«Ου προσκυνούμεν!»: οι άγιοι Τρεις Παίδες του Μεγάλου Σαββάτου (& περί του Αγίου Φωτός)

                             

Το Μέγα Σάββατο το πρωί, στην υπέροχη θριαμβευτική λειτουργία, τη λεγόμενη "πρώτη ανάσταση" (που είναι, στην πραγματικότητα, ο εσπερινός του Πάσχα, ενωμένος με τη θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, δηλ. αυτήν που έγραψε ο Μέγας Βασίλειος), διαβάζονται τρία αναγνώσματα, τρία αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη, που προτυπώνουν την ανάσταση του Χριστού.

Το πρώτο είναι η αρχή της Γένεσης (η διήγηση της δημιουργίας μέχρι την τρίτη ημέρα), το δεύτερο είναι η ιστορία του προφήτη Ιωνά και το τρίτο είναι η ιστορία των Τριών Παίδων, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, που τους έριξαν στο αναμμένο καμίνι οι Βαβυλώνιοι. (Κανονικά είναι 15 τα αναγνώσματα, που διαβάζονται στα μοναστήρια, αλλά στις ενορίες διαβάζονται τα τρία - κατά τη γνώμη μου, καλώς, γιατί οι ενορίες δεν είναι μοναστήρια· όπως δεν μπορείς στη μέση εκπαίδευση να κάνεις μάθημα πανεπιστημιακό, έτσι δεν ευσταθεί να επιβληθεί στις ενορίες λειτουργική τάξη μοναστηριού).

Η ιστορία του Ιωνά φανερώνει την αγάπη και το έλεος του Θεού, που συγχώρησε την αμαρτωλή πόλη Νινευή, αλλά και, με την τριήμερη παραμονή του προφήτη στο κήτος, προτυπώνει την τριήμερη ταφή και ανάσταση του Κυρίου.

Η ιστορία των Τριών Παίδων προέρχεται από το βιβλίο του αγίου προφήτη Δανιήλ και με αυτήν θ' ασχοληθούμε παρακάτω. Η ανάγνωσή της με συγκινεί πάντα, γιατί η προσευχή των αγίων μέσα στο καμίνι (όπου διεκτραγωδούν την αιχμαλωσία του λαού τους εξαιτίας των αμαρτιών του) σαν να ταιριάζει και στο δικό μας λαό - όπως ασφαλώς θα σκεφτόταν ο άνθρωπος κάθε λαού.

Με συγκινεί όμως και για την ηρωική απάντηση των αγίων στον πανίσχυρο αυτοκράτορα Ναβοουχοδονόσορα: «και εάν μη, γνωστόν έστω σοι, βασιλεύ, ότι τοις θεοίς σου ου λατρεύομεν και τη εικόνι, ή έστησας, ου προσκυνούμεν».

Αυτό το «ου προσκυνούμεν» περιμένουμε χρόνια και χρόνια έναν ηγέτη - πολιτικό, μα και εκκλησιαστικό - που θα το διατρανώσει στους φορείς της άθεης και απάνθρωπης εξουσίας παγκοσμίως, σ' εκείνους που ελέγχουν τη ζωή μας και τη ζωή των παιδιών μας. Κάτι τέτοιο βέβαια θα είχε το τίμημά του και για τους συγκεκριμένους ηγέτες και για μας. Η ελευθερία της ψυχής ξεβολεύει και πρέπει, κατά την παροιμία, να προσέχουμε τι ευχόμαστε.

Σύντομα, η διήγηση έχει ως εξής: Όταν οι Εβραίοι ήταν σκλάβοι στη Βαβυλώνα (την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας, 6ο αιώνα π.Χ. [η έναρξή της είναι ένα ζήτημα στο οποίο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά βασίζουν τον εσφαλμένο υπολογισμό τους για τη Δευτέρα Παρουσία]), κάποιοι απ' αυτούς, μορφωμένοι και έντιμοι, είχαν εκτιμηθεί από τον αυτοκράτορα της Βαβυλώνας και τοποθετηθεί σε κρατικές θέσεις. Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας απ' αυτούς. Τρεις άλλοι ήταν οι «Τρεις Παίδες», δηλ. τρεις νέοι, ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ, που οι Βαβυλώνιοι τους είχαν μετονομάσει σε Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ.

Όμως κάποτε ο μεγαλομανής αυτοκράτορας Ναβουχοδονόσωρ «εποίησεν εικόνα χρυσήν» και επέβαλε σε όλους τους υπηκόους του να την προσκυνούν - ουσιαστικά δηλαδή επέβαλε τη θεοποίηση και λατρεία του εαυτού του. Οι Εβραίοι, λάτρεις του ενός και μόνου αληθινού Θεού, δεν προσκυνούσαν. Τότε κάποιοι Χαλδαίοι κατήγγειλαν τους Τρεις Παίδες κι εκείνοι παραδέχτηκαν με σθένος στο βασιλιά ότι λατρεύουν μόνο τον αληθινό Θεό και δεν προσκυνούν ούτε τους θεούς της Βαβυλώνας ούτε τη δική του εικόνα.

Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε να ρίξουν τους τρεις νέους σε αναμμένο καμίνι, όπως είχε προεξαγγείλει από την αρχή ότι θα πάθει όποιος δεν προσκυνήσει την εικόνα του. Όμως άγγελος Κυρίου κατέβηκε στο καμίνι, άνοιξε τις φλόγες και δεν άφησε να καούν τα παλικάρια. Τότε εκείνοι, περπατώντας ανάμεσα στις φλόγες (που κινούνταν κυκλικά γύρω τους), έψαλαν ένα εκπληκτικό ύμνο, όπου καλούν όλη την κτίση (βουνά, θάλασσες, ποταμούς, ζώα, πουλιά, αγγέλους, ψυχές, ήλιο, άστρα κ.τ.λ.) να δοξάσουν τον Κύριο.


Καθώς ο αναγνώστης στην εκκλησία διαβάζει τον ύμνο τον Τριών Παίδων, οι ψάλτες παίρνουν το λόγο και τον ολοκληρώνουν ψάλλοντας (οι τελευταίοι στίχοι που ψάλλονται, στην κατακλείδα, έχουν προστεθεί λόγω της λειτουργίας του Μ. Σαββάτου). Λίγο αργότερα, με τον προσκλητήριο παιάνα "Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι" (από τον
 Ψαλμό 81 της Παλ. Διαθήκης), ο ιερέας ραντίζει το ναό με δάφνες, σύμβολο της δόξας, δηλαδή του θριάμβου του Ιησού Χριστού στον άδη, όπου κατέβηκε με το σταυρικό Του θάνατο και ελευθέρωσε τους νεκρούς!
 

Ο άγγελος που έσωσε τους Τρεις Παίδες από τη φωτιά δεν είναι κοινός άγγελος, αλλά ο μυστηριώδης "Άγγελος Κυρίου", που είναι συγχρόνως και πρόσωπο της Θεότητας, δηλαδή αποτελεί μια προανθρώπινη εμφάνιση του Υιού του Θεού, πράγμα που συμβαίνει αρκετές φορές στην Παλαιά Διαθήκη (αναλυτικά εδώ, αλλά & εδώ).

Την ιστορία των Τριών Παίδων θα την παραθέσουμε όπως διαβάζεται στις εκκλησιές μας (στο αρχαίο κείμενο), προσθέτοντας και το τέλος του κεφαλαίου, το οποίο παραλείπεται στις εκκλησίες. Μπορείτε όμως να τη διαβάσετε και σε μετάφραση εδώ, μαζί με ολόκληρο το βιβλίο του προφήτη Δανιήλ (είναι στα κεφάλαια 3 και 4). Η συγκεκριμένη ιστοσελίδα περιέχει πλούτο βιβλικών και άλλων χριστιανικών κειμένων και αξίζει να την επισκεφτείτε. Την Παλ. Διαθήκη ολόκληρη μπορείτε να τη διαβάσετε και εδώ (& την Καινή εδώ).

Στον ύμνο των Τριών Παίδων βασίζονται και δύο από τις εννέα ωδές των βυζαντινών "κανόνων", δηλαδή ενός μουσικού και ποιητικού είδους, στο οποίο έχουν γραφτεί και γράφονται ακόμη σπουδαία υμνογραφικά έργα για όλες τις γιορτές του Χριστού και της Παναγίας και για πάρα πολλούς αγίους. Οι κανόνες έχουν εννέα ωδές, που βασίζονται σε αντίστοιχες εννέα ωδές από την Αγία Γραφή (στην πραγματικότητα, βασίζονται σε δέκα ωδές, αλλά οι δύο τελευταίες συμπλέκονται σε μία). Και η προσευχή του προφήτη Ιωνά έχει δώσει τη βάση για μία ωδή. Αναλυτικά για το θέμα εδώ.
(Σημ.: οι Τρεις Παίδες, που γιορτάζουν
 17 Δεκεμβρίου μαζί με τον προφήτη Δανιήλ, είναι καθιερωμένοι ως προστάτες άγιοι της Πυροσβεστικής)
Να προσθέσουμε κλείνοντας ότι στα αναγνώσματα του Εσπερινού της Αποκαθήλωσης (πρωί Μ. Παρασκευής) περιλαμβάνεται και το τέλος του βιβλίου του Ιωβ, όπου εξιστορείται η θεραπεία του από τις πληγές, η αποκατάσταση της περιουσίας του και η απόκτηση νέων τέκνων, που τον παρηγόρησε γι' αυτά που είχε χάσει. Η αναφορά αυτή, όπως έχει επισημάνει ο μητροπ. Γόρτυνος Ιερεμίας (σημαντικός σύγχρονος μελετητής της Παλ. Διαθήκης & καθηγητής πανεπιστημίου στον τομέα αυτό) είναι ένας υπαινιγμός στη μετά θάνατον ζωή και στην ανάσταση των νεκρών. Ο λόγος, ότι ενώ ο Ιώβ απέκτησε διπλάσια περιουσία απ' αυτήν που είχε χάσει, όμως δεν απέκτησε διπλάσιο αριθμό παιδιών, αλλά τόσα, όσα είχε αρχικά (δηλ. δέκα). Και τούτο, γιατί τα παιδιά του, που είχαν πεθάνει, δεν είχαν χαθεί στην πραγματικότητα, απλώς είχαν πάει στον κόσμο των ψυχών. Έτσι, αποκτώντας άλλα τόσα, είχε και διπλάσια παιδιά. (Άρθρο για τον Ιώβ εδώ. Όλο το βιβλίο εδώ).


ΔΑΝΙΗΛ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄

 

ΕΤΟΥΣ οκτωκαιδεκάτου Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς εποίησεν εικόνα χρυσήν, ύψος αυτής πήχεων εξήκοντα, εύρος αυτής πήχεων εξ, και έστησεν αυτήν εν πεδίω Δεειρά, εν χώρα Βαβυλώνος.
και απέστειλε συναγαγείν τους υπάτους και τους στρατηγούς και τους τοπάρχας, ηγουμένους τε και τυράννους και τους επ' εξουσιών και πάντας τους άρχοντας των χωρών ελθείν εις τα εγκαίνια της εικόνος, ην έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς.
και συνήχθησαν οι τοπάρχαι, ύπατοι, στρατηγοί, ηγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οι επ' εξουσιών και πάντες οι άρχοντες των χωρών εις τον εγκαινισμόν της εικόνος, ην έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς, και ειστήκεισαν ενώπιον της εικόνος.
και ο κήρυξ εβόα εν ισχύϊ· υμίν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλώσσαι·
ή αν ωρα ακούσητε της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου, συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες προσκυνείτε τη εικόνι τη χρυσή, ή έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς·
και ος αν μη πεσών προσκυνήση, αυτη τη ωρα εμβληθήσεται εις την κάμινον του πυρός την καιομένην.
και εγένετο όταν ήκουον οι λαοί της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι, προσεκύνουν τη εικόνι τη χρυσή, ή έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς.
Τότε προσήλθοσαν άνδρες Χαλδαίοι και διέβαλον τους Ιουδαίους
τω βασιλεί Ναβουχοδονόσορ· βασιλεύ, εις τους αιώνας ζήθι.
συ βασιλεύ, έθηκας δόγμα πάντα άνθρωπον, ος αν ακούση της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών
και μη πεσών προσκυνήση τη εικόνι τη χρυσή, εμβληθήσεται εις την κάμινον του πυρός την καιομένην.
εισίν άνδρες Ιουδαίοι, ους κατέστησας επί τα έργα της χώρας Βαβυλώνος, Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, οί ουχ υπήκουσαν, βασιλεύ, τω δόγματί σου, τοις θεοίς σου ου λατρεύουσι, και τη εικόνι τη χρυσή, ή έστησας, ου προσκυνούσι.

Τότε Ναβουχοδονόσορ εν θυμω και οργή είπεν αγαγείν τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, και ήχθησαν ενώπιον του βασιλέως.
και απεκρίθη Ναβουχοδονόσορ και είπεν αυτοίς· ει αληθώς Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, τοις θεοίς μου ου λατρεύετε και τη εικόνι τη χρυσή, ή έστησα, ου προσκυνείτε;
νυν ουν ει έχετε ετοίμως, ίνα ως αν ακούσητε της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πεσόντες προσκυνήσητε τη εικόνι τη χρυσή, ή εποίησα· εάν δε μη προσκυνήσητε, αυτη τη ωρα εμβληθήσεσθε εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. και τις εστι Θεός, ος εξελείται υμάς εκ των χειρών μου;

Και απεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ λέγοντες τω βασιλεί Ναβουχοδονόσορ· ου χρείαν έχομεν ημείς περί του ρήματος τούτου αποκριθήναί σοι·
έστι γαρ Θεός ημών εν ουρανοίς, ω ημείς λατρεύομεν, δυνατός εξελέσθαι ημάς εκ της καμίνου του πυρός της καιομένης, και εκ των χειρών σου, βασιλεύ, ρύσεται ημάς·
και εάν μη, γνωστόν έστω σοι, βασιλεύ, ότι τοις θεοίς σου ου λατρεύομεν και τη εικόνι, ή έστησας, ου προσκυνούμεν.
τότε Ναβουχοδονόσορ επλήσθη θυμού, και η όψις του προσώπου αυτού ηλλοιώθη επί Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, και είπεν εκκαύσαι την κάμινον επταπλασίως, έως ου εις τέλος εκκαή·
και άνδρας ισχυρούς ισχύϊ είπε πεδήσαντας τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ εμβαλείν εις την κάμινον του πυρός την καιομένην.
τότε οι άνδρες εκείνοι επεδήθησαν συν τοις σαραβάροις αυτών και τιάραις και περικνημίσι και εβλήθησαν εις το μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης,
επεί το ρήμα του βασιλέως υπερίσχυσε και η κάμινος εξεκαύθη εκ περισσού.
και οι τρεις ούτοι, Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, έπεσον εις μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης πεπεδημένοι. και περιεπάτουν εν μέσω της φλογός υμνούντες τον Θεόν και ευλογούντες τον Κύριον.

 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΖΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ

 

ΚΑΙ συστάς Αζαρίας προσύξατο ούτως και ανοίξας το στόμα αυτού εν μέσω του πυρός είπεν· 
Ευλογητός ει, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας,
ότι δίκαιος ει επί πάσιν, οίς εποίησας ημίν, και πάντα τα έργα σου αληθινά, και ευθείαι αι οδοί σου, και πάσαι αι κρίσεις σου αλήθεια,
και κρίματα αληθείας εποίησας κατά πάντα, α επήγαγες ημίν και επί την πόλιν την αγίαν την των πατέρων ημών Ιερουσαλήμ, ότι εν αληθεία και κρίσει επήγαγες ταύτα πάντα, δια τας αμαρτίας ημών.
ότι ημάρτομεν και ηνομήσαμεν αποστήναι από σου
και εξημάρτομεν εν πάσι και των εντολών σου ουκ ηκούσαμεν, ουδέ συνετηρήσαμεν ουδέ εποιήσαμεν καθώς ενετείλω ημίν, ίνα εύ ημίν γένηται.
και πάντα, όσα επήγαγες ημίν και πάντα όσα εποίησας ημίν, εν αληθινή κρίσει εποίησας
και παρέδωκας ημάς εις χείρας εχθρών ανόμων, εχθίστων αποστατών, και βασιλεί αδίκω και πονηροτάτω παρά πάσαν την γην.
και νυν ουκ έστιν ημίν ανοίξαι το στόμα· αισχύνη και όνειδος εγενήθημεν τοις δούλοις σου και τοις σεβομένοις σε.
μη δη παραδώης ημάς εις τέλος δια το όνομά σου και μη διασκεδάσης την διαθήκην σου
και μη αποστήσης το έλεός σου αφ' ημών δια Αβραάμ τον ηγαπημένον υπό σου και δια Ισαάκ τον δούλόν σου και Ισραήλ τον άγιόν σου,
οίς ελάλησας πληθύναι το σπέρμα αυτών ως τα άστρα του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης.
ότι, δέσποτα, εσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη και εσμεν ταπεινοί εν πάση τη γη σήμερον δια τας αμαρτίας ημών,
και ουκ έστιν εν τω καιρω τούτω άρχων και προφήτης και ηγούμενος, ουδέ ολοκαύτωσις ουδέ θυσία ουδέ προσφορά ουδέ θυμίαμα, ου τόπος του καρπώσαι ενώπιόν σου και ευρείν έλεος·
αλλ' εν ψυχή συντετριμμένη και πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν
ως εν ολοκαυτώμασι κριών και ταύρων και ως εν μυριάσιν αρνών πιόνων, ούτως γενέσθω η θυσία ημών ενώπιόν σου σήμερον και εκτελέσαι όπισθέν σου, ότι ουκ έσται αισχύνη τοις πεποιθόσιν επί σε.
και νυν εξακολουθούμεν εν όλη καρδία και φοβούμεθά σε και ζητούμεν το πρόσωπόν σου,
μη καταισχύνης ημάς, αλλά ποίησον μεθ' ημών κατά την επιείκειάν σου και κατά το πλήθος του ελέους σου
και εξελού ημάς κατά τα θαυμάσιά σου και δος δόξαν τω ονόματί σου, Κύριε. και εντραπείησαν πάντες οι ενδεικνύμενοι τοις δούλοις σου κακά
και καταισχυνθείησαν από πάσης δυναστείας, και η ισχύς αυτών συντριβείη·
και γνώτωσαν ότι συ ει Κύριος Θεός μόνος και ένδοξος εφ' όλην την οικουμένην.

 

Και ου διέλιπον οι εμβάλλοντες αυτούς υπηρέται του βασιλέως καίοντες την κάμινον νάφθαν και πίσσαν και στυππίον και κληματίδα.
και διεχείτο η φλόξ επάνω της καμίνου επί πήχεις τεσσαρακονταεννέα.
και διώδευσε και ενεπύρισεν ους εύρε περί την κάμινον των Χαλδαίων.
ο δε άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου
και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον, και ουχ ήψατο αυτών το καθόλου το πυρ και ουκ ελύπησεν ουδέ παρηνώχλησεν αυτοίς.
 
Τότε οι τρεις ως εξ ενός στόματος ύμνουν και εδόξαζον και ηυλόγουν τον Θεόν εν τη καμίνω λέγοντες·
Ευλογητός εί
 (=είσαι), Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός και υπερυψούμενος εις τους αιώνας,
και ευλογημένον το όνομα της δόξης σου το άγιον και υπεραινετόν και υπερυψούμενον εις πάντας τους αιώνας.
ευλογημένος εί εν τω ναω της αγίας δόξης σου και υπερύμνητος και υπερένδοξος εις τους αιώνας.
ευλογημένος εί ο επιβλέπων αβύσσους, καθήμενος επί Χερουβίμ και αινετός και υπερυψούμενος εις τους αιώνας.
ευλογημένος εί επί θρόνου της βασιλείας σου και υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας.
ευλογημένος εί εν τω στερεώματι του ουρανού και υμνητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, ουρανοί τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, άγγελοι Κυρίου τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, ύδατα πάντα τα υπεράνω του ουρανού τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πάσαι αι δυνάμεις Κυρίου τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, ήλιος και σελήνη τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, άστρα του ουρανού τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτω πας όμβρος και δρόσος τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πάντα τα πνεύματα τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πυρ και καύμα τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, ψύχος και καύσων τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, δρόσοι και νιφετοί τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, νύκτες και ημέραι τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, φως και σκότος τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, ψύχος και καύμα, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πάχναι και χιόνες, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, αστραπαί και νεφέλαι τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτω η γη τον Κύριον· υμνείτω και υπερυψούτω αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, όρη και βουνοί τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πάντα τα φυόμενα εν τη γη, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, θάλασσα και ποταμοί, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, αι πηγαί, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, κήτη και πάντα τα κινούμενα εν τοις ύδασι, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πάντα τα πετεινά του ουρανού, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πάντα τα θηρία και τα κτήνη, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, υιοί των ανθρώπων, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, Ισραήλ, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, ιερείς Κυρίου, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, δούλοι Κυρίου, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, πνεύματα και ψυχαί δικαίων, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, όσιοι και ταπεινοί τη καρδία, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
ευλογείτε, Ανανία, Αζαρία, Μισαήλ, τον Κύριον· υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας, ότι εξείλετο ημάς εξ άδου και εκ χειρός θανάτου έσωσεν ημάς, ερρύσατο ημάς εκ μέσου καμίνου καιομένης φλογός και εκ μέσου πυρός ερρύσατο ημάς.
εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.
ευλογείτε, πάντες οι σεβόμενοι τον Κύριον τον Θεόν των θεών, υμνείτε και εξομολογείσθε, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.
 
Και Ναβουχοδονόσορ ήκουσεν υμνούντων αυτών και εθαύμασε και εξανέστη εν σπουδή και είπε τοις μεγιστάσιν αυτού· ουχί άνδρας τρεις εβάλομεν εις το μέσον του πυρός πεπεδημένους; και είπον τω βασιλεί· αληθώς, βασιλεύ.
και είπεν ο βασιλεύς· ιδού εγώ ορώ άνδρας τέσσαρας λελυμένους και περιπατούντας εν μέσω του πυρός, και διαφθορά ουκ έστιν εν αυτοίς, και η όρασις του τετάρτου ομοία υιω Θεού.
τότε προσήλθε Ναβουχοδονόσορ προς την θύραν της καμίνου του πυρός της καιομένης και είπε· Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, οι δούλοι του Θεού του Υψίστου, εξέλθετε και δεύτε. και εξήλθον Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ εκ μέσου του πυρός.
και συνάγονται οι σατράπαι και οι στρατηγοί και οι τοπάρχαι και οι δυνάσται του βασιλέως και εθεώρουν τους άνδρας ότι ουκ εκυρίευσε το πυρ του σώματος αυτών, και η θρίξ της κεφαλής αυτών ουκ εφλογίσθη, και τα σαράβαρα αυτών ουκ ηλλοιώθη, και οσμή πυρός ουκ ην εν αυτοίς.
και απεκρίθη Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς και είπεν· ευλογητός ο Θεός του Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, ος απέστειλε τον άγγελον αυτού και εξείλατο τους παίδας αυτού, ότι επεποίθεισαν επ' αυτω και το ρήμα του βασιλέως ηλλοίωσαν και παρέδωκαν τα σώματα αυτών εις πυρ, όπως μη λατρεύσωσι μηδέ προσκυνήσωσι παντί θεω, αλλ' ή τω Θεω αυτών.
και εγώ εκτίθεμαι δόγμα· πας λαός, φυλή, γλώσσα, ή εάν είπη βλασφημίαν κατά του Θεού Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, εις απώλειαν έσονται και οι οίκοι αυτών εις διαρπαγήν, καθότι ουκ έστι θεός έτερος, όστις δυνήσεται ρύσασθαι ούτως.
τότε ο βασιλεύς κατεύθυνε τον Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ εν τη χώρα Βαβυλώνος και ηύξησεν αυτούς και ηξίωσεν. αυτούς ηγείσθαι πάντων των Ιουδαίων των εν τη βασιλεία αυτού.
Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς πάσι τοις λαοίς, φυλαίς και γλώσσαις τοις οικούσιν εν πάση τη γη· ειρήνη υμίν πληθυνθείη·
τα σημεία και τα τέρατα, α εποίησε μετ' εμού ο Θεός ο Ύψιστος, ήρεσεν εναντίον εμού αναγγείλαι υμίν
ως μεγάλα και ισχυρά· η βασιλεία αυτού βασιλεία αιώνιος και η εξουσία αυτού εις γενεάν και γενεάν.

Πηγή