημα ὅση ἄνεση ἤθελε,
κυκλοφόρησε σ’ ὅλον αὐτὸν τὸν ἐνδιάμεσο χρόνο λόγο πιὸ ὀγκώδη ἀπ’ ὅ,τι τὰ
μεγάλα καὶ παχύσαρκα θηρία, κι ἐκτόξευε βαριὲς ἀπειλές, ὅσο κυοφοροῦσε στὰ
κρυφὰ τὸ ἔμβρυο (τῆς
αἱρέσεως). Τέλος μὲ κόπο
ἔφερε στὸ φῶς ἕνα ἐξάμβλωμα καὶ ἀνολοκλήρωτο γέννημα. Αὐτό, ὅλοι ὅσοι
μολύνθηκαν ἀπὸ αὐτὴν τὴν πανούκλα τὸ θηλάζουν καὶ τὸ περιποιοῦνται» (ὅπ. παρ.,
σελ. 19).
«Ἂς μὴ μὲ κατηγορήσει κανένας γιὰ τόλμη, ἐπειδὴ
σηκώθηκα νὰ ὑπερασπιστῶ τὸ στόμα ποὺ σωπαίνει… (τὸν Μ. Βασίλειο). Δὲν ἀποδέχτηκα τὸν κόπο τοῦτο, ἐπειδὴ ἀναγνωρίζω στὸν
ἑαυτό μου δύναμη λόγου μεγαλύτερη ἀπ’ ὅ,τι στοὺς ἄλλους. Καὶ τί εἶμαι ἐγώ; Ἀπὸ
ὅσους ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ λογαριάζομαι μαζὶ μὲ τοὺς ἔσχατους, ὄχι
ὅμως καὶ πιὸ ἀδύναμος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀποσπάστηκε καὶ πῆγε στὴν ἀντίπαλη παράταξη
(τοῦ
Εὐνομίου). Γιατὶ μέσα σ’
ἕνα γερὸ σῶμα (τὴν
ὀρθοδοξοῦσα Ἐκκλησία) καὶ τὸ ἐλάχιστο τμῆμα του, μὲ τὴν ὁμόνοια τοῦ συνόλου, θὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ
ἀπὸ τὸ χαλασμένο κι ἀποκομμένο, κι ἂς εἶναι αὐτὸ μεγαλύτερο κι ἐκεῖνο μικρότερο
(ὅπ. παρ.,
σελ. 21).
«Αὐτὸ ἐδῶ βέβαια καὶ γιὰ ἄλλη αἰτία πίστευα, πὼς εἶναι
λογοκοπανιτής, βλέποντας δηλ. τὸ λογοκοπάνημά του σχετικὰ μὲ τὸ δόγμα· νομίζω
ὅμως ὅτι ἔχει κοπιάσει ξεχωριστὰ γιὰ τὸ λόγο του αὐτόν» (ὅπ. παρ.,
σελ. 23).
«Τὴν καταπόνησή του αὐτὴ στὸ λόγο, τὴν δείχνει
καλύτερα ἡ κακογουστιὰ γύρω στὰ σχήματα καὶ τὴ χρήση τῶν λέξεων… Ἀφοῦ δηλ.
ἐρανίστηκε πρόχειρα ἕνα μεγάλο συρφετὸ λεξείδια ἀπὸ διάφορα βιβλία, γιὰ ὅσα
λίγα κατάλαβε, κουβάλησε ἀκούραστος ἕνα ἀμέτρητο σωρὸ λέξεων καὶ τελείωσε αὐτὸ
τὸ κοπιαστικὸ πόνημα, ποὺ ἐπαινοῦν καὶ θαυμάζουν οἱ μαθητὲς τῆς ἀπάτης».
[Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὸν Εὐνόμιο κι ὄχι γιὰ τοὺς
Οἰκουμενιστές. Γιατὶ οἱ δεύτεροι δὲν ἀγωνίζονται γιὰ λανθασμένες ἰδέες, ποὺ
ἔστω τὶς θεωροῦν σωστές, ἀλλὰ γιὰ νὰ φέρουν σὲ πέρας τὴν προδοσία ποὺ
τοὺς ἀνατέθηκε νὰ περαιώσουν ἀπὸ τὰ Βατικάνεια καὶ νεοταξίτικα κέντρα, δηλ. ἀπὸ
τοὺς Ἀντίχριστους. Καὶ ὡς ἐκ τούτου ὁ Εὐνόμιος εἶναι Ἀρσακειάδα μπροστὰ σ’
αὐτούς, τοὺς γηράσαντας στὰ οἰκουμενιστικὰ στέκια τῆς ἀνομίας!].
«Τοῦτοι (οἱ μαθητὲς τοῦ Εὐνομίου) ἀπὸ ἀναπηρία τους στὰ καίρια ἔχουν χάσει καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνουν
κάθε καλὸ καὶ τὸ ἀντίθετό του, ἐνῶ περιγελοῦν καὶ θεωροῦν μηδενικὰ ἐκείνους ποὺ
ὁ ρύπος τῆς ἁμαρτίας δὲν ἔχει θαμπώσει τὸ διορατικὸ τῆς καρδιᾶς τους» (ὅπ. παρ., σελ. 23).
Καὶ ὅπως ὁ ἀσήμαντος Ἡρόστρατος ἔβαλε φωτιὰ στὸν ναὸ
στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ γίνει γνωστός, ἔτσι καὶ ὁ Εὐνόμιος. Ὅμοια δηλ. εἶναι ἡ
ὑπόθεση τῆς διασημότητάς του «ἀλλὰ μὲ παραλλαγὴ πρὸς τὸ χειρότερο. Γιατὶ δὲν καταστρέφουν (αὐτοὶ καὶ οἱ
παρόμοιοί του –καὶ οἱ Οἰκουμενιστές σήμερα) ἄψυχα οἰκοδομήματα, ἀλλὰ τὴν ἴδια
τὴ ζωντανὴ οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, βάζοντάς της ἕνα εἶδος φωτιᾶς, τὸν
παραλογισμὸ τοῦ δόγματος» (ὅπ. παρ.,
σελ. 43).
«Αὐτὴ λοιπὸν ἡ αἵρεση παραχαράζει τὴν ἀληθινὴ θεότητα
τοῦ Κυρίου καὶ προσπαθεῖ νὰ δείξει ὅτι πρέπει νὰ τὸν θεωροοῦμε πὼς εἶναι
δημιούργημα κι ὄχι ὅ,τι εἶναι στὸ ἀξίωμα ὁ Πατέρας (δηλ. τῆς ἴδιας οὐσίας μὲ τὸν Πατέρα) (ὅπ. παρ., σελ.
333).
[Βέβαια, κάτι παρόμοιο κάνουν καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς τότε
μὲ πρωτεργάτη τὸν αἱρετικὸ Ζηζιούλα τώρα μ’ ὅλη τὴν ἀκολουθοῦσα οἰκουμενιστικὴ ὁμήγυρη.
Παραχαράσσουν καὶ εὐτελίζουν τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
αἱρετίζοντας γιὰ τυχὸν πρωτεῖα στὴν Ἁγία Τριάδα, ὄχι πλέον ἀσχολούμενοι μὲ τὸ
ἴδιο τὸ πρόσωπό Του, ὅπως ὁ Εὐνόμιος, ἀλλὰ μὲ τὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ
παρουσιάζουν τὸ Χριστὸ μὲ πολλὰ σώματα (ὅσα καὶ οἱ «ἐκκλησίες» ποὺ
ἀποδέχονται), ἀντιμαχόμενα μεταξύ τους ὡς πρὸς τὴν μία ἀλήθεια. Ἔτσι διαιροῦν καὶ
κομματιάζουν τὸν ἀδιαίρετο Χριστό, τὸ σώμα τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν
ἀναβάθμιση σὲ Ἐκκλησίες, ὅλες τὶς αἱρέσεις, τὶς θρησκείες ἐν συνεχείᾳ καὶ νὰ
ὁδηγήσουν στὴν Πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου!].