Σκέψεις καὶ συμπεράσματα σχετικὰ μὲ τὸ συλλαλητήριο κατὰ τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ τὶς φροῦδες ἐλπίδες γιὰ δῆθεν ἀγῶνες τῶν Ἐπισκόπων.

 


Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου

Ἐδῶ καὶ χρόνια ὅσοι ἀγωνίζονται ἐνάντια στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἁγιοπατερικὰ καὶ ὄχι χαρτοπολεμικά, ὅσοι ἀποδεικνύουν συνέπεια λόγων καὶ πράξεων καὶ ὄχι φανφαρολογίες, περιμένοντας ὡς ἄλλος ποιητὴς Φανφάρας τὸ χειροκρότημα τοῦ ἀκροατηρίου, ἔχουν ἀποδείξει ὅτι αἰτία ὅσων ἀπίστευτων καταστάσεων ζοῦμε εἶναι ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ὅσοι τὴν ὑπηρετοῦν, οἱ κληρικοὶ καὶ κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι. Ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀναγνώρισης τοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων αἰτία εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ὅσοι τὸν ὑπηρετοῦν, οἱ κληρικοὶ καὶ κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι.

Θὰ φανεῖ παράξενο καὶ ἀντιδραστικὸ τὴν ἡμέρα ποὺ διοργανώνεται ὀρθῶς μία πανελλήνια διαμαρτυρία ἐνάντια στὸ νομοσχέδιο τῆς ἀνομίας νὰ γράφεται ἕνα ἄρθρο, ποὺ κατὰ τὴν πρώτη ματιὰ φαίνεται νὰ διχάζει. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι. Σκοπὸς τοῦ κειμένου δὲν εἶναι νὰ διχάσει (άντιθέτως κάθε άντίδραση ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας εἶναι ἐπαινετή), ἀλλὰ νὰ προφυλάξει ἀπὸ φροῦδες ἐλπίδες γιὰ ἀνθρώπους ποὺ προδίδουν καὶ νὰ προκαταλάβει τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν ἀπραξία ποὺ ἀκολουθεῖ μετὰ ἀπὸ αὐτή.

Διότι παρὰ τὶς διαμαρτυρίες δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει, ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει ἤδη ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὸ κράτος ὡς φῦλο καὶ σχέση (βλ. σύμφωνο συμβίωσης) καὶ οἱ Ἐπίσκοποι παρότι μιλοῦσαν ἐναντίον της, παρότι προανήγγειλαν ἀγῶνες καὶ ἀναθεματισμούς (βλ. ἐδῶ) μετὰ τὴν ἀναγνώριση αὐτὴ οὔτε τιμώρησαν κάποιον ἔνοχο οὔτε ἀπὸ ἄμβωνος συνέχισαν νὰ στηλιτεύουν τὴν ὁμοφυλοφιλία ὡς πάθος. Τὸ δὲν ποίμνιο δὲν ἔκανε καὶ μεγάλα πράγματα. Ἀκόμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος αὐτοαθωώθηκε ὑποδεχόμενο τὸν μέγα Οἰκουμενιστὴ καὶ πρῶτο ἐπίσκοπο ποὺ βάπτισε παιδί ζεύγους ὁμοφυλοφίλων Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρο μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι δὲν τὸν δέχθηκαν... ἐπίσημα!!! Τὸ πρῶτο βῆμα ἀντίδρασης στὴν ἀσέβεια εἶναι ἡ αὐτοκριτική. Ὅλοι μας καὶ κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι δὲν ἔκαναν αὐτοκριτική οὔτε κατὰ διάνοια γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀντιστάθηκαν στὴν ἀνομία.

Ἀντιθέτως τὴν ἔκρυψαν ὡς ἄλλη μία σκόνη ἀπὸ τὶς πολλὲς κάτω ἀπὸ τὸ χαλί, ἐνῶ αὐτὴ γιγάντωνε καὶ κυρίευε ἀκόμα καὶ τὰ σχολεῖα. Ὁ δὲ λαὸς ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ἀποκοιμηθεῖ ἀπὸ τὰ νανουρίσματα τῶν ὡραίων ἀπὸ τὸν ἄμβωνα φωνῶν -ὅλοι γνωρίζουμε αὐτὴν τὴν γλυκιὰ χροιά, ποὺ παίρνει ἡ φωνή τους ἀρχίζοντας μὲ τὰ λόγια «ἀδελφοί...»- καὶ ἐνῶ ἔβλεπε δὲν ζητοῦσε τὴν συνέχεια τοῦ ἀγῶνα βλέποντας παντοῦ «εὐσέβεια».

Ἂν δὲν ὑπάρξει κάθαρση στὴν Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ τόσα δεινὰ ποὺ τὴν λυμαίνονται ἀλλὰ πρωτίστως ἀπὸ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν πρόκειται, δυστυχῶς, νὰ ἀλλάξει τίποτα.

Ὡς ἀπόδειξη τῶν λόγων αὐτῶν παραθέτω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ρουμάνο συγγραφέα Βιργὶλ Κων/νο Γεωργίου ποὺ γράφτηκε στὸ Παρίσι τὸ 1957 (C. V. Gheorhiu, «Saint Jean Bouche d’ Or», Librairie Plon, Paris, 1957). Ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν γεγονότων καὶ τῶν προσώπων τότε καὶ σήμερα μποροῦμε νὰ βγάλουμε τὰ συμπεράσματά μας γιὰ τὴν στάση καὶ τὴν ποιότητα τῶν τότε καὶ τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων καὶ νὰ δοῦμε τί δὲν ἄλλαξε καὶ δυστυχῶς τί ἄλλαξε.

Ὅταν ὁ Χρυσόστομος κλήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο Κων/πόλεως βρῆκε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι ἀπὸ τὸν προκάτοχό του, Νεκτάριο, τέτοια πλούτη καὶ τέτοια χλιδὴ ποὺ δὲν ταιρίαζαν μὲ τὸ ἐπισκοπικὸ/ποιμαντικὸ ἀξίωμα. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 114, ἡ μετάφραση εἶναι δική μου):

«Ὁ Χρυσόστομος ἄλλαξε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι κάποια πράγματα, ποὺ δὲν θὰ ἦταν ἀρεστὰ τὸν Θεό. Διέταξε τὴν πώληση ὅλων τῶν ἀργυρῶν δοχείων καὶ μοίρασε τὰ κέρδη στοὺς φτωχούς. Μετὰ πούλησε τὰ χαλιὰ καὶ τοὺς τάπητες καὶ μὲ τὰ κέρδη ἔχτισε ἕνα νοσοκομεῖο γιὰ τοὺς ἀπόρους της πόλεως. Πούλησε τὰ ντιβάνια, τὶς μαρμάρινες μπανιέρες καὶ τοὺς πολυέλαιους. Μὲ τὰ κέρδη αὐτὰ ἔχτισε ἕνα ξενοδοχεῖο. Πούλησε τοὺς καθρέπτες, τοὺς πίνακες ζωγραφικῆς, τὶς κολῶνες, τὰ πούλησε ὅλα, καὶ ἄφησε τοὺς τοίχους γυμνούς. Πούλησε τὸ κρεββάτι ἀπὸ πολύτιμα ξύλα, μετάξι καὶ βελοῦδο, στὸ ὁποῖο κοιμόταν ὁ Νεκτάριος, καὶ τὸ ἀντικατέστησε μὲ ἕνα ἁπλὸ κρεββάτι ἀπὸ τάβλες καὶ μία κουβέρτα. Τὸ μόνο ποὺ κόσμιζε τὸ παλάτι ἦταν μία εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου Παύλου πάνω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του. Τέλος κάλεσε ὁ Χρυσόστομος τὴν στρατιὰ τῶν ὑπηρετῶν, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι: μάγειρες, οἰκονόμους, ἐπιστάτες, ἐπιτρόπους, ὑπεύθυνους τροφίμων καὶ ποτῶν. Τοὺς πλήρωσε τοὺς μισθούς του καὶ τοὺς ἀπέλυσε. Ὁλόκληρο τὸν ἐξοπλισμὸ τῆς κουζίνας καὶ τῆς τραπεζαρίας τὸν δώρησε στὸ πτωχοκομεῖο. Οἱ ὑπηρέτες ἔμειναν ἄφωνοι. Τόλμησαν νὰ ποῦν μὲ σεβασμὸ στὸν Ἅγιο, ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ἦταν ἱεράρχης, ὁ δεύτερος τὴ τάξει ἐπίσκοπός της αὐτοκρατορίας καὶ ἔχει ἐπίσημα καθήκοντα. Ὑπάρχει πρωτόκολλο μὲ δεῖπνα καὶ τελετές, στὰ ὁποῖα ἔρχεται ἀκόμα καὶ ὁ αὐτοκράτορας. Ὁ Χρυσόστομος ἐξοργίστηκε. Ὁ ἐπίσκοπος δὲν εἶναι πανδοχέας καὶ δὲν καλεῖ καλεσμένους γιὰ φαγητό. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἰατρὸς καὶ πνευματικὸς πατέρας. Γιὰ νὰ δώσει βαρύτητα στὰ λόγια του πούλησε ἀμέσως καὶ τὴν τραπεζαρία μὲ τὶς καρέκλες καὶ τὰ κηροπήγια. Γιὰ τὴν σούπα λαχανικῶν ποὺ τρώει μία φορὰ τὴν ἡμέρα ἀρκεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἕνας μοναχός».

Ἀρκεῖ νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὶς εἰκόνες ἀπὸ τὸ Κολυμπάρι τῶν σουιτῶν, τῶν συναυλιῶν καὶ τῶν πλουσίων ἐδεσμάτων, τὶς δεσποτικὲς δεξιώσεις, τὸ πρόσφατο δεῖπνο μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐνθρόνιση τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (ἐδῶ) τὶς «ταπεινὲς» ἐπισκοπικὲς κατοικίες, τοὺς παχυλοὺς μισθοὺς σὲ χώρα ἐν καιρῶ κρίσεως, τὰ ταξίδια σὲ Παρίσι, Γενεύη, Βρυξέλλες καὶ ἄλλες τουριστικὲς μητροπόλεις, τὰ γιώτ, τὰ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα, τὶς καταθέσεις ποὺ χρειάζονται οἱ ἐπίσκοποι γιὰ τὰ γηρατειά τους, τὶς γκαρνταρόμπες μὲ τὰ πολυάριθμα καὶ χρυσοποίκιλτα ἄμφια, τὶς παρουσίες σὲ ἐκδηλώσεις καὶ δεξιώσεις ἀτόμων τοῦ «καλοῦ κόσμου», τὶς βραβεύσεις πλουσίων, κλπ. γιὰ νὰ καταλάβουμε πόσο ἀπέχουν οἱ σημερινοὶ ποιμένες ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου ποὺ τιμοῦν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ μιμοῦνται. Καὶ τὸ σημαντικότερο: ἂς ἀναλογισθοῦμε τὸν τρομερὸ αὐτὸ λόγο τοῦ Ἁγίου: «Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἰατρὸς καὶ πνευματικὸς πατέρας»· καὶ ἂς σκεφθοῦμε κατὰ πόσο ἰσχύει αὐτὸ σήμερα γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση καὶ πτώση. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε, ὅτι ἡ ἐκκλησία μας διδάσκει, ὅτι ἡ χλιδὴ καὶ ἡ καλοπέραση εἶναι ἡ αἰτία τῶν παθῶν καὶ τῶν διαστροφῶν ὄχι μόνο ἐκτὸς ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Μπορεῖ κάποιος φυσικὰ νὰ ἀντιλέξει, ὅτι αὐτὰ ἴσχυαν καὶ τότε, δὲν μᾶς λὲς κάτι καινούργιο. Ναί, ἴσχυαν, ἀλλὰ τότε ὑπῆρχαν Χρυσόστομοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι. Σήμερα;

Ἀπὸ τότε ποὺ ἀνέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Χρυσόστομος στηλίτευσε τὴν ἀνηθικότητα καὶ τὴ διαφθορά, κατήγγειλε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐπίδειξη τῶν πλουσίων, καταδίκασε τὶς αὐθαιρεσίες τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, κατονόμασε τὴν πτώση τοῦ διεφθαρμένου κλήρου. Στάθηκε δίπλα στοὺς ἀδυνάτους, τοὺς πτωχούς, τοὺς ἀδικημένους, τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐπισκοπῆς του, ποὺ καταδυναστευόταν.

Δὲν ἦταν δυνατόν σήμερα εἶναι ὄχι μόνο δυνατὸν ἀλλὰ φυσιολογικό ὁ Χρυσόστομος νὰ ἀνεχθεῖ τὴν παρουσία σκανδαλοποιῶν κληρικῶν καὶ ψευδοποιμένων στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε δραστικὰ μέτρα ἐναντίον τους: α) ἐναντίον τῶν «βαλαντιοσκόπων», τῶν κληρικῶν δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ πλούτιζαν ἀπὸ τὴν ἱερατική τους ἰδιότητα, β) τῶν «κολάκων καὶ παρασίτων», ὅσων κληρικῶν δηλαδὴ ἀπολάμβαναν τὴν κοσμικὴ ζωή, γ) ἐναντίον τῶν «κοιλιοδούλων», ὅσων δηλαδὴ ζοῦσαν ἀργόσχολα, μὲ ἔμφαση στὶς ἀπολαύσεις καὶ δ) ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ζοῦσαν μὲ «συνεισάκτους», δηλαδὴ τοὺς μοναχοὺς ἢ ἐπισκόπους ποὺ συζοῦσαν μὲ τὶς θεωρούμενες «ἀδελφές» τους. Ἔλαβε μέτρα, ἐπίσης, γιὰ τὴν ἠθικὴ κάθαρση τῶν ταγμάτων τῶν χηρῶν καὶ τῶν διακονισσῶν. Ἔδινε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ ἦταν ἀμείλικτος μὲ τοὺς ἱερεῖς, διακόνους καὶ μοναχοὺς ποὺ ἀποδεικνύονταν ἀνάξιοι, ἐνῶ τοὺς ἀμετανόητους τοὺς ἀπεδίωξε παντελῶς ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ κλήρου. Μάλιστα, δὲν δίστασε νὰ καταργήσει 13 ἐπισκόπους λόγω σιμωνίας καὶ νὰ τοὺς ἀντικαταστήσει μὲ πραγματικὰ εὐσεβεῖς σήμερα ποὺ  ὑπάρχουν τόσες ἀποκαλύψεις γιὰ τὶς ἐπισκοπικὲς μεθοδεύσεις, γιὰ μασονικὲς ἰδιότητες, γιὰ ὁμοφυλοφιλία, γιὰ Σιμωνία γιὰ διαφθορὰ καὶ πρὸ πάντων γιὰ αἵρεση, ποιὸς τολμάει νὰ ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου; Οἱ καταγγέλοντες περιορίζονται σὲ ὁμιλίες ἀκαδημαϊκοῦ τύπου (καὶ ἀναφέρονται κυρίως σὲ τεθνεῶτες, ποὺ καταγγέλλοντάς τους δὲν «θὰ μπλέξουν) καὶ οἱ ὑποτιθέμενοι σκοποὶ κωφεύουν καὶ συγκαλύπτουν σκανδαλωδῶς μένοντας πιστὸς  στὴν ἐκκλησιαστικὴ διδαχὴ ὅτι «ἐὰν ὁ κλῆρος ποὺ εἶναι τὸ ἅλας τῆς γῆς, παρουσιάζει ἔκλυτο βίο, πῶς θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ ποίμνιο νὰ ζεῖ ἅγιο καὶ κατὰ Χριστὸν βίο;».

Ὁ Χρυσόστομος τὰ ἔβαλε μὲ τὴν κοσμοκράτειρα τοῦ καιροῦ ἐκείνου, τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία καὶ τόν «πρωθυπουργό» της, τὸν Εὐνόμιο. Σήμερα σὲ μία χώρα ποὺ καταδυναστεύεται καὶ πλιατσικολογεῖται ἀπὸ παντοῦ καὶ ἐπισήμως ἀποχριστιανοποιεῖται, σὲ ἕνα κράτος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξοβελίζεται ἀπὸ τὸ σύνταγμά του ἡ Ἁγία Τριάδα καὶ προβάλλονται ἀντὶ Αὐτῆς οἱ διάφορες Ἡρωδιάδες καὶ Ἀδοξίες (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα λογοπαίγνιο τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία), σὲ ἕναν λαὸ ποὺ δὲν  μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι ἀπὸ τὶς φορολογικὲς ἐπιβαρύνσεις, τὶς αὐτοκτονίες, τὴν ἀνεργία, τὴν πληθυσμιακὴ ἀλλοίωση, τὴν ὑπογεννητικότητα, τὴν παρακμὴ τῆς παιδείας, τὴν πνευματικὴ ἐξαθλίωση, τὴν σωματικὴ διαστροφή, τὴν ἐξουσία διεφθαρμένων πολιτικάντηδων, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ποιμένας νὰ ἀντιδράσει. Ὄχι νὰ παρακαλέσει διὰ ἐπιστολῆς ἢ νὰ ἐξαποστείλει κούφιες ἀπειλὲς διὰ τοῦ καναλιοῦ (π.χ. MEGA) τοῦ Μεγιστάνα, τὸν ὁποῖο ὑποστηρίζει καὶ προβάλλει, ἀλλὰ νὰ μιμηθεῖ ἔστω καὶ κατὰ τὸ ἤμισυ τὸν Χρυσόστομο, τὸ ἦθος τοῦ ὁποίου τόσο μᾶς λείπει.

Ὁ λαὸς τὸν λάτρεψε, οἱ Ἐπίσκοποι τὸν μίσησαν θανάσιμα μὲ ἀρχηγὸ τοῦ μίσους τὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 165):

«Μία μέρα ἐπιθύμησε ὁ Θεόφιλος τὴν μέσῳ διαθήκης περιουσία μίας πλούσιας χήρας. Γιὰ νὰ πλαστογραφήσει ὅμως τὰ ἔγγραφα χρειαζόταν ὁ χριστιανὸς Φαραὼ τὴν συνεργασία τοῦ γραμματέα του. Ἀλλὰ ὁ γραμματέας ἦταν μοναχὸς χωρὶς δόλο καὶ λάθη. Τὸν ἔλεγαν Ἰσίδωρο. Γεμᾶτος ἀγανάκτηση ἀρνήθηκε νὰ συμμετάσχει στὴν ἀπάτη τοῦ ἐπισκόπου. Τότε ὁ Θεόφιλος διέταξε τὴν σύλληψή του (σσ. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἰδικὴ ἐξουσιοδότηση ἀπὸ τὸ κράτος νὰ διατάζει καὶ νὰ διοικεῖ ὅποτε αὐτὸς τὸ νόμιζε ἀναγκαῖο καὶ τοὺς κοσμικοὺς θεσμούς). Ὁ Ἰσίδωρος βασανίστηκε καὶ παραδόθηκε στὸ κοσμικὸ δικαστήριο. Ὅμως γιὰ τὴν καταδίκη του χρειάζονταν ψευδομάρτυρες… Ὁ Θεόφιλος θέλησε νὰ χρησιμοποιήσει  τέσσερις εὐσεβεῖς ἀσκητὲς ὁσιακῆς βιοτῆς ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας, γνωστοὺς ὡς Μακρούς, τὸν Διόσκορο, τὸν Ἀμμώνιο, τὸν Εὐσέβιο καὶ τὸν Εὐθύμιο (σσ. τοὺς ὑποσχέθηκε μάλιστα τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο)… Ὅταν αὐτοὶ ἀρνήθηκαν καὶ τὸν ἔλεγξαν γιὰ τὴν πράξη του, ὁ Θεόφιλος κατηγόρησε τοὺς μοναχοὺς γιὰ κακοδοξία καὶ διέταξε τὴν καταδίκη τους… Μετὰ τὴν σύλληψή τους ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ ἐπισκόπου, ὁ Θεόφιλος ἄρχισε νὰ τοὺς χτυπάει. Ὁ ἴδιος. Εἶναι εὔκολο νὰ χτυπᾶς ἁλυσοδεμένους ἀνθρώπους. Ὁ ἐπίσκοπός τους χτύπησε μὲ τὰ ἐπισκοπικά του χέρια μέχρι ποὺ αὐτὰ κοκκίνισαν ἀπὸ τὸ αἷμα… Τότε διέταξε νὰ τοὺς πετάξουν στὸ πάτωμα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς κλωτσάει, μέχρι νὰ τοὺς διαλύσει τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ἦταν ἄνθρωποι ποὺ δὲν φοβόντουσαν κανέναν καὶ ἰδίως δὲν φοβόντουσαν ἐπισκόπους… Ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξανδρείας μόλις ἔμαθε τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων ἀσκητῶν ἐπαναστάτησε καὶ ὁ Θεόφιλος φοβούμενος τὸν μένος τοῦ λαοῦ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους καὶ αὐτοὶ γύρισαν στὴν Νιτρία. Μία μέρα ὁ Θεόφιλος σύναξε στρατεύματα καὶ ἔφιππος τὰ ὁδήγησε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Μόλις ἔφτασαν ὅρμησαν στὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν καὶ τὰ ἔκαψαν. Οἱ μοναχοὶ ποὺ βγῆκαν ἔξω φονεύθηκαν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες. Ἡ σφαγὴ διήρκεσε μέχρι τὸ πρωΐ. Ὁ Παλλάδιος γράφει (σσ. Παλλαδίου Διάλογος ΣΤ΄ PG 47, 22-23): “Ὁ μαινόμενος κάπρος ἐρήμωσε τὸν ἀμπελώνα τοῦ Χριστού”. Μόνο οἱ τέσσερεις ἀδελφοὶ καὶ ἄλλοι τριακόσιοι μοναχοὶ διέφυγαν γυμνοὶ ἀπὸ τὸ μακελειό… Ὁ Θεόφιλος γύρισε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τοὺς ἀναθεμάτισε».

Αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτεργάτης ἐπίσκοπος διώκτης τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ τοὺς τριακόσιους μοναχοὺς οἱ περισσότεροι πέθαναν ἀπὸ τὶς κακουχίες. Οἱ τέσσερεις ἀδελφοὶ μὲ ἄλλους λίγους ψάχνοντας μάταια τὸ δίκιο τους ἔφτασαν μετὰ ἀπὸ μεγάλη περιπλάνηση στὴν Κων/πόλη. Ἀφοῦ διηγήθηκαν τὰ πάθη τους στὸν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτὸς τοὺς ἐπέτρεψε νὰ μείνουν στὸν ναὸ τῆς ἁγ. Ἀναστασίας, χωρὶς ὅμως νὰ συμμετέχουν στὰ ἄχραντα Μυστήρια πρὶν κριθοῦν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος ἔδωσε τὴν συγκατάθεσή του γιὰ τὴν σύγκληση συνόδου γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἀλλὰ μὲ τὶς ραδιουργίες τῆς αὐτοκρατόρισσας Εὐδοξίας καὶ τοῦ Θεοφίλου ἡ σύνοδος αὐτὴ κατέληξε νὰ καταδικάσει τὸν ἱ. Χρυσόστομο. Ἦταν ἡ περίφημη ψευτοσύνοδος τῆς Δρυός. Γράφει ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Σιαμάκης (Ποιοί ἦταν οἱ μανιώδεις διῶκτες καὶ δήμιοι τοῦ Χρυσοστόμου): «Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ ἐπίσκοποι ἄρχισαν νὰ ἐκδηλώνουν καισαροπαπικὲς καὶ ἐγκοσμιοκρατικὲς τάσεις καὶ νὰ ἀναβαθμίζουν τὶς ἐπισκοπὲς σὲ ἀρχιεπισκοπὲς μητροπόλεις καὶ πατριαρχεῖα, καὶ ν’  ἀνταγωνίζωνται στὸν πλοῦτο στὴν ἐξουσία καὶ στὴν πολυτέλεια. Ὁ Θεόφιλος εἶχε τόσες χρυσοστόλιστες στολές, ὥστε ὁ λαὸς τὸν ἔλεγε «λιθομανή» (σσ. Μᾶς θυμίζει κάτι αὐτό;). Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐπίσκοποι δὲν χώνευαν τὸ Χρυσόστομο καὶ σχημάτισαν θὰ λέγαμε τὸ ἐναντίον του καρτέλ.

Σὲ μιά του ἐπιστολὴ ὁ ἐξόριστος Χρυσόστομος γράφει: «Νὰ γιὰ ποιούς λόγους μὲ καταδίκασαν» ἐπειδὴ ποτὲ δὲν φόρεσα μεταξωτὴ στολὴ μὲ χρυσὰ πετράδια. Ἐπειδὴ δὲν εἶχα στὸ σπίτι μου πολυτελῆ χαλιά. Ἐπειδὴ δὲν ἔκανα ποτὲ πολυδάπανα τραπέζια στὸν αὐτοκράτορα καὶ σ’ αὐτούς, οὔτε πῆγα ποτὲ σὲ τέτοια τραπέζια τους. Ἐπειδὴ δὲν ἔκανα τίποτε ἀπὸ ὅσα κάνουν αὐτοί. Ἐπειδὴ δὲν τοὺς πρόσφερα οὔτε πῆρα δῶρα χρυσὰ καὶ ἀσημένια» (ΕΠΕ 33,394).

Ποιὲς ἦταν οἱ κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου; 35 βαρύτατες συκοφαντίες. Ἀναφέρω τὶς κυριώτερες: Αἱρετικός, ἀνήθικος, βλάσφημος, κλέφτης, ἐμπρηστής, καταλυτὴς τῶν ἱερῶν παραδόσεων! Ἐπαναλαμβάνω πρόκειται μόνο γιὰ συκοφαντίες. Ποιές ἦταν οἱ τιμωρίες ποὺ τοῦ ἐπέβαλαν; Καθαιρέθηκε ἀπὸ κληρικός, ἀφωρίστηκε κι ὡς ἁπλὸς Χριστιανός, βασανίστηκε γιὰ 3 χρόνια καὶ 3 μῆνες, καὶ θανατώθηκε στὴν ἐξορία.

Συνεχίζουμε τὴν ἀνάγνωση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γεωργίου (ἀπὸ σελ. 188):

«Ὁ Χρυσόστομος κατηγορήθηκε γιατί ἔκανε μπάνιο μόνος του… τὸν κατηγόρησαν γιὰ Ναρκισσισμὸ καὶ γιατί ἔτρωγε καραμέλες μὲ μέλι… ὅτι κοιμᾶται μὲ γυναῖκες… ὅτι τρώει μόνος του… ὅτι ἔβαζε κρασὶ στὸ νερό του… καὶ ὅτι δὲν διπλώνει μὲ τὴν ἀπαραίτητη φροντίδα τὰ ἱερατικά του ἄμφια(!!!)… Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἔμειναν πιστοὶ στὸν Χρυσόστομο, Λιπίνιος, Δημήτριος καὶ Εὐλύσιος καὶ οἱ ἱερεῖς Γερμανὸς καὶ Σέβηρος, συνέταξαν μία ἐπιστολὴ διαμαρτυρίας γιὰ νὰ τὴν διαβάσουν στὴν σύνοδο. Ἡ ἄφιξή τους ἐξόργισε τοὺς ἐπισκόπους. Τὰ μέλη τῆς συνόδου ἄφησαν τὶς θέσεις τους καὶ ὅρμησαν μὲ γροθιὲς στοὺς φορεῖς τῆς ἐπιστολῆς. Τοὺς πέταξαν στὸ πάτωμα, στὴ μέση της αἴθουσας, τοὺς ἔγδυσαν καὶ τοὺς ξυλοκόπησαν μέχρι ποὺ καταμάτωσαν. Κάποιος ἀπὸ τοὺς συνέδρους εἶχε καὶ μία φαεινὴ ἰδέα. Εἶχε φέρει μαζί του ἕνα μακρὺ σχοινὶ μὲ θηλειά, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πιάνουν τὰ ἄγρια ἄλογα γιὰ νὰ δέσει μὲ αὐτὸ τὸν Χρυσόστομο. Ἀφοῦ ὁ Ἅγιος δὲν παρουσιαζόταν στὴ σύνοδο (σσ. δηλώνοντας ἔτσι, ὅτι δὲν τὴν ἀναγνωρίζει ὡς κανονική) ἔδεσαν μὲ αὐτὸ τοὺς ἄμοιρους κληρικοὺς καὶ τοὺς πέταξαν στὸ δρόμο».

Διαβάζοντας αὐτά, τὰ ὁποῖα μάλιστα εἶναι ἕνα μικρὸ μόνο κομμάτι τῶν ἐγκλημάτων τῶν ἐπισκόπων της ἐποχῆς ἐκείνης, κάθε πιστὸς Χριστιανὸς μένει ἄφωνος. Εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ κάνουν αὐτὰ ἐπίσκοποι; Φυσικὰ δὲν πρέπει νὰ χάσουμε τὴν πίστη μας, οὔτε τὸν σεβασμό μας καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ποὺ εἶναι ὄντως ὁ ὀφθαλμὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ φρουρὸς καὶ προστάτης τοῦ ποιμνίου, ὅταν ὅμως ὀρθοφρονεῖ.

Διαβάζοντας τὰ παραπάνω ρωτᾶμε εὐθέως: Ἂν τὸ νομοσχέδιο ψηφισθεῖ καὶ οἱ ἀπειλὲς τῶν Ἐπισκόπων ἀποδειχθοῦν πομφόλυγες καὶ φληναφήματα, ὅπως τὰ προηγούμενα χρόνια, τότε τί πρέπει νὰ πράξει τὸ ποίμνιο; Θὰ συνεχίσει ὅπως καὶ μετὰ τὸν Κορονοϊὸ ποὺ αὐτοὶ ποὺ ἔκλεισαν τὶς Ἐκκλησίες καὶ ἄλλαξαν τὸ Πάσχα, διὰ θαύματος ξαναέγιναν «εὐσεβεῖς» καὶ «λέοντες»;

Ἡ στάση τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ Χρυσοστόμου ἦταν ξεκάθαρη:  Ἢ ἤσουν μὲ τὸν Ἅγιό του Θεοῦ ἢ ἀπέναντί του, ἢ κοινωνοῦσες μὲ τοὺς διῶκτες του ἢ συνεργαζόσουν. Μέση κατάσταση δὲν ὑπῆρχε οὔτε εὐσέβεια ἄνευ κόστους καὶ μάλιστα βαρέως.

Ἀκολουθεῖ ὡς ἐπίλογος ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγ. Ἰννοκέντιου στὸν αυτοκράτορα Ἀρκάδιο ποὺ ἀποδεικνύει γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὸ τί σημαίνει πραγματικὰ ἀληθινὸς ἐπίσκοπος, πῶς συμπεριφέρεται στοὺς ἀσεβεῖς πολιτικοὺς καὶ τί σημαίνει ἡ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς καὶ βλάσφημους:

«Φωνὴ αἵματος τοῦ δικαίου Ἰωάννου βοᾶ πρὸς τὸν Θεὸ κατὰ σοῦ, βασιλεῦ Ἀρκάδιε! Διότι τὸν καιρὸν τῆς εἰρήνης ἐποίησες καιρὸ διωγμοῦ στὴν Ἐκκλησία ἐξορίζοντας τὸν ἀληθῆ ποιμένα της, μαζί του καὶ αὐτὸν τὸν Χριστό! Φεῦ, ἐξόρισες καὶ παρέδωσες τὸ ποίμνιό του σὲ μισθωτοὺς καὶ ὄχι ἀληθεῖς ποιμένες. Ἐγὼ δὲν λυποῦμαι γιὰ τὸν Χρυσόστομο, διότι εἶναι μακάριος ἐκεῖνος γιὰ τὰ μεγάλα του κατορθώματα καὶ τρισμακάριος γιὰ τὶς ἀναρίθμητους κολάσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέμεινε, καὶ ἔλαβε τὸν κλῆρο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων, λυποῦμαι ὅμως γιὰ τὴν ἰδική σου ἀπώλεια, διότι, γιὰ νὰ ποίησης τὸ θέλημα μίας γυναικὸς ἄφρονος, στέρησες ὅλο τὸν κόσμο τῆς μελιρρύτου διδαχῆς του.

Γιὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, ὁ ὁποῖος ἐπιστεύθη τοῦ Κορυφαίου τὸν θρόνο, σᾶς κανονίζω καὶ αὐτήν, χωρίζοντάς σας τῆς ἁγίας κοινωνίας τῶν θείων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων· καὶ ἂν κάποιος τολμήσει νὰ σᾶς κοινωνήσει, νὰ εἶναι καθηρημένος καὶ ἀφορισμένος. Ἐὰν δὲ καὶ ἐσεῖς βιάστε κάποιον, μὴ γένοιτο, νὰ σᾶς κοινωνήσει, καταφρονώντας τὴν Ἀποστολικὴ αὐτὴ διάταξη, νὰ εἶσθε ὡς οἱ τελῶνες καὶ ἐθνικοὶ παρὰ τῷ Ὀρθοδόξῳ συστήματι καὶ νὰ μένει ἡ ἁμαρτία ἐνώπιόν σας, ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως λάβετε τὴν πρέπουσα παίδευση· τὸν δὲ Ἀρσάκιον, ποὺ τὸν βάλατε στὸ θρόνο τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν καθαιροῦμε καὶ μετὰ θάνατον, ὡς καὶ ὅλους τους μετὰ τούτου συγκοινωνήσαντες, διότι μοιχῷ τῷ τρόπω ἔλαβε τὴν ἀξία ὁ ἀνάξιος, τὸν δὲ Θεόφιλο, ὄχι μόνον καθαιροῦμε, ἀλλὰ καὶ ἀφορίζομε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ τοῦ Χριστοῦ ἀλλότριος. Αὐτά, ποὺ ἐμεῖς δένομε στὴ γῆ, ἔτσι δένονται καὶ στὸν οὐρανὸ καθὼς ἀκοῦς στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο». (ἐδῶ).


Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου