"Ἂν λοιπὸν κάποιος σὲ συμβουλεύει κάτι ἀπὸ τὰ πρέποντα, ἔστω κι ἂν εἶναι δοῦλος, δέξου τὴν παραίνεση· ἂν ὅμως συμβουλέψει κάτι ἀπὸ τὰ ὀλέθρια, ἔστω κι ἂν κατέχει πάρα πολὺ μεγάλο ἀξίωμα, ἀπόρριψε τὴ γνώμη του"
«Γιατὶ εἶδα», λέγει «ἕναν ἄνθρωπο ποὺ φαντάστηκε τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι σοφός, μεγαλύτερη ὅμως ἐλπίδα γιὰ διόρθωση ἔχει ὁ ἀνόητος παρὰ αὐτός». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει· «μὴ θεωρεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας σοφούς». Γιατί, κι ἂν ἀκόμα εἶσαι ἄπειρες φορὲς σοφὸς καὶ βλέπεις ἀμέσως τὰ σωστά, εἶσαι ὅμως ἄνθρωπος κι ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ σύμβουλο.
Εἶδον γάρ, φησίν, ἄνθρωπον δοκοῦντα σοφὸν εἶναι παρ' ἑαυτῷ, ἐλπίδα δὲ ἔχει μᾶλλον ὁ ἄφρων
αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ Παῦλος λέγει, Μὴ γίνεσθε
φρόνιμοι παρ' ἑαυτοῖς. Κἂν γὰρ μυριάκις εἶ σοφὸς, καὶ τὰ δέοντα
συνορῶν, ἀλλ' ἄνθρωπος εἶ, καὶ χρείαν ἔχεις συμβούλου.
Εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑποφέρει τοὺς ἐλέγχους, εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ νὰ μπορεῖ νὰ ἐλέγχει· αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη πολὺ μεγάλης φροντίδας...
Μέγα ἀγαθὸν
ἐλέγχους δύνασθαι φέρειν, μέγα ἀγαθὸν δύνασθαι ἐλέγχειν· τοῦτο κηδεμονίας
μεγίστης.
Πές μου, βλέπεις τὸν ἀδελφό σου νὰ πέφτει στὸ γκρεμό, νὰ ἔχει παραμελήσει τὴ ζωή του, νὰ μὴ βλέπει τὸ σωστό, καὶ δὲν ἁπλώνεις τὸ χέρι σου γιὰ βοήθεια; Δὲν τὸν σηκώνεις ἀπὸ κάτω; Δὲν τὸν κατηγορεῖς καὶ δὲν τὸν ἐλέγχεις; ἀλλὰ προτιμᾶς ἀπὸ τὴ σωτηρία του νὰ μὴ συγκρουσθεῖς μαζί του καὶ νὰ μὴ φανεῖς ἐνοχλητικός; Καὶ ποία συγγνώμη θὰ ἔχεις ἀπὸ τὸ Θεό; Ποιά ἀπολογία;
Ὁρᾷς τὸν ἀδελφόν, εἰπέ μοι, κατὰ κρημνοῦ φερόμενον, ἠμελημένον ἔχοντα βίον,
οὐ συνορῶντα τὸ δέον, καὶ οὐκ ὀρέγεις χεῖρα, οὐκ ἀνιστᾷς ἐκ τοῦ πτώματος; οὐκ
ἐγκαλεῖς, καὶ ἐλέγχεις; ἀλλὰ τὸ μὴ προσκροῦσαι αὐτῷ καὶ φανῆναι ἐπαχθὴς
προτιμᾷς τῆς ἐκείνου σωτηρίας; Καὶ ποίαν ἕξεις συγγνώμην παρὰ τοῦ Θεοῦ; τίνα
ἀπολογίαν;
Αὐτὸ ἀνέτρεψε τα πάντα, αὐτὸ τάραξε τὴ ζωή μας, γιατὶ δὲν ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα τοὺς ἐλέγχους, οὔτε θέλουμε νὰ ἐλέγχουμε ἄλλους. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὅταν ἐλέγχουμε γινόμαστε ἐνοχλητικοί, ἐπειδὴ ἐξαγριωνόμαστε ὅταν μᾶς ἐλέγχουν. Γιατί, ἂν γνώριζε ὁ ἀδελφὸς ὅτι ἂν σὲ ἐλέγξει θὰ τὸν ἐπαινοῦσες, καὶ αὐτὸς ὅταν ἐλέγχεται θὰ ἀνταπέδιδε τὴν ἴδια τιμή.
Τοῦτο πάντα ἀνέτρεψε, τοῦτο τὸν βίον ἡμῶν συνέχεεν, ὅτι οὔτε ἐλεγχόμενοι
φέρομεν γενναίως, οὔτε ἑτέρους ἐλέγχειν βουλόμεθα· διὰ γὰρ τοῦτο καὶ ἐπαχθεῖς
ἐσμεν ἐλέγχοντες, ἐπειδὴ ἐκθηριούμεθα ἐλεγχόμενοι. Εἰ γὰρ ᾔδει ὁ ἀδελφὸς, ὅτι
ἐλέγξας σε ἐπῃνεῖτο παρὰ σοῦ, καὶ αὐτὸς ἐλεγχόμενος τὴν αὐτὴν ἀμοιβὴν ἀπέδωκεν
ἄν.
2. Θέλεις νὰ μάθεις πώς, καὶ ἂν ἀκόμη εἶσαι πάρα πολὺ συνετὸς καὶ ὑπερβολικὰ καταρτισμένος, καὶ ἂν ἀκόμη ἔχεις φθάσει στὴν ὑψηλότερη κορυφὴ τῆς ἀρετῆς ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ σύμβουλο, ποὺ νὰ σὲ διορθώνει καὶ νὰ σὲ ἐλέγχει; Ἄκουσε μιὰ παλαιὰ ἱστορία. Τίποτε δὲν ἦταν ἴσο μὲ τὸν Μωϋσῆ. Γιατὶ λέγει, «ἐκεῖνος ἦταν ὁ πιὸ πράος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους» καὶ φίλος μὲ τὸ Θεό καὶ γεμᾶτος πνευματικὴ σύνεση.
βʹ. Βούλει μαθεῖν ὅτι κἂν σφόδρα
συνετὸς ᾖς, κἂν σφόδρα ἀπηρτισμένος, κἂν πρὸς αὐτὴν τὴν ἄκραν κορυφὴν ἔλθῃς τῆς ἀρετῆς,
χρείαν ἔχεις συμβούλου, καὶ διορθοῦντος καὶ ἐλέγχοντος; Ἄκουσον ἱστορίαν
παλαιάν. Οὐδὲν Μωϋσέως ἦν ἴσον. Καὶ γὰρ πραότατος, φησίν, ἦν πάντων ἀνθρώπων
ἐκεῖνος, καὶ τῷ Θεῷ φίλος, ...καὶ τῆς πνευματικῆς πλήρης ἦν συνέσεως.
Ἀλλ’ ὅμως ὁ σοφός, ὁ δυνατὸς στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα, ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ δὲν κατάλαβε ἕνα πρᾶγμα εὐκολονόητο σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ὁ πεθερός του, ἄνθρωπος βάρβαρος, καὶ ἀσήμαντος, τὸ κατάλαβε καὶ τὸ ἔφερε στὴ μέση· ἐκεῖνος ὅμως δὲν τὸ βρῆκε. Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτό; Ἀκοῦστε, γιὰ νὰ μάθετε πὼς ὁ καθενας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ σύμβουλο, ἔστω κι ἂν γίνει Μωϋσῆς, καὶ πὼς αὐτὰ ποὺ ξεφεύγουν ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ σπουδαίους ἀνθρώπους, δὲν ξεφεύγουν πολλὲς φορὲς τοὺς μικροὺς καὶ ἀσήμαντους.
Ἀλλ' ὅμως ὁ σοφός, ὁ δυνατὸς ἐν λόγῳ καὶ ἔργῳ, ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ, ...οὐ
συνεῖδε πρᾶγμα πολλοῖς τῶν ἀνθρώπων εὐσύνοπτον· ἀλλ' ὁ μὲν κηδεστὴς αὐτοῦ,
βάρβαρος ἄνθρωπος καὶ εὐτελής, συνεῖδεν αὐτό, καὶ εἰς μέσον ἤγαγεν· ἐκεῖνος δὲ
αὐτὸ οὐχ εὗρε. Τί οὖν ἐστι τοῦτο; Ἀκούσατε, ἵνα μάθητε, ὅτι ἕκαστος συμβούλου
δεῖται, κἂν κατὰ Μωϋσέα γένηται, καὶ ὅτι τὰ τοὺς μεγάλους λανθάνοντα καὶ
θαυμαστοὺς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς μικροὺς καὶ εὐτελεῖς πολλάκις οὐκ ἔλαθεν.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς βγῆκε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ βρισκόταν στὴν ἔρημα, στάθηκε κοντά του ὅλος ὁ λαός, ἑξακόσιες χιλιάδες, καὶ διέλυσε τὶς κατηγορίες (σ.σ. ἀπέδιδε τὸ δίκαιο) σὲ ὅλους τοὺς ἀντιδίκους. Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδε νὰ κάμνει αὐτὸ ὁ πεθερός του Ἰοθώρ, ἐκεῖνος ὁ βάρβαρος, ὁ ἀσεβής, ὁ ἀνόητος, ὅταν τὸν εἶδε νὰ μὴν ἐνεργεῖ ὅπως πρέπει, διόρθωσε τὸ Μωϋσῆ, τὸ σοφὸ καὶ συνετὸ καὶ φίλο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ τοῦ εἶπε, «γιατί αὐτοὶ στέκονται μπροστά σου;» καὶ ἔμαθε τὴν αἰτία, λέγει· «δὲν τὸ ἔκαμες σωστὰ αὐτό».
Ἐπειδὴ γὰρ ἐξῆλθεν ὁ Μωϋσῆς ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ἦν ἐν τῇ ἐρήμῳ, εἱστήκει
πλησίον αὐτοῦ ὁ λαὸς ἅπας, ἑξακόσιαι χιλιάδες, καὶ πᾶσι διέλυσε τὰ ἐγκλήματα
τοῖς πρὸς ἀλλήλους ἀμφισβητοῦσιν. Ἰδὼν τοίνυν αὐτὸν ὁ κηδεστὴς τοῦτο ποιοῦντα ὁ
Ἰοθώρ, ...ἐκεῖνος ὁ βάρβαρος, ὁ ἀσεβής, ὁ ἀνόητος, ἰδὼν οὐ δεόντως αὐτὸν
ποιοῦντα, διώρθωσε τὸν Μωϋσέα, τὸν σοφὸν καὶ συνετὸν καὶ τοῦ Θεοῦ φίλον. Καὶ
εἰπὼν πρὸς αὐτόν, Τί οὗτοι ἑστήκασιν ἐνώπιόν σου; καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν λέγει·
Οὐκ ὀρθῶς σὺ τοῦτο ἐποίησας, φησί.
Ἡ συμβουλὴ ἔγινε μαζὶ μὲ ἐπιτίμηση. Καὶ οὔτε ἐξαγριώθηκε ἐκεῖνος, ἀλλὰ ἀνεχόταν ὁ σοφός, ὁ συνετὸς καὶ ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ, μολονότι διοικοῦσε τόσες πολλὲς μυριάδες. Γιατὶ οὔτε αὐτὸ εἶναι μικρό, τὸ νὰ διδάσκεται κανεὶς ἀπὸ βάρβαρο καὶ ἀμόρφωτο. Καὶ οὔτε τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε, οὔτε τὸ ὅτι τὸν διόρθωσε μπροστὰ στοὺς ὑπηκόους του τὸν ἔκαμε νὰ κοκκινήσει ἀπὸ ντροπή, ἀλλά, ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι, παρ’ ὅλο ποὺ ἔχει κάνει θαύματα, ἔχει ὅμως ἀνθρώπινη φύση, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας πολλὲς φορὲς κάνει πολλὰ λάθη, δέχθηκε μὲ ἀνοχὴ τὴ συμβουλή.
Μετ' ἐπιτιμήσεως ἡ συμβουλή· καὶ οὔτε οὕτως ἠγρίανεν ἐκεῖνος, ἀλλ' ἠνείχετο
ὁ σοφός, ὁ συνετὸς καὶ τοῦ Θεοῦ φίλος, τοσαύταις ἐφεστηκὼς μυριάσιν. Οὐδὲ γὰρ
τοῦτο μικρόν, τὸ παρὰ τοῦ βαρβάρου καὶ ἰδιώτου παιδεύεσθαι. Καὶ οὔτε τὰ
θαύματα, ἅπερ εἰργάσατο, οὔτε τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς αὐτὸν ἐπῆρεν, οὔτε τὸ
παρόντων τῶν ὑπηκόων διορθοῦσθαι, ἐρυθριάσαι ἐποίησεν· ἀλλ' ἐννοήσας ὅτι εἰ καὶ
μεγάλα αὐτῷ εἴργασται σημεῖα, ἀλλ' ὅμως ἀνθρωπίνης φύσεως μετέχει, ἣν πολλὰ
λανθάνει πολλάκις, μετ' ἐπιεικείας ἐδέξατο τὴν συμβουλήν.
Πολλοὶ ὅμως, πολλὲς φορές, γιὰ να μὴ φανοῦν πὼς χρειάζονται τὴ συμβουλὴ τῶν ἄλλων προτιμοῦν νὰ χάσουν τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴ συμβουλή, παρὰ νὰ δεχθοῦν τὴν παραίνεση καὶ νὰ διορθώσουν τὸ σφάλμα τους· ἢ καλύτερα, προτίμησαν νὰ ἀγνοοῦν παρὰ νὰ μάθουν, μὴ γνωρίζοντας πὼς δὲν εἶναι ἄξιο κατηγορίας τὸ νὰ μάθουν, ἀλλὰ τὸ νὰ ἀγνοοῦν εἶναι ἄξιο κατηγορίας· ὄχι τὸ νὰ νὰ διδάσκονται, ἀλλὰ τὸ νὰ βρίσκονται στὴν ἀμαθεια· ὄχι τὸ νὰ ἐλέγχονται, ἀλλὰ τὸ νὰ σφάλλουν ἀδιόρθωτα.
Πολλοὶ δὲ πολλάκις ὑπὲρ τοῦ μὴ φανῆναι δεόμενοι συμβουλῆς τῆς παρ' ἑτέρων,
εἵλοντο προδοῦναι τὴν ὠφέλειαν τὴν ἀπὸ τῆς γνώμης, ἢ δεξάμενοι τὴν παραίνεσιν
διορθῶσαι τὸ ἁμάρτημα· μᾶλλον ἀγνοεῖν ἢ μαθεῖν κατεδέξαντο, οὐκ εἰδότες ὅτι οὐ
τὸ μαθεῖν ἔγκλημα, ἀλλὰ τὸ ἀγνοεῖν κατηγορία· οὐ τὸ διδάσκεσθαι, ἀλλὰ τὸ ἐν
ἀμαθείᾳ εἶναι· οὐ τὸ ἐλέγχεσθαι, ἀλλὰ τὸ ἁμαρτάνειν ἀδιόρθωτα.
Ἐμεῖς βέβαια ἂν δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο παρόντα, ὅταν μᾶς ἐλέγχουν καὶ μᾶς διορθώνουν, ζαλιζόμαστε, ταραζόμαστε, νομίζουμε πὼς ἔχουμε χάσει ὅλη τὴ ζωή μας. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἔκανε ἔτσι, ἀλλὰ παρ’ ὅλο ποὺ ἔβλεπε τόσες χιλιάδες παροῦσες, δὲν κοκκίνησε ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ κηρύττει σὲ ὅλους κάθε μέρα μὲ τὰ συγγράμματά του πὼς αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος δὲν κατάλαβε, τὸ κατάλαβε ὁ πεθερός του. Γιὰ ποιό λόγο τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ παρέδωσε τὸ γεγονὸς στὴ μνήμη ὅλων; Γιὰ νὰ μᾶς πείσει νὰ μὴν ἔχουμε ποτὲ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἔστω κι ἂν εἴμαστε πιὸ σοφοὶ ἀπ’ ὅλους, οὔτε νὰ περιφρονοῦμε τὶς συμβουλὲς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἔστω κι ἂν εἶναι πιὸ ἀσήμαντοι ἀπ’ ὅλους.
Ἡμεῖς δὲ, ἐὰν
ἄνθρωπον ἴδωμεν παρόντα ἐλεγχομένων ἡμῶν καὶ διορθουμένων, ἰλιγγιῶμεν,
ἐξιστάμεθα, νομίζομεν τῆς ζωῆς ἐκπεπτωκέναι πάσης. Ἀλλ' οὐκ ἐκεῖνος· ἀλλ' ὁρῶν
τοσαύτας χιλιάδας παρούσας οὐκ ἠρυθρίασε, ...ἀλλὰ κηρύττει πᾶσι καθ' ἑκάστην
ἡμέραν διὰ τῶν γραμμάτων, ὅτι ὅπερ αὐτὸς οὐ συνεῖδε, τοῦτο ὁ κηδεστὴς συνεῖδε.
Τίνος οὖν ἕνεκεν τοῦτο ἐποίησε, καὶ μνήμῃ παρέδωκε τὸ γεγενημένον; Ἵνα ἡμᾶς
πείσῃ μηδέποτε ἐφ' ἑαυτοῖς μέγα φρονεῖν, κἂν ἁπάντων ὦμεν σοφώτεροι, μηδὲ
ἀτιμάζειν τὰς παρ' ἑτέρων συμβουλίας, κἂν ἁπάντων ὦσιν εὐτελέστεροι.
Ἂν λοιπὸν κάποιος σὲ συμβουλεύει κάτι ἀπὸ τὰ πρέποντα, ἔστω κι ἂν εἶναι δοῦλος, δέξου τὴν παραίνεση· ἂν ὅμως συμβουλέψει κάτι ἀπὸ τὰ ὀλέθρια, ἔστω κι ἂν κατέχει πάρα πολὺ μεγάλο ἀξίωμα, ἀπόρριψε τὴ γνώμη του. Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν ποιότητα τῶν προσώπων ποὺ συμβουλεύουν, ἀλλὰ νὰ προσέχουμε παντοῦ τὴν ἴδια τὴν φύση τῆς συμβουλῆς.
Ἂν μὲν γάρ τι τῶν δεόντων συμβουλεύσῃ τις, κἂν οἰκέτης ᾖ, δέξαι τὴν
παραίνεσιν· ἂν δέ τι τῶν ὀλεθρίων, κἂν ἐν ἀξιώματι τυγχάνῃ μεγίστῳ, παράπεμψαι
τὴν γνώμην· οὐ γὰρ τῇ ποιότητι τῶν προσώπων τῶν συμβουλευόντων, ἀλλ' αὐτῇ τῆς
συμβουλῆς τῇ φύσει προσέχειν δεῖ πανταχοῦ.