Ὁ «ἀκραῖος» κυρ Φώτης Κόντογλου

                                           

τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Φώτης Κόντογλου: «Λένε κάποιοι ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἕνας φανατικός, ἕνας καθυστερημένος ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς τῆς πραγματικότητος, (γιατὶ πραγματικότης γιὰ πολλοὺς πραγματικοὺς ἀνθρώπους τῆς θρησκείας εἶναι ὅ,τι εἶναι πραγματικότης γιὰ τὸν ὑλικὸν ἄνθρωπον, γιὰ τὸν ἐπιστήμονα, κι ὄχι ἡ μία καὶ αἰώνια πραγματικότητα, ἡ ἀμετασάλευτη. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανὸς μὴ ἔχων ὧδε μένουσαν πόλιν (Ἑβρ. 13:14). Ἐμένα λοιπὸν μὲ ἔχουν γιὰ ζηλωτή» («Οἱ λίθοι κεκράξονται», περ. Κιβωτός, ἀρ. φ. 8, (1952), σ. 320).

 

Ἂν ἐξετάσει κανεὶς προσεκτικὰ τὴν ἐπιχειρηματολογία πολλῶν μὴ ἀποτειχισμένων ἀντιοικουμενιστῶν ἢ τῶν λεγομένων «ἀντιαθηναγοριστῶν» μία ἀπὸ τὶς πιὸ τραγικὲς διαπιστώσεις ποὺ θὰ κάνει, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἐπιχειρηματολογία τους σὲ μερικὰ σημεῖα δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ αὐτὴν τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Ὅπως οἱ Οἰκουμενιστὲς παραποιοῦν τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν «Οἰκονομία» τους, ὅπως οἱ Οἰκουμενιστὲς στηρίζουν ἐμμέσως πλὴν σαφέστατα τὴν δεσποτοκρατία, ὅπως οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν δέχονται τὸν διάλογο καὶ ὅπως οἱ Οἰκουμενιστὲς χαρακτηρίζουν –αὐθαίρετα καὶ ἄνευ πατερικῶν ἐπιχειρημάτων– τοὺς διαφωνοῦντες μὲ αὐτοὺς ὡς ἀκραίους, ἐξαπολύοντας παράλληλα κατηγορίες ποὺ παίρνουν τὸν χαρακτῆρα τῆς συκοφαντίας, ἔτσι κάνουν καὶ αὐτοὶ οἱ ἀντιοικουμενιστές.

Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς συκοφαντίες τῶν ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι, ὅτι οἱ ἀκολουθοῦντες τὴν ἀκρίβεια στὴν καταπολέμηση τῆς αἵρεσης θεωροῦν ὅτι ὅλες οἱ αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἔχουν πέσει στὴν αἵρεση. Καὶ φυσικὰ αὐτὸ ἀποτελεῖ συκοφαντία, ὅταν ἀδιακρίτως προσάπτεται σὲ ὅλους τοὺς ἀποτειχισμένους καὶ ὄχι ὀνομαστικὰ σὲ ὅσους τὸ ἔχουν διατυπώσει καὶ ὑποστηρίξει καὶ δεύτερον διότι οἱ ἀντιοικουμενιστὲς στηρίζουν τὴν συκοφαντία αὐτὴ στὴν ἀντιπατερικὴ ταυτοποίηση Ἐκκλησίας καὶ Ἐπισκόπου, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸς δὲν ἐπισκοπεῖ, δηλ. εἶναι ψευδεπίσκοπος. Ὅμως κατὰ τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια μὲ ἢ ἄνευ ἐπισκόπου. Ἡ Ἀλήθεια προσδιορίζει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι ὁ Ἐπίσκοπος. Διότι ἂν τὴν προσδιόριζε ὁ Ἐπίσκοπος αὐτὸ θὰ σήμαινε, ὅτι σὲ ὅλες τῆς ἐποχὲς ἐπικράτησης τῆς ὁποιαδήποτε αἱρέσεως θὰ εἶχε πάψει νὰ ὑπάρχει Ἐκκλησία. 

Αὐτὴ ἡ δυτικόφερτη, δικανική, ὀρθολογιστικὴ καὶ μὴ ἁγιοπατερικὴ θεώρηση τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς (ἀντι)οἰκουμενιστὲς καλλιεργεῖται ἐδῶ καὶ δεκαετίες. Καὶ δὲν τὴν κατάδειξαν μόνο ἅγιοι καὶ φωτισμένοι ρασοφόροι ἀλλὰ καὶ ἁπλοὶ λαϊκοὶ ποὺ σήμερα θὰ χαρακτηρίζοντας ὡς «ἀκραῖοι». 

Σὲ προηγούμενη δημοσίευση παρουσιάστηκε ὁ π. Σεραφεὶμ Ρόουζ ὡς «ἀκραῖος» (ἐδῶ). 

Ἀκολουθεῖ ὁ μακαριστὸς κὺρ Φώτης Κόντογλου. Ὁ Φώτης Κόντογλου δὲν ἦταν οὔτε πατέρας, οὔτε διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Πόνεσε ὅμως καὶ ὑπέφερε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ κυριότερο: Δὲν μάσησε τὰ λόγια του, δὲν σιώπησε καὶ προπάντων ἦταν συνεπής. Οἱ λόγοι του, τὰ γραπτά του ἦταν προφητικὰ καὶ παραμένουν ἐπίκαιρα, μιᾶς καὶ ἀπὸ νωρὶς κατάλαβε ποὺ ὁδηγοῦνταν τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Καὶ φυσικὰ σήμερα ὁ κὺρ Φώτης θὰ χαρακτηριζόταν «ἀκραῖος».

Ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος: «Λένε κάποιοι ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἕνας φανατικός, ἕνας καθυστερημένος ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς τῆς πραγματικότητος, (γιατὶ πραγματικότης γιὰ πολλοὺς πραγματικοὺς ἀνθρώπους τῆς θρησκείας εἶναι ὅ,τι εἶναι πραγματικότης γιὰ τὸν ὑλικὸν ἄνθρωπον, γιὰ τὸν ἐπιστήμονα, κι ὄχι ἡ μία καὶ αἰώνια πραγματικότητα, ἡ ἀμετασάλευτη. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανὸς μὴ ἔχων ὧδε μένουσαν πόλιν (Εβρ 13:14)). Ἐμένα λοιπὸν μὲ ἔχουν γιὰ ζηλωτή» («Οἱ λίθοι κεκράξονται», περ. Κιβωτός, ἀρ. φ. 8, (1952), σ. 320).

Ὡς πρὸς τὸ θέμα, λοιπόν, τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πτώσης Της ἢ μὴ λέγει ὁ κυρ Φώτης στὸ βιβλίο του «Ἀσάλευτο Θεμέλιο» 1993, στὸ πρώτο κεφάλαιο μὲ τίτλο «Οἱ ἀνάξιοι κληρικοὶ βλάπτουν τὴν Ἐκκλησία:

«Πάντα σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπῆρχαν οἱ ἀνάξιοι κληρικοὶ κοντὰ στοὺς ἁγίους ρασοφόρους. Ἀλλὰ σήμερα τὸ πρᾶγμα χειροτέρεψε κατὰ πολύ. Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς αἰτίες αὐτῆς τῆς θλιβερῆς καταστάσεως εἶναι, τὸ ὅτι γίνονται συχνὰ κληρικοὶ κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν κλίση στὴν θρησκεία καὶ ποὺ γι’ αὐτοὺς τὸ ρασοφορεῖν εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα. Ὁ ἱερεὺς ὄχι μονάχα πρέπει νὰ ἔχει κλίση στὴ θρησκεία, ἀλλὰ νὰ φλέγεται ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὰ θεῖα, νὰ εἶναι “τῷ πνεύματι ζέων“ ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Καὶ νὰ τελεῖ τὴν θείαν μυσταγωγίαν μὲ τέτοια κατάνυξη, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ δακρύζει μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἱερουργώντας μὲ φόβο καὶ τρόμο. Ἐνῶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ρασοφόρους, ἀντὶ ἡ εὐσέβειά τους καὶ ἡ κατάνυξή τους νὰ συνεπάρη τοὺς ἐκκλησιαζομένους, τοὺς παγώνει ἡ ἀπονία, ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ ψυχρότητα μὲ τὴν ὁποία ἐκτελοῦν τὶς ἱεροτελεστίες...

Ἐπειδή, λοιπόν, λείψανε, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν μας οἱ ἱερωμένοι ποὺ ἔχουν φωτιὰ μέσα τους, ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βραδυπορῆ ἀσυγκίνητη καὶ ἀδιάφορη γιὰ ὅσα ἔπρεπε νὰ τὴν ἐνδιαφέρουν ζωηρά, ἀδιάφορη γιὰ τὸ ὅτι τὸ ποίμνιό της σκανδαλίζεται καὶ δοκιμάζεται σκληρὰ ἀπὸ τὰ καμώματα μερικῶν ἱερωμένων, ἀδιάφορη γιὰ τὴν παραμόρφωση τῆς ἱερᾶς παραδόσεως, ἀδιάφορη γιὰ τὰ τέκνα της ποὺ τὴν ἀρνοῦνται, γιὰ νὰ πυκνώσουν τὶς τάξεις τῶν αἱρετικῶν, μὲ κίνδυνο  αὐτὴ ἡ αἱμοραγία της νὰ καταντήση θανάσιμη γι’ αὐτήν...

Ἡ θεραπεία βρίσκεται στὰ χέρια της καὶ εἶναι ἡ κάθαρσή της ἀπὸ στοιχεῖα κακὰ καὶ ἀνάξια γιὰ τὴν ὕψιστη ἀποστολή τους... Τότε θὰ λείψει αὐτὸ τὸ θανατερὸ μούδιασμα, ποὺ τὴν κατέχει σήμερα κι ἡ ἀπίστευτη ἀδιαφορία της γιὰ ὅσα τὴν ἀφοροῦν, ἀκόμα καὶ γιὰ ζητήματα ζωῆς καὶ θανάτου γι’ αὐτήν. Οἱ καλοὶ ἐκπρόσωποί της θά στέκονται ἀνύστακτοι φρουροί της, ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ σ’ αὐτοὺς θὰ ἀναπαύεται ἡ γεραρὰ Μητέρα τους, καὶ τότε θὰ λάμψει τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως... Ἀλλά “ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν“.

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἔχει ὑπηρέτες ποὺ νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι σ’ αὐτὴ καὶ ἕτοιμοι γιὰ θυσίες, κατὰ τὸ ματωμένο ὑπόδειγμα τοῦ σταυρωμένου ἀρχηγοῦ της.

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ὑπηρετῆται καὶ νὰ φυλάγεται ἀπὸ ψυχὲς ἡρωϊκές, ποὺ νὰ εἶναι τοιμες ὄχι μόνο γιὰ θυσίες ὑλικὲς καὶ σωματικές, ἀλλὰ καὶ γιὰ πνευματικές, ποὺ εἶναι ἴσως οἱ πιὸ δύσκολες. Τέτοιες θυσίες εἶναι τὸ νὰ ταπεινώνεται ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλο, τὸ νὰ μὴ λογαριάζη τὸ συμφέρον του, τὸ νὰ βάζη τὸ καλὸ καὶ τὴν προκοπὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀπάνω ἀπὸ τὴν δική του, τὸ νὰ θυσιάζεται ὡς ὁ καλὸς ποιμὴν γιὰ τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ κ.τ...

Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὁ φύλακας τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ὁ μόνος φύλακας. Ἂν φανοῦμε ἀνάξιοι νὰ ἔχουμε αὐτὸν τὸν θησαυρό, θὰ τὸν χάσουμε, θὰ τὸν πάρη ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ χέρια μας, ὅπως ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπό Του, τὸν παλαιὸ καιρό, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους».

Καὶ ἀλλοῦ δείχνοντας τί εἴδους ποιμένες κατέχουν σήμερα τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα:

«διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις λειμώνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα τοῦ Κυρίου «ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμήν» (Ἰω. ι’, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ὁποίων ἐργάζεσθε. Καὶ ἅπαξ εἶσθε οἱ δοῦλοι τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσητε νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν». Πηγή: «Ἀντιπαπικά», ἐκδόσεις «Όρθοδόξου Τύπου», 1993.

Πρὶν ἀπὸ τόσα χρόνια, λοιπόν, ὁ Φώτης Κόντογλου, γράφει, ὅτι ἂν οἱ ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας –γιατὶ γι’ αὐτοὺς μιλάει– δὲν φανοῦν ἀντάξιοι τῆς ἀποστολῆς τους, δὲν θυσιαστοῦν, δὲν δώσουν σῶμα καὶ ψυχὴ γιὰ τὴν προστασία τοῦ ποιμνίου καὶ τῆς Ἀλήθειας, δὲν ἀπομονώσουν τὰ κακὰ καὶ νοσηρὰ στοιχεῖα ποὺ προκαλοῦν θανάσιμη αἱμοραγία στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, δὲν προστατεύσουν τὴν ἁγιοπατερικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία –πράγματα ποὺ ὅλα σήμερα, δυστυχῶς, ἐπαληθεύονται–, ἡ Ἐκκλησία θὰ παρθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῶν τῶν ἀναξίων καὶ θὰ δοθεῖ ἀλλοῦ. Μάλιστα καταλήγει νὰ διαπιστώσει, ὅτι οἱ σημερινοὶ ποιμένες εἶναι μισθωτοί. Τὸ ἀκοῦνε αὐτὸ οἱ μισθωτοὶ κάτοχοι ἀξιωμάτων, τίτλων καὶ πρωτείων τιμῶν; Θὰ παρθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῶν τῶν ἀναξίων καὶ θὰ δοθεῖ ἀλλοῦ.

Ἀκραῖος καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου; Σχισματικὸς καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου; Ἀρνητὴς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἐπισκόπων ὁ Φώτης Κόντογλου; Τρώει τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν του ὁ Φώτης ὁ Κόντογλου; Μάλιστα ὁ Φώτης Κόντογλου χρησιμοποιεῖ πιὸ σκληρὲς ἐκφράσεις ἀπὸ τὴν μόλυνση μέσῳ τῆς κοινωνίας μὲ τὴν αἵρεση ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ὑποτιθέμενοι «ἀκραῖοι»: «θανάσιμη αἱμοραγία», «θανατερὸ μούδιασμα». Καὶ κυρίως μιλάει γιὰ κάθαρση καὶ ὄχι γιὰ «Οἰκονομία», γιὰ χριστέμπορους, στυγνοὺς ἐπαγγελματίες ἱερεῖς καὶ ὄχι γιὰ εὐσεβεῖς, τοὺς ὁποίους ἀναζητεῖ καὶ δὲν βρίσκει, διότι ἂν ὑπῆρχαν δὲν θὰ ἔγραφε πρὶν ἀπὸ τόσα χρόνια «ἔλειψαν».

Καὶ εἶχε δίκιο! Πόσο πραγματικὰ ὄχι μόνο ἔλειψαν ἀλλὰ καὶ λείπουν πραγματικοὶ (ἀρχι)ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ πιστοὶ ἔτοιμοι γιὰ πραγματικὲς θυσίες καὶ πραγματικοὺς ἀγῶνες! Πόσο δίκιο εἶχε ὁ «ἀκραῖος» κυρ Φώτης ὁ Κόντογλου!

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου