Άγιος Θωμάς ο Απόστολος

                               

χερα πλευρ σ βαλεν ζητν πλαι,

Πλευρν πρ σο νττεται Θωμς Λγε.

Δορασιν οτσθη Θωμς μακροσιν ν κτ.

Ο Άγιος Θωμάς ο Απόστολος ήταν μεταξύ των δώδεκα μαθητών του Κυρίου και ανήκε σε οικογένεια αλιέων. Ο Θωμάς, λοιπόν, μετά την Ανάσταση του Χριστού και την πρώτη εμφάνισή Του στους μαθητές, δυσπιστούσε σ’ αυτά που του έλεγαν αυτοί. Αλλά ο Κύριος επανεμφανίστηκε στους μαθητές μέσα στο υπερώον, όταν μεταξύ τους βρισκόταν και ο Θωμάς. Τότε ο Κύριος προέτρεψε το Θωμά να ψηλαφήσει τις πληγές από τα καρφιά που Τον σταύρωσαν, και να μη γίνεται άπιστος, αλλά πιστός. Εκθαμβωμένος ο Θωμάς, προσκύνησε και ανεβόησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Η δε απάντηση του Κυρίου ήταν τέτοια, που θα διδάσκει όλους όσους θέλουν να δυσπιστούν στην αλήθεια του Ευαγγελίου. Είπε, λοιπόν, ο Κύριος: «ότι εώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Δηλαδή, λέει ο Κύριος στο Θωμά, πίστεψες επειδή με είδες. Μακαριότεροι και περισσότερο καλότυχοι είναι εκείνοι, που αν και δεν με είδαν, πίστεψαν.

Η παράδοση αναφέρει ότι ο Θωμάς μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος πήγε και κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πέρσες, Μήδους και τους Ινδούς. Στην Ινδία, συνελήφθηκε από τον Βασιλία Mισδαίο, γιατί κατήχησε και βάπτισε τον γιό του Aζάνη, την γυναίκα του Tερτία και της κόρες του Mυγδονία και Nάρκα. Αφού τον φυλάκισε τον παρέδοσε σε πέντε στρατιώτες, οι οποίοι αφού τον ανέβασαν σε κάποιο βουνό τον θανάτωσαν δια λογχισμού. Έτσι, τον αξίωσε ο Θεός όχι μόνο να κηρύξει το Ευαγγέλιό Του, αλλά και να δώσει τη ζωή του γι’ Αυτόν.


Λειτουργικά κείμενα

πολυτκιον
χος δ’. Ταχ προκατάλαβε.
ς θεος πόστολος, θεολογίας κρουνούς, νθέως ξήντλησας, κ λογχονύκτου πλευρς, Χριστο το Θεο μν. θεν τς εσέβειας, κατασπείρας τν λόγον, λαμψας ν νδί, ς κτς ορανία, Θωμ τν ποστόλων, τ θεον γλάισμα.

Έτερον πολυτκιον
χος γ’.
πστολε γιε Θωμ, πρσβευε τ λεμονι Θε να πταισμτων φεσιν, παρσχ τας ψυχας μν.

Κοντκιον
χος δ’. πεφνης σμερον.
τς θεας χριτος πεπληρωμνος, το Χριστο πστολος, κα πηρτης ληθς, ν μετανοίᾳ κραγαζε· Σ μου πρχεις, Θες τε κα Κριος.

Οκος
Πρς τν Χριστο Μαθητν, κα μγαν μυστολκτην, Θωμν τν θεηγρον το Πτρου κβοντος· «ωρκαμεν τν Κριον», φησεν οτος. «Ἐὰν μ δω ν τας χερσν ατο τν τπον τν λων, ψηλαφσω δ κα τν πλευρν, ο μ πιστεσω». λλ’ Κτστης τν πντων κα Δεσπτης, σπερ δολος λλυθε, θλων πντας σσαι, κα λγει τ Θωμ. «Ψηλφησον χειρν κα πλευρς τος τπους, κα μ πστει· γ γρ εμι Κριος Θες σου». δ ν μετανοίᾳ βησε. Σ μου πρχεις, Θες τε κα Κριος.

Κθισμα
χος πλ. α’. Τν συνάναρχον Λόγον.
Τν πστολον πντες κα μαθητν το Χριστο, εφημσωμεν μνοις π τ μνμ ατο· θεοπρεπς γρ τς μν διανοας ατς, τπους τν λων ψηλαφν, βεβααν πστιν κζητν, στριξεν ν Κυρίῳ, διαλεπτως πρεσβεων, λεηθναι τς ψυχς μν.

Έτερον Κθισμα
χος πλ. δ’. Τν Σοφαν κα Λγον.
Τ σαγν τν λγων τν θεϊκν, τος χθας ζωγρσας τος λογικος, τοτους σ προσγαγες, παρχν τ Θε μν, κα το Χριστο τ στηργματα, παθν πενδσασθαι, μιμητς το πθους, ατο πεφανρωσαι· θεν συνελθντες, κατ χρος τιμμεν, πστολε νδοξε, τν πανορτον μνμην σου, κα συμφνως βομν σοι· Πρσβευε Χριστ τ Θε, τν πταισμτων φεσιν δωρσασθαι, τος ορτζουσι πθ, τν γαν μνμην σου.