ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΌΡΙΟΣ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ, Ποιμαντικός κανόνας: Ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν πρέπει νὰ γίνει ποιμένας

                                        Ενδέκατο κεφάλαιο
Ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν πρέπει νὰ γίνει ποιμένας

Ἐπιμελῶς, λοιπόν, ἂς ἐξετάσει καθένας τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν ἔχει τὸ θράσος νὰ πάρει τὴν θέση ποιμένα, ἐὰν ἀκόμη μέσα του μὲ ἀξιοκατάκριτο τρόπο δεσπόζουν τὰ πάθη· καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐξαχρειωμένος ἀπὸ τὰ δικά του ἁμαρτήματα, νὰ μὴν ἐπιθυμεῖ νὰ πρεσβεύει γιὰ τὰ ἁμαρτήματα ἄλλων. Γι' αὐτὸ ἡ θεία φωνὴ λέει στὸν Μωυσῆ: Πὲς στὸν Ἀαρών: κανεὶς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν φυλή σου, στὶς μετέπειτα γενιές, ποὺ θὰ ἔχει ἐλάττωμα, δὲν θὰ προσφέρει ἄρτους στὸν Κύριο τὸν Θεό του, οὔτε θὰ προσέλθει στὴν τάξη τῶν ἱερέων του. Κι ἀμέσως προσθέτει: Ἂν εἶναι τυφλός, ἂν εἶναι χωλός, ἂν ἔχει μύτη μικρή, ἢ μεγάλη καὶ στραβή, ἂν ἔχει σπασμένο πόδι ἢ χέρι, ἐὰν ἔχει κύρτωση, ἢ λήμη ἢ λεύκωμα στὰ μάτια, ἂν ἔχει ψώρα ἐπίμονη, ἢ λειχήνα στὸ δέρμα, ἢ πάσχει ἀπὸ κοίλη

Τυφλὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγνοεῖ τὸ φῶς τῆς οὐράνιας θεωρί ας κυριευμένος ἀπὸ τὰ σκότη τῆς παρούσας ζωῆς κι ἀδυνατώντας νὰ ἀντικρίσει μὲ τὴν ἀγάπη τὸ φῶς ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει, δὲν γνωρίζει πρὸς τὰ ποῦ νὰ διευθύνει τῶν πράξεών του τὰ βήματα. Γι' αὐτὸ πράγματι ἡ προφήτισσα Ἄννα λέει: Θὰ προφυλάξει τὰ πόδια τῶν ἁγίων του καὶ οἱ ἀσεβεῖς θὰ σιωπήσουν μέσα στὰ σκότος

Χωλὸς πάλι εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βλέπει βέβαια που πρέπει νὰ πάει, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τῆς θέλησης δὲν μπορεῖ νὰ κρατήσει ἀψεγάδιαστα τὴν περπατησιά του στὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς, ποὺ ὅμωςβλέπει, ἐπειδή, ὅταν ἡ παραπαίουσα συνήθειά του δὲν ὀρθώνεται καὶ δὲν ἀποκτᾶ τὴν εὐστάθεια τῆς ἀρετῆς, ὅπου ἡ ἐπιθυμία κατευθύνεται, ἐκεῖ εἶναι ἀδύνατον ὁ βηματισμὸς τῆς πράξης νὰ ἔρθει ἀκολουθώντας. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: τὰ κουρασμένα χέρια σας καὶ τὰ παραλυμένα σας γόνατα ἀνορθῶστε, κι ἂς βαδίσουν ἴσιους δρόμους τὰ πόδια σας, γιὰ νὰ μὴν ἐκτραπεῖ ἀπὸ τὴν ὁδὸ ὅποιος χωλαίνει, ἀλλὰ νὰ γιατρευτεῖ.

Αὐτὸς ποὺ ἔχει μικρὴ μύτη εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ κρατᾶ τὰ μέτρα καὶ τὰ σταθμὰ τῆς διάκρισης Μὲ τὴν μύτη, πράγματι, διακρίνουμε εὐωδία καὶ δυσωδία. Σωστά, λοιπόν, μὲ τὴν μύτη ὑποδηλώνεται ἡ διάκριση, χάρη στὴν ὁποία ἐπιλέγουμε τις ἀρετὲς καὶ ἀποδοκιμάζουμε τὰ ἁμαρτήματα. Γι' αὐτὸ στὴν νύμφη ἐγκωμιαστικὰ λέγεται: Ἡ μύτη σου εἶναι σὰν πύργος τοῦ Λιβάνου διότι ἀσφαλῶς ἡ ἁγία Ἐκκλησία μὲ τὴν διάκριση ἀντιλαμβάνεται τις δοκιμασίες ποὺ θὰ προκύψουν ἀπὸ κάθε περίσταση καὶ βλέπει ἀπὸ ἕνα, θὰ λέγαμε, παρατηρητήριο κάπου ψηλὰ τὸν πόλεμο τῶν παθῶν ποὺ πλησιάζει. Ἀλλὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ γιὰ νὰ μὴν τοὺς νομίσουν γιὰ ἀμβλύνοες, ἐπιδίδονται συχνὰ σὲ κάποιες διερευνήσεις πέραν τοῦ ἀναγκαίου καὶ ἀπὸ μία ὑπέρμετρη λεπτολογία περιπίπτουν σὲ σφάλμα. Γι' αὐτὸ στὸ χωρίο βλέπουμε νὰ προστίθεται σχετικὰ μὲ τὴν μύτη: ἢ μεγάλη καὶ στραβή. Ἡ μεγάλη καὶ στραβὴ μύτη σημαίνει τὴν ὑπερβολὴ τῆς λεπτολογίας στὴν διάκριση, ἡ ὁποία στὴν περίπτωση ποὺ ἀναπτύσσεται πέρα ἀπὸ ὅσο πρέπει, προκαλεῖ σύγχυση στὸ ἔργο ποὺ ἡ ἴδια ἐπιτελεῖ.

Τὸ νὰ ἔχει κανεὶς σπασμένο χέρι ή πόδι σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ καθόλου δὲν μπορεῖ νὰ πορεύεται στὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι παντελῶς στερημένος κι ἔρημος ἀπὸ ἀγαθὰ ἔργα, μέχρι τοῦ σημείου νὰ μὴν προχωρᾶ στὸν δρόμο τῶν καλῶν ἔργων μὲ τρόπο ἔστω ἀσταθῆ σὰν κάποιον ποὺ χωλαίνει, ἀλλὰ νὰ εἶναι πέρα γιὰ πέρα ξένος ἀπὸ αὐτά. Κύρτωση ἔχει πάλι ἐκεῖνος ποὺ τὸν συνθλίβει τὸ βάρος τῆς βιοτικῆς μέριμνας, ὥστε δὲν στρέφει ποτὲ τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ἄνω, ἀλλὰ μένει προσηλωμένος μονάχα στὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ πεπατημένα. Ἂν καμιὰ φορὰ ἀκούσει κάτι γιὰ τὴν μακαριότητα τῆς οὐράνιας πατρίδας, καθὼς πιέζεται ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς διεφθαρμένης του ἕξης, δὲν μπορεῖ νὰ στρέψει ἐκεῖ τῆς ψυχῆς του τὸ βλέμμα, διότι δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ ἀνορθώσει τὴν κορμοστασιὰ τῆς σκέψης του ὅποιος κρατιέται κυρτωμένος ἀπὸ τὴν ἕξη τῆς βιοτικῆς μέριμνας. Γιὰ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὸ εἶδος λέει ὁ ψαλμωδός: Είμαι κυρτωμένος καὶ ταπεινωμένος συνεχῶς . Αὐτῶν τὴν ἁμαρτία ἀποδοκιμάζοντας ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια λέει: Ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε στ' ἀγκάθια εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν τὸν λόγο, ἀλλὰ ἔπειτα στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους πνίγονται ἀπὸ τὶς μέριμνες, τὸν πλοῦτο καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, καὶ δὲν καρποφοροῦν

Λήμη πάλι ἔχει ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὸ πνεῦμα ἔχει ἔφεση γιὰ την ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ τὰ ἔργα τῆς σάρκας τοῦ προκαλοῦν συσκότιση. Στὸ μάτι πράγματι ποὺ ἔχει λήμη ἡ κόρη εἶναι ὑγιής, καὶ ἀπὸ τὴν συνεχῆ ἔκκριση μειώνεται καὶ ἐξασθενίζει καὶ ἡ ἱκανότητα ὅρασης τῆς κόρης του ματιοῦ. Ὑπάρχουν κάποιοι τῶν ὁποίων ἡ πνευματικὴ ὅραση προσβάλλεται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς σαρκικῆς ζωῆς καὶ νοσεῖ· ἐνῶ πρὶν θὰ μποροῦσαν νὰ βλέπουν μὲ τὸ πνεῦμα τους εὐκρινῶς τὰ καλὰ καὶ δίκαια, εἰσέρχονται σὲ ζόφο λόγῳ τῆς ἕξης τῶν φαύλων πράξεών τους. Ἔχει λήμη, λοιπόν, ἐκεῖνος ποὺ φύση του τὸν προίκισε μὲ ὀξυδέρκεια, ἀλλὰ ἡ φαυλότητα τῆς διαγωγῆς του τὴν ὁδήγησε σὲ ἄμβλυνση. Σ' αὐτὸν ἐφαρμόζεται ὡραῖα ἡ προτροπὴ τοῦ ἀγγέλου: μὲ κολλύριο ἄλειψε τὰ μάτια σου, γιὰ νὰ βλέπεις. Μὲ κολλύριο χρίουμε τὰ μάτια γιὰ νὰ βλέπουμε, ὅταν πρὸς ἐπίγνωση τῆς λαμπρότητας τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ἐνισχύουμε τὴν ἱκανότητα τῆς διάνοιάς μας μὲ τὸ φάρμακο τῆς ἐνάρετης διαγωγῆς. Λεύκωμα ὅμως ἔχει στο μάτι ὅποιος κωλύεται νὰ κατοπτεύσει τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, ἐπειδὴ τὸν τυφλώνει ἡ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχει γιὰ τὴν σοφία ἢ τὴν δικαιοσύνη του. Ὄντως, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ ὅταν εἶναι σκούρα βλέπει καλά, ἐνῶ μὲ τὴν πάθηση τοῦ λευκώματος δὲν βλέπει τίποτα. Ἔτσι ὅταν ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συναισθάνεται τὴν ἀνοησία καὶ ἁμαρτωλότητά του, λαμβάνει τὴν ἐπίγνωση τοῦ φωτὸς ποὺ φανερώνεται μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του τὴν ὁλόλευκη αἴγλη τῆς δικαιοσύνης ἢ τῆς σοφίας, ἀποκλείει τὸν ἑαυτό του ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως· τόσο περισσότερο καθίσταται ἀδύνατο νὰ εἰσέλθει στὴν λαμπρότητα τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ὅσο περισσότερο ὑψώνεται μέσα του μὲ τὴν ἔπαρση, ὅπως λέγεται γιὰ κάποιους: ἐνῶ θριαμβολογοῦσαν ὅτι εἶναι σοφοί, κατάντησαν ἀνόητοι.

Επίμονη ψώρα ἔχει αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖται χωρὶς ἀνάπαυλα ἀπὸ τὴν ἀκρασία τῆς σάρκας. Στὴν ψώρα πράγματι ἡ θερμότητα τῶν σπλάγχνων φτάνει ὡς τὸ δέρμα, κι ἔτσι ἡ ἀρρώστια αὐτὴ εὔλογα σημαίνει τὴν ἀσωτία, διότι ἐὰν ὁ πειρασμὸς τῆς καρδιᾶς φθάσει μέχρι τὴν διενέργεια πράξεων, τότε εἶναι σὰν τὴν θερμότητα ποὺ μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα ἔρχεται ὁρμητικὰ πρὸς τὰ ἔξω, προκαλώντας στὸ δέρμα. Τὸ σῶμα προσβάλλεται ἐξωτερικά· ὅταν ἡ ἐπιθυμία δὲν καταστέλλεται στὸ ἐπίπεδο τοῦ λογισμοῦ, κυριαρχεῖ καὶ στὸ ἐπίπεδο τῶν ἐξωτερικῶν ἐνεργειῶν. Σὰν θέλοντας νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κνησμὸ τῆς σάρκας, ἀναφωνεῖ ὁ Παῦλος: Ἂς μὴν σᾶς συνέχει πειρασμὸς παρὰ ὁ ἀνθρώπινος σὰν νὰ ἔλεγε: εἶναι ἀνθρώπινο βέβαια νὰ ὑφίστασθε στὴν καρδιὰ τὸν πειρασμό, ἀλλὰ εἶναι δαιμονικὸ νὰ ὑποκύπτετε στὸν ἀγώνα σας μὲ τὸν πειρασμὸ καὶ νὰ παρασύρεστε στὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας.

Κι ἔχει λειχήνα στὸ δέρμα ὅποιος στὸν νοῦ του γίνεται ἕρμαιο τῆς πλεονεξίας ἡ ὁποία, ἂν δὲν κατασταλεῖ ἀναφορικὰ μὲ τὰ μικρὰ πράγματα, ἐξαπλώνεται ἀνεξέλεγκτα. Ἡ λειχήνα ὄντως ἁπλώνεται δίχως πόνο στὸ σῶμα καὶ ἀναπτυσσόμενη δίχως νὰ προκαλεῖ ἐνόχληση στὸν ἀσθενῆ καταστρέφει τὴν ὀμορφιὰ τῶν μελῶν, ὅπως καὶ ἡ φιλαργυρία ποὺ στὴν ψυχὴ τοῦ πάσχοντος προξενεῖ σχεδὸν εὐχαρίστηση καθὼς σχηματίζει ἕλκη· παροξύνει τὴν ψυχὴ ὠθώντας την σὲ μίση καθὼς παρουσιάζει στὸν λογισμὸ ἀγαθὰ ποὺ πρέπει νὰ ἀποκτηθοῦν καὶ ἀνοίγει πληγὲς δίχως νὰ προξενεῖ ὀδύνη, διότι ὑπόσχεται στὴν ψυχὴ ἐκείνου ποὺ φλογίζεται ἀπὸ τὸ πάθος ἀφθονία ἀγαθῶν ποὺ θὰ ἀποκτηθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ χάνεται ἡ εὐκοσμία τῶν μελῶν, ὅπως μὲ τὴν φιλαργυρία φθείρεται ἡ ὀμορφιὰ κάθε ἀρετῆς. Κι ὅλο τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ἀσχημίζει, διότι αὐτὸ τὸ πάθος ὑποσκελίζει τὴν ψυχὴ μέσῳ ὅλων τῶν παθῶν, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος λέει: Ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία

Πάσχει ἀπὸ κοίλη ὅποιος δὲν διαπράττει μὲ τὰ ἔργα του αἰσχρότητες, ἀλλὰ τοῦ γίνονται στὴν ψυχή του ἔμμονη ἰδέα ποὺ τοῦ ἀσκεῖ μεγάλη πίεση αὐτὸς δὲν παρασύρεται βέβαια ποτὲ μέχρι τὴν ἐπιτέλεση αἰσχρῶν ἔργων, ἀλλὰ μὲ λογισμοὺς αἰσχροὺς ἡ ψυχή του ἀπολαμβάνει τὴν ἡδονὴ τῆς ἔκλυτης ζωῆς χωρὶς νὰ προβάλλει και μία ἀντίσταση. Ἡ βλάβη τῆς κοίλης προκύπτει ὅταν τὸ ὑγρὸ τῶν σπλάγχνων κατεβαίνει στὰ γεννητικὰ ὄργανα ποὺ πρήζονται μὲ τρόπο ὀχληρὸ ποὺ προσβάλλει τὴν εὐπρέπεια τοῦ σώματος. Ἐκεῖνὸς ποὺ ἔχει κοίλη συμβολίζει τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀφήνει ὅλες του τὶς σκέψεις νὰ βυθιστοῦν στὴν ἀσέλγεια, μέσα στὴν καρδιά του φέρει τὸ ἄχθος τῆς αἰσχρότητας καί, μολονότι δὲν διαπράττει φαῦλα ἔργα, δὲν ἀπαγκιστρώνεται ὁ νοῦς του ἀπὸ αὐτά. Οὔτε πάλι ἔχει τὴν δύναμη φανερὰ νὰ ἀνορθωθεῖ στὴν ἐπιτέλεση τοῦ καλοῦ, διότι τὸν βαραίνει στα μύχια της ψυχῆς του βάρος ἐπονείδιστο.

Ὅποιος τελεῖ ὑπὸ τὸν ζυγὸ ὁποιουδήποτε ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρει τοὺς ἄρτους στὸν Κύριο, γιὰ νὰ μὴν ἀποδειχθεῖ ἀνίκανος νὰ καθαρίσει τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους αὐτὸς ποὺ ἀκόμη ἀφανίζεται ἀπὸ τὶς δικές του.

Ἔχοντας μὲ συντομία δείξει πῶς εἶναι ὁ ἄξιος νὰ προσέλθει στὴν ποιμαντικὴ διακονία καὶ πόσο πολὺ ὁ ἀνάξιος ὀφείλει νὰ τὴν φοβᾶται, τώρα θὰ φανερώσουμε τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ ὁ ποιμένας ἐκεῖνος ποὺ ἐπάξια προσῆλθε στὸ μυστήριο τῆς ἱεροσύνης.
https://apantaortodoxias.blogspot.com/2024/06/blog-post_922.html