Ο Διγενής Ακρίτας και η αναίρεση της προσπάθειας να τον αποδείξουν ως «ευτυχή σύνθεση χριστιανικού και μωαμεθανικού αίματος».

Ο Διγενής Ακρίτας εθνικό έπος του νεότερου ελληνισμού

    του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το πρώτο           σεμινάριο του κύκλου η Ελληνική Αναγέννηση – Ο            Φωτισμός, Ο Ελληνικός φωτισμός και η Βυζαντινή                    κληρονομιά, – λόγια και λαϊκή παράδοση.

Ο Διγενής Ακρίτας αποτελεί «το εθνικόν έπος των νεωτέρων Ελλήνων»[1], το οποίο διαμορφώθηκε στα «σύνορα» με τον μουσουλμανικό κόσμο, και γράφτηκε πιθανότατα έως τα μέσα του 12ου αιώνα[2] –αντλώντας από παλαιότερα ακριτικά τραγούδια που αναφέρονται στις συγκρούσεις με τους Άραβες κατά τον 10ο αιώνα– ενώ στη συνέχεια τροφοδότησε μια σειρά από νεότερα ακριτικά άσματα που χρησιμοποίησαν ως πηγή τους το ίδιο το έπος[3].

Ωστόσο με αφετηρία τον Άγγλο βυζαντινολόγο και νεοελληνιστή John Mavrogordato (1882-1970), που κατείχε την έδρα της Βυζαντινής και Σύγχρονης Ελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας στην Οξφόρδη, καλλιεργήθηκε μια αντίληψη, ιδιαίτερα σε έναν κύκλο Άγγλων βυζαντινολόγων, εν πολλοίς μαθητών του, που αποσυνέδεε τον Διγενή Ακρίτη από την εθνική συγκρότηση του ελληνισμού. Ο Mavrogordato επικρίνει τον Κωνσταντίνο Σάθα και τον Émile Legrand πως:

«κατατρύχονταν δυστυχώς από τη μεγάλη ιδέα της δημιουργίας ενός ήρωα που θα οδηγούσε τους Έλληνες σε μια εγκόσμια σταυροφορία εναντίον των Τούρκων. Σε αυτή την πολιτική εμμονή τους ακολούθησε τριάντα χρόνια αργότερα ο Νικόλαος Πολίτης, που παρουσίασε το ποίημα ως «το εθνικόν έπος των νεωτέρων Ελλήνων». Πολύ δύσκολα μπορεί να βρει κανείς κάποιον ικανό να δεχθεί αυτή την άποψη αν διαβάσει το ποίημα από την αρχή ως το τέλος, δεδομένου ότι ο ήρωας είναι εξ αρχής μια ευτυχής σύνθεση χριστιανικού και μωαμεθανικού αίματος [σ. lxv]. Έγινε αρκούντως σαφές ότι ο Διγενής δεν είναι μια σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων, Χριστιανισμού και Ισλάμ, ή Ανατολής και Δύσης [σ. lxxvi].

Το ποίημα του Διγενή είναι στην πραγματικότητα μια μυθιστορία που δεν περιέχει καμιά θεολογική ή πολιτική προπαγάνδα [σ. lxxix]»[4].

Αν ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Mavrogordato και διαβάσουμε, όντως, το έπος «από την αρχή έως το τέλος», θα διαπιστώσουμε αντίθετα πως το κύριο στοιχείο που το διατρέχει είναι η ανειρήνευτη σύγκρουση ανάμεσα στους δύο κόσμους! Ο Ακρίτας δεν αποτελεί μια «ευτυχή σύνθεση χριστιανικού και μωαμεθανικού αίματος», αλλά το ακριβώς αντίθετο: Ο πατέρας του που έχει αραβική καταγωγή, αλλά όχι και «μωαμεθανική», δεδομένου ότι εγκατέλειψε το ισλάμ και βαπτίσθηκε χριστιανός, ενώ θα έλθει σε σύγκρουση με τους μωαμεθανούς Άραβες και θα πείσει πολλούς άλλους, ανάμεσά τους και τη μητέρα του, να βαπτιστούν χριστιανοί!

Το έπος αρχίζει με την απαγωγή μιας νέας Βυζαντινής, του γένους των «Δουκάδων», από έναν Άραβα «αμιρά» και την εκστρατεία των πέντε αδελφών της για να την απελευθερώσουν[5]. Στη σύγκρουση που ακολουθεί, ο νεώτερος αδελφός, ο Κωνσταντίνος, νικάει τον αμιρά σε μονομαχία. Στη συνέχεια, ψάχνουν την αδελφή τους πιστεύοντας πως τη δολοφόνησαν οι μουσουλμάνοι μαζί με πολλά άλλα αιχμάλωτα κορίτσια:

100 Κοράσια ἔσφαξαν πολλὰ καὶ ἐποῖκάν τα θυσίας

εἰς τουρκικὰ μασγίδια καὶ εἰς ναοὺς μεγάλους.

Ἀφοῦ κατῆλθεν ὁ Χριστὸς ἐξ οὐρανοῦ εἰς τὸν κόσμον,

ἐδίωξεν τὰς παράνομας καὶ μυσαρὰς θυσίας,[6].

Ήδη είναι σαφής η αντιπαράθεση μεταξύ «χριστιανικού ήθους» και «μωαμεθανικής βαρβαρότητας», σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Mavrogordato. Όμως, η αδελφή δεν έχει πεθάνει, και ο αμιράς, κάτω από την απειλή των αδελφών, που ετοιμάζονται να τον θανατώσουν αποκαλώντας τον «σκύλο της Συρίας», επιστρέφει άμωμη την κόρη:

169 «Ὑπᾶτε εἰς τὴν τέντα μου τὸ ἀδέλφιν σας νὰ εὑρῆτε.

Καὶ ἄλλας πολλὰς ἐπιάσασιν οἱ ἄνομοι Ἀραβῖται

καὶ ἐπούλησαν καὶ ἐσφάξαν τας ἀνόμως καὶ ἀδίκως

172 καὶ ἡ ἀδελφή σας ἔτυχεν ἐμέναν εἰς τὸ κοῦρσος [ ]

175 ἐγὼ δὲ διὰ τὰ κάλλη της καὶ τὴν πολλὴν εὐγένειαν

ἀρνοῦμαι καὶ τὴν πίστι μου καὶ τὴν πολλήν μου δόξαν

177 καὶ γίνομαι καὶ Χριστιανὸς καὶ μετὰ σᾶς νὰ ἔλθω»[7].

Και έτσι, όλοι μαζί πλέον, «κοινὴν βουλὴν ἐδώκασιν νὰ πάρουν τὸν γαμπρόν τους, εἰς Ῥωμανίαν νὰ ἔβγουν» (στ. 197), όπου θα γίνει ο γάμος και θα γεννηθεί ο Διγενής. Ο ήρωας που θα γεννηθεί είναι Έλληνας κατά το ήθος και τον πολιτισμό, χριστιανός, και ταυτόχρονα διγενής. Ακόμα και ο αραβικής καταγωγής πατέρας του, μετατρέπεται, σε Έλληνα κατά το ήθος. Η μητέρα του τον καλεί να επιστρέψει στη Συρία και το ισλάμ, διό­τι κινδυνεύει και από τους «Κασίσους», δηλαδή τους Χασσίσιους ή Ασσεσίνους[8].

244 Ἤκουσα ἐγέννησας παιδίν, δράκοντα τῆς Συρίας,

245 καὶ ἀλὶ ἐμέν’, ἂν μάθουν οἱ Κασίσοι.

Μετά από πολλές περιπέτειες και εσωτερική πάλη, ο αμιράς επιστρέφει στην Αραβία και η μητέρα του προσπαθεί να τον μεταστρέψει, «οὐκ εἶδες τέκνον μου καλὸν τὸ μνῆμαν τοῦ προφήτου;» (στ. 541), οπότε ο αμιράς προβαίνει σε μια δήλωση προσχώρησης στον χριστιανισμό και τον ελληνισμό: «ὁ Παράδεισος εἰς Ῥωμανίαν ἔναι!» και «ἡ πίστις ἡ ἀληθινή, οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἔχουν»:

543 «Σώπασε, μήτηρ μου καλὰ ν’ αὐτὰ τὰ συντυχαίνεις;[  ]

       ἐγὼ ἀπόσω ἐδιάβηκα χώρας τῶν Αἰθιόπων,

       (καὶ) λόγους ἤκουσα ψευδεῖς καὶ γέλι’ ἦσαν καθόλου

       Καί ποτὲ θεοὺς αὐτοὺς οὐδὲν τοὺς λέγω, ὅτι εἴδωλα εἶναι.

                       Ἀμ’ εἰς τὴν Ῥωμανίαν/

       Εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί μου τὴν πανύμνητον Θεοτόκον· [ ]

        καὶ ὁ Παράδεισος <αὐτὸς> εἰς Ῥωμανίαν ἔναι!

       Ἡ πίστις ἡ ἀληθινή, οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἔχουν[9].

Αμέσως μετά, μεταπείθεται και η μητέρα του («ἀρνοῦμαι καὶ τὸ γένος μου, ἀρνοῦμαι καὶ τὸν Μαχουμὲτ, στ. 563-564) και ακολουθεί μαζί με πολλούς άλλους τον γιο της. Η σύγκρουση μεταξύ του χριστιανικού Βυζαντίου και του ισλαμικού κόσμου –που παραπέμπει σε πραγματικά στοιχεία, μετά την ανακατάληψη της Βόρειας Συρίας από τους Βυζαντινούς και την προσχώρηση πολλών μουσουλμάνων στον χριστιανισμό– καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του έπους (στίχοι 225 έως 609). Ο βυζαντινός «πατριωτισμός» του Άραβα εμίρη είναι άμεμπτος και καταδεικνύει για μία ακόμα φορά την πολιτισμική υφή της ελληνικής ταυτότητας. Και εάν ο Διγενής γεννήθηκε Έλληνας, ο πατέρας του έγινε κυριολεκτικά [10].

Η ιδιαίτερη –καταγωγική– σημασία του έπους του Διγενή Ακρίτα, για τη διαμόρφωση της νεότερης ελληνικής ταυτότητας, καταδεικνύεται από την πληθώρα των διασκευών και των διαφορετικών χειρογράφων που διεσώθησαν· ακόμα σημαντικότερο δε, από τα αναρίθμητα «δημοτικά» ακριτικά άσματα που επιβίωσαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, είτε προηγούνται του γραπτού έπους είτε είναι επιγενέστερα. Τα δεύτερα είναι πασίγνωστα και τραγουδιόνταν μέχρι πρόσφατα, τουλάχιστον από τη γενιά μας: «Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει/ κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τόνε σκεπάσει,/ πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, τση γης τον αντρειωμένο»[11]. Τα προγενέστερα άσματα ήταν εξ ίσου γνωστά την εποχή που γράφτηκε το έπος.

Από των εσχατιών της Καππαδοκίας μέχρι των Ιονίων νήσων, και από της Μακεδονίας και των χωρών των δυτικών ακτών του Ευξείνου μέχρι της Κρήτης και της Κύπρου, άδονται μέχρι του νυν, άσματα αφηγούμενα τους άθλους και τας περιπετείας του Διγενή [ ]. Εις ταύτα η φαντασία του λαού εγκατέπλεξε μύθους, ων τους πλείστους παρέλαβεν ανακαινίσασα εκ της πλουσίας μυθικής κληρονομίας της αρχαιότητος και απήρτισε τον ιδεώδη τύπον ήρωος νεαρού ως ο Αχιλλεύς, κραταιού ως ο Ηρακλής, και ενδόξου ως ο Αλέξανδρος… εις τον Διγενή Ακρίτην αποκορυφούνται οι πόθοι και τα ιδεώδη του ελληνικού έθνους, διότι εν αυτώ συμβολίζεται η μακραίων και άληκτος πάλη του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον[12].

Και ο Κωστής Παλαμάς, που θα εμπνευστεί ο ίδιος άμεσα από τον Διγενή και τα ακριτικά τραγούδια, θα υπογραμμίσει πως «το ιδεώδες του παλληκαρισμού συγκεντρούται εις τον Διγενή Ακρίταν»[13].


[1] Ν.Γ. Πολίτης, «Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων», Λαογραφικά Σύμμεικτα, τόμ. Α΄, σ. 254 κ.ε.· Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Η ποίηση…, ό.π.,σ. 37.

[2]  Το χειρόγραφο της εκδοχής του Εσκοριάλ έχει γραφτεί τον 12ο αιώνα.

[3] Βα­σί­λει­ος Δι­γε­νς Ἀ­κρί­της καὶ τὰ ᾄ­σμα­τα τοῦ Ἀρ­μού­ρη καὶ τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Ἀν­δρο­νί­κου,επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου, Εστία, Αθήνα.

[4] Digenes Akrites: έκδοση, σχόλια, εισαγωγή John Mavrogordato, Oxford, Clarendon Press, 1956, σσ. lxv, lxxvi, lxxix.

[5] Οι στίχοι προέρχονται από το λεγόμενο «χειρόγραφο του Εσκοριάλ», που εξέδωσε ο Στ. Αλεξίου, ό.π., που θεωρείται μάλλον η παλαιότερη εκδοχή (παρ’ όλο που είναι πιθανόν καμία από τις διαθέσιμες εκδοχές να μην είναι η πρωτότυπη). Βλέπε και Ιωάννης Προμπονάς, Ακριτικά Α΄, (χ.έ.), Αθήνα 1985.

[6] Βασίλειος Διγενς …ό.π.,σσ. 101-102.

[7] Βασίλειος Διγενς …ό.π.,σσ. 103-104.

[8] Ήταν ένα μυστικό σιιτικό Ισλαμικό τάγμα που το έτρεμαν τόσο οι Σταυροφόροι όσο και ολόκληρο το σουνιτικό κατεστημένο. Οι Ασσασίνοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν συστηματικά τον προσχεδιασμένο φόνο σαν πολιτικό όπλο υπό την επήρεια χασίς, εξού και χασίσιοι ή ασσεσίνοι.

[9] Βασίλειος Διγενής…ό.π., σ. 114.

[10] Βλ. σχετικά, Φώτης Α. Δημητρακόπουλος, «“Σαρακηνός γαμβρός”: Παρατηρήσεις στον Βασίλειο Διγενή Ακρίτη», στο βιβλίο του Εργόχειρα έρωτος. Υστεροβυζαντινά – δημώδη – μεταβυζαντινά κείμενα και μελέτες, Επικαιρότητα, Αθήνα 2000.

[11] Ν.Γ. Πολίτης, Εκλογή από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Γράμματα, Αθήνα 1991, σ. 125. 

[12] Ν.Γ. Πολίτης, «Περί του εθνικού…», ό.π., σ. 254 κ.ε.· του ιδίου, Εκλογή, ό.π., σ. 99.

[13] Κωστής Παλαμάς, Άπαντα.

Πηγή