Ο Άγιος Ευτύχιος, ένας εξορισμένος Πατριάρχης χάριν της Πίστεως

agios eutuxios

6 Απριλίου

    Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 512 μ.Χ. καί ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α´ τοῦ Μεγάλου[1].

    Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Θεία Κώμη τῆς Φρυγίας[2] καί ἦταν υἱός τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπό τόν στρατηγό Βελισσάριο, καί τῆς Συνεσίας. Ἐδιδάχθηκε τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός ἀπό τόν ἱερέα Ἡσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παπποῦς του καί ἐλειτουργοῦσε στήν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως.

    Σύμφωνα μέ τό Συναξάρι ὁ Ἡσύχιος εἶχε τό ὀφφίκο τοῦ σκευοφύλακος καί λόγῳ τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. 

    Ὁ Ἅγιος ἐχειροθετήθηκε ἀναγνώστης ἀπό τόν τότε Ἐπίσκοπο Ἀμασείας στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στή συνέχεια χειροτονεῖται διάκονος καί πρεσβύτερος καί εἰσέρχεται σέ μονή τῆς Ἀμασείας πού εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καί Σέλευκο, τῆς ὁποίας ἀργότερα ἀνεδείχθη καί ἡγούμενος. 

    Τά χρόνια πού ἀκολούθησαν δέν ἦσαν εἰρηνικά γιά τήν Ἐκκλησία λόγῳ τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν πού ἐδίδασκαν νέοι Ὠριγενιστές καί κρυπτομονοφυσίτες.

     Οἱ ἔριδες τῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης περί τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν τήν τρίτη καί τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων.

     Προοίμιο αὐτῶν ὑπῆρξε ἡ διάσταση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης Λαύρας πρός τήν ἡγούμενο αὐτῆς, τόν Ὅσιο Σάββα τόν Ἡγιασμένο, κατά τό ἔτος 507 μ.Χ., πού ἔφυγαν ἀπό τή Λαύρα καί ἵδρυσαν, περί τό 514 μ.Χ., τή Νέα Λαύρα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρο τοῦ ὠριγενισμοῦ.

    Οἱ ἀντιωριγενιστές μοναχοί ἔκαναν ἔκκληση πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, γιά νά καταδικάσει τόν Ὠριγένη. Τήν αἴτηση αὐτή ὑπεστήριξε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς.    

     Ἔτσι, τό ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, ὕστερα ἀπό πρόσκληση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ, μέ σκοπό τήν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν.

     Διά διατάγματος, πού ἐκδόθηκε τό ἔτος 543 μ.Χ., ὁ Ἰουστινιανός ἐστράφη κατά τῶν αἱρετικῶν. Κατεδίκασε τίς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους, ἐθεώρησε τά συγγράμματα αὐτοῦ κακόδοξα καί κατεδίκασε καί αὐτό τό πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους.

      Διά τρίτου διατάγματος, ὁ Ἰουστινιανός, τό ἔτος 544 μ.Χ. κατεδίκασε τά «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή: α) τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας καί τά αἱρετικά του συγγράμματα, β) τά κατά τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑπέρ τοῦ Νεστορίου συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, καί γ) τήν ἐπιστολή τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρός τόν Πέρση Μάρη. 

     Ὅταν τό ἔτος 552 μ.Χ. ἐκοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἦλθε ἀπό τήν Ἀμάσεια στή βασιλεύουσα καί ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

     Οἱ ταραχές ὅμως τῶν αἱρετικῶν συνεχίζονταν καί ἐταλάνιζαν τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 553 μ.Χ., ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καί προέβη στήν καταδίκη τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων»[3].

     Ὁ σκοπός τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» δέν ἐπετεύχθη, διότι οἱ μονοφυσίτες ἐνέμεναν στήν ἀπόσχιση καί στίς αἱρετικές δοξασίες τους. Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανός ἐξέδωσε τό ἔτος 564 μ.Χ. διάταγμα, διά τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τόν ἀφθαρτοδοκητισμό. Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶχε διατυπωθεῖ ἀπό τόν καταφυγόντα στήν Αἴγυπτο μονοφυσίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα, ὁ Ἰουλιανός ἐδίδασκε ὅτι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπό τῆς συλλήψεως καί γεννήσεως Αὐτοῦ ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καί ἑπομένως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κτλ. (τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν») καί μόνο «κατ' οἰκονομίαν» καί «κατά χάριν» ἐφαινόταν ὑποκείμενο σέ αὐτά.

     Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος καί οἱ λοιποί Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρός τούς ὁποίους ἀπευθύνθηκε, δέν ἐδέχθησαν τό δυσσεβές διάταγμα. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ Ἅγιος, τό ἔτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο ὑπό Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νά παρουσιασθεῖ, καί ἐξορίσθηκε ἀρχικά στήν Πρίγκηπο. Στό Συναξάρι του ἀναφέρεται, ὅτι μετά κατέφυγε σέ μοναστήρι τῆς Ἀμασείας στό ὁποῖο ἐζοῦσε ἀσκητικά καί ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἐπιτελεῖ θαύματα.

     Μετά δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος ὁ Β´, τό 577 μ.Χ., ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου τοῦ Γ´, ἐπανέφερε μέ τιμή καί δόξα τόν Ἅγιο στόν πατριαρχικό θρόνο. Κατά τήν δεύτερη πατριαρχεία του ὁ Ἅγιος μέ τήν προσευχή του ἔσωσε τό λαό πού μαστιζόταν ἀπό θανατηφόρα ἐπιδημία. Τό ὀρθόδοξο φρόνημά του καί ὁ ἀγώνας του γιά τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τόν ὁδήγησαν σέ ἀντίθεση πρός τόν ἀποκρισάριο τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τόν μετέπειτα Πάπα, λόγῳ τῶν δοξασιῶν του περί ἀναστάσεως σαρκός.

    Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 582 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του ἐναποτέθηκε στό θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μετά τήν κρηπῖδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καί τά ἱερά λείψανα Ἀνδρέου, Τιμοθέου καί Λουκᾶ τῶν Ἀποστόλων[4].   

    Σώζονται ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περί εὐχαριστίας», «Ἐπιστολή πρός Πάπαν Βιγίλιον περί τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καί «Συνοδική Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα ἔργα αὐτοῦ ἐχάθησαν, ἤτοι τό «Περί ἀναστάσεως σαρκός», τό «Κατά Ἀφθαρτοδοκητῶν» καί τό «Κατά τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τό Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ  μαθητής του Εὐστράτιος[5].


[1] Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἐγεννήθηκε τό 482 μ.Χ., ἀνῆλθε στό θρόνο τό 527 μ.Χ. καί ἀπέθανε τό 565 μ.Χ.

[2] Ἡ περιοχή τῆς Φρυγίας περιελάμβανε τό μεσογειακό τμῆμα τοῦ δυτικοῦ μέρους τῆς μισῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τή νότια ἀκτή τῆς Προποντίδος μέχρι τόν Ἑλλήσποντο.

[3] Ἀπό ὁρισμένους ἐρευνητές θεωρεῖται ὅτι οἱ 15 Κανόνες τῆς Συνόδου καί ἡ ἐπιστολή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ  πρός τή Σύνοδο, 

ὑπό τόν τίτλο «Γράμμα τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ πρός τήν ἁγίαν σύνοδον περί Ὠριγένους καί τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ», 

ἔχουν σχέση, ὄχι μέ τήν ΕΟἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά μέ τήν ἐπί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ Ἐνδημοῦσα Σύνοδο (543 μ.Χ.). 

Ἀλλ' ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἰουστινιανοῦ, συγκρινόμενη πρός τό διάταγματοῦτο, δεικνύει, ὅτι ἐγράφη ἀργότερα (553 μ.Χ,), βλ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 238.

[4] Syn. Eccl. Cp., coll 589-590.

[5] P.G. 86, 2273-2390.

Πηγὴ ἐδῶ.