Του αειμνήστου Ιωάννου Κορναράκη, Καθ. Παν. Αθηνών
«Μπορούμε να αρνούμεθα το Χριστό και τη στιγμή που (νομίζουμε πως) τον λατρεύουμε ή τον υπηρετούμε» και ταυτόχρονα ...κοινωνούμε με τους εχθρούς του!
Η διαφάνεια της χριστιανικής μας συνειδήσεως,
σαν στόχος της πνευματικής μας ζωής, αποκτάται, όπως γνωρίζουμε, με την εργασία
της νήψεως και της εγρηγόρσεως.
Ίσως, θα
έλεγε κανείς, ότι η διαφάνεια αυτή είναι μια αδιάλειπτη νηπτική λειτουργία και
ποτέ μια ποιότητα πνευματικής ζωής σε σταθερή και αναλλοίωτη εικόνα
αυτοσυνειδησίας. Διαφάνεια και νήψη, σαν όροι πνευματικής ζωής, δεν διαφέρουν
ουσιαστικά. Κι οι δυο όροι δηλώνουν μια προσπάθεια πνευματικής διαύγειας. Ίσως
η μόνη διαφορά να βρίσκεται στο γεγονός ότι εμείς τείνουμε να εννοούμε τη
διαφάνεια σαν καρπό της νήψεως. Σ’ αυτή την περίπτωση η νήψη είναι η οδός που
μας οδηγεί στο φωτεινό χώρο της πνευματικής ζωής που λέγεται διαφάνεια της
χριστιανικής μας συνειδήσεως! Αυτό πάλι σημαίνει ότι, αν η νήψη δεν είναι
αυθεντική, δεν φθάνουμε ποτέ στην αυθεντική διαφάνεια της χριστιανικής μας
συνειδήσεως. Αν δεν γνωρίζουμε να νήφουμε αυθεντικά, η αυτοσυνειδησία μας δεν
είναι διαφανής «εν Χριστώ Ιησού», αλλά μια ψευδαίσθηση που συντηρεί απλώς ένα
χριστιανικό προσωπείο!
Την ψευδαίσθηση αυτή βιώνουμε όλοι εμείς οι χριστιανοί που… ξεχνούμε το διάβολο! Πολλοί από μας τους χριστιανούς, είναι αλήθεια, προσπαθούμε να συντηρούμε με τις προσευχές μας, τον εκκλησιασμό μας, τη συμμετοχή μας στα μυστήρια της Εκκλησίας και τον αγώνα για την τήρηση του θελήματος του Θεού ένα διάλογο με τον Ιησού, που μας βεβαιώνει ότι η πνευματική μας ζωή προχωρεί κανονικά, μέσα στα πλαίσια μάλιστα της ορθόδοξης σωτηριολογίας. Σε όλη όμως αυτή την προσπάθεια ενδέχεται να λησμονούμε το σατανά ή να του δίνουμε πολύ περιθωριακή θέση!
Εξάλλου
είναι αλήθεια ότι και ο ίδιος ο διάβολος ολισθαίνει, με φιδίσια δεξιοτεχνία και
…χάρη, όσο μπορεί,
σε πιο πολύ περιθωριακή θέση στο χώρο της πνευματικής μας ζωής. Το πρώτιστο
έργο του είναι η πλαστογράφηση της ταυτότητος του (η «πλαστοπροσωπία» του), η
έμπνευση της ιδέας ότι δεν υπάρχει. Έτσι η απομυθοποίηση της δαιμονικής
παρουσίας και δράσεως θεωρείται, ακόμη και από χριστιανούς ανθρώπους, ως
προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπινου πνεύματος! Κάθε λόγος περί
δαιμονισμού, γι’ αυτούς, αναδίδει οσμή μεσαιωνικής συνειδήσεως και νοοτροπίας.
Αλλά ακριβώς σ’ όποια χριστιανική συνείδηση διαφεντεύει μια τέτοια ιδέα,
μαρτυρείται επίσημα η δαιμονική λειτουργία. Γιατί η πιο δυναμική παρουσία του
δαιμονισμού βρίσκεται εκεί που συντηρείται επίμονα η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει
δαιμονισμός.
Παρ’ όλα
αυτά το Ευαγγέλιο του Χριστού, σ’ ένα μεγάλο του μέρος, είναι ένα «κείμενο» που
δίνει έμφαση στον … «αντικείμενο»! Το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει και ξεσκεπάζει τη
δράση του σατανά τον οποίο, λόγω του μοναδικού του στόχου να θέλει να
παρακωλύει ή να ματαιώνει το έργο του Χριστού, χαρακτηρίζει και ως
«αντίχριστο». Μάλιστα ο χαρακτηρισμός αυτός δείχνει μια αντιθετική εξίσωση της
δράσεώς του με το έργο του Κυρίου. Ο αντίχριστος είναι μια δαιμονική παρουσία
και δράση που απλώνεται σε όλο το μήκος και το πλάτος του έργου του Κυρίου με
μοναδικό σκοπό να ματαιώνει τις λυτρωτικές συνέπειες του έργου αυτού στις ψυχές
των ανθρώπων και ιδιαίτερα των ήδη («εν ενεργεία») χριστιανών.
Σαν
αντίχριστος, ο σατανάς έχει σαν κύριο έργο να… τρυπώνει εκεί που είναι αδύνατο
να τον… σπέρνουν ή να τον καλούν. Όπου δηλ. η παρουσία του Κυρίου είναι ενεργής
και χαριτόβρυτος, εκεί ο αντίχριστος σπεύδει με … σατανική προθυμία για να
αρνηθεί αυτή την παρουσία. Η άρνηση πάλι αυτή ενεργείται με πολλούς τρόπους,
που το ακάματο δαιμονικό πνεύμα γεννοβολά. Αν πρέπει, μπορεί το πνεύμα αυτό να
διεργασθεί την άρνηση του Χριστού ακόμη και κηρύσσοντας… Χριστό. Το παράδειγμα
της περιπέτειας του απ. Παύλου στους Φιλίππους είναι χαρακτηριστικό. Το
δαιμόνιο προσήλθε αυτόκλητο να διαφημίσει το έργο του αποστόλου των εθνών αλλά
βέβαια όχι με αγαθές προθέσεις. Γι’ αυτό και ο απόστολος το ανακάλεσε στη…
δαιμονική τάξη. Το δαιμόνιο εγκατέλειψε την παιδίσκη και η παιδίσκη το
προσοδοφόρο επάγγελμα του… δαιμονισμένου!
Αλλά η
άρνηση του Χριστού δεν ενεργείται πάντοτε με τέτοια δαιμονική διαφάνεια.
Αντίθετα, ο διάβολος αποφεύγει τα πολλά… φώτα! Προτιμά να ενεργεί στο σκοτάδι
της ανθρώπινης ραθυμίας και ακηδίας. Γι’ αυτό αν περιφρονούμε ή αγνοούμε τη
δαιμονική γοητεία που γλιστρά μέσα μας εντελώς ανύποπτα, μπορούμε
να αρνούμεθα το Χριστό και τη στιγμή που (νομίζουμε πως) τον λατρεύουμε ή τον
υπηρετούμε (Ματθ. 7, 22—23)!
Γι’ αυτόν
επίσης το λόγο ένα μεγάλο μέρος του έργου του Κυρίου, κατά τη διάρκεια της
παρουσίας του στη γη, είναι αφιερωμένο στην αποκάλυψη της λαθραίας και
ανυποψίαστης δράσεως των δαιμονίων. Σ’ αυτή την αποκάλυψη επιμένει ο Κύριος
γιατί γνωρίζει ότι, αν οι μαθητές Του (οποιασδήποτε εποχής) δεν κατανοήσουν την
πραγματικότητα της λαθραίας αυτής δράσεως, δεν θα μπορέσουν να διαλεχθούν μαζί
Του λυτρωτικά! Ο διάβολος είναι πλάνος και απατεώνας! Κι η πιο μεγάλη του άπατη
είναι αυτή· να σε πείσει πως δεν υπάρχει! Πως είναι μύθος! Πως είναι μια
φιγούρα, υπόλειμμα μεσαιωνικών φαντασιώσεων!
Έτσι,
λοιπόν, η τόσο εύκολη δυνατότητα της δαιμονικής απάτης υποδηλώνει ότι για να
ανακαλύψουμε σωστά το Χριστό και να αποκτήσουμε αυθεντική διαφάνεια
χριστιανικής συνειδήσεως πρέπει να ανακαλύψουμε προηγουμένως το διάβολο. Γιατί
αν ο διάβολος έχει τη δυνατότητα να «μετασχηματίζεται» σε άγγελο φωτός (Β΄Κορ.
11, 14), καταλαβαίνουμε πόσο εύκολα μπορούμε να μπερδέψουμε τα πράγματα και να
νομίζουμε ότι λατρεύουμε το Χριστό τη στιγμή που απλώς διακονούμε τη δαιμονική
μαρτυρία. Η ψευδαίσθηση αυτή είναι κάτι περισσότερο από τραγική...! Είναι ή
αθέλητη διεργασία της απώλειας της αιωνιότητας!
Το τελευταίο
συμπέρασμα, σαν «άπατη του διαβόλου», πρέπει να αναφλέγει στο πνεύμα μας το πυρ
της νήψεως και την ανάγκη να ανακαλύψουμε μέσα μας τους ψυχικούς διαδρόμους
στους οποίους ο δαιμονικός όφις κυκλοφορεί και διεργάζεται μεθοδικά τη ματαίωση
των λυτρωτικών ενεργειών του Κυρίου.
Γι’ αυτό το
λόγο αποδοχή της πραγματικότητος του δαιμονισμού σημαίνει δυνατότητα διαυγούς
διαλόγου με τον Ιησού. Ενώ απόρριψη ή άγνοια αυτού του δαιμονισμού «εγκυμονεί»
μια παράλληλη απόρριψή μας από τον Κύριο του «τύπου» «…ουδέποτε έγνων υμάς·
αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Μτθ. 7, 23).
Η αποκάλυψη
μιας τέτοιας ψευδαισθησίας, σ’ αυτή τη μοναδική ώρα, είναι νήψη κολάσεως και
φρίκης! Εκκόλαψη εγρηγόρσεως δαιμονικής μαρτυρίας και υποταγής …!