Περὶ Παραδείσου
Ἠλία Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων. Ἐλαφρῶς διασκευασθεῖσα κατὰ τὸ λεκτικόν.
Οἱ ἄνθρωποι, οἵτινες εἶναι καθολικὰ ἄδικοι, δίδουσι τὰς τιμὰς ἐκεῖ, ὅπου τοὺς φέρει ἤ ἡ φιλία ἤ ἡ συγγένεια. Ὁ Θεός, ὅστις εἶναι φυσικὰ δίκαιος, δίδει τὰς τιμὰς ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκεται ἡ ἀξία. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τιμῶνται οἱ φίλοι ἥ οἱ συγγενεῖς· ἀπὸ τὸν Θεόν τιμῶνται οἱ ἄξιοι· αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδικὴ παρηγορία, τὴν ὁποίαν ἔχουσιν οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ὅταν ἀμελοῦνται ἤ καταφρονοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἀναμένωσι τὸν μισθὸν τῆς ἄρετῆς ἀπὸ τὸν Θεόν. Τοῦτο δεικνύει φανερὰ εἰς ἡμᾶς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὸ σημερινὸν ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Αὐτὸς ἀναβαίνει εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὑπάγει διὰ νὰ σταυρωθῇ, ὁ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ Ζεβεδαίου, φαντἀζονται, ὅτι ἐκεῖ ὐπάγει διὰ νὰ βασιλεύσῃ καὶ νικημένοι ἀπὸ φιλοτιμίαν, πρῶτα πέμπουσι τὴν μητέρα των νὰ μεσιτεύσῃ, ἔπειτα παρρησιάζονται καὶ αὐτοί. «Θέλομεν», λέγουσιν, «ὅταν γίνῃς Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ εἶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ καθίσῃ ἐκ δεξιῶν σου καὶ ὁ ἄλλος ἐξ ἀριστερῶν σου, ἵνα ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς μέρος τῆς Βασιλείας σου»· «Δὸς ἡμῖν, ἵνα εἶς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἶς ἐξ εὐωνύμων σου καθήσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι΄37).
Ἀλλὰ τὶ ἄνθρωποι εἶναι ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης; Φίλοι τοῦ Χριστοῦ, συγγενεῖς τοῦ Χριστοῦ· ὁ δὲ Χριστὸς τί τοὺς ἀποκρίνεται; Δὲν γνωρίζετε τὶ ζητεῖτε. «Οὐκ οἴδατε τὶ αἰτεῖσθε» (αὐτ. 38). Ἐγὼ εἶμαι δίκαιος Κριτής, δὲν δίδω τὰς τιμὰς κατὰ τὴν γνώμην μου δὲν τιμῶ τοὺς φίλους ἤ τοὺς συγγενεῖς τιμῶ τοὺς ἀξίους. Εἰς τὴν Βασιλείαν τὴν ἰδικήν μου, ὅστις κοπιάσῃ, λαμβάνει τὸν μισθόν ὅστις ἀγωνισθῇ κερδαίνει τὸν στέφανον· ὅστις φανῆ ἄξιος, ἔχει τὴν δόξαν· τὸ δέ καθῆσαι ἐκ δεξιῶν μου ἤ ἐξ εὐωνύμων μου, οὔκ ἐστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται» (αὐτ. 40). Ἀλλὰ ποῖος δὲν θέλει νὰ κοπιάσῃ; Ποῖος δὲν θέλει νὰ ἀγωνισθῇ, διὰ νὰ κερδήσῃ τὴν Βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τιμήν, διότι εἶναι ἀνεκτίμητος; Ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος, διότι εἶναι αἰώνιος; Τόσους κόπους, τόσους ἀγῶνας διὰ μίαν παραμικρὰν εὐτυχίαν τοῦ κόσμου τούτου, τὴν ὁποίαν καὶ πολὺ δύσκολον εἶναι νὰ τὴν ἀποκτήσωμεν καὶ πολὺ εὔκολον εἶναι νὰ τὴν χάσωμεν; Τόσην δὲ ἀμέλειαν καὶ τόσην ἀμεριμνίαν διὰ τὴν Βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν, διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσωμεν, φθάνει μόνον νὰ θέλωμεν; Ἄν δὲ τὴν κερδήσωμεν μίαν φοράν, δὲν τὴν χάνομεν ποτέ.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου τούτου· εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, εἶναι ἡ μακαριότης τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ δόξα ἡ ἀτελεύτητος, εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, εἶναι μὲ ἕνα λόγον ὁ Παράδεισος. Παράδεισος! Μόνον νὰ τὸν συλλογισθῶ, εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου. Παράδεισος! Ἡ εὐτυχισμένη πατρὶς τῶν Προπατόρων μου, ὁ γλυκὺς λιμὴν τῆς ἐλπίδος μου, ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς ἀγάπης μου, τὸ ὕστερον βραβεῖον τῆς Πίστεώς μου. Περὶ Παραδείσου σήμερον εἶναι ὁ λόγος, εὐλογημένοι Χριστιανοὶ. Ἐγὼ ὁμολογῶ, ὅτι αὐτὴ εἶναι μία ὑπόθεσις, ἤτις ὑπερβαίνει κάθε γλῶσσαν καὶ κάθε νοῦν· διότι οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε Ἄγγελος ἤθελε δυνηθῆ ποτὲ νὰ μᾶς ἐξηγήσῃ τὸν Παράδεισον, καθὼς εἶναι. Ὅθεν δὲν σᾶς ὑπόσχομαι νὰ σᾶς ἀποδείξω τὶ εἶναι ὁ Παράδεισος, φθάνει νὰ σᾶς εἰπῶ ὀλίγον τι περὶ τούτου· καὶ ἄνδὲν δυνηθῶ νὰ δώσω μίαν τελείαν αὐτοῦ εἰκόνα, θέλω κάμει μίαν παραμικρὰν σκιαγραφίαν. Ὦ Παράδεισε! ἔλεγεν εἷς ἅγιος Διδάσκαλος, ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδήσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Μέρος Πρῶτον
Γνωρίζετε, νὰ μοῦ εἴπητε, διὰ ποίαν ἀφορμὴν κλαίει τὸ βρέφος ὅταν γεννᾶται καὶ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός; Ἄλλος λέγει τὸ ἕνα καὶ ἄλλος τὸ ἄλλο· ἀλλ’ ἡ ἀληθινὴ φυσικὴ ἀφορμὴ εἶναι διὰ τοῦτο μᾶλλον, διότι ἐβγαίνει ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς. Ἐκεῖ μέσα νομίζει, ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ὁ κόσμος του, ὅτι ἐκείνη εἶναι ἡ ἀνάπαυσίς του· καὶ ἄν τὸ βρέφος ἐκεῖνο εἶχε σωστὰ τὰ λογικὰ του, ὅστις ἤθελε τὸ ἐρωτήσει ἄν εὐχαριστεῖτο νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του ἤθελεν ἀποκριθῆ, ὅτι ἤθελε νὰ παραμένῃ πάντοτε ἐκεῖ μέσα καὶ νὰ μὴ ἐξέλθῃ ποτέ. Διατὶ δὲ; Διότι φυσικὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ παρὸν βλέπομεν, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ παρὸν ἔχομεν, ἐκεῖνο θέλομεν καὶ ἀγαπῶμεν. Ὅταν ἐξέλθῃ τὸ βρέφος ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του, νομίζει ὅτι ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν ἀνάπαυσίν του, ὅτι ἔχασε τὴν ζωήν του, ὅτι ἐστερήθη τὸν κόσμον του· καὶ διὰ τοῦτο κλαίει, δακρύει καὶ πονεῖ.
Αὐτὴ ἡ ἰδία αἰτία εἶναι ἐκεῖνη ἡ ὁποία κάμνει καὶ ἡμᾶς νὰ πονοῦμεν τόσον διὰ τὸν θάνατον. Διότι νομίζομεν, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν δὲν ὑπάρχει ἄλλη· ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ ταύτην τὴν ἀνὰπαυσιν δὲν ὑπάρχει ἄλλη· ἄν δὲ ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μας, ἡμεῖς θὰ ἠθέλαμεν νὰ παραμένωμεν πάντα ἐδῶ καὶ οὐδέποτε νὰ ἐξέλθωμεν ἐκ ταύτης. Καὶ διατί; Διότι ἐκεῖνα τὰ οποῖα βλέπομεν, ἐκεῖνα θέλομεν· ὅταν ἀποθάνωμεν, νομίζομεν ὅτι τὰ ἐχάσαμεν ὅλα· διὰ τοῦτο πονούμεν, δακρύομεν, κλαίομεν. Ἀλλ’ ἡμεῖς εἰς τοῦτο δὲν κάμνομεν ὠς φρόνιμοι καὶ στοχαστικοὶ ἄνθρωπο, κάμνομεν ὠς μωρὰ καὶ ἀνόητα βρέφη. Ὅση διαφορὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μας μέχρι τοῦ κόσμου τούτου, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σκότος, ἕως τὸ φῶς τοῦτο, ἀπὸ τὴν στενὴν ἐκείνην φυλακήν, ἔως τὸ εὐρυχωρότατον τοῦτο θέατρον· καὶ μὲ ὀλίγα λόγια, ὅση διαφορὰ ὑπάρχει ἀπὸ εκείνην τὴν ζωὴν, τὴν ὁποίαν κάμνομεν έκεῖ μέσα σφαλισμένοι ἐννέα μῆνας, μὲ ταύτην τὴν ζωήν, τὴν ὁποίαν κάμνομεν ἐδῶ ἔξω ἀναπνεόντες τόσους χρόνους, τόση διαφορὰ ὑπάρχει καὶ ἀσυγκρίτως ἀκόμη μεγαλυτέρα, ἀπὸ τούτον καὶ έκεῖνον τὸν κόσμον. Ἀπὸ τοῦτο τὸ σκότος τῆς χαμηλῆς Αἰγύπτου, εἰς ἐκεῖνο τὸ φῶς τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ· ἀπὸ ταύτην τὴν θλιβερὰν φυλακὴν τῆς δυστυχίας, εἰς ἐκεῖνο τὸ λαμπρότατον θέατρον τῆς δόξης· καὶ μὲ ὀλίγους λόγους, ἀπὸ ταύτην τὴν τρισάθλιον ζωήν, τὴν ὁποίαν κάμνομεν ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον πάντοτε παραπονούμενοι, πενῆντα ἤ εξῆντα χρόνους ἤ ὀλιγώτερον, ἕως ἐκείνην τὴν ἄλλην τὴν τρισόλβιον ζωήν, τὴν ὁποίαν κάμνομεν ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον, μακαριζόμενοι εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀπὸ τοῦτο δύνασθε νὰ ἐννοήσετε ὀλίγον τί εἶναι Παράδεισος; Ὄχι. Ὦ Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδήσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Ἀλλὰ ποῖον νὰ ἐρωτήσωμεν νὰ μᾶς εἴπῃ τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Ἄς ἐρωτήσωμεν δύο ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τὸν εἶδον, ὀφθαλμοφανῶς· ὁ εἶς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ὁ ἄλλος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Ἰωάννης, φερμένος ἀπὸ ἕνα Ἄγγελον ἐπάνω εἰς ὄρος τι ὑψηλόν, βλέπει τὴν Ἁγίαν Πόλιν, τὴν οὐράνιον Ἱερουσαλήμ. Ἡ πόλις αὕτη εἶναι τετράγωνος, μεγάλη καὶ ὑψηλή. Δώδεκα αἱ θύραι της, ἑκάστη δὲ θύρα εἶναι καὶ εἶς μαργαρίτης. Ἐκεῖ δὲν εἶναι Ναὸς κτιστός, διότι εἶναι Ναὸς ἄκτιστος. Εἶναι αὐτὸς ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, τὸν ὁποῖον προσκυνοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ. Ἐκεῖ δὲν εἶναι ἥλιος, οὔτε σελήνη, διότι εἶναι τὸ ἀνέσπερον φῶς τῆς θείας δόξης, τὸ ὁποῖον φέγγει ἡμέραν καὶ νύκτα καὶ δὲν δύει ποτέ· «καὶ ἀπήνεγκέ με ἐν πνεύματι, ἐπ’ ὄρος μέγα καὶ ὑψηλὸν καὶ ἔδειξέ μοι τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλήμ, καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ» (Ἀποκ. κα΄10). Ἀλλ’ αὔτη εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Παραδείσου, τὴν ὁποίαν, ἄν ἐβλέπαμε, ἐπληροφοροῦντο οἱ ὀφθαλμοί μας, ἀλλὰ δὲν ἐπληροφορεῖτο ὁ νοῦς μας.
Ὀ Παῦλος ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ, μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, εἶδε πράγματα, ἤκουσε πράγματα. Ἀλλὰ τί εἴδους; Εἶδε πράγματα (λέγει) τὰ ὁποῖα ἀκόμη δὲν εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί μας, ἀκόμη δὲν ἤκουσαν τὰ ὦτα μας, ἀκόμη δὲν ἐπεθύμησεν ἡ καρδία μας· «ἅ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν» (Α΄Κορ. β΄9). Ἤκουσα πράγματα τὰ ὁποῖα ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσῃ· «ἅ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄Κορ. ιβ΄4). Ἄνθρωποι οἱ οποῖοι εἶδον ὀφθαλμοφανῶς τὸν Παράδεισον, ἕνας Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀετὸς τῆς Θεολογίας· ἕνας Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς καὶ ὅμως ὁμιλοῦσι τόσον σκοτεινὰ καὶ τόσον ἀπόρρητα. Ἀπὸ ἐκεῖνα ὅμως τὰ ὁποῖα λέγουσι, καταλαμβάνετε τί νὰ εἶναι ὁ Παράδεισος; Ὄχι. Ὦ Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδήσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Ἄς ἐρωτήσωμεν αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν Χριστόν· αὐτὸς μᾶς λέγει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι ἕνας σπόρος ἀγαθός· ὅτι εἶναι ἕνας κόκκος σινάπεως· ὅτι εἶναι μία ζύμη· ὅτι εἶναι μία σαγήνη· ὅτι εἶναι ἔνας μαργαρίτης· ὅτι εἶναι ἕνας θησαυρὸς κεκρυμμένος· ὅτι εἶναι ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραάμ· ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὰς τὰς παραβολάς, καταλαμβάνετε τί είναι ὁ Παράδεισος; Ὄχι. Ὦ Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδήσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Ἰησοῦ Χριστέ, ἡ σεσαρκωμένη τοῦ Θεοῦ Σοφία, εἰπέ μας, φανερώτερα, τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Δύο πράγματα σᾶς λέγω· αὐτὴ εἶναι μία ζωὴ χωρὶς θάνατον· «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή» (Ἰωαν. ιζ΄3). Αὕτη εἶναι μία χαρὰ χωρίς τέλος· «χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (αὐτ. ις΄22). Ζωὴ χωρὶς θάνατον, Χριστιανέ, στοχάσου τὴν εὐτυχίαν τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἤ μεγάλην, ἤ μικράν, ἤ ὅλην, ἤ ἕνα μέρος. Νὰ εἶσαι εἶς βασιλεύς, μονάρχης τοὺ κόσμου παντός, νὰ βασιλεύῃς εἰς τὰς χώρας, χωρὶς νὰ δοκιμάσης καμμίαν λύπην· ὡραῖος, πλούσιος, ἔνδοξος. Αὐτὴ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ μεγαλυτέρα εὐτυχία τῆς γῆς. Ἀλλ’ αὐτὴ δὲν εἶναι εὐτυχία, διότι ἀφοῦ ζήσῃς ὅσον καὶ ἄν θέλῃς, ὅμως ἀπαραιτήτως πρέπει κάποτε νὰ ἀποθάνῃς, ἑπομένως ἀνὰ πᾶσαν ὥραν θὰ φοβῆσαι τὸν θάνατον. Ἐκεῖνος δὲ ὁ φόβος σὲ κάνει δυστυχῆ καὶ μέσα εἰς τὴν εὐτυχίαν.
Στοχάσου πάλιν, ἔστω, ὅτι ποτὲ δὲν θέλεις ἀποθάνει, ἀλλ’ ὅμως δὲν ἔχεις ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἤ τὰ περισσότερα ἤ τὰ ἀρκετά· ἀλλὰ καὶ πάλιν ἄν καὶ ὁ φόβος τοῦ θανάτου δὲν πικραίνει τὴν καρδίαν σου, ἡ μερικὴ ἐκείνη εὐτυχία, τὴν ὁποίαν ἔχεις, δὲν θεραπεύει τὴν ἐπιθυμίαν σου· κάτι σοῦ λείπει καὶ τὸ ἐπιθυμεῖς. Εἶσαι εὐτυχής, ἀλλ’ ἤθελες νὰ εἶσαι ἀθάνατος, ὥστε αὐτὴ δὲν εἶναι εὐτυχία. Μὲ ὅλην τὴν μεγάλην εὐτυχίαν τοὺ κόσμου, δὲν εἶσαι εὐτυχής, ἄν ἀποθνήσκῃς· μὲ μίαν μικρὰν εὐτυχίαν τοῦ κόσμου, δὲν εἶσαι εὐτυχής, ἔστω καὶ ἄν εἶσαι ἀθάνατος. Ἀλλὰ ἄν ἔχῃς ὅλην τὴν εὐτυχίαν, τὴν ὁποίαν ἠμπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσῃ ἡ καρδία σου καὶ νὰ μὴν ἔχῃς κανένα φόβον θανάτου, ὅστις νὰ σὲ στερήσῃ ἀπὸ αὐτὴν τὴν εὐτυχίαν σου, τί εἴδους εἶναι ἡ τοιαύτη ζωὴ; Πάντα εὐτυχισμένος, χωρὶς φόβον ποτὲ νὰ δυστυχήσῃς, πλούσιος, χωρὶς φόβον ποτὲ νὰ πτωχύνῃς, ὑγιής, χωρὶς φόβον ποτὲ νὰ ἀρρωστήσῃς. Δὲν ὑπάρχει φθόνος νὰ σὲ πειράξῃ, δὲν ὑπάρχει ἀσθένεια νὰ σὲ μαραίνῃ, δὲν ὑπάρχει θάνατος νὰ σὲ πάρῃ. Παντοτεινὰ μακάριος καὶ παντοτεινὰ ζωντανός, ὅλα τὰ καλὰ καὶ ζωὴ ἀθάνατος· τὶ εἴδους εἶναι ἡ τοιαύτη ζωὴ; Αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Παράδεισος.
Ἀλλὰ καὶ χαρὰ χωρὶς τέλος, αὐτὴ εἶναι μία χαρὰ ἄπειρος καὶ τελεία, ἀτελεύτητος καὶ ὅλη ὁμοῦ, καθὼς ἐξηγοῦν τὸ αἰώνιον οἱ Θεολόγοι, ὅπερ θέλει νὰ εἴπῃ· ὅση εἶναι ἡ χαρὰ ἐκείνη εἰς ὅλον τὸν αιῶνα μακρά, τόση εἶναι ὅλη ἡ αὐτὴ χαρά, χωρίς ποτὲ νὰ ὀλιγοστέψῃ· καὶ ὅση εἶναι εἰς ὅλον τὸν αίῶνα μεγάλη, τόση εἶναι εἰς κάθε στιγμὴν τοῦ αἰῶνος ὅλη ὁμοῦ. Χαίρεσαι ὅλην τὴν μακαριότητα εἰς ὅλον τὸν αἰῶνα καὶ χαίρεσαι ὅλην τὴν μακαριότητα εἰς κάθε στιγμὴν τοῦ αἰῶνος. Ὅσον εἶσαι μακάριος εἰς ὅλην ἐκείνην τὴν αἰώνιον ζωὴν, τόσον εἶσαι μακάριος εἰς κάθε στιγμὴν ἐκείνης τῆς αἰωνίου ζωῆς· τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτὴ; Ἡ θάλασσα εἶναι ἁλμυρά· ὑπόθεσε ὅτι πέφτει μία σταλαγματιὰ νεροῦ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ὅλην τὴν γλυκαίνει, ἠμπορεῖς νὰ καταλάβῃς πόσον γλυκὺ θὰ εἶναι τὸ νερὸν ἐκεῖνο τὸ οποῖον πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρανόν; Πικρὸς εἶναι ὁ ᾃδης, ἀλλ’ ἄν ἔπεφτε μέσα εἰς αὐτὸν μία σταλαγματιὰ ἀπὸ τὴν χαρὰν έκείνην τοῦ Παραδείσου, ἐγλύκαινεν ὅλην έκείνην τὴν πικρίαν, ὁ ᾃδης ἐγίνετο Παράδεισος· ἠμπορεῖς νὰ καταλάβῃς τί εἴδους χαρὰ εἶναι ἐκείνη;
Ἔκαμε πόλεμον ὁ λαὸς τῆς παλαιᾶς Ρώμης, ἐνίκησε τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πόλιν οἱ νικηταὶ στρατιῶται. Συνέτρεξαν εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως οἱ συγγενεῖς, πατέρες, μητέρες, ἀδελφοί, νὰ ἴδωσι ποῖοι ἀπὸ τοῦς στρατιώτας ἔρχονται ζῶντες καὶ ποῖοι ἔπεσαν είς τὰ πεδία τῶν μαχῶν. Μεταξὺ τούτων ἦτο καὶ γυνή τις χήρα, μήτηρ στρατευθέντος μονογενοῦς υἱοῦ, ἥτις ἀνέμενε καὶ αὐτὴ τὸν υἱόν της νὰ ἐπιστρέψῃ μετὰ τῶν λοιπῶν. Ἀνέμενε καὶ ἠρώτα τοὺς ἐπιστρέφοντας, λέγουσα· «Μήπως εἴδετε τὸν υἱόν μου;». Ὕψωνε τοὺς ὀφθαλμοὺς προσπαθοῦσα νὰ τὸν ἀντικρύσῃ ἀπὸ μακράν· «Υἱέ μου, ποῦ εἶσαι καὶ δὲν προβαίνεις; Πῶς δὲν φαίνεσαι; Πῶς δὲν ἔρχεσαι;». Εἰς τὴν ἀδημονίαν ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν εὐρίσκετο, ἤκουσεν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅτι ὁ υἱός της ἐφονεύθη εἰς τὸν πόλεμον. Ἐγείρει φωνάς, δέρει τὸ στῆθος της, κλαίει ἀπαρηγόρητα, ἀλλ’ ἐξαίφνης βλέπει τὸν υἱόν της, ὅστις ἔφθασε ζῶν. Τρέχει, τὸν ἐναγκαλίζεται, τὸν φιλεῖ· καὶ τόσον ἐχάρη, ὥστε ἀπὸ τὴν πολλὴν χαρὰν ἐξεψύχησε· ἐκεῖ δὲ ὅπου ἔκλαιεν ἡ μήτηρ τὸν υἱόν, κλαίει ὁ υἱὸς τὴν μητέρα. Δύνασαι νὰ ἐννοήσῃς πόση θὰ ἦτο τῆς μητρὸς ἐκείνης ἡ χαρά; Ἀλλ’ ἄν ἡ χαρὰ ἐκείνη ἤθελε διατηρηθῆ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, ἐπὶ ἕνα χρόνον, καθ’ ὅλην της τὴν ζωήν, τί εἴδους χαρὰ θὰ ἦτο ἐκείνη;
Ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν χαρὰν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν ἐδοκίμασεν ἡ γυνὴ κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶδε ζῶντα τὸν υἱόν της, ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Εἶναι μία χαρὰ, ἡ ὁποία διατηρείται ὄχι μίαν ἡμέραν, ὄχι ἕνα χρόνον, ἀλλὰ καθ’ ὅλον τὸν αἰῶνα τὸν ἀτελεύτητον, ὅλη τελεία καὶ ὅλη ὁμοῦ· ἠμπορεῖς τώρα νὰ ἐννοήσῃς τί χαρὰ εἶναι ἐκείνη; Τὸ δὲ σπουδαιότερον, εἶναι χαρὰ τὴν ὁποίαν οὐδεὶς δύναται νὰ ἀφαιρέσῃ. Ὄχι φθόνος τις τῶν ἐχθρῶν, διότι ἐκεῖ εἶναι εἰρήνη ἀτάραχος· ὄχι κάποια συμφορά, διότι ἐκεῖ εἶναι εὐτυχία ἀπέραντος· ὄχι μία ἀρρώστια, διότι ἐκεῖ εἶναι ὑγεία ἀπρόσβλητος· ὄχι θάνατος προσφιλοῦς τινος προσώπου, διότι έκεῖ εἶναι ζωὴ αἰώνιος· «χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. ις΄22).
Εἶναι λοιπὸν ὁ Παράδεισος ζωὴ χωρὶς θάνατον, διότι ἐκεῖ ζῇς μὲ τὴν αὐτὴν ζωὴν τοῦ Θεοῦ· μἐνεις καὶ σὺ εἰς τὴν αὐτὴν διαμονὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ· ζῇς καὶ σὺ, ὅσον ζῇ ὁ Θεός. Χαρἀ χωρίς τέλος, διότι καὶ σὺ χαίρεσαι μὲ τὴν αὐτὴν χαρὰν τοῦ Θεοῦ, βασιλεύεις καὶ σὺ μὲ τὴν αὐτὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· δοξάζεσαι καὶ σὺ μὲ τὴν αὐτὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Μὲ ὀλίγους λόγους, βλέπων μὲ τοὺς ἰδίους σου ὀφθαλμοὺς τὸν Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον γίνεσαι καὶ σὺ ἄλλος Θεός. Ἐκεῖνος Θεὸς κατὰ φύσιν, σὺ Θεὸς κατὰ χάριν. Ὅπως δὲ εἰς τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον δὲν ξεχωρίζεται οὔτε τὸ πῦρ ἀπὸ τὸν σίδηρον, οὔτε ὁ σίδηρος ἀπὸ τὸ πῦρ, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο φαίνονται ἕν, οὕτω σχεδὸν ειπεῖν καὶ εἰς τὸν Παράδεισον, οὔτε δηλαδὴ ὁ Θεὸς ξεχωρίζεται ἀπὸ τὸν μακάριον, οὔτε ὁ μακάριος ἀπὸ τὸν Θεόν· ἀμφότεροι εἶναι εἶς κατὰ τὴν μακαριότητα καὶ ἀμφοτέρων ἡ ζωὴ εἶναι μία καὶ αἰώνιος, ἀμφοτέρων ἡ χαρὰ εἶναι μία χαρὰ ἀτελεύτητος· «Ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι» (Α΄Ἰωάν. γ΄2).
Ἐδῶ δὲν τὸν βλέπομεν ὅπως εἶναι, ἀλλὰ μόνον τὸν πιστεύομεν· αὐτὴ δὲ εἶναι ὅλη ἡ μακαριότης τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴ βλέπωμεν καὶ νὰ πιστεύωμεν· «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ΄29). Ἐκεῖ τὸν βλέπομεν καθὼς εἶναι καὶ πλέον δὲν ἔχομεν ἀνάγκην μόνης τῆς Πίστεως, αὐτὴ δὲ εἶναι ὅλη ἡ μακαριότης τοῦ Παραδείσου· νὰ μὴ πιστεύωμεν μόνον ἀλλὰ καὶ νὰ βλέπωμεν· «Ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι» (ἔνθ’ ἀνωτ.). Ἐκεῖ δὲν εἶναι πλέον πίστις διότι εἶναι ὅρασις (Ἑβρ. ια΄1). Ἐλύθη ἡ σκιά, λάμπει τὸ φῶς. Ἐκεῖ δὲν εὶναι ἐλπίς, διότι εἶναι ἀπόλαυσις. Ἔπαυσε τὸ μέλλον, ὑπάρχει τὸ παρόν. Ἐκεῖ ὑπάρχει μόνον ἀγάπη, διότι ἀγαποῦμεν ἐκεῖνο τὸ ἄκρον ἀγαθόν, τὸ ὁποῖον βλέπομεν καὶ χορταίνει ὁ νοῦς μας μὲ τὴν ὅρασιν, χορταίνει ἡ καρδία μας μὲ τὴν ἀπόλαυσιν· «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου» (Ψαλμ. ις΄15). Μήπως ἀπὸ ταῦτα δύνασθε νὰ ἐννοήσητε τί είναι ὁ Παράδεισος; Ὄχι τὸ πιστεύω καὶ ἐγώ, διότι ὅσα ἠμπορεῖ νὰ εἴπῃ ἕνας ἄνθρωπος, δὲν εἶναι ὅσα πρέπει νὰ εἴπῃ· «Πάντα ἅ τις δύναται λέγειν, λέγει τῶν κατ’ ἀξίαν οὐδέν», μαρτυρεῖ ὁ Νύσσης Γρηγόριος (Λογ. α΄εἰς τοὺς Μακκαβ.). Ὦ Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδήσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Ἐξεχύθη εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς ἡ φήμη τοῦ Σολομῶντος· ἡ βασίλισσα τῆς Αἰθιοπίας Σαβὰ ἤκουσε πράγματα παράδοξα διὰ τοῦτον τὸν βασιλέα. Ἤκουσε πολλὰ, τὰ οποῖα μετὰ βίας ἐπίστευεν· ὅθεν ἀπεφάσισε νὰ τὰ ἴδῃ καὶ μὲ τοὺς ἰδίους της ὀφθαλμοὺς. Ἀνεχώρησε λοιπὸν μὲ δορυφορίαν μεγάλην καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἐντὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶδε τόσην μεγαλοπρέπειαν· ὅταν εἰσῆλθεν ἐντὸς τῶν βασιλικῶν ἀνακτόρων καὶ εἶδε τόσους θησαυρούς· ὅταν ἐπαρρησιάσθη ἔμπροσθεν τοῦ βασιλεως Σολομῶντος καὶ εἶδε τόσην δόξαν, ἤκουσε τόσην σοφίαν, εἶπε πρὸς αὐτὸν· «Βασιλεῦ, ἐγὼ ἤκουον διὰ τὴν βασιλείαν σου πράγματα παράδοξα, ἀλλὰ δὲν ἐπίστευον εἰς εκεῖνα τὰ ὁποῖα μοῦ ἔλεγον, ἔως ὅτου ἦλθον καὶ τὰ βλέπω μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μου· «Οὐκ ἐπίστευσα τοῖς λαλοῦσί μοι, ἕως ὅτου παρεγενόμην καὶ ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί μου» (Γ΄Βα. ι’ 7). Τώρα τὰ βλέπω, τὰ πιστεύω, θαυμάζω καὶ ἀπορῶ· σοῦ λέγω ὅμως, ὅτι δὲν ἤκουσα ὅλα, ὅσα βλέπω· διότι ἐδῶ βλέπω ἄπειρα. Ἐξ ὅλων ὅσα βλέπω δὲν ἤκουσα μετὰ βίας οὔτε τὰ ἡμίση· «καὶ ἰδοὺ οὔκ ἐστιν οὐδὲ τὸ ἥμισυ καθὼς ἀπήγγειλάν μοι» (αὐτόθι).
Χριστιανοί, πολλὰ εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα μᾶς λέγουν διὰ τὸν Παράδεισον· πολλὰ οἱ Προφῆται, πολλὰ οἱ Ἀπόστολοι, πολλὰ οἱ Διδάσκαλοι, πολλὰ αὐτὸς ὁ Χριστός· ὅλα μεγάλα, ὅλα ὑψηλά, ὅλα παράδοξα· «δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμ. πς΄3). Ἡμεῖς, ὄχι ὅτι δὲν πιστεύομεν, ἀλλὰ δὲν καταλαμβάνομεν· ὁ νοῦς μας εἶναι πολὺ στενός, δὲν δύναται νὰ τὰ χωρέσῃ· εἶναι πολὺ παχὺς, δὲν ἠμπορεῖ νὰ πετάξῃ. Ὅταν ὅμως ἀξιωθῶμεν νὰ ἴδωμεν ἐκεῖνο τὸ ἀνέσπερον φῶς, τὸ ὅποῖον κάμνει μίαν ἄδυτον ἡμέραν αἰωνίου μακαριότητος· νὰ ἴδωμεν τῶν Ἀγγέλων τὰ τάγματα· νὰ ἴδωμεν τῶν Ἁγίων τοὺς χορούς· νὰ ἴδωμεν τοὺς Μάρτυρας, τοὺς Ὁσίους, τοὺς Δικαίους, οἱ οποῖοι εἶναι οἱ μακάριοι πολῖται τοῦ οὐρανοῦ· νὰ ἴδωμεν αὐτὴν τὴν Δέσποιναν Θεοτόκον Μαρίαν, τὴν Βασίλισαν τῶν Ἀγγέλων, καθεζομένην ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ· νὰ ἴδωμεν αὐτὴν τὴν τρισήλιον Θεότητα· νὰ ἴδωμεν αὐτὸν τὸν Θεόν, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· νὰ ἴδωμεν τὰ φυσικὰ ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν οὔτε ἀρχήν, οὔτε τέλος· νὰ ἴδωμεν τὰς τρεῖς ὑποστάσεις Του, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὰ ὁποῖα εἶναι τρία πρόσωπα, ἀλλ’ εἶς καὶ μόνος Θεός· νὰ ἴδωμεν τὴν παντοδυναμίαν Του, τὴν σοφίαν Του, τὴν ἀγαθότητά Του, τὴν δόξαν Του, τὴν Βασιλείαν Του· τότε θέλομεν καταλάβει τὶ εἶναι ὁ Παράδεισος.
Θεέ μου! (θέλομεν εἴπει τότε εἰς τὸν Θεόν)· ἐγὼ ἤκουον πολλὰ διὰ τὸν Παράδεισον, ἀλλ’ ἐκεῖνα τὰ ὅποῖα ἤκουον, δὲν εἶναι τὸ ἥμισυ· «καὶ ἰδοὺ οὔκ ἐστιν οὐδὲ τὸ ἥμισυ ἀπὸ ἐκεῖνα ὅπου βλέπω» (ἔνθ’ ἀνωτ.). Ἤκουον πολλὰ, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐκαταλάμβανα· τώρα ὅπου τὰ βλέπω, τὰ καταλαμβάνω· «ἀκοὴν μὲν ὠτὸς ἤκουόν σου τὸ πρότερον, νυνί δὲ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακέ σε» (Ἰώβ μβ΄5). Βλέπω καὶ ὅλος χαίρομαι, ὅλος μακαρίζομαι, ὅλος δοξάζομαι. Τόση εἶναι ἡ δόξα τοῦ Παραδείσου καὶ ἐγὼ τόσον ἠγάπων τὴν δόξαν τοῦ κόσμου! Μψρὸς ὅπου ἤμην ἐγὼ καὶ δὲν παραιτοῦσα χιλίους κόσμους, διὰ νὰ κερδίσω ἕνα Παράδεισον! Τοιαύτη εἶναι ἡ αἰώνιος ζωὴ καὶ ἐγὼ τόσον ἠγάπων μίαν ζωὴν πρόσκαιρον! Μωρὸς ὅπου ἤμην ἐγὼ καὶ δὲν ἔδιδα χιλίας ἄλλας ζωάς, διὰ νὰ κληρονομήσω ταύτην! Μωρός ὅπου ἤμην ἐγὼ καὶ ἐκινδύνευα τόσους χρόνους νὰ χάσω τοιοῦτον Παράδεισον καὶ τοιαύτην ζωήν, διὰ νὰ χαρῶ μὲ μίαν μιαρὰν πόρνην· διὰ νὰ χορτάσω τὴν ἀχόρταγον φιλαργυρίαν μου, διὰ νὰ κάμω μίαν σικχαμερὴν ὄρεξίν μου! Ἀλλ’ ἄς εἶναι χιλίας φορὰς εὐχαριστημένη ἡ εὐσπλαχνία σου, Θεέ μου, ὅπου ἐγὼ ἐλυτρώθην ἀπὸ τόσους κινδύνους καὶ τώρα εὑρίσκομαι εἰς τὸν Παράδεισον! Ὅπου ζῶ μίαν ζωὴν χωρὶς θάνατον, ὅπου χαίρομαι μίαν χαρὰν χωρὶς τέλος. Ἐκεῖ ὅπου καταλαμβάνομεν, διότι βλέπομεν, ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν τὰ τοιαῦτα· ἀλλ’ ἐδῶ ὅπου βλέπομεν καὶ δὲν καταλαμβάνομεν, τίποτε ἄλλο δὲν ἠμποροῦμεν νὰ εὶπωμεν, παρὰ, ὦ Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδίσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Εἶναι δυνατόν; Ναὶ σᾶς εἶπα καὶ ἄλλην φοράν, ὅτι ἡ σωτηρία μας στέκει εἰς τὰς χεῖράς μας τώρα σᾶς λέγω πάλιν καὶ ἀκούσατε. Ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν Παράδεισον διὰ τοὺς Δικαίους· ἔκαμε τὸν ᾃδην διὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς· ἔκλεισε καὶ τὸν Παράδεισον, ἔκλεισε καὶ τὸν ᾃδην· ἄλλὰ τὰ κλειδιὰ τοῦ ᾃδου ἐκράτησεν ὁ ἴδιος. Οὕτω βλέπω εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἰωάννου· «καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾃδου» (Ἀποκ. α΄18). Τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου τὰ ἔδωσεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους του, εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Πέτρου· «καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ις΄19)· ὥστε τὰ κλειδιὰ τοῦ ᾃδου εἶναι εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου εἶναι εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων.
Ὦ φιλανθρωπότατη οἰκονομία τοῦ Κυρίου μας! Ἄν θέλῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ κολασθῇ εἰς τὸν ᾃδην, τὰ κλειδιὰ τοῦ ᾃδου δὲν εἶναι εἰς τὰς χεῖράς του· ἄν θέλῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ εἰς τὸν Παράδεισον, τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου εἶναι εἰς τὰς χεῖρας του, ὅπερ θέλει νὰ εἴπῃ τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶναι δύσκολον νὰ κολάζωνται οἱ ἄνθρωποι καὶ δι’ αὐτὸ δὲν τοὺς ἔδωκε τὰ κλειδιὰ τοῦ ᾃδου· νὰ εἶναι δὲ εὔκολον νὰ σῴζωνται καὶ δι’ αὐτὸ τοὺς ἔδωσε τὰ κλειδιὰ τοὺ Παραδείσου· «καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν» (ἔνθ’ ἀνωτ.). Λοιπὸν, ὦ Παράδεισε, ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδίσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν. Ἀλλὰ ἀκούσατε καὶ ἄλλο· «καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς»· τὰ κλειδιὰ λέγει· ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο νὰ εἴπῃ καὶ δώσω σοι τὴν κλεῖδα; Τὸ κλειδί; Μὲ ἕνα κλειδὶ δὲν ἀνοίγεται ἆρα γε ὁ Παράδεισος; Τὰ κλειδιὰ μὲ τὰ οποῖα ἀνοίγομεν τὰς θύρας εἶναι πολλῶν εἰδῶν· εἶναι κλειδὶ σιδηροῦν, ἠμπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι καὶ χρυσοῦν, ἀλλ’ ἠμπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ξύλινον· τοιαῦτα εἶναι τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου καὶ διὰ τοῦτο τὰ λέγει κλειδιὰ καὶ ὄχι κλειδί· εἶναι σιδηροῦν, εἶναι χρυσοῦν, εἶναι ξύλινον. Τὸ ξύλινον εἶναι τοῦ πτωχοῦ· ὁ πτωχὸς ἠμπορεῖ μὲ τὴν πενίαν του νὰ ἀνοίξῃ τὸν Παράδεισον, να σωθῇ· τὸ χρυσὸν εἶναι τοῦ πλουσίου· ὁ πλούσιος μὲ τὸν πλοῦτόν του ἠμπορεῖ νὰ ἀνοίξῃ τὸν Παράδεισον, να σωθῇ· τὸ σιδηροῦν εἶναι παντὸς ἀνθρώπου, ὅστις δὲν εἶναι οὔτε τόσον πτωχὸς, οὔτε τόσον πλούσιος καὶ οὗτος ἠμπορεῖ νὰ ἀνοίξῃ τὸν Παράδεισον, να σωθῇ. Ὥστε εὔκολα ἠμπορεῖ νὰ σωθῇ καὶ πτωχὸς καὶ πλούσιος καὶ πᾶς ἄνθρωπος. Ὦ Παράδεισε! Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδίσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Μέρος Δεύτερον
Π
ρὸς τὸν Παράδεισον, περὶ τοῦ ὁποίου ὡμιλήσαμεν ἕως τώρα, δύο εἶναι αἱ ὁδοί, ἡ μία στενὴ καὶ τεθλιμμένη, καθὼς λέγει ὁ Χριστός· «στενή καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα είς τὴν ζωήν» (Ματθ. ζ΄14). Στενὴ· τόσοι Ἀσκηταί, οἵτινες τὴν ἐπεριπάτησαν, ἄφησαν ὀπίσω ὅλον τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐγκόσμια καὶ ἐπέρασαν γυμνοί. Τόσοι Ἅγιοι Μάρτυρες, οἵτινες τὴν ἐρράντισαν, ὄχι μὲ τὸν ἱδρῶτα, ἀλλὰ μὲ αἷμα. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι, οἵτινες περιπατοῦν μὲ τὴν κεφαλὴν πολλὰ ὑψηλήν, ἄν δὲν χαμηλώσωσιν ὀλίγον, ἐδῶ δὲν χωροῦν, ἡ ὁδὸς εἶναι στενή. Ἐκεῖνοι οἱ οποῖοι ἔφαγον πολὺ καὶ ἐπάχυναν, ἄν δὲν λεπτύνουν τὴν σάρκα των, ἐδῶ δὲν χωροῦν, ἡ ὁδὸς εἶναι στενή. Ἐκεῖνοι οἱ οποῖοι ἔχουν ροῦχα πολλά, σύρουν μεθ’ ἑαυτῶν καὶ πολλὰ ἄλλα ἐμπόδια, ἄν δὲν ἐλαφρωθῶσιν, ἐδῶ δὲν χωροῦν, ἡ ὁδὸς εἶναι στενή. Αἱ γυναῖκες ἄχ! Πολλά εἶναι εκεῖνα τὰ οποῖα πρέπει νὰ ἀφήσουν ἄν θέλουν νὰ χωρέσουν! Ἡ ὁδὸς εἶναι στενή καὶ τεθλιμμένη, γεμάτη ἀκάνθας καὶ τριβόλους· πρέπει νὰ ἰδρώσωμεν καὶ νὰ ὑποφέρωμεν, πρέπει νὰ ὑπομείνωμεν πολλὰ, πρέπει νὰ ταλαιπωρηθῶμεν πολλὰ, διὰ νὰ περάσωμεν, διὰ νὰ ἀναβῶμεν· «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. ιδ΄22). Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν σάρκα πολὺ τρυφερὰν καὶ θέλουν νὰ περιπατῶσιν ἐπάνω εἰς τὰ βαμβάκια καὶ εἰς τὰ ρόδα, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν στομάχι ἀδύνατον καὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ χωνεύσωσιν ἕνα λόγον· ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θέλουν τὴν ἀνάπαυσιν καὶ τὴν τρυφήν, ἐδῶ δὲν χωροῦν, ἡ ὁδὸς εἶναι στενή καὶ τεθλιμμένη. Ποῖος θέλει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Παράδεισον; Ὅλοι θέλουν· ἀλλ’ ἄς γνωρίζωσιν ὅλοι, ὅτι ἡ ὁδὸς εἶναι στενή καὶ τεθλιμμένη.
Εἶναι καὶ μία ἄλλη ὁδὸς πλατεῖα καὶ ευρύχωρος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν διέρχεται μία ἅμαξα. Ἀπ’ αὐτὴν βλέπω καὶ ἐπέρασε μόνος ἕνας Προφήτης Ἡλίας. Ἄφησε ὅμως πρῶτον τὴν μηλωτὴν του καὶ ἔπεσε καὶ κατόπιν ἐπέρασε. Θέλεις καὶ σὺ, Χριστιανέ, νὰ ὑπάγῃς είς τὸν Παράδεισον, ἀπὸ τὴν πλατεῖαν ὁδὸν καθὼς ὁ Προφήτης Ἡλίας; Ἔχε ἄρμα πυρός, ἤτοι θερμήν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον· διότι «ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆται κρέμανται» (Ματθ. κβ΄40)· «πάσης γὰρ ἀρετῆς ἐστιν ὑπόθεσις καὶ ἐν τούτῳ σωζόμεθα πάντες». Ὁ Ἡλίας διὰ νὰ ἀναβῇ εἰς τὸν οὐρανόν, ἀπέρριψε πρῶτον ἀπὸ ἐπάνω του τὸ ἔνδυμά του· ὅπερ θέλει νὰ εἴπῃ, ὅτι εἰς τὸν Παράδεισον δὲν ἀναβαίνομεν μὲ τὰ ἐνδύματα. Τί δὲ ἦτο τὸ ἔνδυμα τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ; Μία μηλωτή, τοὐτέστι μία γοῦνα, ἡ δὲ γοῦνα εἶναι ἕνα δέρμα ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ὁ Ἡλίας τὸ ἀπέρριψεν· ὅπερ σημαίνει ὅτι σὺ, ὅστις ἐκδέρεις, μὲ τὸν ἕνα ἤ μὲ τὸν ἀλλον τρόπον τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, δὲν άνεβαίνεις μὲ ξένα δέρματα εἰς τὸν Παράδεισον· λάβε τὸ ἀπόφασιν· μὲ ξένα δέρματα δὲν άνεβαίνεις εἰς τὸν Παράδεισον. Ὦ Παράδεισε, εἶναι δυνατὸν ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι εἴμεθα ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἴμεθα Χριστιανοί, δι’ ἕνα τόσον ὀλίγον πρᾶγμα νὰ χάσωμεν ἕνα τόσον μεγάλον καλόν! Ἕνα Παράδεισον διὰ μιᾶς ὥρας χαράν!
. Ὦ Παράδεισε, Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδίσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Ἐπιμέλεια: Νίκος Κυριακίδης