Πενθήσωμεν τοίνυν, ἀγαπητοὶ, πενθήσωμεν, ἵνα ὄντως γελάσωμεν
Πολλοί νομίζουν ότι στην Εκκλησία απαγορεύεται το χιούμορ και η εύθυμη διάθεση. Κάνουν όμως λάθος. Χιούμορ και ευθυμία υπάρχει, αλλά πάντα με μέτρο και διάκριση και πάντα όχι εις βάρος των άλλων. Ερμηνεύοντας τις Γραφές ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί ότι «το να κατέχεται κανείς από ασυγκράτητο και άμετρο γέλωτα είναι απόδειξη ακράτειας και δείχνει ότι δεν ελέγχει τας συγκινήσεις του και ότι δεν καταπιέζεται η χαλαρότητα της ψυχής με αυστηρή κριτική. Η συγκίνηση βέβαια της ψυχής δεν είναι απρεπές να εκδηλώνεται μέχρι και με ένα φωτεινό μειδίαμα, όσο διά να δείξει μόνον τον λόγο της Γραφής, ότι "όταν ευφραίνεται η καρδία, το πρόσωπο θάλλει". Αλλά ο δυνατός γέλως και οι αθέλητοι άτακτοι κινήσεις του σώματος δεν είναι γνωρίσματα εκείνου που ελέγχει την ψυχή του ούτε του δοκίμου ούτε εκείνου που εξουσιάζει τον εαυτόν του» («Οροι κατά πλάτος, Β'»εδώ). Γεγονός είναι ότι όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν ένα ευχάριστο και λεπτότατου χιούμορ. Διαβάζουμε (εδώ): «Στον στωικότερο συγγραφέα της Αγίας Γραφής, στον Εκκλησιαστή (2:2) προσέχουμε ότι προτιμάει αυτός τη λύπη από το γέλιο. Στο γέλιο βλέπει τη μωρία, την ανοησία, την παραλογικότητα (7:3), ωστόσο αναγνωρίζει πως υπάρχει καιρός και ευκαιρία άλλοτε να γελάει κάποιος και άλλοτε να κλαίει (3:4). Αναλόγως με τις συνθήκες και τα πρόσωπα, στα οποία αναφέρεται το χιούμορ, το αστείο και το καλαμπούρι ο συνετός γελάει. Επιτρέπεται μάλιστα για λόγους ψυχοπαιδαγωγικούς ο δίκαιος άνθρωπος με τον τρόπο του να περιπαίξει τον αλαζόνα, όπως θα το έκανε και ο ίδιος ο Θεός (Ψαλμ. 52:6, 2:4, Παροιμ. 3:34).
Την μέθοδο της γελοιοποίησης ως ισχυρό όπλο ενάντια στους ψεύτικους θεούς χρησιμοποίησε με επιτυχία ο Προφήτης Ηλίας στο Όρος Κάρμηλο (βουνό της Παλαιστίνης). Να προσθέσω ότι οι Μακκαβαίοι μάρτυρες το χιούμορ χρησιμοποίησαν ενάντια στους εκτελεστές τους (Μακ. 7:39).
Το γέλιο του δίκαιου μπορεί και πρέπει να απαγκιστρωθεί από την πολεμική της ειρωνείας και του εμπαιγμού και να υψωθεί πάνω και πέρα από τα ανθρώπινα πάθη. Ο διακριτικός και σώφρων πρέπει να γίνει ένθεος, γεμάτος από το πνεύμα του Θεού, στον οποίο έχει πίστη σαν τη γυναίκα που είναι ενδεδυμένη με ισχύ και ευπρέπεια που «γελάει για την επόμενη μέρα» (Παρ. 31:25).
Στην Καινή Διαθήκη, διδασκόμαστε πως το γέλιο και η ευθυμία του παρόντος καιρού δεν θα διαρκέσει για πολύ. Σύντομα θα ακολουθήσει το κλάμα και το πένθος. Συγχρόνως όμως υποσχέθηκε ο Ιησούς σε εκείνους που κλαίνε τώρα και αυτομέμφονται για το κακό που έχουν διαπράξει στη ζωή τους και τις πολλές αμαρτίες τους ότι θα δοκιμάσουν πολύ σύντομα, στο προσεχές αύριο, ένα διαρκές, ένα ατέλειωτο γέλιο (Λουκ. 6:21) (σχόλιο, εδώ ο συγγραφέας κάνει λάθος το κείμενο δεν λέει γέλιο αλλά χαρά, ευθυμία. Άλλο το γέλιο και άλλο η χαρά, όπως άλλο το γέλιο και άλλο το χαμόγελο). Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στη δήλωση αυτή του Χριστού. Κάτω από τη λέξη «πενθούντες» του Λουκά (6:21) αλήθεια, τι μπορεί να κρύβεται; «Πενθούντες» δεν είναι μονάχα τα άτομα που είναι λυπημένα και κλαίνε γοερά ή με ανεκλάλητο λυγμό, γιατί έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα, συγγενείς και φίλους, παιδιά και γονείς. Ούτε πάλι όσοι κλαίνε για τα περιουσιακά τους στοιχεία που έχασαν σε μια θεομηνία. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που έχουν συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους, της ηθικής τους ανεπάρκειας και της ολιστικής τους αβελτηρίας. Το πένθος λοιπόν αυτών των ανθρώπων που μετέχουν στους Μακαρισμούς του Χριστού ταυτίζεται με την ψυχική και πνευματική κατάσταση, την οποία οι Νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «χαρμολύπη».
Είναι θαυμάσια τα λόγια του Ιακώβου του Αδελφοθέου στην Επιστολή του (4:8-9), τα οποία συνοψίζουν τη θεολογία του Χιούμορ στην Ορθόδοξη Ανατολική Χριστιανοσύνη: «Αμαρτωλοί άνθρωποι, καθαρίστε τα χέρια σας από κάθε αμαρτωλή πράξη και ενοχή, εξαγνίστε το εσωτερικό σας σεις οι δίγνωμοι που κυμαίνεσθε ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο. Συναισθανθείτε την αμαρτωλότητά σας και την ενοχή σας, μετανοήστε, πενθήστε και κλάψτε για τις αθλιότητές σας. Τα αμαρτωλά σας γέλια μέσα στα ξεφαντώματα της αμαρτίας ας αλλάξουν και ας γίνουν λύπη και συντριβή μετανοίας και η ψεύτικη χαρά του κόσμου ας μετατραπεί σε συναίσθηση και κατήφεια».
Όπως φαίνεται από τις πιο πάνω σκέψεις του αγίου Ιακώβου, το γέλιο και η χαρά και η ψυχαγωγία δεν καταδικάζονται τελεσίδικα από τη Βίβλο. Ο ελεγκτικός λόγος απευθύνεται μόνο σε άτομα που δεν σταματούν να ζητάνε ηδονές και σαρκικές απολαύσεις, να γελάνε σε συγκεντρώσεις γελωτοποιών, να χαίρονται όταν περιπαίζεται ένας συνάνθρωπός τους με την ιδέα ότι αυτοί είναι ανώτεροι και καθώς πρέπει, πιο ωραίοι και άξιοι μόνο να γελάνε με τα παθήματα των άλλων και όχι οι άλλοι με τα δικά τους! Οι άλλοι να χλευάζονται και εμείς αυτάρεσκα να χειροκροτούμε, να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια σε βάρος των άλλων…
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΔΕΝ ΕIΝΑΙ ΚΑΚΟ ΤΟ ΓΕΛΙΟ
Στο Υπόμνημά του για την Προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Ομιλία ΙΕ΄) ο ιερός Χρυσόστομος ακολουθώντας τη θεωρία του συριακού ασκητισμού καταφέρεται έντονα εναντίον του γέλιου όταν αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα μέσα στην Εκκλησία…
«Και τί κακὸν ὁ γέλως, φησίν; Οὐ κακὸν ὁ γέλως, ἀλλὰ κακὸν τὸ παρὰ μέτρον, τὸ ἄκαιρον» (=Και τι κακό, λέγει, είναι το γέλιο; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνεται πέρα από το μέτρο και άκαιρα).
Επαναφέρει στη σκέψη μας το αρχαίο εκείνο απόφθεγμα «καιρός παντί πράγματι».
«ὁ γέλως ἔγκειται τῇ ψυχῇ τῇ ἡμετέρᾳ, ἵνα ἀνῆταί ποτε ἡ ψυχὴ, οὐχ ἵνα διαχέηται»(= Το γέλιο υπάρχει στην ψυχή μας, για να ανακουφίζεται κάποτε η ψυχή, όχι για να οδηγείται στη διάχυση).
«καὶ ἀεὶ γελῶμεν επεὶ καὶ ἐπιθυμία ἡμῖν ἔγκειται σωμάτων, καὶ οὐ πάντως ἀνάγκη διὰ τὸ ἐγκεῖσθαι καὶ αὐτῇ χρῆσθαι, ἢ κεχρῆσθαι ἀμέτρως· ἀλλὰ καὶ κρατοῦμεν αὐτῆς, καὶ οὐ λέγομεν, Ἐπειδὴ ἔγκειται, χρησώμεθα» (= Αλλωστε δεν παύουμε να γελάμε, γιατί και η επιθυμία υπάρχει μέσα στα σώματά μας και δεν πρέπει οπωσδήποτε επειδή υπάρχει να τη χρησιμοποιούμε ή να τη χρησιμοποιούμε πέρα από το μέτρο).
Βλέπουμε εδώ την ψυχαναλυτική διείσδυση του Αγίου στον άνθρωπο που έχει εκ φύσεως την επιθυμία να εκδηλώσει την χαρά του από ένα ευχάριστο γεγονός. Είναι, θα λέγαμε, το να γελάμε ένα φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου. Όμως ένα δικαίωμα εξαρτάται από εμάς αν θα το ασκήσουμε στην πράξη ή θα το περιορίσουμε και θα το καταστήσομε ανενεργό στη συνείδησή μας.
Απ’ ό, τι φαίνεται στον παρακάτω στίχο, ο Χρυσόστομος είχε μάθει και του είχε γίνει βίωμα και δεν το έκρυβε ότι αγαπούσε την ευλογημένη «αυτομεμψία», με τη συνοδεία δακρύων, για ό, τι έκανε που δεν έπρεπε και για ό, τι δεν έπραξε, ενώ έπρεπε να πράξει. Αυτή η εμμονή του Ιωάννη στο κλάμα και τα δάκρυα είχε αποτυπωθεί και σε παρατσούκλια που του απηύθυναν οι σύγχρονοί του.
Ο άγιος Πατέρας, ακολουθώντας την ασκητική θεωρία της Αντιόχειας έβλεπε μέσα από το κλάμα και τα ψυχογενή δάκρυα την καρδιά που αναπαύεται με το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού. Ήταν η προσφυγή και η επίκληση των δακρύων σταθερή μεταβλητή των λόγων του Χρυσοστόμου. Δεν νοείται καθαρή, σκέτη χαρά χωρίς να έχει προηγηθεί λύπη και πένθος. Αυτό το γεγονός είναι ταυτόσημο με τον νηπτικό νεολογισμό «χαρμολύπη». Μας το λέει ο ίδιος ο άγιος Πατέρας:
«Οἶδα ὅτι πολλοὶ ἡμᾶς διακωμῶνται (=περιγελούν, περιπαίζουν). λέγοντες, Εὐθέως δάκρυα. (= Γνωρίζω ότι πολλοί με κατηγορούν, λέγοντας “αμέσως δάκρυα”)
Αλλά εκείνος επιμένει:
«Πενθήσωμεν τοίνυν, ἀγαπητοὶ, πενθήσωμεν, ἵνα ὄντως γελάσωμεν, ἵνα ὄντως ἡσθῶμεν ἐν τῷ καιρῷ τῆς χαρᾶς τῆς εἰλικρινοῦς· αὕτη μὲν γὰρ ἡ χαρὰ πάντως λύπῃ ἀναμέμικται, καὶ οὐδέποτε καθαρὰν αὐτὴν ἔστιν εὑρεῖν.» (= Ας πενθήσουμε, αγαπητοί, ας πενθήσουμε για να γελάσουμε πραγματικά, για να νιώσουμε πραγματική ευφροσύνη κατά τον καιρό της ειλικρινούς χαράς. Γιατί αυτού του είδους η χαρά έχει μέσα της κατά κάποιο τρόπο λύπη και ουδέποτε μπορούμε να τη βρούμε καθαρή χαρά).
Κάποτε ένας κυνηγός είδε στην έρημο το Μέγα Αντώνιο να παίζει με τους μαθητές του (δηλ. με αρχάριους αναχωρητές, ενήλικες προφανώς, που είχαν τεθεί υπό την πνευματική του καθοδήγηση). Ο κυνηγός σκανδαλίστηκε και σκέφτηκε ότι οι ασκητές έπρεπε να είναι πάντα σοβαροί και εσωστρεφείς, όχι να παίζουν. Ο άγιος, που έπιασε τη σκέψη του, τον κάλεσε κοντά του.
«Τέντωσε το τόξο σου» του είπε. Ο κυνηγός το τέντωσε. «Τέντωσέ το κι άλλο. Κι άλλο». «Δε μπορώ να το τεντώσω άλλο» είπε στο τέλος ο κυνηγός, «γιατί θα σπάσει».
«Και την ψυχή του ανθρώπου» είπε ο άγιος «δε μπορείς να την τεντώνεις διαρκώς, γιατί θα σπάσει».
(Εδώ) Ίσως γι’ αυτό ο π. Ευμένιος, ο Γελαστός Άγιος, είπε σε κάποια που παρατήρησε γι’ αυτόν πως γελούσε πολύ και τον σύγκρινε με κάποιον άλλο, που δε γελούσε: «Αυτούς που δε γελάνε, τους αγαπάει πιο πολύ ο Θεός». Το είπε ασφαλώς από ταπείνωση, επειδή ο ίδιος γελούσε πάρα πολύ, ενώ πρέπει και να ξέρουμε πως ο Θεός αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους (άπειρα), όμως θα εννοούσε πως η συνειδητοποίηση των αμαρτιών μας και ο πόνος των συνανθρώπων (για τον οποίο συχνά έχουμε κι εμείς ευθύνη) παρακινεί τους πιο ευαίσθητους σε σοβαρότητα και αυτή η σοβαρότητα (ετοιμότητα για μετάνοια [δηλ. αλλαγή προς το καλύτερο] και συμμετοχή στον πόνο του άλλου) ανοίγει την καρδιά μας προς το Θεό. Αυτή τη σοβαρότητα την είχε πολλές φορές και ο ίδιος, αν και τόσο γελαστός, όπως θα δούμε πιο κάτω. Στα βιβλία των αγίων Πατέρων υπάρχουν πολλά σημεία όπου κάνουν χιούμορ.
Από τις βιογραφίες σύγχρονων αγίων Γερόντων, όπως ο Παΐσιος, ο Πορφύριος, κ.ά., ξέρουμε ότι γελούσαν και έκαναν χιούμορ. Επίσης, μια από τις πιο γνωστές φωτο του (γενικά μάλλον εσωστρεφούς) αγίου Γέροντα Σωφρόνιου του Essex είναι εκείνη που τον εμφανίζει να γελάει, και μάλιστα με ένα γέλιο εντελώς παιδικό (την είδες πιο πάνω)!
Γελάει στη φωτογραφία της και η αγία Μαρία Σκόμπτσοβα, η Νεομάρτυρας (από τους Ναζί).
Με το χιούμορ στα έργα και στην αλληλογραφία των Τριών Ιεραρχών ασχολείται ο Κωνσταντίνος Νικολακόπουλος στα Ερμηνευτικά μελετήματα από ρητορικής και υμνολογικής απόψεως, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 231-254.
Εκεί εντοπίζει σημεία όπου οι τρεις μεγάλοι άγιοι (αλλά και επιστήμονες και φιλόσοφοι και αγωνιστές της φιλανθρωπίας) κάνουν χιούμορ, είτε μεταξύ τους (οι άγιοι Βασίλειος και Γρηγόριος, που ήταν φίλοι – ενώ ο Χρυσόστομος έζησε μια γενιά μετά) είτε προς άλλους.
Γράφει μεταξύ άλλων:
Ενυπωσιακά παραδείγματα γραφής του παιδαγωγικού χιούμορ και των Τριών Αγίων βρίσκουμε σε όλα τα είδη των κειμένων τους και σε όλες τις συνάφειες περιεχομένου, όπως στην αλληλογραφία με φίλους, στα εποικοδομητικά ποιμαντικά κηρύγματά τους, στα θέματα εκκλησιαστικής πολιτικής ή ακόμη και στα αντιαιρετικά τους έργα.
Από τα παραδείγματα που αναφέρει τα πιο χαριτωμένα φυσικά είναι όσα περιέχονται στην αλληλογραφία τους. Επιλέγω ένα:
Ένα αντιπροσωπευτικό χωρίο, σχετικά με τη χιουμοριστική αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, μας έχει διασωθεί στα κείμενα του αγίου Γρηγορίου, ο οποίος υπέφερε από αρθρίτιδα. Αναφερόμενος λοιπόν περιπεκτικά και αυτοσαρκαστικά στην αρρώστια του, δικαιολογείται και δηλώνει αδυναμία να παρευρεθεί σε κάποιον γάμο, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «παντελώς άωρον και ου γαμικόν, δύο ποδαλγοί περιφερόμενοι και γελώμενοι» [=εντελώς αταίριαστο και μη γαμήλιο, δυο πονεμένα πόδια που θα τριγυρνάνε και θα τα κοροϊδεύουν].
Ο ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ «ΓΕΛΑΣΤΟΣ ΑΓΙΟΣ» π. ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ
Ο μεγάλος αυτός σύγχρονος δάσκαλος της ορθόδοξης αγιότητας ήταν Κρητικός και ζούσε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα Αττικής, όπου λειτουργούσε και συμπαραστεκόταν στους λεπρούς και τους άλλους ασθενείς, στους επισκέπτες και τους συγγενείς των ασθενών, αλλά και σε πλήθος ανθρώπων που τον είχαν γνωρίσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και τον επισκέπτονταν για πνευματική ωφέλεια. Μάλιστα, είχε εισαχθεί αρχικά στο νοσοκομείο λεπρός, θεραπεύτηκε με φαρμακευτική αγωγή και μετά δεν έφυγε, αλλά, συγκλονισμένος από τον ψυχικό και σωματικό πόνο που αντίκρισε, αποφάσισε να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του στην υπηρεσία των ανθρώπων που ζούσαν εκεί (εγώ θα έφευγα τρέχοντας με 1000, δυστυχώς – γι’ αυτό εγώ είμαι αμαρτωλός, ενώ ο π. Ευμένιος είναι άγιος). Είχε μάλιστα ως δικό του Γέροντα (=πνευματικό δάσκαλο) ένα λεπρό και τυφλό άγιο, τον άγιο Νικηφόρο. Ήταν τελείως άφραγκος και η απόλυτη παιδική ψυχή! Η βιογραφία του εδώ και αναφορά στην προσευχή του για αυτόχειρα εδώ.
Ο άγιος αυτός Γέροντας λοιπόν είχε χαρακτηριστικό του το τρανταχτό γέλιο! Έτσι φανερώνεται και η διάκριση ανάμεσα στο αληθινό γέλιο, που δεν πειράζει την αθώα ψυχή, και στο «άτακτο γέλιο» που είναι ξέσπασμα πάθους, το οποίο απορρίπτουν οι άγιοι Πατέρες. Στο βιβλίο του π. Σίμωνος Μοναχού π. Ευμένιος – Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, σελ. 137-146 αναφέρεται σχετικά:
«Ο παππούλης μας γελούσε, γελούσε πολύ. Γελούσε με εμάς τους ανθρώπους και μας μετέδιδε τη χαρά του. Γελούσε με τους αγίους, με την Κυρία Θεοτόκο, με τους αγγέλους και μας μετέδιδε πάλι τη χαρά των αγίων, της Κυρίας Θεοτόκου, των αγγέλων, γι’ αυτό, όταν πηγαίναμε εκεί, μπορεί να ήμαστε στενοχωρημένοι και κουρασμένοι ψυχικά ή σωματικά, αλλά φεύγαμε… πετώντας.
Ο π. Ευμένιος γελούσε πολλές φορές και κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, μπορεί την ώρα που διάβαζε το ιερό ευαγγέλιο ή όταν εθυμίαζε την Κυρία Θεοτόκο στην «Τιμιωτέρα» [σημαντικό τροπάριο για την Παναγία, που ψάλλεται σε ειδικό σημείο της καθημερινής πρωινής ακολουθίας (όρθρου)] ή την ώρα των παρακλήσεων [παράκληση ή “παρακλητικός κανόνας” = μουσικό + ποιητικό έργο, που αποτελεί προσευχή προς την Παναγία ή προς έναν άγιο (οι χριστιανοί συχνά διαβάζουν παρακλήσεις στο σπίτι τους, αλλά ψάλλονται & στην εκκλησία – δες πολλά δείγματα
εδώ)]».
Ο Γέροντας Ευμένιος
Χαρμολύπη
«Ήταν πολύ χαριτωμένος και είχε το χάρισμα των δακρύων, της χαρμολύπης. Ενώ κάναμε ακολουθίες, πολλές φορές, ο Γέροντας ήταν μέσα στο Ιερό και προσευχόταν με το κομποσχοίνι και παρακολουθούσε και όσα διαβάζαμε. Εμείς απ’ έξω τον ακούγαμε που έκλαιγε. Και όταν έφτανε στο τέλος η ακολουθία, έβγαινε έξω από το Ιερό και έβλεπες τα μάτια του ή βουρκωμένα ή να τρέχουν δάκρυα. Και να χαμογελάει. Το συνηθισμένο χαρακτηριστικό του χαμόγελο. Εβίωνε την χαρμολύπη. Όπως το αντιλήφθηκα εγώ, τα δάκρυα της μετάνοιας, της κατάνυξης, ήταν που δημιουργούσαν αυτή την ανέκφραστη, την ανεκλάλητη χαρά. Τα ζούσε παράλληλα και τα δύο ο Γέροντας. Ήταν κάτι μοναδικό, που δεν το έχω ζήσει σε άλλους Γέροντες. Να γελάει τόσο πολύ και την ίδια στιγμή, παράλληλα, να κλαίει».
Ασυγκράτητα γέλια
«Όποιος τον πλησίαζε, έβλεπε έναν ιερέα, έναν καλόγερο, με έντονη χαρά στο πρόσωπό του. Αυτή η χαρά, πολλές φορές, εκφραζόταν με πολλά γέλια, που αναμιγνύονταν με τα λόγια του ή ξεχύνονταν από τις άκρες των κλειστών χειλιών του, όταν έμενε σιωπηλός. Το καταλάβαινες ότι ήταν γέλια ενός χαριτωμένου ανθρώπου [δηλ. ανθρώπου με θεία χάρη], μιας καρδιάς ξέχειλης από αληθινή, θεία γαλήνη και χαρά, που χυνόταν έξω και δρόσιζε, ξενίζοντας [=παραξενεύοντας] τους άλλους.
Ήταν εμφανές ότι ο π. Ευμένιος προσπαθούσε να συγκρατηθή από ταπείνωσι, να μη φανή αυτή η αγία ιδιαιτερότητα, μα δεν το κατάφερνε πάντοτε.
Όποτε τον επισκεπτόμουν έπαιρνα αυτό το δώρο, τη χαρά δηλαδή και τα «αλλιώτικα» γέλια του, που κυλούσαν ώς την δική μου καρδιά. Όταν φορούσε την ιερατική του στολή και έβγαινε στην Ωραία Πύλη για το «Ειρήνη πάσι» ή θυμίαζε την Παναγία μας στο τέμπλο, το πρόσωπό του, συγκρινόμενα με τα απαστράπτοντα άμφια, έλαμπε περισσότερο. Ιδιαίτερα μπροστά στην Θεοτόκο, στην Τιμιωτέρα ή στους Χαιρετισμούς, την χαιρετούσε πραγματικά πλημμυρισμένος χαρά και γελούσε μόνος αυτός, σαν να του είπε η Θεοτόκος μιαν ευχάριστη είδηση. […]»
Τα θεϊκά γέλια
«Το πρόσωπό του, φωτεινό, χαρούμενο και γελαστό. Κάποτε τον ερώτησε η σύζυγός μου Μαρία: «Γέροντα, πώς το καταφέρνετε αυτό;». Και η απάντηση δόθηκε αμέσως: Αυτά, ευλογημένη, είναι τα θεϊκά γέλια».
Μεγάλη κατάνυξι
«Υπήρχαν στιγμές, που ερχόταν σε κατάνυξη μεγάλη και τον άκουγα να κλαίει, είχε και φορές που τον άκουγα να γελά. Μια φορά, με κάποιον, κάναμε ο ένας στον άλλο ένα πείραγμα, κάναμε ένα λογοπαίγνιο, αλλά τόσο χαμηλόφωνα, που μόνον οι δυο μας το ακούγαμε. Το αποτέλεσμα ήταν ν’ ακούσουμε ένα ακατάσχετο γέλιο του Γέροντα μέσα στο Ιερό, γι’ αυτό που εμείς κάναμε απ’ έξω μυστικά. Και διορθώματα επίσης των λαθών τα έκανε από το Ιερό.
Όταν έβγαινε έξω, έβλεπες έναν άνθρωπο αλλοιωμένο να βγαίνη από την πόρτα του Ιερού, να είναι βρεγμένα τα μάγουλά του, τα γένια του, να είναι μυσταγωγημένος. Νόμιζες ότι κατέβαινε ένας άνθρωπος από πάνω, αυτό αισθανόσουν. Ήταν τόσο συγκλονιστική η στιγμή, που έλεγες: «Τώρα, πώς θα βγη ο Γέροντας από κει μέσα;». Τις περισσότερες φορές έβγαινε πάρα πολύ κατανενυγμένος και δακρύβρεκτος. Ήταν πάρα πολύ ωραίο περιβάλλον, δηλαδή, και αυτό εντός του ναού, και αυτό που ακολουθούσε αργότερα, με την τράπεζα. Τις περισσότερες φορές ήταν κλίμα χαράς».
(Εδώ) …Ἐπισκεπτόμενος πρόσφατα τὸν ἁγιασμένο Γέροντα Νεκτάριο στὴν Καμάριζα τοῦ Λαυρίου καὶ ἔχοντας συναντήσει καὶ ἄλλες Ἁγιασμένες μορφὲς στὴν ζωή μου (Ἅγιο Παϊσιο, π.Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη, π.Χαράλαμπο Διονυσιάτη, π. Ἀμβρόσιο Λάζαρη, π.Εὐμένιο Λαμπάκη, π.Κύριλλο Γεραντώνη καὶ ἄλλους.)ἔκανα τὴν ἑξῆς διαπίστωση: «Τελικὰ ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι γελαστοὶ καὶ ἔχουν πάνω ἀπ’ὅλα πολὺ χιοῦμορ».Καὶ μάλιστα τέτοιου εἶδους χιοῦμορ ποὺ βγάζει ἀγάπη καὶ ὠφέλεια συνάμα. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἕνας κατάκοιτος ἄνθρωπος 85 χρονῶν μὲ χίλιες δυὸ ἀρρώστιες πάνω του,εὐρισκόμενος στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, νὰ κάνει τέτοιο ἔξυπνο καὶ ὠφέλιμο χιοῦμορ καὶ τὸ πρόσωπό του νὰ γίνεται γελαστὸ καὶ λαμπερὸ σὰν τῶν μικρῶν ξέγνιαστων παιδιῶν;
Τὸν ρωτῶ:
– Γέροντα Νεκτάριε , θὰ πᾶμε στὸν Παράδεισο; Καὶ ἐκεῖνος μου ἀπαντᾶ ἀρνητικὰ καὶ ἀπελπιστικά.
-Οὔ,οὔ…οὔτε ἀπ’ἔξω δὲν θὰ περάσουμε!
-Μὰ τί λέτε Πάτερ; Φώναξα ἀπογοητευμένος . Δὲν θὰ μποῦμε τελικά;
-Ἔεεμ ἅμα κάνουμε ἀπεργία θὰ μᾶς βάλει ὁ Θεὸς μέσα!
Ἄλλη φορᾶ κάποιος ἐπισκέπτης τοῦ Ἁγίου Ὅρους , ἀδιάφορος γιὰ τὰ πνευματικά, ρώτησε τὸν Ἅγιο Παϊσιο:
– Πάτερ, τί κάνεις ἐδῶ , σὲ τοῦτο τὸ ἐρημικὸ κελὶ ; Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε:
– Προσέχω τὰ μυρμήγκια νὰ μὴν τσακώνονται.
Σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς περιπτώσεις, τὸ γέλιο ἔχει κοινωνικό, ἄρα καὶ Ἐκκλησιολογικὸ χαρακτήρα , ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν προσώπων πραγματώνεται. Γελοῦμε ὅταν εἴμαστε σὲ συντροφιές, ὄχι ὅταν εἴμαστε ἀπομονωμένοι…
Ο Λεμεσσού Αθανάσιος αναφερόμενος στον γέροντά του διηγείται: