Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς μετὰ τῶν Φώτων ὡς τρανὴ ἀπόδειξη τῆς παναιρέσεως τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῆς τεράστιας εὐθύνης, ὅσων συμβαδίζουν μ’ αὐτούς.

                            


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος ἀποτελεῖ τρανταχτὴ ἀπόδειξη καὶ κόλαφο κατὰ τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας καὶ πρακτικῆς τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλὰ καὶ ὅσων γιὰ λόγους συμφέροντος ἢ δειλίας εἴτε τοὺς σιγοντάρουν εἴτε μὲ ψευδοκηρύγματα ἐμποδίζουν τὸν ἁγιοπατερικὸ τρόπο ἀντιμετώπισής τους. Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ χωρίο βρίσκουμε τὴν ἀποδόμηση κεντρικῶν σημείων τῆς οἰκουμενικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν ἀπόδειξή τους ὡς αἵρεση. Μία ἀποδόμηση ποὺ δὲν ἔρχεται ἀπὸ κάποιον ἀσήμαντο λαϊκὸ ἢ ἐπαγγελματία θεολόγο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν μέγα Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας ἅγιον Ἰωάννη Χρυσόστομο.

Διαβάζουμε στὸ αὐριανὸ ἀποστολικὸ χωρίο καὶ τὴν ἑρμηνεία του (ἐδῶ): "Καὶ καλῶς εἶπε «ἕνα πνεῦμα» γιὰ νὰ δείξει ὅτι στὸ ἕνα σῶμα, ἕνα πνεῦμα θὰ ὑπάρχει, ἢ ὅτι εἶναι μὲν δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἕνα σῶμα, ὄχι ὅμως ἕνα πνεῦμα, ὅπως ἐὰν κάποιος γίνει φίλος αἱρετικῶν·".Ὁ Ἅγιος εἶναι σαφέστατος: Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἕνα πνεῦμα μὲ αὐτὸν ποὺ εἶναι φίλος τῶν αἱρετικῶν (μὲ φιλία ἐννοεῖται ἡ ἀποδοχή τους ὡς Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἡ ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο), νὰ εἶναι φίλος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πάπα, τῶν Προτεσταντῶν, Πεντηκοστιανῶν κλπ. Καὶ ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν δύο πνεύματα σὲ ἕνα σῶμα, ἄρα οἱ φίλοι τῶν αἱρετικῶν, ἂν δὲν μετανοήσουν, δὲν ἀνήκουν στὸ σῶμα, δηλ. στὴν Ἐκκλησία. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὅσοι ἀντιδροῦν καὶ ἀπέχουν τῆς κοινωνίας μὲ αὐτούς, ὅπως ψευδῶς ἰσχυρίζονται οἰκουμενιστὲς καὶ πολλοὶ ὑποτιθέμενοι ἀντιοικουμενιστές.

Ὡς ἐκ τούτου βροντοφωνάζει ὁ Ἀπόστολος καὶ ὁ ἑρμηνευτής του Ἅγιος, ἐπίκαιροι ὅσο ποτέ: "Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα... Εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν... Ἡ δική Του δύναμη διαχύνεται καὶ ἐνεργεῖ διαμέσου ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα της".

Ἐδῶ εἶναι ἀπόλυτα καὶ σαφέστατα ξεκάθαρο, ὅτι ἡ οἰκουμενιστικὴ διδασκαλία περὶ πολλῶν ὁδῶν σωτηρίας, ποὺ ὁδηγοῦν στὸν Θεό, περὶ πολλῶν ὁδῶν κι ἐκφράσεων τῆς Πίστεως (αἱρετική, μουσουλμανική, ἰουδαϊκή), πολλῶν βαπτισμάτων (χωρὶς τριπλὴ κατάδυση, μὲ ράντισμα, συμβολικά, κλπ.), περὶ Χάριτος τοῦ Θεοῦ και ἐκτὸς Ἐκκλησίας, εἶναι μία διδασκαλία ξένη στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄρα αἱρετική. Διότι ἡ Μία Ἀλήθεια βρίσκεται μόνο στὴν Μία Ἐκκλησία. Ἔτσι κατὰ τὸν  ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ κι ὅσοι βρίσκονται μέσα στὴν Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν ἀπαραίτητα καὶ τὴν Ἀλήθεια. Ἐνῷ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν Ἀλήθεια, δὲν εἶναι οὔτε μπορεῖ νὰ βρίσκονται μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δηλαδὴ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ἄσχετα ἐὰν αὐτοὶ νομίζουν ὅτι εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ λειτουργοῦν (μέχρι τὴν καταδίκη τους) μέσα σ' αὐτή. Καὶ παρ' ὅλο ποὺ αὐτοὶ λέγουν ψέματα μεταξύ τους, καὶ κοροϊδεύουν τοὺς ἑαυτούς τους, καλῶντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο -ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλους καλούμενοι- ὡς "ἅγιοι"... ("ἁγιώτατοι"... "σεβασμιώτατοι"... "πανιερώτατοι"... "παναγιώτατοι"...) ποιμένες καὶ ἀρχιποιμένες, δηλαδὴ ἐπίσκοποι, ἀρχιεπίσκοποι καὶ πατριάρχες. Ἡ Ἀλήθεια δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ πρόσωπα καὶ ἀνθρωπίνου τύπου ἀναγνωρίσεις, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν διαφύλαξη καὶ τήρηση τῆς Πίστεως μέχρι κεραίας.
«Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίαν τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους; Ἐκκλησίαν ἥ "στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας" κατά Παῦλον ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποιμένας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Συγγράμματα Τόμ. Β’, σελ. 627). Γι' αὐτὸ δὲν καθιστᾶται ἔνοχος μόνο αὐτὸς ποὺ τὴν διαδίδει, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν τὴν πολεμᾶ, δὲν τὴν ἀπομονώνει ἢ ἀπὸ δειλία σιωπᾶ ἀπέναντί της.

Ὡς ἐκ τούτου ἐπισημαίνει ἐδῶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μὲ ἕνα ἀπολύτως λογικὸ ἐπιχείρημα: «Τί λές; «Ἡ ἴδια πίστη εἶναι, ὀρθόδοξοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι [:οἱ αἱρετικοί]». Γιατί λοιπὸν δὲν εἶναι μαζὶ μὲ ἐμᾶς; «Ἕνας Κύριος, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα». Ἐὰν ὅμως αὐτὰ ποὺ κάνουν αὐτοὶ εἶναι ὀρθά, τότε τὰ δικά μας εἶναι λανθασμένα· ἐὰν πάλι τὰ δικά μας εἶναι ὀρθά, τότε τὰ δικά τους εἶναι λανθασμένα. «Ὥστε νὰ μὴν εἴμαστε πλέον νήπιοι, κλονιζόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμο διδασκαλίας». 

Πρέπει φυσικὰ νὰ τονιστεῖ ὅτι στὰ παραπάνω δὲν ἀμφισβητοῦνται τὰ ἀποκλειστικὰ χαρίσματα καὶ δικαιώματα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἢ ἱερατικοῦ ἀξιώματος, ἀλλὰ ἡ παρανόηση καὶ ἡ κατάχρησή τους π.χ. πρωτεῖο, ἐπισκοποκρατία καὶ ἀλάθητο. Ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος: «ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ (:Βέβαια ὅλοι οἱ πιστοὶ δὲν ἔχουμε λάβει τὰ ἴδια χαρίσματα, ἀλλὰ διάφορα καὶ ποικίλα. Αὐτὴ ὅμως ἡ διανομὴ γιὰ κανένα λόγο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται αἰτία χωρισμοῦ μεταξὺ τῶν πιστῶν· διότι ἡ διανομὴ αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Χριστό. Αὐτὸς δηλαδὴ στὸν καθέναν ξεχωριστὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἔδωσε τὴ θεία χάρη, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο ποὺ μὲ σοφία καὶ δικαιοσύνη χρησιμοποιεῖ στὴ διανομὴ τῆς δωρεᾶς Του)».

Καὶ ξεκαθαρίζει: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος Προσέχετε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σας, πῶς θὰ συμπεριφέρεστε καὶ τί θὰ διδάσκετε. Προσέχετε καὶ ὅλο τὸ πνευματικό σας ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ κατέστησε κτῆμα Τοῦ μὲ τὸ δικό Του αἷμα »[Πράξ.20,28]

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει καὶ ξεκαθαρίζει γιατὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς τοὺς ἐπισκόπους: Δὲν τοὺς ἔδωσε γιὰ νὰ βγαίνουν στὰ κανάλια τῆς τηλεοράσεως καὶ νὰ ἀργολογοῦν, δὲν τοὺς ἔδωσε γιὰ νὰ συμμαχοῦν μὲ τὴν ἑκάστοτε κυβέρνηση καὶ μὲ πολυεθνικὲς ἑταιρίες, δὲν τοῦ ἔδωσε γιὰ νὰ μιλοῦν σὲ συνέδρια στὸ Ἄμπου Νταμπι μὲ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ κόσμου τούτου, δὲν τοὺς ἔδωσε γιὰ νὰ παίρνουν πανεπιστημιακοὺς τίτλους καὶ βραβεῖα, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσέχουν καὶ νὰ ποιμαίνουν τὸ ποίμνιο, ὄχι ὅπως θέλουν αὐτοί, ἀλλὰ ὅπως ὁρίζει καὶ δίδαξε μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ τὴν θυσία του ὁ Χριστός.

«Καὶ οὓς μὲν ἔθετο Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν... Τί λοιπόν; Οἱ ποιμένες καὶ οἱ διδάσκαλοι εἶναι κατώτεροι; Καὶ μάλιστα πολὺ κατώτεροι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κάθονταν καὶ ἀσχολοῦνταν μὲ ἕναν τόπο, ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι περιέρχονταν καὶ εὐαγγελίζονταν, ὅπως δηλαδὴ ἦσαν ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Τίτος». Εἶναι τόσο ξεκάθαρο καὶ δείχνει πόσο ἔχουν ξεφύγει τῆς ὑγιοῦς διδασκαλίας οἱ σημερινοὶ ποιμένες. Τὴν πρώτη θέση στὴν Ἐκκλησία δὲν τὴν ἔχουν οἱ ἐπίσκοποι ἀλλὰ οἱ Ἀπόστολοι, τῶν ὁποίων οἱ ἐπίσκοποι εἶναι διάδοχοι καὶ γι’ αυτὸ πρέπει νὰ τοὺς μιμοῦνται στὰ λόγια καὶ στὶς πράξεις καὶ ὄχι νὰ καινοτομοῦν. «Οἱ ποιμένες καὶ οἱ διδάσκαλοι εἶναι κατώτεροι; Καὶ μάλιστα πολὺ κατώτεροι» καὶ ὡς ἐκ τούτου κάθε διδασκαλία περὶ πρωτείου (ἐκτὸς γιὰ λόγους τιμῆς καὶ τίποτα ἄλλο), περὶ ἐπισκοποκρατίας, περὶ ἀλαθήτου, περὶ ἀκρίτου ὑπακοῆς, περί τοῦ ψευδοῦς ἐπιχειρήματος «καλύτερα σὲ μία λανθάνουσα ἐκκλησία, παρὰ ἔξω αὐτῆς», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ μία τρομερὴ παραχάραξη τῆς πατερικῆς διδασκαλίας, πέφτει στὸ κενὸ καὶ εἶναι καταδικαστέα.

Ἡ ρομφαία τοῦ λόγου τοῦ Χρυσοστόμου ἐξαφανίζει κάθε προσπάθεια παρερμηνείας:

«ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης» [Εφ. 4,14]. «Αὐτό», λέγει, «τὸ ὀλίγο τὸ ὁποῖο λάβαμε γιὰ νὰ τὸ κρατοῦμε μὲ κάθε ἐπιμέλεια, μὲ στερεότητα καὶ ἀσφάλεια». «Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν», λέγει, «τόσο πολλοὶ ἔγιναν οἱ κτίστες, γιὰ νὰ μὴν κλονίζεται ἡ οἰκοδομή, γιὰ νὰ μὴν ταλαντεύεται, γιὰ νὰ εἶναι στερεωμένοι οἱ λίθοι»· διότι σὲ ἐκείνους παρατηρεῖται ὁ κλυδωνισμός, ἡ ταλάντευση, ὁ κλονισμός. «Ὥστε νὰ μὴν εἴμαστε πλέον», λέγει, «νήπιοι, κλονιζόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμο τῆς διδασκαλίας, μέσα στὴ δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, μέσα στὴν πανουργία τους πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ὁμαδικῆς παραπλανήσεως». «Καὶ παρασυρόμενοι», λέγει, «ἀπὸ κάθε ἄνεμο». Ὁμίλησε ἐναντίον τῆς μεταβολῆς, γιὰ νὰ δείξει σὲ ποιό κίνδυνο βρίσκονται οἱ ψυχὲς οἱ ὁποῖες διστάζουν. «Ἀπὸ κάθε ἄνεμο τῆς διδασκαλίας», λέγει, «μέσα στὴ δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, μέσα στὴν πανουργία τους πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς μεθοδικῆς παραπλανήσεως». «Κυβευτές» λέγονται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι παίζουν τοὺς πεσσούς. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πανοῦργοι, ὅταν βροῦν ὁρισμένους ἀφελεῖς· καθ' ὅσον ἐκεῖνοι μεταχειρίζονται τὰ πάντα καὶ τὰ κάνουν ἄνω κάτω».

Οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι, λοιπόν, «Κυβευτές». Εἶναι πανοῦργοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμο παραπλανοῦν μεθοδικὰ τὸ ἀφελὲς ποίμνιο καὶ τὸ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Τὸ ἴδιο «Κυβευτές» εἶναι καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐνῶ ὑποτίθεται καταδικάζουν τὸν Οἰκουμενισμό, ἢ δὲν ἀντιστέκονται, δὲν καταδικάζουν τοὺς ἐνόχους, ἀλλᾶ παρασύρονται ἀπὸ τὸν ἄνεμό του καὶ ἔτσι παρασύρουν καὶ τοὺς πιστούς. Διότι ὅσοι λέγουν τάχα ὅτι ἀντιτίθενται στὸν Οἰκουμενισμό, θὰ ἔπρεπε «τὸ ὀλίγο τὸ ὁποῖο ἔλαβαν νὰ τὸ κρατοῦν μὲ κάθε ἐπιμέλεια, μὲ στερεότητα καὶ ἀσφάλεια... γιὰ νὰ μὴν κλονίζεται ἡ οἰκοδομή, γιὰ νὰ μὴν ταλαντεύεται, γιὰ νὰ εἶναι στερεωμένοι οἱ λίθοι».

Κλείνοντας ἂς ἀκούσουμε ἐπιγραμματικὰ τὰ παρακάτω λόγια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ ἑρμηνευτοῦ του Χρυσοστόμου γὰ νὰ ἀναθεωρήσουμε, ἔστω καὶ τώρα, τὴν χλιαρὴ στάση μας:

«Βλέπετε», λέγει, «ὅτι ὅλες οἱ ἐνέργειες τῶν Χριστιανῶν ἔχουν γεμίσει ἀπὸ κενοδοξία; Καὶ ὅτι ὑπάρχει σὲ αὐτοὺς φιλαρχία καὶ ἀπάτη; Ἀπογύμνωσέ τους ἀπὸ τὸ πλῆθος», λέγει, «καὶ δὲν θὰ εἶναι τίποτε». Χτύπησε καὶ ἐξολόθρευσε τὴ νόσο, ἡ ὁποία διαφθείρει τὸν ὄχλο... ἐὰν κάποιος χωρὶς νὰ παρασυρθεῖ βρίσκεται σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ θέλει νὰ προσχωρήσει στοὺς αἱρετικούς, ἂς τὸ κάνει. Διότι πονῶ βέβαια καὶ θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι καὶ καίγονται τὰ σπλάχνα μου, σὰν νὰ στεροῦμαι δικό μου μέλος, ὅμως δὲν πονῶ τόσο, ὅσο φοβοῦμαι μήπως ἀναγκασθῶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ κάνω τίποτε ποὺ δὲν πρέπει... Δὲν εἴμαστε κυρίαρχοι τῆς πίστεώς μας, ἀγαπητοί, οὔτε παραγγέλνουμε αὐτὰ κατὰ τρόπο δεσποτικὸ· ἔχουμε ὁριστεῖ γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ λόγου καὶ ὄχι γιὰ ἐξουσία οὔτε γιὰ δεσποτισμό·... Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο τὰ λέμε αὐτὰ καὶ τὰ διδάσκουμε, γιὰ νὰ μὴν εἶναι δυνατὸ σὲ κανένα ἀπὸ ἐσᾶς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως νὰ πεῖ: «Κανεὶς δὲ μᾶς εἶπε τίποτε, κανεὶς δὲ μᾶς συμβούλευσε, δὲν τὰ γνωρίζαμε, νομίζαμε ὅτι εἶναι μηδαμινὸ τὸ ἁμάρτημα».

Εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαρο, πόσο αἱρετικοὶ εἶναι οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ πόσο ἐπικίνδυνες καὶ ἀντίθετες μὲ τὸν λόγο τῶν Ἁγίων οἱ διδαχές τους. Ὅπως εἶναι ξεκάθαρο, ὅτι, ὅποιος τοὺς ἐπιτρέπει νὰ πράττουν τὸ ἀνίερο ἔργο τους εἶναι τρομερὰ ὑπεύθυνος καὶ θὰ δώσει λόγο στὸν Θεό. Τότε δὲν θὰ μπορέσει νὰ πεῖ «Κανεὶς δὲ μᾶς εἶπε τίποτε, κανεὶς δὲ μᾶς συμβούλευσε, δὲν τὰ γνωρίζαμε, νομίζαμε ὅτι εἶναι μηδαμινὸ τὸ ἁμάρτημα».

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου