Μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ δίχως ὑπερβολὴ, ὅτι ἡ εὐλάβεια τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Παναγία, ἀπὸ μικρὸς σπόρος ποὺ ἦταν, ἀναπτύχθηκε σὲ μεγάλο δένδρο, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόλυτα μοναδικὴ νύχτα γιὰ τοὺς Χριστιανούς, τότε ποὺ γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ εἰκόνα τῆς Μητέρας καὶ τοῦ Παιδιοῦ ἔγινε – καὶ παραμένει γιὰ πάντα – ἡ σπουδαιότερη, ἡ βαθύτερη καὶ ἡ πλέον χαρμόσυνη εἰκόνα τῆς πίστεώς μας… Ὅλες οἱ ἐορτές, οἱ προσευχὲς καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνει στὴ Θεοτόκο, ριζώνουν στὸν ἑορτασμὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν ἀρχαία ἐποχή, ὅταν δὲν εἶχε ἐξελιχθεῖ ἀκόμη τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο, ἡ μόνη ἑορτὴ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὴν Παναγία ἦταν ἡ δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ἡ 26η Δεκεμβρίου, γνωστὴ μὲ τὸν ἀρχαῖο τίτλο ὡς “Σύναξη πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου”. Ἀκριβῶς ἐδῶ, στὴν ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χρίστου, στὶς εὐχὲς καὶ στοὺς ὕμνους τῶν Χριστουγέννων, βρίσκουμε τὸ βαθύτερο ἐπίπεδο τῆς Χριστιανικῆς σκέψεως ὅσον ἀφορᾶ τὴ Θεοτόκο, τὴ σχέση μας μαζί της, τὴν κατανόηση τοῦ παραδείγματός της, τὸ πρόσωπό της καὶ τὴ θέση της στὴ θρησκευτική μας ζωή.
Ἕνα θέμα ἢ μοτίβο, ποὺ συνυφαίνεται μὲ ὅλες τὶς γιορτὲς τῶν Χριστουγέννων, εἶναι τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴ Θεοτόκο ὡς δῶρο τοῦ κόσμου πρὸς τὸν Θεό, ὡς δῶρο τοῦ ἀνθρώπου σ’ Αὐτὸν ποὺ εἰσέρχεται στὸν κόσμο, ὡς δῶρο στὸν ἄνθρωπο. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῶν Χριστουγέννων ἐρωτᾶ, “Τί σοὶ προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς”. Καὶ κατόπιν ἔρχεται ἡ ἀπάντηση: “Ἔκαστον γὰρ τῶν ὑπό σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοὶ προσάγει, οἱ ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα, οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην, ἡμεῖς δὲ μητέρα Παρθένον”!
Ἡ βαθιὰ σημασία αὐτοῦ τοῦ ἀξιόλογου ὕμνου εἶναι, ὅτι ὁ κόσμος καὶ ὅλη ἡ δημιουργία δὲν διψᾶ ἁπλῶς γιὰ ἕνωση μὲ τὸν Θεό οὔτε περιμένει τὸν ἐρχομό Του: ἔχει προετοιμαστεῖ γι’ αὐτό, ἔτσι ὥστε ἡ συνάντηση, ἀκριβῶς, τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο νὰ βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, μὲ ἐλευθερία κι ἀγάπη. Τὸ σύγχρονο αὐτί, μαραμένο καὶ ξερὸ ἀπὸ τὸν ἐπιφανειακὸ ὀρθολογισμό, ἀκούει φράσεις ὅπως “συνάντηση τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὸν Θεὸ μέσω τῆς δωρεᾶς ἑνὸς ἄστρου” ἢ γιὰ τὴ γῆ ποὺ προσφέρει ὡς δῶρα τὸ σπήλαιο καὶ τὴ φάτνη καὶ τὶς θεωρεῖ “ἀπλώς” ὡς ποιητικὲς μεταφορὲς – ἐπειδὴ ἡ ποίηση, “ὅπως ὅλοι γνωρίζουν”, δὲν διαθέτει κανένα “ἀντικειμενικὸ” νόημα καὶ εἶναι ἐντελῶς ἄσχετη πρὸς τὴν πραγματικότητα. Αὐτὸ ποὺ τὸ ὀρθολογικό μας μυαλὸ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει, εἶναι ὅσα μπορεῖ ἡ ποίηση, καὶ μόνο αὐτή, νὰ δεῖ, ν’ ἀκούσει, νὰ μᾶς προσφέρει καὶ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει: τὸ βαθύτερο νόημα ἢ καλύτερα τὸ μεγάλο βάθος ποὺ βρίσκεται σὲ κάθε φαινόμενο, σὲ κάθε πραγματικότητα, αὐτὸν τὸν μυστικὸ πυρήνα δυνάμεως καὶ ἀλήθειας ποὺ εἶναι κρυμμένος ἀπὸ τὸν ἀξιολύπητο καὶ αὐτοϊκανοποιούμενο νοῦ, ποὺ τὸν διακατέχουν ἀποκλειστικὰ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα. Ὁ οὐρανὸς προσφέρει στὸν Χριστὸ ὡς δῶρο τὸ ἀστέρι! Αὐτὸ μπορεῖ φυσικὰ νὰ σημαίνει πὼς τὸ καθετί, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο σὲ ὅλη τὴν καθολικότητα καὶ ἁρμονία του, ἔχει σχεδιαστεῖ γιὰ νὰ ἀποκαλύπτει ἕνα ἀνώτερο νόημα, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἕνα παράλογο ἀτύχημα τῆς ἱστορίας ἀλλά, ἀντίθετα, εἶναι σύμβολο τοῦ Θεοῦ, μία νοσταλγία γιὰ τὸν Θεό, μία προεικόνιση τοῦ Θεοῦ.
“Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ”! (Ψάλμ. 19, 1). Ἡ ποίηση τὸ γνωρίζει, ὅπως καὶ ἡ πίστη. Γι’ αὐτό, στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ποίηση καὶ ἡ πίστη βλέπει τὸν Χριστὸ ὄχι μόνο νὰ ἔρχεται στὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ τὸν κόσμο νὰ βγαίνει ἔξω γιὰ νὰ Τὸν συναντήσει: τὸ ἀστέρι, τὴν ἔρημο, τὸ σπήλαιο, τὴ φάτνη, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς ποιμένες, τοὺς μάγους. Καὶ στὴ φωτεινὴ καρδιὰ αὐτῆς τῆς λιτανείας, ὡς κέντρο καὶ ὡς ἐκπλήρωση, βρίσκεται ἡ Παναγία, ὁ καλύτερος καὶ πιὸ ὄμορφος καρπὸς τῆς κτίσεως. Εἶναι σὰν ἡ πίστη νὰ λέει στὸν Θεό: “Μέσα στὴν ἀγάπη Σου γιά μᾶς, ἔδωσες τὸν Υἱό Σου. Καὶ ἐμεῖς, στὴν ἀγάπη μας γιὰ Σένα, σοῦ προσφέρουμε τὴ Μαρία, τὴ Θεοτόκο”. Στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, σὰν νὰ λέμε, ὁ κόσμος μνηστεύθηκε τὸν Θεό, ὡς ὁλοκλήρωση τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης τους. Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει: “Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν…” (Ἴωαν. 3, 16). Καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ μὲ παρόμοιο τρόπο: “Ὁ κόσμος τόσο πολὺ ἀγάπησε τὸν Θεό, ὥστε Τοῦ ἔδωσε αὐτὴν, ποὺ ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ καθαρότητά της ἀποκαλύπτει τὸ βαθύτερο νόημα καὶ περιεχόμενο τοῦ κόσμου…”. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μέσω αὐτῆς, γίνεται Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἕνας ἀπό μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἑνώσει μὲ τὸν Ἑαυτό του καὶ μέσω Αὐτοῦ νὰ μᾶς ἑνώσει μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτό, πρὶν ἡ πίστη φθάσει νὰ γνωρίσει τὴ Μαρία ὡς Θεοτόκο καὶ Μεσίτρια, πρὶν ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία ὡριμάσει πλήρως μέσα σὲ ἀναρίθμητες προσευχές, ἑορτὲς καὶ εἰκόνες, αὐτὸ ποὺ ἀρχικὰ ἀποκαλύφθηκε ὡς θεμέλιο καὶ πηγὴ ὅλων ὅσα ἀκολούθησαν ἦταν ἡ Θεία πληρότητα καὶ ὡραιότητα τῆς νύχτας τῶν Χριστουγέννων. Στὴν καρδιὰ δὲ τῆς Χριστουγεννιάτικης νύχτας βρίσκεται ἡ εἰκόνα τῆς Μητέρας καὶ τοῦ Παιδιοῦ ποὺ χύνει ἕνα ἐκτυφλωτικὸ φῶς. Ἐδῶ, ξαναενώνεται ὄ,τιδηποτε εἶχε χωριστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἀνθρώπου: ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἡ φύση καὶ τὸ πνεῦμα. Ὁ κόσμος γίνεται ἕνας ὕμνος δοξολογίας, οἱ λέξεις μετατρέπονται σ’ ἕνα τραγούδι ἀγάπης, ἡ ὕλη μεταμορφώνεται σὲ δῶρο καὶ ὅλη ἡ φύση γίνεται μία φάτνη. Σ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα τῆς Μητέρας καὶ τοῦ Παιδιοῦ, ἡ αἰώνια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἡ αἰώνια ἀγάπη τοῦ κόσμου γιὰ τὸν Θεὸ – στὸν ἐσώτατο ἑαυτὸ του – ἐνώνονται, ὁλοκληρώνονται καὶ νικοῦν. Καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ ξεριζώσει αὐτὴν τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴ μνήμη ἢ τὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀτενίζοντας αὐτὴ τὴν εἰκόνα καὶ νιώθοντας εὐφροσύνη γι’ αὐτή, παρατηροῦμε σ’ αὐτὴ τὴν μόνη αὐθεντικὴ εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ κόσμου, τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὑμνώντας τὴν Παρθένο Μαρία, χαιρόμαστε πάνω ἀπ’ ὅλα, μὲ ὅσα μᾶς ἀποκαλύπτει γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας καὶ γιὰ τὸ θεϊκὸ βάθος, τὴν ὀμορφιά, τὴ σοφία καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὅταν αὐτὰ ἑνώνονται μὲ τὸν ἀγαπημένο τους Κτίστη.