«Ἐν ἐκείνω τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρώδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ (:ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἄκουσε ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας, ὁ τετράρχης τῆς Γαλιλαίας καὶ τῆς Περαίας, τὴ φήμη τοῦ Ἰησοῦ)» [Ματθ. 14,1]· διότι ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης, ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε φονεύσει τὰ νήπια της Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της, εἶχε πεθάνει.
Ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν σημειώνει ἁπλῶς καὶ χωρὶς αἰτία τὸν καιρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ πληροφορηθεῖς τὴν ἀλαζονεία καὶ τὴν ἀδιαφορία τοῦ τυράννου· διότι δὲν πληροφορήθηκε ἀπὸ νωρὶς τὰ σχετικὰ μὲ Αὐτόν, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ πολὺ χρόνο. Τέτοιοι δηλαδὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν καὶ περιβάλλονται ἀπὸ πολὺ μεγάλη ὑλικὴ δύναμη. Τὰ πληροφοροῦνται αὐτὰ πολὺ ἀργά, ἐπειδὴ δὲν ἀσχολοῦνται καὶ πολὺ μὲ αὐτά. Ἐσὺ ὅμως, σὲ παρακαλῶ, πρόσεξε πόσο σπουδαῖο πράγμα εἶναι ἡ ἀρετή· διότι μολονότι εἶχε πλέον πεθάνει ὁ ἐνάρετος Ἰωάννης, τὸν φοβᾶται, καὶ ἀπὸ τὸν φόβο φιλοσοφεῖ καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση· διότι λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς παρακάτω: «καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· οὗτος ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἳ δυνάμεις ἐνεργούσιν ἐν αὐτῶ(:καὶ εἶπε στοὺς αὐλικούς του: “Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής? αὐτὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς μὲ νέα ἀποστολὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ὑπερφυσικὲς δυνάμεις...
ἐνεργοῦν μέσα ἀπ’ αὐτόν”)» [Μάτθ. 14,2].
ἐνεργοῦν μέσα ἀπ’ αὐτόν”)» [Μάτθ. 14,2].
Εἶδες τὴν ἔκταση ποῦ ἔλαβε ὁ φόβος; Διότι οὔτε καὶ τότε τόλμησε νὰ πεῖ κάτι στὸν ἔξω κόσμο, ἀλλὰ καὶ τότε τὸ λέγει μόνο στοὺς αὐλικούς του. Καὶ αὐτὴ ὅμως ἡ σκέψη τοῦ εἶναι στρατιωτικὴ καὶ παράλογη. Καθόσον καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀναστήθηκαν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ κανεὶς δὲν ἔκανε κανένα παρόμοιο θαυματουργικὸ σημεῖο. Ἐγὼ νομίζω ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ περιέχουν καὶ φιλοτιμία καὶ φόβο· διότι παρόμοιο πράγμα παθαίνουν οἱ παράλογοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δέχονται πολλὲς φορὲς μέσα τοὺς ἀντίθετα πάθη.
Ὁ Λουκᾶς ὅμως λέγει ὅτι τὸ πλῆθος ἔλεγε γιὰ τὸν Ἰησοῦ: «Ἤκουσε δὲ Ἡρώδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα ὓπ αὐτοῦ πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπὸ τινῶν ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν, ὑπὸ τινῶν δὲ ὅτι Ἠλίας ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τὶς τῶν ἀρχαίων ἀνέστη(:ὅταν ἄκουσε ὅμως ὁ τετράρχης Ἡρώδης ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀπορία· διότι μερικοὶ ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀναστήθηκε ἀπ’ τοὺς νεκροὺς καὶ ὅτι αὐτὸς ἔκανε τὰ θαύματα. Μερικοὶ ἄλλοι πάλι ταύτιζαν τὸν Ἰησοῦ μὲ κάποιον ἀπ’ τοὺς ἄλλους προφῆτες καὶ ἔλεγαν ὅτι ἐμφανίστηκε πάλι ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε πεθάνει ἀλλὰ εἶχε ἀναληφθεῖ. Κι ἄλλοι πάλι ἔλεγαν ὅτι ἀναστήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους προφῆτες)» [Λουκᾶ 9,7-8]. Ὁ Ἡρώδης ὅμως σὰν νὰ ἔλεγε κάτι πιὸ σοφὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἶπε αὐτό. Καταρχὴν λοιπὸν αὐτὸς κατὰ πολὺ φυσικὸ λόγο, ὅταν οἱ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Ἰωάννης(διότι πολλοὶ τὸ ἰσχυρίζονταν καὶ αὐτό), τὸ ἀρνιόταν καὶ ἔλεγε μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία ὅτι «ἐγὼ τὸν φόνευσα τὸν Ἰωάννη» [βλ. Μάρκ.6,16: «ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρώδης εἶπεν ὅτι ὂν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτος ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν(:ὅταν λοιπὸν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν ὅλοι αὐτοὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ, εἶπε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ποὺ ἐγὼ τὸν ἀποκεφάλισα. Αὐτὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς)» καὶ Λουκᾶ 9,9: «Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τὶς δὲ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω τοιαῦτα; (:ἐγὼ τὸν Ἰωάννη τὸν ἀποκεφάλισα καὶ ἀπαλλάχθηκα ὁριστικὰ ἀπ’ αὐτόν. Ποιὸς ὅμως νὰ εἶναι αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἐγὼ ἀκούω ὅτι ἐνεργεῖ τέτοια παράδοξα ἔργα; Καὶ ζητοῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ)»]. Ὅταν ὅμως ἡ φήμη αὐτὴ ἔπαψε, τότε πλέον καὶ αὐτὸς στὸ ἑξῆς λέγει τὰ ἴδια μὲ τὸν πολὺ κόσμο. Ἀκολούθως ὁ εὐαγγελιστὴς μᾶς διηγεῖται καὶ τὴν ἱστορία.
Καὶ γιατί λοιπὸν δὲν τὴν ἀνέφερε προηγουμένως; Ἐπειδὴ ὅλη ἡ συγγραφικὴ δράση τῶν εὐαγγελιστῶν ἀπέβλεπε στὸ νὰ ἐκθέσει τὴν ἱστορία τοῦ Χριστοῦ· καὶ δὲν ἔκαναν τίποτε ἄλλο ποὺ ἦταν ἄσχετο μὲ αὐτό, ἐκτὸς βέβαια ἐὰν καὶ αὐτὸ ἐπρόκειτο νὰ συμβάλλει στὸν σκοπὸ τοὺς αὐτό. Συνεπῶς οὔτε τώρα θὰ μνημόνευαν τὴν ἱστορία τοῦ Ἰωάννη, ἐὰν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἔλεγε ὁ Ἡρώδης ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Ἰωάννης. Ὁ Μάρκος πάλι λέγει ὅτι ὁ Ἡρώδης τιμοῦσε πάρα πολὺ τὸν ἄνδρα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐλεγχόταν ἀπὸ αὐτὸν [Μάρκ. 6,20: «ὁ γὰρ Ἡρώδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδῶς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἠδέως αὐτοῦ ἤκουε (:καὶ δὲν μποροῦσε ἡ Ἡρωδιάδα νὰ σκοτώσει τὸν Ἰωάννη, διότι ὁ Ἡρώδης τὸν φοβόταν ἐπειδὴ τὸν σεβόταν ὁ λαός, ἀλλὰ καὶ ἐπιπλέον ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος καὶ ἅγιος. Καὶ γι’ αὐτὸ τὸν κρατοῦσε στὴ ζωή. Καὶ ὅταν κάποτε τὸν ἄκουσε στὴ φυλακή, ἔκανε πολλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τὸν συμβούλευσε ὁ Ἰωάννης. Καὶ κάθε φορᾶ ποὺ τὸν συναντοῦσε, τὸν ἄκουγε μὲ εὐχαρίστηση)»]. Τόσο μεγάλο πράγμα εἶναι ἡ ἀρετή.
Στὴ συνέχεια, προχωρώντας στὴ διήγηση ὁ Ματθαῖος λέγει τὰ ἑξῆς: «ὁ γὰρ Ἡρώδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακὴ διὰ Ἡρωδιάδα τὴν γυναίκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. ἔλεγε γὰρ αὐτῶ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστι σοὶ ἔχειν αὐτήν. καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον (:καὶ τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Ἡρώδης γιὰ τὸν Ἰωάννη, ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διότι ὁ Ἡρώδης τὸν εἶχε θανατώσει. Ἀφοῦ δηλαδὴ συνέλαβε τὸν Ἰωάννη, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔβαλε στὴ φυλακὴ ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας, ἡ ὁποία ἦταν σύζυγος τοῦ Φιλίππου, τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ συζοῦσε τώρα μὲ τὸν Ἡρώδη· διότι τοῦ ἔλεγε ὁ Ἰωάννης: “Δὲν σοὺ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν ἔχεις σύζυγο”. Καὶ ἐνῶ ἀρχικά, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν Ἡρωδιάδα, ἤθελε νὰ τὸν σκοτώσει, φοβήθηκε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, διότι τὸν θεωροῦσαν καὶ τὸν σέβονταν ὡς προφήτη)» [Μάτθ. 14,3-5].
Καὶ γιατί δὲν λέγει τίποτε στὴν Ἡρωδιάδα, ἀλλὰ ἀπευθύνεται στὸν ἄνδρα; Ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν πιὸ κατάλληλος. Καὶ πρόσεξε πόσο προσεκτικὰ ἐκθέτει τὴν κατηγορία, ὥστε νὰ διηγεῖται ἱστορία μᾶλλον, παρὰ νὰ περιγράφει κατηγορία. Λέγει: «Γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρώδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἐν τῷ μέσω καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρώδη (:τὴν ἡμέρα ὅμως ποὺ ὁ Ἡρώδης γιόρταζε τὰ γενέθλιά του, ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας χόρεψε στὸ μέσο αὐτῶν ποὺ ἦταν καλεσμένοι στὸ τραπέζι· καὶ ὁ χορὸς τῆς ἄρεσε στὸν Ἡρώδη)» [Μάτθ. 14,6]. Ὢ διαβολικὸ συμπόσιο· ὢ θέατρο σατανικό· ὢ παράνομος χορὸς καὶ ἀκόμη πιὸ παράνομη ἡ ἀμοιβὴ τοῦ χοροῦ· διότι ἐπιχειρεῖτο ὁ πιὸ βδελυρὸς φόνος ἂπ΄ὅλους τους φόνους, καὶ αὐτὸς ποὺ ἦταν ἄξιος νὰ στεφανωθεῖ καὶ νὰ ἀνακηρυχθεῖ ἡ ἀρετὴ τοῦ κατασφαζόταν παρουσία ὅλων, ἐνῶ τὸ τρόπαιο τῶν δαιμόνων ἦταν τοποθετημένο ἐπάνω στὴν τράπεζα.
Ἄξιος ἐπίσης ἦταν καὶ ὁ τρόπος τῆς νίκης αὐτῶν ποὺ συνέβησαν· διότι λέγει: «ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἐν τῷ μέσω καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρώδη· ὅθεν μὲθ ὅρκου ὠμολόγησεν αὐτὴ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δὸς μοί, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ (:ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας χόρεψε στὸ μέσο αὐτῶν ποὺ ἦταν καλεσμένοι στὸ τραπέζι· καὶ ὁ χορὸς τῆς ἄρεσε στὸν Ἡρώδη. Γι’ αὐτὸ τῆς ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκο νὰ τῆς δώσει ὁτιδήποτε θὰ ζητοῦσε. Αὐτὴ ὅμως, καθοδηγημένη ἀπὸ τὴ μητέρα της, εἶπε: “Δῶσε μου ἐδῶ πάνω στὸ πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστὴ”)» [Μάτθ. 14,6-8].
Τὸ ἔγκλημα εἶναι διπλό· καὶ ἐπειδὴ χόρεψε καὶ ἐπειδὴ ἄρεσε καὶ μάλιστα ἄρεσε τόσο πολὺ ὥστε νὰ λάβει ὡς μισθὸ ἕναν φόνο. Εἶδες πόσο ὠμὸς ἦταν; Πόσο ἀναίσθητος; Πόσο ἀνόητος; Καθόσον τὸν μὲν ἑαυτὸ τοῦ τὸν καθιστὰ ὑπεύθυνο νὰ κρατήσει τὸν ὅρκο του, ἐνῶ σὲ ἐκείνη παρέχει τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσει ὅ,τι θέλει. Ἐπειδὴ ὅμως εἶδε ὅτι διαπράχθηκε τὸ κακό, λυπήθηκε, λέγει· μολονότι βέβαια ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸν φυλάκισε. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως λυπᾶται; Τέτοια εἶναι ἡ ἀρετή· θαυμάζεται καὶ ἐπαινεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἀκόμη. Ἀλλὰ ὢ τὴν μανιακὴ Ἡρωδιάδα! Ἐνῶ ἔπρεπε καὶ αὐτὴ νὰ τὸν θαυμάζει τὸν Ἰωάννη, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ τὸν προσκυνεῖ, ἐπειδὴ τὴν ὑπερασπιζόταν ποὺ τὴν ἀτίμαζε ὁ Ἡρώδης, αὐτὴ ὅμως ἀντιθέτως βοηθεῖ στὸ δράμα καὶ τοποθετεῖ παγίδα καὶ ζητεῖ χάρη σατανική.
«Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι(:καὶ ὁ βασιλιὰς λυπήθηκε? γιὰ τοὺς ὅρκους ὅμως καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ κάθονταν μαζὶ ἐκεῖ στὸ τραπέζι, στοὺς ὁποίους ἦταν ἐκτεθειμένος, δὲν ἤθελε νὰ δείξει ὅτι ἀθετοῦσε τὸν λόγο του καὶ τὸν ὅρκο του. Γι’ αὐτὸ ἔδωσε διαταγὴ νὰ τῆς δοθεῖ τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννη)» [Μάτθ. 14,9]. Καὶ πῶς δὲν φοβήθηκες τὸ φοβερότερο, Ἡρώδη; Διότι ἐὰν φοβήθηκες ἐπειδὴ θὰ εἶχες μάρτυρες τῆς ἐπιορκίας σου, ἔπρεπε πολὺ περισσότερο νὰ φοβηθεῖς ποὺ θὰ εἶχες τόσους μάρτυρες γιὰ μία τόσο παράνομη σφαγή.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχω τὴν ἐντύπωση, ὅτι πολλοὶ δὲν γνωρίζουν τὴν ὑπόθεση τοῦ ἐγκλήματος, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας διαπράχθηκε ὁ φόνος, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρέπει νὰ τὴν ἀναφέρουμε καὶ αὐτὴν γιὰ νὰ κατανοήσετε τὴ σύνεση τοῦ νομοθέτη. Ποιὸς λοιπὸν ἦταν ὁ παλαιὸς νόμος, τὸν ὁποῖο ὁ μὲν Ἡρώδης τὸν καταπάτησε, ὁ δὲ Ἰωάννης τὸν ὑπερασπίστηκε; Ὁ νόμος αὐτὸς ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε ἡ γυναίκα αὐτοῦ ποὺ πέθαινε χωρὶς παιδιὰ νὰ δοθεῖ στὸν ἀδελφό του [Δεύτ. 25,5-6: «Ἐὰν δὲ κατοικῶσιν ἀδελφοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀποθάνη εἷς ἐξ αὐτῶν, σπέρμα δὲ μὴ ἢ αὐτῶ, οὐκ ἔσται ἡ γυνὴ τοῦ τεθνηκότος ἔξω ἀνδρὶ μὴ ἐγγίζοντι· ὁ ἀδελφός του ἀνδρὸς αὐτῆς εἰσελεύσεται πρὸς αὐτὴν καὶ λήψεται αὐτὴν ἐαυτῶ γυναίκα καὶ συνοικήσει αὐτή. καὶ ἔσται τὸ παιδίον, ὃ ἐὰν τέκη, κατασταθήσεται ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ τετελευτηκότος, καὶ οὐκ ἑξαλειφθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξ Ἰσραήλ (:ἐὰν δύο ἀδελφοὶ κατοικοῦν μαζὶ καὶ συμβεῖ νὰ πεθάνει ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, χωρὶς νὰ ἀφήσει παιδί, ἡ χήρα του ἀποθανόντος δὲν θὰ παντρευτεῖ ἄλλον ἄνδρα ἔξω ἀπὸ τὴν συγγένεια τοῦ ἀνδρός της, ἀλλὰ ὁ ἀδελφός του ἄντρα της θὰ εἰσέλθει πρὸς αὐτήν, θὰ τὴν λάβει σύζυγο καὶ θὰ συγκατοικήσει μαζί της. Τὸ δὲ πρῶτο παιδί, τὸ ὁποῖο αὐτὴ θὰ γεννήσει, θὰ λάβει τὴν θέση καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀποθανόντος καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἐξαλειφθεῖ ἐκ μέσου τῶν Ἰσραηλιτῶν τὸ ὄνομα τοῦ ἀποθανόντος)»].
Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ θάνατος ἦταν κακὸ ἀπαρηγόρητο καὶ ἐπιδεικνυόταν πολὺ μεγάλη φροντίδα γιὰ τὴ ζωή, θέσπισε ὁ νομοθέτης νόμο ὁ ἐν ζωὴ ἀδελφὸς νὰ τὴν παίρνει ὡς γυναίκα τοῦ τὴ σύζυγο τοῦ ἀποθανόντος καὶ νὰ δίνει ὄνομα στὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννιόταν τὸ ὄνομα τοῦ ἀποθανόντος, ὥστε νὰ μὴ διαλυθεῖ ἡ οἰκία ἐκείνου· διότι ἐὰν ὁ ἀποθανῶν δὲν ἄφηνε παιδιά, πράγμα ποὺ εἶναι ἡ μέγιστη παρηγορία γιὰ τὸν θάνατο, θὰ καθίστατο τὸ πένθος ἀθεράπευτο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λοιπὸν ὁ νομοθέτης ἐπινόησε αὐτὴν τὴν παρηγορία γιὰ ἐκείνους ποὺ ἡ φύση τοὺς στέρησε τὰ παιδιά, καὶ ἔδωσε ἐντολὴ τὸ νεογέννητο νὰ θεωρεῖται τέκνο τοῦ ἀποθανόντος. Ἐφόσον ὅμως ὑπῆρχε παιδὶ δὲν ἐπιτρεπόταν αὐτὸς ὁ γάμος. «Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο;» θὰ ρωτοῦσε κάποιος· διότι ἐὰν μὲ ἄλλον ἐπιτρεπόταν νὰ συνάψει γάμο, πολὺ περισσότερο μὲ τὸν ἀδελφό του. Κάθε ἄλλο· διότι ὁ νομοθέτης ἐπιθυμεῖ νὰ συνεχιστεῖ ἡ συγγένεια καὶ νὰ ὑπάρχουν πολλὲς ἀφορμὲς στὶς μεταξύ τους σχέσεις.
Γιατί λοιπὸν καὶ ὅταν κανεὶς πέθαινε χωρὶς παιδί, δὲν ἔπαιρνε ἄλλος τὴ χήρα ὡς γυναίκα του; Ἐπειδὴ ἔτσι δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ θεωρηθεῖ τὸ παιδὶ ὅτι ἦταν τοῦ ἀποθανόντος. Ἐνῶ τώρα ποὺ τὸ ἔσπερνε ὁ ἀδελφός, γινόταν πειστικὸ τὸ σόφισμα. Ἐξάλλου δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος κανεὶς ἄλλος νὰ ἀναστήσει τὴν οἰκογένεια τοῦ ἀποθανόντος· ἐνῶ αὐτὸς ἀποκτοῦσε τὸ δικαίωμα αὐτὸ λόγω τῆς συγγένειάς του μὲ αὐτόν. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Ἡρώδης ἔλαβε ὡς γυναίκα τοῦ τὴ γυναίκα τοῦ ἀποθανόντος ἀδελφοῦ του, μολονότι αὐτὴ εἶχε παιδί, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ Ἰωάννης τὸν κατηγορεῖ, ἡ κατηγορία τοῦ ὅμως γίνεται κατὰ πολὺ ἤπιο τρόπο, δείχνοντας μαζὶ μὲ τὴν αὐστηρότητά του καὶ τὴν ἐπιείκειά του.
Ἐσύ, ὅμως, σὲ παρακαλῶ, πρόσεξε ὅτι ἦταν ἡ ὅλη σκηνοθεσία σατανική· διότι κατὰ πρῶτον τὴ σύστασή της τὴν ὀφείλει στὴ μέθη καὶ τὴν ἀπόλαυση, ἀπὸ ὅπου δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ προέλθει κανένα καλό. Δεύτερο, οἱ θεατὲς ἤσαν διεφθαρμένοι καὶ αὐτὸς ποὺ τοὺς προσκάλεσε πρὸς συνεστίαση ἦταν ὁ πιὸ παράνομος ἀπὸ ὅλους. Τρίτον ἡ παράλογη εὐχαρίστηση. Τέταρτο, ἡ κοπέλα γιὰ τὴν ὁποία ἦταν παράνομος ὁ γάμος καὶ ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ κρύβεται ἐπειδὴ διασυρόταν ἡ τιμὴ τῆς μητέρας τῆς εἰσέρχεται μὲ πολλὴ ἀδιαντροπιὰ στὸ χῶρο τῆς διασκεδάσεως καὶ ξεπερνᾶ, μολονότι ἦταν παρθένα, ὅλες τὶς πόρνες. Καὶ ὁ καιρὸς ἐπίσης συντελεῖ τὰ μέγιστα πρὸς κατηγορία αὐτῆς τῆς παρανομίας· διότι κατὰ τὸν χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἡρώδης ἔπρεπε νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὸν ἔφερε στὸ φῶς, τότε ἐπιχειρεῖ ἐκεῖνα τὰ παράνομα. Τότε ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὴ φυλακή, τότε προσθέτει στὰ δεσμὰ καὶ τὴ σφαγή.
Καὶ γιατί θαυμάζεις, ἂν τότε συνέβαιναν αὐτά, κατὰ τὴ στιγμὴ ποὺ καὶ τώρα ἀκόμη, μετὰ ἀπὸ τόσο ἀνώτερη διδασκαλία, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀποχαυνωμένους νέους καὶ τὶς ψυχὲς τοὺς προσφέρουν χάριν τοῦ χοροῦ, μὴν ἔχοντας οὔτε καν ἀνάγκη ἀπὸ ὅρκο; Διότι ἔχοντας καταστεῖ αἰχμάλωτοί της ἡδονῆς, ὁδηγοῦνται ὅπου ἤθελε νὰ τοὺς σύρει ὁ λύκος. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ ἔπαθε ἐκεῖνος ὁ παράφρονας ὁ Ἡρώδης, ὁ ὁποῖος ἐπέδειξε παραφροσύνη γιὰ δύο περιπτώσεις ἀπὸ τὶς πλέον χειρότερες· καὶ μὲ τὸ ὅτι ἔδωσε ἐξουσία σὲ ἐκείνη ποὺ εἶχε κυριευτεῖ ἀπὸ τόση τρέλα καὶ μέθη ἐξαιτίας τοῦ πάθους της νὰ θανατωθεῖ ὁ Ἰωάννης καὶ δὲν ἔκανε καμία ὑποχώρηση, καὶ μὲ τὸ νὰ κατοχυρώσει τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε ἐξαναγκασμένος ἀπὸ τὸν ὅρκο του. Ἂν ὅμως ἐκεῖνος πράγματι ὑπῆρξε τόσο παράνομος, πιὸ παράνομη ἀπὸ ὅλους ὑπῆρξε ἡ ἄθλια ἐκείνη γυναίκα, ἡ Ἡρωδιάδα, καὶ ἀπὸ τὴν κόρη καὶ ἀπὸ τὸν τύραννο· καθόσον αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχιτεκτόνας ὅλων τῶν κακῶν καὶ αὐτὴ ἐξύφανε ὁλόκληρο τὸ δράμα, ἡ ὁποία μάλιστα ἔπρεπε νὰ χρωστᾶ χάρη στὸν προφήτη· διότι πράγματι ἡ θυγατέρα της ἀπὸ αὐτὴν πείστηκε καὶ διέπραξε αὐτὲς τὶς ἀσχημίες καὶ χόρεψε καὶ ζήτησε τὸν φόνο, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡρώδης ἀπὸ αὐτὴν σαγηνεύτηκε.
Βλέπεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε δίκιο ὅταν ἔλεγε: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος(:ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα τοῦ περισσότερο ἀπὸ Ἐμένα, καὶ μὲ ἀρνεῖται γιὰ νὰ μὴ χωριστεῖ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, δὲν ἀξίζει γιὰ μένα. καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν γιό του ἢ τὴν κόρη τοῦ περισσότερο ἀπὸ Ἐμένα, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται μαθητής μου)» [Μάτθ.10,37]; Διότι ἂν αὐτὴ τηροῦσε αὐτὸν τὸν νόμο δὲν θὰ παρέβαινε τόσους ἄλλους νόμους, δὲν θὰ διέπραττε αὐτὸν τὸν μιαρὸ φόνο· διότι πράγματι, τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει χειρότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴ θηριωδία; Φόνο ποὺ τὸν ζητεῖ στὴ θέση τῆς χάριτος, φόνο παράνομο, φόνο σὲ ὥρα δείπνου, φόνο ποὺ διαπράττεται δημόσια καὶ κατὰ τρόπο ἀναίσχυντο· διότι δὲν πῆγε στὸν Ἡρώδη γιὰ νὰ συζητήσει γιὰ αὐτὰ μαζί του ἰδιαιτέρως, ἀλλὰ ἐνώπιον ὅλων, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὸ προσωπεῖο καὶ ἔμεινε μὲ γυμνὴ τὴν κεφαλή, λαμβάνοντας ὡς συνήγορο τὸν διάβολο, λέγει κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο αὐτὰ ποὺ λέγει.
Καθόσον ὁ διάβολος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καὶ αὐτὴν ἔκανε νὰ ἐπιτύχει στὸν χορὸ καὶ τὸν Ἡρώδη νὰ τὸν αἰχμαλωτίσει τότε· διότι ὅπου ὑπάρχει χορός, ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ διάβολος. Οὔτε βέβαια ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὰ πόδια γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ βαδίζουμε ὅπως καὶ ὅπου πρέπει· ὄχι γιὰ νὰ διαπράττουμε ἀσχημίες, ὄχι γιὰ νὰ πηδοῦμε σὰν τὶς καμῆλες(καθόσον καὶ ἐκεῖνες ὅταν χορεύουν προκαλοῦν ἀηδία, χωρὶς βέβαια νὰ εἶναι γυναῖκες), ἀλλὰ γιὰ νὰ χορεύουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἐὰν λοιπὸν τὸ σῶμα εἶναι αἰσχρὸ ὅταν διαπράττει παρόμοιες ἀσχημίες, πολὺ περισσότερο εἶναι ἡ ψυχή. Τέτοιους χοροὺς κάνουν οἱ δαίμονες, παρόμοιες ἀσχημοσύνες διαπράττουν οἱ ὑπηρέτες τῶν δαιμόνων.
Πρόσεξε ἐπίσης καὶ τὴν αἴτησή της: «Δὸς μοὶ ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ(:δῶσε μου ἐδῶ πάνω στὸ πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ)»[Μάτθ.14,8]. Εἶδες τὴν ἀδιάντροπη ποῦ δὲν κοκκινίζει ἀπὸ ντροπή, ποῦ δόθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὸν διάβολο; Καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἰωάννη ἐνθυμεῖται, ἀλλὰ καὶ οὔτε ἔτσι ντρέπεται, ἀλλὰ σὰν νὰ μιλάει γιὰ κάποιο φαγητό, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ζητεῖ νὰ τῆς φέρουν ἐπάνω σὲ πιάτο τὴν ἱερὰ ἐκείνη καὶ μακαρία κεφαλή. Καὶ δὲν ἐξηγεῖ τὴν αἰτία τῆς ἐπιθυμίας, οὔτε βέβαια εἶχε καὶ τίποτε νὰ πεῖ· ἀλλὰ ἁπλῶς καὶ μόνο ἐπιθυμεῖ νὰ τιμηθεῖ μὲ τὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων.
Καὶ δὲν εἶπε: «Φέρε τὸν αὐτὸν ἐδῶ καὶ κατάσφαξε τὸν»· διότι δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἀντικρύσει τὴν παρρησία του, οὔτε καὶ ὅταν ἀκόμη ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Καθόσον φοβόταν ὅτι θὰ ἄκουγε τὴ φωνή του καὶ τὴ στιγμὴ ἀκόμη ἐκείνη ποὺ θὰ κατασφαζόταν· διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σιωπήσει ὁ Ἰωάννης οὔτε καὶ ὅταν ἀκόμη ἐπρόκειτο νὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Δῶσε μου τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐδῶ πάνω στὸ πιάτο»· «διότι ἐπιθυμῶ νὰ δῶ ἐκείνη τὴ γλώσσα νὰ σιωπᾶ». Καὶ δὲν ἐνδιαφερόταν βέβαια ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τοὺς ἐλέγχους, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν ποδοπατήσει καὶ νὰ περιπαίξει νεκρό. Ὁ Θεὸς ὅμως ἐπεδείκνυε μακροθυμία καὶ δὲν ἔριξε κεραυνὸ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ οὔτε κατάκαψε τὸ ἀναίσχυντο πρόσωπό της, ἀλλὰ καὶ οὔτε πρόσταξε τὴ γῆ νὰ ἀνοίξει καὶ νὰ καταπιεῖ ἐκεῖνο τὸ ἁμαρτωλὸ συμπόσιο· καὶ ἔτσι καὶ τὸν δίκαιο στεφανώνει μὲ τὸν μεγαλύτερο στέφανο καὶ παράλληλα ἄφησε μεγάλη παρηγορία γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ μελλοντικὰ θὰ πάσχουν κάτι ἄδικα.
Ἂς τὰ ἀκούσουμε λοιπὸν ὅλοι ὅσοι ζοῦμε ἐνάρετα καὶ ὑφιστάμεθα κακὰ ἀπὸ πονηροὺς ἀνθρώπους. Καθόσον καὶ τότε ὁ Θεὸς ἔδειχνε μακροθυμία γι’ αὐτὸν ποὺ ζοῦσε στὴν ἔρημο, ποὺ φοροῦσε ζώνη δερμάτινη, ποὺ φοροῦσε τὸ τρίχινο ἔνδυμα, ποὺ ἦταν προφήτης, ποὺ ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους τους προφῆτες, ποὺ μεγαλύτερός του δὲν ὑπῆρξε κανεὶς μεταξὺ αὐτῶν ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ γυναῖκες, καὶ νὰ κατασφαγεῖ καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀκόλαστη κόρη καὶ διεφθαρμένη πόρνη, καὶ ὅλα αὐτὰ κατὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπεραμυνόταν τοὺς θείους νόμους.
Ἀναλογιζόμενοι λοιπὸν ὅλα αὐτά, ἂς ὑποφέρουμε μὲ γενναιότητα ὅλα ὅσα ὑποφέρουμε. Καθόσον καὶ τότε ἡ μιαιφόνος αὐτὴ καὶ παράνομη Ἡρωδιάδα, ὅσο περισσότερο ἐπιθύμησε νὰ ἀμυνθεῖ ἔναντι αὐτοῦ ποὺ τὴν εἶχε λυπήσει, τόσο περισσότερο ὑπερίσχυσε καὶ ἱκανοποίησε ὅλο τὸν θυμό της, καὶ παρὰ ταῦτα ὅμως ὁ Θεὸς ἔδειχνε μακροθυμία. Μολονότι βέβαια ὁ Ἰωάννης πρὸς αὐτὴν δὲν εἶπε τίποτε, οὔτε τὴν κατηγόρησε, ἀλλὰ κατηγοροῦσε μόνον τὸν ἄντρα της. Ἡ συνείδησή της ὅμως τῆς ἔγινε πικρὴ κατήγορος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁδηγήθηκε μὲ μεγάλο παραλογισμὸ σὲ μεγαλύτερα κακά, ὑποφέροντας καὶ καταδαγκωμένη ἀπὸ τὴ μανία της καὶ καταντροπίαζε ὅλους μαζί, τὸν ἑαυτό της, τὴ θυγατέρα της, τὸν ἀποθανόντα ἄνδρα της, τὸν μοιχὸ ποὺ ἦταν ἐν ζωή, καὶ κατέβαλε προσπάθεια νὰ ξεπεράσει τοὺς προηγούμενους.
Ἀκοῦστε ὅσοι ἐπιδεικνύετε ἀδυναμία πρὸς τὶς γυναῖκες μεγαλύτερη ἀπὸ ὅσο πρέπει. Ἀκοῦστε ὅσοι βιάζεστε νὰ ὁρκιστεῖτε γιὰ μὴ φανερὰ πράγματα καὶ κάνετε ἄλλους κυρίους τῆς ἀπωλείας σας καὶ σκάπτετε βάραθρο γιὰ τὸν ἑαυτό σας· διότι καὶ ὁ Ἡρώδης κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο χάθηκε. Καθόσον δηλαδὴ περίμενε ὅτι αὐτὴ θὰ ζητοῦσε κάτι ποὺ εἶχε σχέση μὲ τὸ δεῖπνο καὶ ἐπειδὴ ἦταν κόρη καὶ βρισκόταν σὲ ἑορτὴ καὶ συμπόσιο καὶ πανήγυρη θὰ ζητοῦσε κάποια χάρη χαρούμενη καὶ εὐχάριστη, καὶ ὄχι ὅτι θὰ ζητοῦσε τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννη· καὶ ὅμως ἐξαπατήθηκε. Παρὰ ταῦτα ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ τὸν δικαιολογήσει· διότι ἐὰν ἐκείνη εἶχε ἀποκτήσει ψυχὴ θηριομάχων ἀνδρῶν, ὅμως αὐτὸς δὲν ἔπρεπε νὰ παραλογιστεῖ, οὔτε νὰ γίνει ἔτσι ἐκτελεστῆς παρομοίων τυραννικῶν διαταγῶν.
Καὶ πρῶτα-πρῶτα, ποιὸς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ φρίξει βλέποντας τὴν ἱερὴ ἐκείνη κεφαλή, ποῦ ἔσταζε ἀπὸ αἷμα, νὰ εἶναι τοποθετημένη στὸ δεῖπνο; Δὲν συνέβη ὅμως κάτι παρόμοιο μὲ τὸν παράνομο Ἡρώδη, οὔτε μὲ τὴν πιὸ ἁμαρτωλὴ ἀπὸ αὐτόν, γυναίκα· διότι τέτοιες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ ἀσκοῦν τὴν πορνεία· εἶναι οἱ πιὸ ἀναίσχυντες καὶ σκληρὲς ἀπὸ ὅλους· διότι ἐὰν ἐμεῖς φρίττουμε ἀκούγοντας αὐτά, τί ἔπρεπε, κατὰ φυσικὴ ἀναλογία, νὰ νιώσει ἐκεῖνος τότε ποῦ τὰ ἔβλεπε αὐτά; Τί ἔπρεπε νὰ νιώσουν οἱ συνδαιτυμόνες ἐκεῖνοι βλέποντας στὸ μέσο τοῦ συμποσίου μία νεοσφαγεῖσα κεφαλὴ ποῦ ἔσταζε αἷμα; Δὲν ἔπαθε ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὸ τὸ θέαμα ἡ αἱμοβόρος ἐκείνη γυναίκα ποὺ ἦταν ἀγριότερη καὶ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες[:μυθολογικὲς θεότητες ποὺ καταδίωκαν τοὺς φονιάδες], ἀλλὰ ἀντίθετα καὶ ὑπερηφανευόταν· μολονότι βέβαια θὰ ἔπρεπε καὶ ἂν ἀπὸ τίποτε ἄλλο, τουλάχιστον ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ μόνο νὰ παραλύσει. Τίποτε ὅμως παρόμοιο δὲν ἔπαθε ἡ μιαιφόνος, ποὺ διψοῦσε γιὰ τὰ προφητικὰ αἵματα.
Διότι τέτοια εἶναι ἡ πορνεία· δὲν καθιστά τους ἀνθρώπους μόνο ἀσελγεῖς, ἀλλὰ καὶ φονιάδες. Βέβαια αὐτὲς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ διαπράξουν καὶ τὴ μοιχεία εἶναι προετοιμασμένες νὰ σφάξουν ἀκόμη καὶ τοὺς ἀδικημένους συζύγους τους· καὶ εἶναι ἕτοιμες ὄχι μόνον ἕνα, οὔτε δύο, ἀλλὰ ἀπείρους φόνους νὰ διαπράξουν. Καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ μάρτυρες αὐτῶν τῶν δραμάτων· πράγμα ποὺ καὶ ἐκείνη τότε τὸ ἔκανε, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ λησμονηθεῖ στὴ συνέχεια τὸ τόλμημά της καὶ νὰ τὸ ἀποκρύψει. Ἀλλὰ ὅμως συνέβη τελείως τὸ ἀντίθετο, καθόσον ὁ Ἰωάννης φώναξε μετὰ ἀπὸ αὐτὰ πολὺ πιὸ ἰσχυρότερα.
Ὅμως ἡ κακία βλέπει μόνο πρὸς τὸ παρόν, ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πυρετό, ὅταν ζητοῦν σὲ χρόνο ἀκατάλληλο κάτι τὸ ψυχρό· καθότι ἂν δὲν ἔσφαζε τὸν κατήγορο, δὲν θὰ ἀποκαλυπτόταν κὰτ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ τόλμημά της. Καὶ πράγματι οἱ μαθητές του δὲν εἶπαν τίποτε σχετικό, ὅταν τὸν ἔβαλε στὴ φυλακή, ὅταν ὅμως τὸν φόνευσε τότε ἀναγκάστηκαν νὰ φανερώσουν καὶ τὴν αἰτία· διότι ἤθελαν νὰ ἀποκρύψουν τὴν μοιχαλίδα καὶ δὲν ἤθελαν νὰ διαπομπεύουν τὶς συμφορὲς τῶν πλησίον τους· ὅταν ὅμως ἐξαναγκάστηκαν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα, τότε ἀποκαλύπτουν ὁλόκληρο τὸ τόλμημα· διότι γιὰ νὰ μὴν ἐκλάβει κανεὶς ὡς πονηρὴ τὴν αἰτία τῆς σφαγῆς[:προφανῶς ὁ ἅγιος ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν ὑποψία προετοιμασίας ἐξέγερσης ἐνάντια στὸν Ἡρώδη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς μαθητές του], ὅπως ἀκριβῶς συνέβη ἐπὶ Θευδὰ καὶ Ἰούδα [Πράξ.5,36-37: «Πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναι τινὰ ἑαυτόν, ὢ προσεκλίθη ἀριθμὸς ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς ἀνηρέθη, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῶ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν. μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ· κακεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῶ διεσκορπίσθησαν(:διότι πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐμφανίστηκε ὁ Θευδᾶς, ὁ ὁποῖος ἰσχυριζόταν ὅτι εἶναι κάποιος σπουδαῖος. Κοντὰ τοῦ προσκολλήθηκαν ὡς ὀπαδοὶ τοῦ ἕνας ἀριθμὸς περίπου τετρακοσίων ἀνδρῶν. Ὁ ἴδιος ὅμως δολοφονήθηκε, καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦσαν διαλύθηκαν καὶ τὸ κίνημά του ἐκμηδενίστηκε. Ὕστερα ἀπ’ αὐτὸν ἐμφανίστηκε ὁ Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος, τὶς μέρες ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἡ ἀπογραφὴ γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ ὁ κεφαλικὸς φόρος. Καὶ παρέσυρε σὲ ἐπανάσταση πολὺ λαό, ὁ ὁποῖος τὸν ἀκολούθησε. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος θανατώθηκε καὶ χάθηκε, καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦσαν διασκορπίσθηκαν μὲ τὴ βία τῶν ὅπλων)»], ἀναγκάζονται νὰ ποῦν καὶ τὴν αἰτία τοῦ φόνου. Ὥστε καὶ ἂν θελήσεις νὰ καλύψεις μία ἁμαρτία μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, τόσο περισσότερο τὴ διαπομπεύεις· διότι ἡ ἁμαρτία δὲν κρύβεται μὲ τὴ διάπραξη ἄλλης ἁμαρτίας, ἀλλὰ μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση.
Πρόσεξε ἐπίσης τὸν εὐαγγελιστή, ὅτι ὅλα τὰ διηγεῖται κατὰ τρόπο μὴ ἐνοχλητικὸ καὶ κάνει ὅσο τοῦ εἶναι δυνατὸν καὶ ἀπολογία· διότι ὑπὲρ τοῦ Ἡρώδη λέγει: «ἐξαιτίας τῶν ὅρκων καὶ τῶν προσκεκλημένων» καὶ ὅτι λυπήθηκε· γιὰ τὴν κόρη δὲ ὅτι «καθοδηγήθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα της» καὶ ὅτι «ἔφερε τὴν κεφαλὴ στὴ μητέρα της», σὰν νὰ ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι ξεπλήρωνε τὸ πρόσταγμα ἐκείνης· διότι ὅλοι οἱ δίκαιοι δὲν λυποῦνται γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὑφίστανται κακά, ἀλλὰ γιὰ αὐτοὺς ποὺ διαπράττουν κακά· διότι οὔτε καὶ ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀδικηθεῖ, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ διέπραξαν αὐτὰ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ἂς μιμούμαστε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς αὐτοὺς καὶ ἂς μὴν ἐπεμβαίνουμε στὶς ἁμαρτίες τῶν πλησίον μας, ἀλλὰ ὅσο μᾶς εἶναι δυνατό, νὰ τὶς καλύπτουμε. Ἂς ἀποκτήσουμε εὐσεβῆ ψυχή· καθόσον καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς μιλώντας γιὰ πόρνη καὶ φόνισσα γυναίκα, μίλησε ὅσο τοῦ ἦταν δυνατὸν ἠπιότερα· διότι δὲν εἶπε «καθοδηγημένη ἀπὸ τὴ μιαίφονο καὶ μυσαρὴ γυναίκα», ἀλλὰ «προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς(:καθοδηγημένη ἀπὸ τὴ μητέρα της)», ὀνομάζοντας τὶς μὲ τὶς πλέον εὔφημες στὴν ἀκοὴ λέξεις. Ἐνῶ ἐσὺ καὶ ὑβρίζεις καὶ κακολογεῖς τὸν συνάνθρωπό σου, καὶ δὲν θὰ σοὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνεχτεῖς ποτὲ καὶ νὰ ἐνθυμηθεῖς κάποιον ἀδελφό σου ποὺ σὲ λύπησε, κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸ ποὺ ὁ εὐαγγελιστὴς ὁμίλησε γιὰ τὴν πόρνη, ἀλλὰ θὰ τὸ ἔκανες αὐτὸ μὲ πολλὴ θηριωδία καὶ χλευασμούς, καὶ θὰ τὸν ἀποκαλοῦσες πονηρό, κακοῦργο, ὕπουλο, ἀνόητο καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα χειρότερα ἀπὸ αὐτά· καθόσον πράγματι γινόμαστε θηρία καὶ μιλοῦμε σὰν νὰ εἶναι κάποιος ἄνθρωπος διαφορετικοῦ φύλου, τὸν κατηγοροῦμε, τὸν κακολογοῦμε καὶ τὸν ὑβρίζουμε. Δὲν εἶναι ὅμως παρόμοια ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἁγίων, ἀλλὰ αὐτοὶ μᾶλλον θρηνοῦν γιὰ ὅσους ἁμαρτάνουν παρὰ τοὺς καταρῶνται.
Αὐτὸ λοιπὸν ἂς πράττουμε καὶ ἐμεῖς καὶ ἂς θρηνοῦμε γιὰ τὴν Ἡρωδιάδα καὶ γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴ μιμοῦνται· καθόσον πολλὰ παρόμοια συμπόσια γίνονται καὶ σήμερα, καὶ ἂν δὲν εἶναι ὁ Ἰωάννης αὐτὸς ποὺ κατασφάζεται, εἶναι ὅμως τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, καὶ μάλιστα κατὰ πολὺ χειρότερο τρόπο· καθόσον αὐτοὶ ποὺ χορεύουν σήμερα δὲν ζητοῦν κεφαλὴ ἐπάνω σὲ πιάτο, ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν συνδαιτυμόνων τους· διότι ὅταν τοὺς μεταβάλλουν σὲ δούλους καὶ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ παράνομους ἔρωτες καὶ ὑπερασπίζονται πόρνες, δὲν ἀποκόπτουν τὴν κεφαλή, ἀλλὰ κατασφάζουν τὴν ψυχή, κάνοντάς τους μοιχοὺς καὶ θηλυπρεπεῖς καὶ πόρνους· διότι βέβαια μὴ μοῦ πεῖς ὅτι πίνοντας καὶ μεθώντας καὶ βλέποντας γυναίκα νὰ χορεύει καὶ νὰ αἰσχρολογεῖ, ὅτι δὲν καταλαμβάνεσαι ἀπὸ κάποια αἰσχρὴ ἐπιθυμία γι’αὐτήν, οὔτε ὅτι δὲν παρασύρεσαι πρὸς τὴν ἀσωτία, νικώμενος ἀπὸ ἡδονή. Καὶ παθαίνεις ἐκεῖνο τὸ φρικτό· μεταβάλλεις τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ σὲ πόρνης μέλη[Ἃ΄Κόρ.6,15]· διότι καὶ ἂν ἀκόμη δὲν εἶναι παροῦσα ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδος, παρευρίσκεται ὅμως ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος τότε χόρεψε διαμέσου ἐκείνης, καὶ χορεύει τώρα μέσω αὐτῶν καὶ ἀναχωρεῖ ἀφοῦ αἰχμαλωτίσει τὶς ψυχὲς τῶν συνδαιτυμόνων.
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ ἀποφύγετε τὴ μέθη, ἀλλὰ ὅμως γίνεστε κοινωνοὶ ἄλλης πολὺ πιὸ φοβερῆς ἁμαρτίας· καθόσον τὰ συμπόσια αὐτὰ εἶναι γεμάτα ἀπὸ πολλὲς ἁρπαγές· διότι, σὲ παρακαλῶ, μὴ βλέπεις μόνο τὰ κρέατα ποὺ βρίσκονται μπροστά σου, οὔτε καὶ τὰ γλυκίσματα, ἀλλὰ ἀναλογίσου ἀπὸ ποῦ ἔχουν συγκεντρωθεῖ, καὶ τότε θὰ διαπιστώσεις ὅτι προέρχονται ἀπὸ αἰσχρὲς πράξεις, ἀπὸ πλεονεξία, βία καὶ ἁρπαγή. Μὰ θὰ πεῖ κάποιος: «Αὐτὰ τὰ συμπόσια δὲν προέρχονται ἀπὸ παρόμοιες ἐνέργειες. Μὴ γένοιτο· διότι οὔτε καὶ ἐγὼ τὸ ἐπιθυμῶ». Πλὴν ὅμως καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι καθαρὰ ἀπὸ αὐτά, οὔτε καὶ ἔτσι εἶναι ἀπαλλαγμένα τὰ πολυτελῆ δεῖπνα ἀπὸ ἐγκλήματα. Ἄκουσε λοιπὸν τὶς κατηγορίες τοῦ προφήτη γιὰ τὰ συμπόσια αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένα ἀπὸ ὅλα αὐτά: «οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον καὶ τὰ πρῶτα μύρα χριόμενοι καὶ οὐκ ἔπασχον οὐδὲν ἐπὶ τὴ συντριβὴ Ἰωσήφ(:ἐσεῖς, πίνετε ἐκλεκτὸ διυλισμένο οἶνο, χρίεστε μὲ τὰ πανάκριβα μύρα καὶ δὲν πονᾶτε καθόλου γιὰ τὴν ἐπικειμένη καταστροφὴ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐξαιτίας τῆς διαφθορᾶς τοῦ)»[Ἀμῶς, 6,6]. Βλέπεις ὅτι κατηγορεῖ καὶ τὴν τρυφηλὴ ζωή; Διότι βέβαια στὴν περίπτωση αὐτὴν δὲν κατακρίνει τὴν πλεονεξία, ἀλλὰ τὴν ἀσωτία μόνο.
Καὶ ἐσὺ μὲν τρῶς χωρὶς μέτρο, ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἔτρωγε οὔτε τὸ πρὸς τὸ ζῆν· ἐσὺ μὲν τρῶς γλυκίσματα διάφορα, ἐνῶ ἐκεῖνος οὔτε ξερὸ ἄρτο· ἐσὺ πίνεις οἶνο ἀπὸ τὴ Θάσο, σὲ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ διψᾶ δὲν ἔδωσες οὔτε ἕνα ποτήρι κρύο νερό· ἐσὺ μὲν κοιμᾶσαι σὲ ἁπαλὸ καὶ ποικιλόχρωμο στρῶμα, ἐνῶ ἐκεῖνος πεθαίνει ἀπὸ τὸ ψύχος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι καθαρὰ τὰ δεῖπνα ἀπὸ πλεονεξία, παρὰ ταῦτα εἶναι καὶ πολὺ ἁμαρτωλά, καθόσον ἐσὺ μὲν τὰ κάνεις ὅλα χωρὶς νὰ τὰ ἔχεις ἀνάγκη, σὲ Ἐκεῖνον ὅμως δὲν δίνεις οὔτε τὰ ἀναγκαία, καὶ ὅλα αὐτὰ κατὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπολαμβάνεις ὅλες τὶς δωρεές Του. Ἀλλὰ ὅμως, ἂν ἤσουν ἐπίτροπος ἀνήλικου παιδιοῦ καὶ ἀφοῦ ἔπαιρνες ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, τὸ ἄφηνες νὰ δυστυχεῖ, θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχεις ἄπειρους κατήγορους καὶ θὰ λάμβανες τιμωρία σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους, ἐνῶ τώρα ποὺ ἔλαβες τὶς δωρεὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς ξοδεύεις ἔτσι χωρὶς κανένα σκοπό, δὲν νομίζεις ὅτι θὰ δώσεις λόγο; Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέω γὶ΄αὐτοὺς ποὺ προσκαλοῦν πόρνες στὰ τραπέζια(διότι σὲ αὐτοὺς ὁ λόγος δὲν ἔχει καμία θέση, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στοὺς σκύλους)· οὔτε τὰ λέω γιὰ τοὺς ἅρπαγες ποὺ κατατρῶνε τοὺς ἄλλους μὲ ἀπληστία(διότι οὔτε καὶ μὲ αὐτοὺς ἔχω τίποτε τὸ κοινό, ὅπως ἀκριβῶς δὲν ἔχω μὲ τοὺς χοίρους καὶ τοὺς λύκους), ἀλλὰ τὰ λέω γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀπολαμβάνουν μὲν τὴν παρουσία τους, ἀλλὰ ὅμως δὲν δίνουν στοὺς ἄλλους, δηλαδὴ τὰ λέω ἁπλῶς καὶ μόνο γὶ΄αὐτοὺς ποὺ κατασπαταλοῦν τὴν πατρική τους περιουσία· διότι οὔτε καὶ αὐτοὶ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν κατηγορία.
Διότι, πές μου, πῶς θὰ διαφύγεις τὴν κατηγορία καὶ τὶς ἀφορμὲς γιὰ κατηγορία ὅταν ὁ μὲν ὁμοτράπεζός σου τρώει μὲ ὑπεραφθονία καθὼς καὶ ὁ σκύλος ποὺ βρίσκεται δίπλα σου, ἐνῶ ὁ Χριστὸς δὲν σοὺ φαίνεται ἄξιος ἀκόμη καὶ γι’ αὐτά; Ὅταν ὁ μὲν γελωτοποιὸς λαμβάνει τόσο μεγάλη ἀμοιβὴ γιὰ τὰ γέλιά του, ἐνῶ ὁ Χριστὸς ποῦ σου χαρίζει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν λαμβάνει μέσω τῶν φτωχῶν οὔτε τὸ πολλοστημόριο ἀπὸ αὐτά; Καὶ ὁ μὲν γελωτοποιὸς ἐπειδὴ μᾶς εἶπε κάτι τὸ ἀστεῖο ἔφυγε χορτάτος, ὁ Χριστὸς ὅμως, ποῦ μᾶς δίδαξε αὐτά, ποῦ ἂν δὲν τὰ μαθαίναμε δὲν θὰ διαφέραμε ὡς πρὸς τίποτε ἀπὸ τοὺς σκύλους, δὲν ἀξίζει νὰ λάβει οὔτε ἐκεῖνα ποῦ λαμβάνει αὐτός; Φρίττεις ποῦ τὰ ἀκοῦς αὐτά; Φρίξε λοιπὸν καὶ γιὰ τὶς πράξεις σου. Ἐκδίωξε αὐτοὺς ποὺ κάθονται στὸ τραπέζι σου ὡς παράσιτα καὶ προσπάθησε νὰ ἔχεις ὁμοτράπεζό σου τὸν Χριστό. Ἐὰν Τὸν καταστήσεις κοινωνὸ στὰ γεύματά σου καὶ στὸ τραπέζι σου, θὰ εἶναι ἐπιεικὴς ὅταν θὰ σὲ δικάζει· γνωρίζει νὰ σέβεται τὴ φιλοξενία· διότι ἐὰν αὐτὸ τὸ γνωρίζουν οἱ ληστές, πολὺ περισσότερο τὸ γνωρίζει ὁ Κύριος.
Ἀναλογίσου λοιπὸν τὴν πόρνη ἐκείνη, πῶς τὴ δικαίωσε ὅταν προσκλήθηκε σὲ τραπέζι, καὶ πῶς κατηγορεῖ τὸν Σίμωνα λέγοντας: «φίλημα μοὶ οὐκ ἔδωκας· αὔτη δὲ ἂφ ἢς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλούσά μου τοὺς πόδας(:ἐσὺ δὲν μοῦ ἔδωσες φίλημα οὔτε στὸ πρόσωπο, ὅπως συνηθίζουν γιὰ τὸν κάθε φιλοξενούμενο? αὐτὴ ὅμως ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκα δὲν σταμάτησε μὲ πολλὴ ταπείνωση νὰ μοῦ καταφιλεῖ τὰ πόδια)»[Λουκᾶ 7,45]· διότι ἐὰν ὁ Κύριος σὲ τρέφει χωρὶς νὰ τὰ κάνεις αὐτά, πολὺ μεγαλύτερη θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή σου ὅταν τὰ κάνεις. Μὴ βλέπεις τὸν φτωχὸ ποὺ σὲ πλησιάζει λερωμένος καὶ ἀπεριποίητος, ἀλλὰ σκέψου ὅτι ὁ Χριστὸς διαμέσου ἐκείνου εἰσέρχεται στὴν οἰκία σου καὶ πάψε νὰ εἶσαι ἀπάνθρωπος καὶ νὰ λὲς σκληρὰ λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα συνήθως περιλούζεις αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθειά σου, ἀποκαλώντας τοὺς ἀπατεῶνες, ὀκνηροὺς καὶ μὲ ἄλλα λόγια φοβερότερα ἀπὸ αὐτά.
Καὶ νὰ σκέφτεσαι ὅταν λὲς αὐτά: «Ποιὰ εἶναι τὰ ἔργα αὐτῶν ποῦ ζοῦν κοντά μου σὰν παράσιτα; Σὲ τί ὠφελοῦν τὴν οἰκία μου; Κάνουν κατὰ κάποιον τρόπο εὐχάριστο τὸ φαγητό μου;». Μὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι εὐχάριστο, κατὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀλληλοχτυπιοῦνται καὶ αἰσχρολογοῦν; Καὶ τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει πιὸ δυσάρεστο ἀπὸ αὐτό, ὅταν χτυπᾶς αὐτὸν ποὺ δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ νιώθεις εὐχαρίστηση ἀπὸ τὶς ὕβρεις σου πρὸς αὐτόν, μεταβάλλοντας τὴν οἰκία σου σὲ θέατρο, γεμίζοντας τὸ συμπόσιο μὲ θεατρίνους καὶ μιμούμενος αὐτοὺς ποὺ παρουσιάζονται ἐπάνω στὴ σκηνὴ ξυρισμένοι, ἐσὺ ὁ εὐγενὴς καὶ ἐλεύθερος; Καθόσον καὶ στὴ σκηνὴ ὑπάρχουν γέλια καὶ χτυπήματα. Πές μου, λοιπόν, αὐτὰ τὰ ὀνομάζεις ἡδονή, αὐτὰ ποὺ εἶναι ἄξια πολλῶν δακρύων, αὐτὰ ποὺ εἶναι ἄξια πολλῶν θρήνων καὶ ὀδυρμῶν; Καὶ ἐνῶ πρέπει νὰ τοὺς ἐμπνεύσεις μία σπουδαία ζωή, ἐνῶ πρέπει νὰ τοὺς προτρέψεις γιὰ μία καθόλα πρέπουσα ζωή, ἐσὺ ἀντιθέτως τοὺς ὁδηγεῖς σὲ ἐπιορκίες καὶ σὲ λόγια ἀπρεπῆ, καὶ αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ ὀνομάζεις εὐχαρίστηση, καὶ αὐτὸ ποῦ εἶναι πρόξενος τῆς γεένης, αὐτὸ ἐσὺ τὸ θεωρεῖς ὑπόθεση ἡδονῆς; Καθόσον ὅταν τελειώσουν οἱ ἀστεϊσμοί τους, διαλύονται μὲ ὅρκους καὶ ἐπιορκίες. Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι ἄξια γέλωτος καὶ δὲν εἶναι ἄξια ὀδυρμῶν καὶ δακρύων; Καὶ ποιὸς λογικὸς ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ τὰ πεῖ ὅλα αὐτά;
Καὶ αὐτὰ τὰ λέω ὄχι γιὰ νὰ ἐμποδίσω νὰ τρέφονται καὶ αὐτοί, ἀλλὰ νὰ μὴ τρέφονται γιὰ παρόμοια αἰτία. Ἂς ἔχει δηλαδὴ ἡ διατροφὴ ὡς αἰτία τῆς τὴ φιλανθρωπία καὶ ὄχι τὴ σκληρότητα· τὴν ἀγάπη καὶ ὄχι τὴν ὕβρη. Θρέψε τὸν ἐπειδὴ εἶναι φτωχός, θρέψε τὸν ἐπειδὴ μέσω αὐτοῦ τρέφεται ὁ Χριστός, καὶ ὄχι ἐπειδὴ παρουσιάζει σατανικὰ λόγια καὶ καταντροπιάζει τὴ ζωή του. Μὴ βλέπεις ἐξωτερικὰ ποὺ εἶναι γελαστός, ἀλλὰ ἐξέτασε τὴ συνείδησή του καὶ τότε θὰ τὸν δεῖς νὰ καταριέται ἀμέτρητες φορὲς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀναστενάζει καὶ νὰ ὀδύρεται. Ἐὰν ὅμως δὲν τὸ φανερώνει καὶ αὐτὸ γίνεται ἐξαιτίας σου.
Ἂς εἶναι λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ τρῶνε μὲ ἐσένα ἄνθρωποι φτωχοὶ καὶ ἐλεύθεροι, ὄχι ὅμως ἐπίορκοι καὶ γελωτοποιοί. Ἐὰν πάλι θέλεις νὰ ζητήσεις ἀμοιβὴ ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ τὴν τροφὴ ποὺ τοὺς παρέχεις, δῶσε ἐντολή, ἐὰν δοῦν νὰ συμβαίνει τίποτε τὸ ἄτοπο, νὰ ἐπιπλήξουν, νὰ συμβουλέψουν, νὰ βοηθήσουν στὴ φροντίδα τῆς οἰκίας, στὴν προστασία τῶν ὑπηρετῶν. Ἔχεις παιδιά; Ἂς γίνουν μαζὶ μὲ σένα πατέρες τους, ἂς μοιραστοῦν μαζὶ μὲ ἐσένα τὴν προστασία τους, καὶ ἄς σου φέρουν κέρδη ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ στὸν Θεό.
Κᾶνε ἐπίσης τοὺς φίλους σου νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ πνευματικὸ ἐμπόριο. Καὶ ἂν δεῖς κάποιον ποὺ ἔχει ἀνάγκη προστασίας, δῶσε ἐντολὴ νὰ τὸν βοηθήσουν, διάταξε νὰ τὸν ἐξυπηρετήσουν. Μέσω αὐτῶν νὰ ψάχνεις καὶ νὰ βρίσκεις τοὺς ξένους, μὲ αὐτοὺς νὰ ντύνεις τοὺς γυμνούς, μὲ αὐτοὺς νὰ στέλνεις ἀγαθὰ στὶς φυλακὲς καὶ νὰ δίνεις λύση στὶς ξένες ἀνάγκες. Αὐτὴν τὴν ἀμοιβὴ ἄς σου δίνουν ἔναντί της τροφῆς τους, ποὺ καὶ ἐσένα ὠφελεῖ καὶ δὲν ἔχει καμία κατηγορία. Μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς πράξεις σφίγγεται περισσότερο καὶ ἡ φιλία.
Διότι καὶ τώρα καὶ ἂν ἀκόμη νομίζουν ὅτι ἀγαπῶνται, ἀλλὰ ὅμως ντρέπονται, ἐπειδὴ βρίσκονται πλησίον σου χωρὶς σκοπό· ἂν ὅμως ἐκτελοῦν ὅλα αὐτὰ καὶ οἱ ἴδιοι θὰ μένουν κοντά σου μὲ μεγαλύτερη ἄνεση καὶ ἐσὺ θὰ τοὺς διαθρέψεις μὲ μεγαλύτερη εὐχαρίστηση, ἐπειδὴ δὲν θὰ δαπανᾶς ἄσκοπα, καὶ ἐκεῖνοι θὰ διαμένουν κοντά σου μὲ τὸ θάρρος καὶ τὴν πρέπουσα ἐλευθερία, καὶ ἡ οἰκία σου θὰ καταστεῖ, ἀντὶ θεάτρου, ἐκκλησία, καὶ ὁ διάβολος θὰ δραπετεύσει καὶ ὁ Χριστὸς θὰ εἰσέλθει καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ὁ χορὸς τῶν ἀγγέλων· διότι ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός, ἐκεῖ βρίσκονται καὶ οἱ ἄγγελοι· καὶ ὅπου βρίσκονται ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἄγγελοι, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ οὐρανός, ἐκεῖ φῶς ποὺ εἶναι λαμπρότερο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Ἐὰν λοιπὸν θέλεις νὰ ἔχεις καὶ ἄλλη βοήθεια ἐκ μέρους τους, δῶσε ἐντολὴ ὅταν ξεκουράζεσαι, νὰ πάρουν βιβλία καὶ νὰ διαβάζουν τὸν θεῖο νόμο. Μὲ μεγαλύτερη εὐχαρίστηση θὰ κάνουν αὐτά, παρὰ ἐκεῖνα· διότι αὐτὰ καθιστοῦν καὶ ἐσένα καὶ ἐκείνους σεμνότερους, ἐνῶ ἐκεῖνα σᾶς καταντροπιάζουν ὅλους μαζί· ἐσένα μὲν ὡς ὑβριστὴ καὶ μέθυσο, ἐνῶ ἐκείνους ὡς ἄθλιους καὶ γαστρίμαργους· διότι ἐὰν τοὺς τρέφεις γιὰ νὰ τοὺς ὑβρίζεις, εἶναι φοβερότερο ἀπὸ τὸ ἐὰν τοὺς σκότωνες· ἐὰν ὅμως γιὰ ὠφέλεια καὶ κέρδος, τότε ἡ προσφορά σου εἶναι περισσότερο χρήσιμη, παρὰ ἐὰν τοὺς ἐπέστρεφες ἐνῶ ὁδηγοῦνταν πρὸς τὸν θάνατο. Καὶ τώρα μὲν τοὺς καταντροπιάζεις περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες, καθόσον οἱ ὑπηρέτες σου ἔχουν περισσότερο θάρρος καὶ πιὸ ἐλεύθερη συνείδηση ἀπὸ αὐτούς, ἐνῶ τότε θὰ τοὺς κάνεις ἴσους μὲ τοὺς ἀγγέλους.
Ἀπάλλαξε λοιπὸν καὶ αὐτοὺς καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὸ ὄνομα τῶν παρασίτων, ὀνόμαζέ τους ὁμοτράπεζους, καὶ ἀφοῦ ἀπορρίψεις τὴν ὀνομασία τῶν κολάκων νὰ τοὺς ἀποκαλεῖς φίλους σου. Γὶ΄αὐτὸν τὸν σκοπὸ καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε τὶς φιλίες, ὄχι γιὰ τὸ κακὸ ὅσων ἀγαπῶνται καὶ ὅσων ἀγαποῦν, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ τὸ καλὸ καὶ τὸ χρήσιμο. Παρόμοιες ὅμως φιλίες εἶναι φοβερότερες ἀπὸ κάθε ἄλλη ἔχθρα· διότι ἀπὸ μὲν τοὺς ἐχθρούς, ἂν θέλουμε, μποροῦμε νὰ ἔχουμε καὶ κέρδος, ἀπὸ αὐτοὺς ὅμως ὁπωσδήποτε εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ ζημιωνόμαστε.
Ἑπομένως μὴν κρατᾶς πλησίον σου φίλους πού σου εἶναι διδάσκαλοι βλάβης· μὴν κρατᾶς φίλους ποὺ εἶναι περισσότερο ἐραστὲς τοῦ τραπεζιοῦ καὶ τοῦ φαγοποτιοῦ, παρὰ τῆς φιλίας· διότι ὅλοι οἱ παρόμοιοι φίλοι, ἂν θέσεις τέρμα στὶς ἀπολαύσεις, θὰ διαλύσουν καὶ τὴ φιλία· ἀντιθέτως, ὅμως, ἐκεῖνοι ποὺ σὲ συναναστρέφονται ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς σου, μένουν πλησίον σου συνεχῶς, ὑπομένοντας κάθε δυστυχία σου. Ὅμως τὸ γένος τῶν παρασίτων πολλὲς φορὲς καὶ σὲ καταπολεμοῦν καὶ σοὺ προσάπτουν φήμη πονηρή. Ἐξαιτίας αὐτοῦ γνωρίζω πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐλεύθερους ποὺ ἀπέκτησαν κακὴ φήμη, καὶ ἄλλοι μὲν συκοφαντήθηκαν γιὰ μαγεῖες, ἄλλοι πάλι γιὰ μοιχεῖες καὶ διαφθορὰ παιδιῶν· διότι ὅταν δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τίποτε καὶ ζοῦν χωρὶς κανένα σκοπὸ στὴ ζωή τους, δημιουργοῦν σὲ πάρα πολλοὺς ὑποψίες, δεχόμενοι τὶς περιποιήσεις τους, σὰν νὰ εἶναι παιδιά.
Ἀπαλλάσσοντας λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κακὴ φήμη καὶ προπάντων ἀπὸ τὴ μέλλουσα γέενα καὶ πράττοντας αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀρεστὰ στὸν Θεό, ἂς θέσουμε τέρμα στὴ διαβολικὴ αὐτὴ συνήθεια, ὥστε ὅλα νὰ τὰ κάνουμε πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ τρῶμε καὶ νὰ πίνουμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε καὶ τὴν δόξα ἀπὸ Αὐτόν, τὴν ὁποία δόξα εὔχομαι ὅλοι νὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος