Τὸ μεγάλο ἐρώτημα στὴν σημερινὴ κοινωνία γιὰ ὅλους ἐμᾶς, τοὺς ἑορτάζοντες το Πάσχα Χριστιανούς

                           


Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

    Καθὼς ἡ Μ. Σαρακοστὴ φθάνει στὴν κορύφωσή της καὶ ἀναλογιζόμενοι τὴν ἐξέλιξη τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων καὶ δὴ ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, μποροῦμε σίγουρα νὰ διαπιστώσουμε, ὅτι παράλληλα μὲ τὴν κορύφωση τῆς Μ. Σαρακοστῆς μὲ τὴν ἐβδομάδα τῶν Ἱερῶν Παθῶν, κορυφώνεται καὶ τραγικότητα τῶν σημερινῶν ἑορταζόντων τὰ Πάθη αὐτά.

Ποτὲ δὲν εἴμασταν (χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν καὶ πραγματικὰ ἀληθινοὶ Χριστιανοί, τὼν ἀριθμό τῶν ὁποίων μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει) οἱ ἑορτάζοντες Χριστιανοὶ τόσο ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὴν συνειδητοποίηση τοῦ τί ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα, ὅσο σήμερα. Καὶ ποτὲ δὲν ὁμοίασαν οἱ ἄνθρωποι τόσο πολὺ  τῶν Φαρισαίων, τοῦ Ἰούδα, τῶν γονέων τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ  (Ἰω. 9, 1-38), τῶν ἐννέα ἀπὸ τοὺς δέκα λεπρούς (Λουκ. 17, 12-19) ὅσο ἐμεῖς οἱ σημερινοί Χριστιανοί. Ἔχουμε (ξε)χάσει τὸ νόημα καὶ τὴν σημασία τῆς Θυσίας τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος μας. ἑορτασμὸς κατήντησε εἴτε μία πρὸς τὰ ἔξω ἐπίδειξη μίας «εὐσεβείας» ποὺ τελειώνει μὲ τὴν Ἀνάσταση εἴτε μία συγκινησιακὴ ὑπενθύμιση κάποιων γεγονότων, εἴτε ἕνα ἔθιμο ποὺ μᾶς πιστοποιεῖ ὡς Ἔλληνες.

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καὶ τῆς προσφορᾶς πολλῶν προσωπικῶν ἐπιλογῶν, πῶς θὰ καταλάβουμε τὸ μήνυμα τῆς ἀνιδιοτέλειας, τῆς αὐταπάρνησης, τῆς θυσίας καὶ τῆς ἀγάπης τῆς ἑορτῆς αὐτῆς; Ὅταν κυριαρχεῖ ἡ ἔκφραση μὴν εἶσαι θῦμα, πῶς θὰ βιώσουμε τί ἐστι θυσία καὶο πῶς θὰ διατηρήσουμε τὴν ἀγάπη στὸν θύτη; Πῶς θὰ δεχθοῦμε τὴν μία καὶ στενὴ ὁδό;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τῆς ὑποτιθέμενης ἀλληλεγγύης καὶ τοῦ βιασμοῦ τῆς ἀγάπης, πῶς θὰ νιώσουμε τὴν πραγματικὴ Ἀγάπη ποὺ ἐνσαρκώθηκε γιὰ τὴν σωτηρία μας; Πῶς θὰ καταλάβουμε, ὅτι ἀγάπη χωρὶς ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει; Πῶς θὰ πράξουμε τὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀπορρίψουμε τὰ τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τῆς προσωπικῆς ἀνάδειξης, τοῦ κύρους καὶ τῆς αὐθεντίας, πῶς θὰ ἀρνηθοῦμε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, πῶς θὰ βιώσουμε τὴν ταπείνωση τοῦ νιπτῆρος, τὴν ἄκρα ταπείνωση τοῦ Σταυροῦ; Πῶς θὰ νοοήσουμε τὸ «Tί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ».

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ὠφελιμιστικότητας, πῶς θὰ ἀφήσουμε τὴν σαλότητα καὶ τὸ ἀνθρωπίνως παράλογο τῶν πράξεων καὶ λόγων τοῦ Κυρίου; Πῶς θὰ ἐπιδιώξουμε τὴν μετάνοια τῆς πόρνης καὶ θὰ ἀρνηθοῦμε τὰ ἀργύρια τοῦ μαθητοῦ; Πῶς θὰ νοήσουμε τὸ «…Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;».

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τῆς ἀνθρώπινης παντοδυναμίας, πῶς θὰ δεχθοῦμε ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό; Πῶς δὲν θὰ ποῦμε καὶ ἐμεῖς σὰν τὸν Πιλάτο, ὅτι δὲν βλέπεις Κύριε, ὅτι ἔχουμε τὴν ἐξουσία νὰ σὲ ἀφήσουμε ἢ νὰ σὲ παραδόσουμε; Πῶς θὰ ἀρνηθοῦμε τὴν δύναμη τῆς ἐξουσίας καὶ θὰ ὑποταχθοῦμε ὡς δοῦλοι ἀγαθοὶ στὴν δύναμη τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τῆς παρακοῆς, τοῦ ἰδίου θελήματος καὶ τῆς διάλυσης τοῦ οἰκογενειακοῦ ἱστοῦ, πῶς θὰ δεχθοῦμε τὴν ὑπακοὴ στὸν Πατέρα καὶ στὶς ἐντολές Του, πῶς θὰ τρέξουμε ἐμεῖς ὡς πατέρες στὸν ἁμαρτωλὸ μὴν περιμένοντας πρῶτα τὴν συγγνώμη του καὶ τὴν συντριβή του;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τοῦ ἐγώ, πῶς θὰ χωρέσει ὁ ἄλλος, ὁ συνάνθρωπος, ὁ ἀδελφός; Στὴν κοινωνία τοῦ καλύτερου καὶ ἐκλεκτοῦ πῶς θὰ ἐπαινεθεῖ ὁ τελευταῖος καὶ δοῦλος; Πῶς θὰ κάνουμε πράξη τὸ «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι»;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τοῦ ὑπερτονισμοῦ τοῦ θαύματος καὶ τῆς ἀνάγκης ἀναζήτησής του, πῶς θὰ φυτρώσει ὁ λόγος, ὁ κεντρίζων τῆν συνείδηση λόγος καὶ ἡ μετάνοια, ποὺ εἶναι ἴσως τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ποὺ μποροῦμε νὰ βιώσουμε, ἀλλὰ δὲν ἀναζητοῦμε;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τῆς προσωπικῆς ἑρμηνείας καὶ προσαρμογῆς τῶν καταστάσεων κατὰ τὸ δοκοῦν, πῶς θὰ διακρίνουμε τὴν διαχρονικότητα, τὸ ἀσάλευτο καὶ τὸ αἰώνιο τῶν πράξεων καὶ ἐντολῶν τοῦ Κυρίου;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τοῦ συμφέροντος, πῶς θὰ ἀναζητήσουμε τὴν ὁμόνοια καὶ τὴν ἐν ἀληθείᾳ, τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ θεμέλιο τῆς ὁμονοίας;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τῶν συναυλιῶν μέσα στοὺς ναούς, τοῦ θεάτρου καὶ τῆς ἀπολαύσεως, πῶς θὰ διαλέξουμε ἀντὶ τῆς μουσικῆς τέρψης, τῆς αἰσθητικῆς ἱκανοποίησης, τῆς ψυχικῆς γαλήνης τὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο, τὸ βάθος τῶν νοημάτων καθὼς καὶ τὴν μὲ αὐτὰ συνδεδεμένη καὶ ἀπαραίτητη συμφωνία τῶν πράξεων μας;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τοῦ συμβιβασμοῦ καῖ τῆς διπλωματίας, πῶς θὰ κατορθώσουμε τὴν ὑπέρβαση, πῶς θὰ ἐπιδιώξουμε τὸ ἀσυμβίβαστο μὲ τὸν κόσμο, πῶς ἀρνηθοῦμε τὴν ἀποσυναγωγία γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν βασίλεία τῶν οὐρανῶν;

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τῆς συνεχοῦς ἀναφορᾶς καὶ τῆς ἀναζήτησης τῆς προσωπικῆς ἐπιβίωσης, πῶς θὰ καταλάβουμε τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ «ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν» (Λουκ. 9, 24);

Στὴν σημερινὴ κοινωνία τοῦ σχετικισμοῦ, τῆς ἀνεκτικότητας καὶ τῶν πολλῶν ἀληθειῶν, πῶς θὰ δεχθοῦμε τὴν Μία Ἀλήθεια, πῶς θὰ μᾶς συνταράξει τὸ «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς καὶ ἀνέξομαι ὑμῶν»; 

Ὁ ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς ποὺ ὡς ἄνθρωπος τῶν καιρῶν μας εἶχε διακρίνει αὐτὴ τὴν αὐξανόμενη πτώση ἔλεγε:

«Ὁ Θεὸς ὅμως ποτὲ δὲ μέμφεται, ποτὲ δέν ὀργίζεται στόν ἀγνώμονα, ἀλλὰ τόν ἐπιπλήττει εὐγενικὰ καὶ ῥωτάει ὅσους τόν λατρεύουν στόν ναό: «Ποῦ εἶναι τὰ ἄλλα παιδιά Μου; Δέν ἔδωσα τὴν ὑγεία σὲ χιλιάδες; Γιατὶ βρίσκονται μόνο λίγες δεκάδες στόν ναό Μου; Δὲν δίνω τό φῶς τοῦ ἡλίου σὲ ἑκατομμύρια; Γιατὶ εἶστε μόνο λίγες ἑκατοντάδες οἱ εὐγνώμονες; Δέν ὀμόρφηνα τοὺς ἀγρούς, δέν τοὺς γέμισα μέ πλούσια σοδειά, μὲ κάθε χόρτο γιά τὰ κοπάδια; Γιατὶ εἶστε μόνο λίγοι ἐσεῖς πού γονατίζετε μέ εὐχαριστία μπροστά Μου; Ποῦ εἶναι τὰ ἄλλα παιδιά Μου; Ποῦ εἶναι οἱ δυνατοὶ καὶ ἰσχυροί πού κυβερνοῦν τὰ ἔθνη μέ τήν δική Μου δύναμη καὶ ἰσχύ; Ποῦ εἶναι οἱ ἰσχυροί, ποῦ οἱ ἐπιτυχημένοι πού πλούτισαν ἀπὸ τὰ πλούτη Μου καὶ πέτυχαν χάρη στό ἔλεός Μου; Ποῦ εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι πού ἀντλοῦν τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐτυχία ἀπὸ τήν δική Μου πηγή; Ποῦ εἶναι οἱ γονεῖς πού τὰ παιδιὰ τους τὰ βοηθάω νά μεγαλώσουν καὶ νά γίνουν δυνατοί; Ποῦ εἶναι οἱ δάσκαλοι πού τοὺς χορηγῶ σοφία καὶ γνώση; Ποῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἄρρωστοι πού θεράπευσα; Ποῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ πού καθάρισα τίς ψυχὲς τους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, σὰν νὰ ἦταν ἀπὸ λέπρα;». Ποῦ εἶναι!» (ἐδῶ).

Ἀς φωνάξουμε λοιπόν, ἔστω καὶ τώρα, ὡς οἱ ἄσωτοι υἱοί, ὡς οἱ ἐργάτες τῆς ἐνδεκάτης ὥρας «ἐδῶ εἴμαστε Κύριε, πιστεύουμε, βοήθησε μας στὴν ἀπιστία μας» ἐνθυμούμενοι ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, ὅτι «οὐ εἰς τέλος ὀργισθήσεται οὐδὲ εἰς τὸν αἰώνα μηνιεῖ» (ψαλμ. 103). Ἂν καὶ ἁμαρτωλοί παραμένουμε ὁ λαὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, καὶ μποροῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν θησαυρό, ποὺ χάθηκε στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας.

Εἴθε ἡ σταύρωση καὶ ἡ ἀνάσταση ποὺ ἔρχεται νὰ σημάνει καὶ τὴν προσωπική μας πραγματικὴ συσταύρωση καὶ τὴν πραγματικὴ ἀνάστασή μας.

Καλή Μετάνοια καὶ Καλὴ Ἀνάσταση!

      Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου