Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀσεβῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων – 1ον
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας παραδόθηκε μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ διαδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους στὴν οἰκουμένη. Ὡστόσο χρειάζεται ἡ ὑπεράσπισή της, γιατί ὑπάρχουν οἱ ἀσεβεῖς καὶ ψευδοδιδάσκαλοι ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὴ νοθεύσουν. Ἀναφερόμαστε στοὺς ἀνθρώπους τῶν μικρῶν κοινωνιῶν, ὅπου ὅλοι γνωρίζονται καὶ διαπιστώνουν τὸ ὀλέθριο ἔργο τῶν πολεμίων τῆς πίστης. Πολλοὶ μάλιστα ἀγνοοῦν τὰ κίνητρα τῶν ἀσεβῶν καὶ δὲν ἀνησυχοῦν, στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε, γιὰ τὴν ἐπικίνδυνη δραστηριότητά τους.
Οἱ ἀσεβεῖς παραποιοῦν καὶ διαστρεβλώνουν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης, γιὰ νὰ βροῦν «ἐπιχειρήματα», προκειμένου νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀκόλαστη καὶ ἀνήθικη ζωή τους. Ἐπικαλοῦνται μερικὲς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐπιδιώκουν τὴν κάλυψη τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἐνῶ τὰ πάθη τους εἶναι σὲ πλήρη ἱκανοποίηση. Δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο. Μειώνουν μὲ τρόπο προκλητικὸ τὴν πνευματικὴ ἀξία βασικῶν ἐντολῶν τῆς πίστης. Θέλουν μία θρησκευτικότητα χωρὶς ὑποχρεώσεις καὶ καθήκοντα, συμβιβασμένη μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο! Δὲν ἐπιλέγουν τὸ στενὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς, τῆς θυσίας καὶ τῆς ἔμπρακτης πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης. Ἐπιλέγουν τὴν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἱκανοποιοῦν τὰ ἀκόρεστα πάθη τους καὶ ζοῦν μέσα στὴν «εὐτυχία» τοῦ νὰ τρῶν, νὰ πίνουν καὶ νὰ διασκεδάζουν. Ὅσα πνευματικὰ καὶ θεῖα δὲν γνωρίζουν, τὰ ἐπικρίνουν καὶ τὰ ἀπορρίπτουν, «ἐνῶ ὅσα γνωρίζουν μὲ τὶς φυσικές τους αἰσθήσεις, μὲ τὰ ἔνστικτα καὶ τὶς ὀρέξεις τους, σὰν τὰ ζῶα ποὺ δὲν ἔχουν λογική, τὰ κάνουν, γιὰ νὰ διαφθείρουν καὶ νὰ καταστρέφουν τοὺς ἑαυτούς τους», ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Π. Ν. Τρεμπέλας τὸν 10ο στίχο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰούδα τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ ἀναφέρεται στοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι «καθυβρίζουν ἐκεῖνα ποὺ ξεπερνοῦν τὴν ἀντίληψή τους· κι ἐκεῖνα ποὺ ξέρουν ἀπὸ ἔνστικτο, σὰν τὰ ἄλογα ζῶα, κι αὐτὰ ἀκόμα τοὺς ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή».
Στὴν παραπάνω ἐπιστολὴ καὶ συγκεκριμένα στοὺς στίχους 12-13 καὶ 16-19, γίνεται ἀναφορὰ στοὺς ἀσεβεῖς καὶ στοὺς ψευδοδιδασκάλους καὶ παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ στὴν ἐποχή μας, ποὺ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔχουν αὐξηθεῖ ἀνησυχητικά.
Οἱ ἀσεβεῖς συμμετέχουν πρόθυμα στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὶς διάφορες ἐκδηλώσεις τοῦ ποιμαντικοῦ της ἔργου. Εἶναι «σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως». Μολύνουν καὶ βεβηλώνουν. Θέλουν νὰ διαψεύδουν τὶς κακὲς πληροφορίες καὶ νὰ διαλύουν τὶς εἰς βάρος τους ἀρνητικὲς ἐντυπώσεις στὴν κοινωνία. Ἀποτελοῦν βρώμικες κηλίδες στὸν καθαρὸ ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.
Οἱ ἀσεβεῖς θέλουν νὰ τοὺς προσφέρουν καὶ ὄχι νὰ προσφέρουν οἱ ἴδιοι. «Ποιμαίνουν ἑαυτούς». Δὲν ἔχουν συναίσθηση καὶ ντροπή.
Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι εἶναι «νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμενοι». Εἶναι σύννεφα χωρὶς νερό, ποὺ οἱ ἄνεμοι τὰ μετακινοῦν συνεχῶς, ἀλλάζοντάς τους σχήματα καὶ κατευθύνσεις. Τὰ ὅσα λένε εἶναι πλάνα καὶ ὑπαγορεύονται ἀπὸ τὰ πάθη τους. Ὑπηρετοῦν μόνο τὰ συμφέροντά τους καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ κοινωνικὴ προσφορά.
Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀσεβῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων – 2ον
Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι ξεκίνησαν ὡς χριστιανοί, ἀλλὰ στὴ συνέχεια ἀρνήθηκαν τὴν ὀρθὴ πίστη, δὲν τήρησαν τὶς ἐντολὲς καὶ πέθαναν πνευματικά. Παρομοιάζονται μὲ «δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα (μία φορὰ πρὶν νὰ πιστέψουν καὶ ἄλλη μία μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὸ Χριστό), ἐκριζωθέντα». Εἶναι δέντρα χωρὶς φύλλα καὶ φυσικὰ χωρὶς καρπούς, ποὺ ξεράθηκαν καὶ ξεριζώθηκαν καὶ κατέληξαν στὴ φωτιά.
Οἱ διαστροφεῖς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ εἶναι «κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας». «Οἱ καρδιὲς τους συνταράσσονται ἀπὸ ἁμαρτωλὰ πάθη, γι’ αὐτό καὶ ξεβράζουν ἀπὸ μέσα τους ὡς ἀφρὸ ἀηδιαστικὸ τὶς αἰσχρές τους πράξεις ποὺ προκαλοῦν ντροπὴ» (Π. Ν. Τρεμπέλας).
Οἱ διαστροφεῖς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχουν σταθερὴ πνευματικὴ πορεία. Περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρὶς νὰ τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι κακοὶ ὁδηγοί, «ἀστέρες πλανῆται». Ξέφυγαν ἀπὸ τὴν τροχιά τους καὶ κινοῦνται ἐλεύθερα καὶ ἀκανόνιστα. Σὲ αὐτοὺς ἔχει ἐπιφυλαχθεῖ ὡς αἰώνια τιμωρία τὸ ζοφερὸ σκοτάδι.
Οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ψευδοδιδάσκαλοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ γογγύζουν, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ συμπάθεια τῶν συνανθρώπων τους καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοὺς προσελκύσουν στὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ ἀπαράδεκτες ψευδοδιδασκαλίες. Μεμψιμοιροῦν (παραπονοῦνται συνεχῶς γιὰ τὴν τύχη τους), ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους δείχνοντας ὑποκριτικὸ ἐνδιαφέρον. Καταφέρονται ἐναντίον τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχουν πονηρὲς ἐπιθυμίες. Τὰ λόγια τους εἶναι ὑπερήφανα, ὑπερβολικά, ἀλλὰ καὶ ὑποκριτικά, ὅταν ἐκφράζουν θαυμασμὸ γιὰ πρόσωπα, ποὺ φέρουν ἀξιώματα, «ὠφελείας χάριν».
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπικίνδυνοι στὴν Ἐκκλησία, γιατί προκαλοῦν διαιρέσεις καὶ σχίσματα. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους εἶναι σχεδὸν ἀδύνατη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπέρριψε τοὺς κανόνες τῆς λογικῆς καὶ ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ συμπεριφορά, παραδίδει τὸν ἑαυτὸ του σ’ ὅλα τὰ πάθη, καὶ δὲν γίνεται πλέον μόνο θηρίο, ἀλλὰ ἕνα πολύμορφο καὶ πολυμήχανο τέρας, καὶ δὲν ἔχει οὔτε τὸ ἐλαφρυντικὸ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του τέτοιος· γιατί ὅλη ἡ κακία του εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐκλογῆς»1.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὸν Τίτο ὅτι «τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀκολουθεῖ πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μιὰ δυὸ φορές, κι ἂν δὲν ἀκούσει ἄφησέ τον, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ἔχει πιὰ διαστραφεῖ κι ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ του»2. Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συμβουλεύει: «Ὅταν κάποιος κήρυκας σᾶς ἐπισκέπτεται καὶ δὲν διδάσκει αὐτὴ τὴ διδαχὴ (τοῦ Κυρίου), μὴ τὸν βάζετε στὸ σπίτι σας καὶ μὴ τὸν καλωσορίζετε, γιατί ὅποιος τὸν καλωσορίζει συμμετέχει στὰ πονηρά του ἔργα»3.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης τονίζει ὅτι πάρα πολὺ δύσκολα ἐγκαταλείπουν τὴν αἵρεση οἱ αἱρετικοί: «Οὔτε ὁ Αἰθίοπας θὰ ἀλλάξει ποτὲ τὸ δέρμα του οὔτε ἡ λεοπάρδαλη τὶς πολύχρωμες κηλίδες της οὔτε ἐκεῖνος ποὺ ἀνατράφηκε μὲ διεστραμμένα δόγματα μπορεῖ νὰ ἀποτινάξει τὸ κακό τῆς αἵρεσης».4
Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν πρέπει νὰ γίνεται χωρὶς ἐπικίνδυνες ὑπερβολές. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς αἱρετικοὺς μὲ ἡμερότητα: «Τέτοιος εἶναι ὁ δικός μας πόλεμος· δὲν κάνει τοὺς ζωντανοὺς νεκρούς, ἀλλὰ ζωοποιεῖ τοὺς νεκρούς, γιατί διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἡμερότητα καὶ τὴ μεγάλη ἐπιείκεια. Γιατί δὲν πολεμῶ μὲ ὑλικὰ ὅπλα, ἀλλὰ καταδιώκω μὲ τὸ λόγο, ὄχι τὸν αἱρετικό, ἀλλὰ τὴν αἵρεση· δὲν ἀποστρέφομαι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μισῶ τὴν πλάνη καὶ θέλω νὰ τὸν ἀποσπάσω ἀπ’ αὐτή».5
Σημειώσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 693-694. 2. γ΄ 10-11. 3. Β΄ Ἰωάν. 10-11. 4. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 312. 5. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 401-402.
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος