«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»
«Καὶ πῶς», διερωτᾶται κάποιος, «θὰ ὑποβάλλω τὰ αἰτήματά μου πρὸς τὸν Κύριο, ὄντας ἐγὼ ἀγροῖκος, χωρικὸς κι ἀπαίδευτος»;
Γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ αἰτήματα δὲν σοῦ χρειάζονται λογοτεχνικὲς ἱκανότητες, παρὰ μονάχα ἁπλότητα. Ἂς ἐπιστρέψουμε, ὅπως ἔκαμε ὁ ἄσωτος υἱός. Ἂς στενάξουμε, ὅπως στέναξε ὁ τελώνης. Ἂς χύσουμε δάκρυα μετανοίας ὅπως ἡ πόρνη καί, ὅπως ὁ ληστής, ἂς φωνάξουμε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ποῦ βλέπεις τὸ δύσκολο καὶ το πολύπλοκο σ’ αὐτὰ τὰ τόσο ἄπλα λόγια;
«Ναί», ἀποκρίνεται, «ἀλλ’ ἐγὼ δὲν βλέπω τὸν ἑαυτό μου νὰ εἶναι συσταυρωμένος μὲ τὸν Κύριο. Πῶς, λοιπόν, νὰ ἐπαναλάβω τὰ λόγια του ληστῆ»;
Τί λέγεις, ἄνθρωπε; Θέλεις κάθε μέρα νὰ βλέπεις σταυρωμένο τὸν Χριστό; Τίποτε δὲν σ’ ἐμποδίζει κάθε μέρα νὰ στρέφεις τὸ βλέμμα τῆς διάνοιας καὶ ν’ ἀντικρίζεις τὴν σωτήρια σταύρωση καὶ στὴ συνέχεια νὰ λέγεις; «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Αὐτός, ὅμως, ξαναρωτᾶ καὶ λέγει:
«Πῶς κάθε μέρα σταυρώνεται ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τὸν βλέπω μὲ τρόπο νοερό»;
-Δὲν λέγω, νὰ τὸν βλέπεις κάθε μέρα σταυρωμένο, ἀλλὰ κάθε μέρα νοερὰ νὰ βλέπεις τὴν σωτήρια σταύρωση, ποὺ τότε, μιὰ καὶ γιὰ πάντα, ἔγινε, καὶ νὰ λέγεις συχνὰ καὶ ὀλόκαρδα: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ἀλλὰ καὶ ὅταν σταυρώσουμε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μας «μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες μας», ὅπως λέγει ὁ θεῖος καὶ μακάριος Παῦλος, τότε κι ἐμεῖς συσταυρωνόμαστε μαζί του καὶ μποροῦμε νὰ λέμε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Βλέπεις αὐτὸ τὸ σύντομο καὶ εὔκολο ἁγιογραφικὸ κείμενο πόσην ὠφέλεια προξενεῖ;
Δὲν εἶπε:
Συγχώρησέ μου, Κύριε, τὶς ληστρικὲς αἰσχρουργίες, τοὺς φόνους, τοὺς δόλους, τὶς ἁρπαγές, τις ὠμότητες, καὶ τὶς μύριες ἐκεῖνες μιαρότητες, ἀλλὰ «Μνήσθητί μου, Κύριε». Κι οὔτε τὴ θύμηση αὐτὴ τὴν ζητῶ ἀμέσως, ἀλλὰ τότε. Ὅταν οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν θὰ σαλευθοῦν. Ὅταν θὰ ἔλθεις μὲ τρόπο ἐμφανῆ. Ὅταν, τὸ ἀνέκφραστο φῶς τῆς δικῆς σου παρουσίας σὰν ἀστραπὴ θὰ φανεῖ ταυτόχρονα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μέχρι καὶ τὴ δύση. Ὅταν θὰ ἠχήσει μεγαλόφωνα ἡ σάλπιγγα καὶ οἱ νεκροὶ θ’ ἀναστηθοῦν. Ὅταν θὰ ἐξαποστείλεις τοὺς ἁγίους σου ἀγγέλους νὰ συναθροίσουν τοὺς διαλεχτούς σου κι ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Τότε, ἀφοῦ παρουσιασθεῖ πιὰ ἡ βασιλεία σου, Μνήσθητί μου, Κύριε. Μὴ μὲ λησμονήσεις γιατί εἶμαι ληστής, ἀλλὰ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στὴ βασιλεία σου».
Ὅταν οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων θὰ διασχίζουν ὅλη τὴν ὑφήλιο καὶ θὰ συνάγουν τους διαλεκτούς σου ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα του ὁρίζοντα, μὴ μὲ λησμονήσεις, ἐξ αἰτίας τῶν ληστρικῶν μου ἔργων, ἀλλά, «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στὴ βασιλεία σου». Δὲν ζητῶ περισσότερα ἀπ’ αὐτό, ἀφοῦ δὲν πρόλαβα κἂν νὰ μετανοήσω, γιὰ τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα ἀτοπήματα μου- γι’ αὐτὸ συνελήφθηκα καί, σὰν ληστής, σταυρώθηκα, ὥστε καὶ σύ, Κύριε, ποὺ εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ κάθε δικαιοσύνη, νὰ συγκαταλεχθεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἀνόμους.
Ἔτσι καὶ μ’ αὐτή σου τὴ συγκατάβαση, μὲ τρόπο ὑπεράξιο, παραβλέπεις τὴν αἰσχρότητα τῶν ἔργων μου, καὶ μὲ καθιστᾶς ἄξιο, νὰ μὲ θυμηθεῖς στὴ βασιλεία σου. Ὅταν χίλιες χιλιάδες καὶ μύριες μυριάδες τῶν οὐρανίων δυνάμεων, μ’ αἰσθήματα τρόμου, σὲ κυκλώνουν. Ὅταν θὰ καθίσεις στὸν περίδοξο θρόνο, σὰν βασιλιᾶς τῶν οὐρανίων δυνάμεων κι ὅλης τῆς οἰκουμένης, τότε θὰ συναχθοῦν μπροστά σου ὅλα τὰ ἔθνη. Τότε θὰ τοὺς χωρίσεις, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια. Τότε θὰ στήσεις τὰ πρόβατα στὰ δεξιά σου καὶ τὰ ἐρίφια στ’ ἀριστερά σου. Πῶς, ἑπομένως, νὰ μὴν εἶναι παμμέγιστο γεγονός, νὰ θυμηθεῖς τότε, βασιλιᾶ τῶν ὅλων, ἔμενα, ἕνα ἀχρεῖο καὶ ἄχρηστο ληστῆ;
Κι Αὐτός του ἀποκρίνεται!
Ἀπὸ ποὺ ἔμαθες, ληστή, ὅτι ἐγὼ εἶμαι βασιλιᾶς;
Τί βλέπεις σ’ ἔμενα ἀντάξιο τῆς βασιλικῆς μου ἐξουσίας;
Ποῦ βλέπεις βασιλικὸ μανδύα νὰ μὲ περιβάλλει;
Ποῦ τὰ στρατεύματα καὶ τὰ χρυσοκόλλητα ἅρματα;
Ποῦ οἱ δορυφοροῦντες συνοδοί, οἱ ἐπιβολεῖς τῆς βασιλικῆς εὐταξίας;
Ποῦ τὰ παλάτια καὶ τὰ περίλαμπρα σπίτια κι ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς βασιλείας;
Πῶς ὀνομάζεις, κάποιο, βασιλιᾶ, ποὺ δὲν ἔχει ποῦ νὰ κλίνει τὸ κεφάλι καὶ ποὺ σταυρωμένος βρίσκεται σὰν κακοῦργος μεταξὺ δύο ληστῶν;
Ἀλλὰ καὶ ποιούς νόμους μελέτησες ἢ ποιές προφητεῖες, εὐνοϊκὲς γιὰ μένα, διάβασες, ὥστε νὰ μάθεις νὰ μὲ καλεῖς βασιλιᾶ;
Ὅταν στάθηκα μπροστὰ στὸν Πιλάτο καὶ λίγο νωρίτερα μπροστὰ στὸν Καϊάφα, μὲ δική μου θέληση φανέρωσα, τότε, τὸ ἀποκρυμμένο τοῦτο μυστήριο. Στὸν ἕνα εἶπα: «…σύντομα θὰ δεῖτε τὸν Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ».
Καὶ στὸν ἄλλο: «Ἂν ἡ βασιλεία μου προερχόταν ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, οἱ στρατιῶτες μου θὰ ἀγωνίζονταν νὰ μὴν πέσω στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων. Ἡ δική μου βασιλεία δὲν προέρχεται ἀπὸ ἐδῶ». Ἐκεῖνοι τ’ ἄκουσαν, ἔμειναν ὅμως ἄπιστοι. Σύ, φυσικά, δὲν τ’ ἄκουσες αὐτά, γιατί, ληστὴς ὄντας καὶ κακοῦργος, βρισκόσουνα φυλακισμένος.
Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, μὲ ξέρεις καὶ ἀναγνωρίζεις, σὰν βασιλιᾶ, καὶ ζητᾶς νὰ σὲ θυμηθῶ καὶ νὰ σὲ κάμω ἄξιο τῆς βασιλείας μου;
«Δὲν ἔμαθα», ἅπαντα ὁ ληστής, «τὸ παραμικρὸ ἀπὸ ἀνθρώπους, ὥστε νὰ σὲ ξέρω σὰν βασιλιᾶ, σὰν Θεό, υἱὸ ὁμοούσιο μὲ τὸν ἀθάνατο βασιλέα Θεὸ Πατέρα. Ὅμως καὶ μόνο ἡ συγκλονιστικὴ ἀλλοίωση τῶν στοιχείων τῆς φύσης, τὴν ὥρα αὐτή, διδάσκει πασιφανέστατα, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ βασιλιᾶς καὶ κτίστης καὶ συνοχέας ὅλης τῆς δημιουργίας. Γι’ αὐτὸ καὶ συμπάσχουν τὰ κτίσματα μὲ τὸν Κτίστη. Σὰν ἀντίκρισε το φῶς της μέρας, σταυρωμένο Σέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο καὶ φώτισε τὸν καθένα, μένοντας πιστὸ καὶ ὑπάκουο σ’ Ἐσένα, ἀπέκρυψε τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες του κι ἡ πλάση βυθίστηκε μέσα στὸ σκοτάδι.
Τότε καὶ ἡ γῆ τρόμαξε, παρόμοια, βλέποντας κρεμασμένο στὸ σταυρὸ Αὐτόν, ποὺ τὴν θεμελίωσε στὰ νερὰ τῶν θαλασσῶν ἀπάνω. Ἀλλὰ κι οἱ πέτρες σχίσθηκαν, βλέποντας Σέ, τὴν «πέτρα» τῆς ζωῆς, νὰ πάσχεις. Καὶ οἱ τάφοι διανοίγονται, γιὰ χάρη Σου, ποὺ σὲ λίγο πρόκειται ἑκουσίως νὰ τοποθετηθεῖς στὸν τάφο καὶ νεκροί, γιὰ Σέ, θ’ ἀναστηθοῦν, σὰν προάγγελοι τῆς ἀνάστασης.
Τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε στὰ δύο, ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, μὴ ὑποφέροντας νὰ βλέπει σταυρωμένο τὸν ναὸ τοῦ πανάσπιλου παναγίου σου σώματος. Ἀντικρίζοντας ὅλα αὐτά, ὁλόψυχα, σοῦ φωνάζω: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου».
Καὶ ὁ Κύριος τοῦ λέγει: «Σὲ βεβαιώνω πὼς σήμερα, κιόλας, θὰ εἶσαι μαζί μου στὸ παράδεισο». Σὰν ἄνθρωπος, ἑκουσίως, στὸν σταυρὸ κρεμάσθηκα καὶ σὰν Θεὸς ἀπερίγραπτος βρίσκομαι στὸν παράδεισο καὶ παντοῦ. Σὰν ἄνθρωπος πεθαίνω καὶ θάπτομαι καὶ στὸν ἅδη κατέρχομαι, «καὶ σὺ θά ‘σαι σήμερα μαζί μου στὸν παράδεισο». Τὸ σῶμα μου θὰ καθαγιάσει τοὺς τάφους, ἡ ψυχή μου θὰ ἐλευθερώσει τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν ἅδη, «καὶ σὺ θά ‘σαι σήμερα μαζί μου στὸν παράδεισο». Ἐγὼ θεληματικὰ πηγαίνω στὸν ἅδη, γιὰ νὰ λυτρώσω τοὺς ἐκεῖ δέσμιους καὶ ν’ ἀναστήσω, «καὶ σὺ θά ‘σαι σήμερα μαζί μου στὸν παράδεισο». Ἐκεῖ, στὸν ἅδη, βρίσκεται δέσμιος, ὄχι μόνο ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν δικαίων, ἀκόμη κι ὁ πιὸ μεγάλος ἀπὸ ὅλους καὶ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς προφῆτες.
Κι ἂν ὁ μέγας Ἰωάννης, ὁ Βαπτιστῆς καὶ Πρόδρομος καὶ προφήτης, δὲν διέφυγε τοῦ ἅδη τὴν τυραννία, ποιός ἄλλος ἀπ’ τοὺς δικαίους μποροῦσε νὰ τὴν ἀποφύγει; Γι’ αὐτὸ σπεύδω νὰ τοὺς ἀπολύσω, «καὶ σὺ θά ‘σαι σήμερα μαζί μου στὸν παράδεισο». Μέχρι τώρα ὁ τύραννος, δικαίους καὶ ἀνεύθυνους, κατεῖχε σὰν ὑπεύθυνους, ἀλλ’ ἀπὸ τώρα πιά, μήτε τὸν μετανοημένο ληστὴ θὰ μπορεῖ νὰ κρατεῖ στὴν τυραννία του. Ὁ ἅδης θά ‘ναι στὸ ἕξης κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης του «καὶ σὺ μαζί μου θά ‘σαι σήμερα στὸν παράδεισο».
Ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Ἀδάμ, ὁ θεόπλαστος καὶ πρωτόπλαστος, ἐξορίσθηκε, ἀλλὰ σὺ ὁ ληστής, πρὶν ἀπ’ ὅλους, εἰσάγεσαι· ἀπ’ αὐτὸ ὅλοι θὰ καταλάβουν, ὅτι, ὄχι ὁ τόπος ἀλλ’ ὁ τρόπος σώζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν πρέπει ν’ ἀπελπίζεται, ἔστω κι ἂν κατάντησε ληστής, ἀρκεῖ νὰ μετανοήσει θερμά. Μήτε, ὅμως, ὁ δίκαιος νὰ ὑπερφρονεῖ, ἔστω κι ἂν πέτυχε τὰ θεοκατόρθωτα καὶ κατέχει τὸν παράδεισο σὰν τόπο διαμονῆς του.
Μάθαμε πόσο μεγάλο ἀγαθὸ συνιστᾶ ἐτούτη ἡ εὐχή; Προσέξαμε τί θησαυρὸ περιλαμβάνει μέσα στὴ λακωνικότητά της.
Ἑπομένως καί ‘μεὶς ἂς διδαχθοῦμε, ὀλόκαρδα καθ’ ἑαυτοὺς νὰ λέμε, «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στὴ βασιλεία σου». Κι ἂν ἕνας εἶναι καλλιεργητής, ἐνῷ ἀροτριά, κι ἂν εἶναι βοσκός, τὴν ὥρα ποὺ βόσκει τὸ κοπάδι του, κι ἂν ἄλλος περιποιεῖται τ’ ἀμπέλια ἢ τὰ περιβόλια του, ἢ ἄλλος εἶναι χειροτέχνης, κι ἂν ἐπιβαίνει πάνω σ’ ἄλογο, κι ἂν πεζοπορεῖ, μπορεῖ νὰ λέγει:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Τοῦτο, νομίζω, σημαίνει καὶ τὸ «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» καὶ τὸ «ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ· ψάχνετε καὶ θὰ βρεῖτε, κι ὅποιος κτυπᾶ τοῦ ἀνοίγουν. Γιατί ὅποιος ζητᾶ λαβαίνει κι ὅποιος ψάχνει βρίσκει κι ὅποιος κτυπᾶ τοῦ ἀνοίγουν».
Μακάρι κι ἐμεῖς, ἀντάξια νὰ ζητοῦμε καὶ νὰ λαμβάνουμε, νὰ ψάχνουμε καὶ νὰ βρίσκουμε τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς. Αὐτή, ταχύτατα νὰ τὴ διαβοῦμε γιὰ νὰ φθάσουμε γρήγορα νὰ κτυπήσουμε γιὰ νὰ μᾶς ἀνοιγεὶ ἡ πόρτα τῆς αἰωνιότητας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σ’ Αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.