(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Θεολογία είναι ο λόγος του Θεού, που συλλαμβάνεται από τις αγνές, τις ταπεινές και αναγεννημένες πνευματικά ψυχές, και όχι τα όμορφα λόγια του μυαλού, που φτιάχνονται με φιλολογική τέχνη και εκφράζονται με το νομικό ή κοσμικό πνεύμα.
Τα φτιαχτά λόγια δεν μπορούν να μιλήσουν στην ψυχή του ανθρώπου, όπως δεν μπορεί να μιλήση ένα όμορφο άγαλμα, εκτός εάν οι ακροατές είναι πολύ κοσμικοί και ευχαριστούνται απλώς από τις όμορφες κουβέντες.
Η θεολογία που διδάσκεται σαν επιστήμη, συνήθως εξετάζει τα πράγματα ιστορικά, και επόμενο είναι να τα καλαβαίνη εξωτερικά και, επειδή λείπει η Πατερική άσκηση, τα εσωτερικά βιώματα, είναι γεμάτη από αμφιβολίες και ερωτηματικά, διότι με το μυαλό δεν μπορεί να καταλάβη κανείς τις θείες ενέργειες, εάν δεν ασκηθή πρώτα να τις ζήση, για να ενεργήση μέσα του η Χάρη του Θεού.
Όποιος νομίζει ότι μπορεί να γνωρίση τα μυστήρια του Θεού με την εξωτερική επιστημονική θεωρία, μοιάζει με ανόητο που θέλει να ιδή τον Παράδεισο με το τηλεσκόπιο.
Όσοι ασκούνται Πατερικά, γίνονται πρακτικοί θεολόγοι με την επίσκεψη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όσοι από αυτούς έχουν και την εξωτερική μόρφωση, εκτός από την εσωτερική της ψυχής, μπορούν να περιγράφουν τα θεία μυστήρια και να ερμηνεύουν σωστά, όπως έκαναν πολλοί Άγιοι Πατέρες.
Εάν όμως δεν συγγενέψη κανείς με τους Αγίους Πατέρες και θελήση να μεταφράση ή να γράψη, θα αδικήση και τους Αγίους και τον εαυτό του και τον κόσμο με την πνευματική του θολούρα.
Ούτε πάλι είναι σωστό να θεολογή κανείς με ξένες Θεολογίες, διότι αυτό μοιάζει με στείρο άνθρωπο που υιοθετεί ξένα παιδιά και τα παρουσιάζει μετά για δικά του και παριστάνει τον πολύτεκνο πατέρα. Οι Άγιοι Πατέρες έβγαζαν από την καρδιά τους τον θείο λόγο ή τις εμπειρίες τους από τις πνευματικές μάχες εναντίον του κακού και από τα πυρά των πειρασμών, τις οποίες ομολογούσαν ταπεινά ή έγραφαν, για να βοηθήσουν εμάς τους μεταγενέστερους, από αγάπη, την οποία αγάπη δεν κρατούσαν ποτέ για τον εαυτό τους, όπως και την ταπείνωση και όλα τα χαρίσματα του Θεού τα αναγνωρίζανε ότι είναι του Θεού.
Όσοι παρουσιάζουν τα χαρίσματα του Θεού για δικά τους, είναι οι πιο αναιδείς του κόσμου και οι πιο άδικοι, διότι αδικούν τον Θεό και περισσότερο τον ίδιο εαυτό τους, επειδή γίνονται τότε αιτία να στερηθούν την θεία Χάρη, για να μην κριθούν περισσότερο αχάριστοι και για να μην γκρεμισθούν από την μεγάλη τους κενοδοξία.
Εκείνοι που ευγνωμονούν τον Θεό για όλα και όλο παρακολουθούν τα πλάσματα και τα δημιουργήματα του Θεού θεολογώντας, γίνονται οι πιο πιστοί Θεολόγοι, και αγράμματοι να είναι, όπως οι αγράμματοι βοσκοί που παρακολουθούν στην ύπαιθρο μέρα‐νύχτα τον καιρό και γίνονται καλοί μετεωρολόγοι.
Όσοι ζουν απλά, με καλοσύνη και καλούς λογισμούς και απέκτησαν την εσωτερική απλότητα και καθαρότητα, βλέπουν και τα υπερφυσικά πράγματα πολύ απλά, σαν φυσικά, διότι στον Θεό όλα απλά είναι, και δεν χρησιμοποιεί μεγαλύτερη δύναμη για τα υπερφυσικά και μικρότερη για τα φυσικά, αλλά την ίδια δύναμη για όλα. Γιατί όλα στον Θεό είναι πολύ απλά, όπως και ο Ίδιος είναι πολύ απλός, και μας το φανέρωσε ο Υιός Του επί της γης με την Αγία Του απλότητα!
Όταν προηγηθή η καθαρότητα στον άνθρωπο, και έλθη η απλότητα με την θερμή της πίστη και την ευλάβεια, τότε πια φιλοξενείται μέσα μας η Αγία Τριάδα, και με τον θείο εκείνο φωτισμό εύκολα βρίσκει κανείς τα κλειδιά των θείων νοημάτων, για να ερμηνεύση το Πνεύμα του Θεού με πολύ απλό και φυσιολογικό τρόπο, χωρίς διανοητικό πονοκέφαλο.
Ανάλογα φυσικά με την καθαρότητα ή την πονηριά που διαθέτει κανείς, κάνει και τις ερμηνείες του και ανάλογα ωφελείται ή βλάπτεται, ωφελεί ή βλάπτει. Πολλές φορές βλάπτει κανείς και με την απειρία του ακόμη, από καλή διάθεση κινούμενος· παραδείγματος χάρη: να μην ξέρη ότι υπάρχει και άσπρο κρασί και να ρίχνη κόκκινη μπογιά, δήθεν για να γίνη καλό, και να δηλητηριάζη τον κόσμο.
Αλλά και απειρία να μην έχη ή πονηριά, αλλά ανθρώπινη δικαιοσύνη και λογική, πάλι θα αδικήση το Πνεύμα του Θεού, και επόμενο είναι τότε να αδικήση τον εαυτό του και τους άλλους.
Με την ανθρώπινη λογική και δικαιοσύνη, βλέπουμε και τους εργάτες του Ευαγγελίου της πρώτης και τρίτης ώρας να διαμαρτύρωνται, νομίζοντας ότι αδικήθηκαν. Ενώ ο Καρδιογνώστης Θεός, με την λεπτότητα της θείας Του δικαιοσύνης, πλήρωσε και την αγωνία των εργατών της ενδεκάτης ώρας, μέχρι την ώρα που βρήκαν δουλειά, και έπαψε η αγωνία τους, – αν και από την θεία Του δικαιοσύνη, που είναι γεμάτη από ευσπλαγχνία και αγάπη, θα έδινε και περισσότερο μισθό στους εργάτες της ενδεκάτης, διότι οι καημένοι υπέφεραν πολύ ψυχικά και κουράστηκαν περισσότερο από τους άλλους εργάτες που κουράστηκαν σωματικά περισσότερες ώρες.
Αλλά πού να χωρέσουμε εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι αυτήν την θεία Του δικαιοσύνη μέσα στο περιορισμένο μας μυαλό, όπως την άπειρη ευσπλαγχνία Του μέσα στην περιορισμένη μας αγάπη; Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού περιορίστηκε στο να δώση σε όλους τον ίδιο μισθό που συμφώνησε, για να μη σκανδαλίση περισσότερο αυτούς που αγαπούσαν τον εαυτό τους περισσότερο από τους άλλους.
Και εάν τους είπε: «δεν σας αδικώ· τόσο συμφωνήσαμε …», εννοούσε ότι: «είμαι Αφεντικό με αρχοντική αγάπη και θεία δικαιοσύνη, την οποία δεν μπορείτε να καταλάβετε» και όχι ότι: «είμαι Αφεντικό και δεν υπολογίζω κανέναν», διότι ο Θεός είναι Πατέρας μας, και είμαστε παιδιά Του, και την Πατρική Του αγάπη όλοι οι άνθρωποι την γνωρίζουν, που σταυρώθηκε, για να μας λυτρώση και να μας αποκαταστήση πάλι στον Παράδεισο.
Εάν μπορούσαμε να βγαίναμε από τον εαυτό μας (από την αγάπη του εαυτού μας), θα βγαίναμε και από την έλξη της γης και τότε πια θα βλέπαμε όλα τα πράγματα στην πραγματικότητα με το θεϊκό μάτι, καθαρά και βαθιά. Γι’ αυτό απαραίτητο είναι το να βγη κανείς πρώτα έξω από τον κόσμο, στην έρημο, και να ασκηθή με ταπείνωση, με μετάνοια και προσευχή, να ερημωθή από τα πάθη του, να διώξη τις πνευματικές του σκουριές, να γίνη καλός αγωγός, για να δεχθή μετά την θεία Χάρη, να γίνη πραγματικός Θεολόγος.
Εάν δεν ξεσκουριάση κανείς τα πνευματικά του καλώδια, συνέχεια βραχυκυκλωμένος θα είναι και γεμάτος από κοσμικές θεωρίες και αμφιβολίες με ερωτηματικά. Τότε πια δεν θεολογούμε, αφού βρισκόμαστε σε κοσμική κατάσταση, αλλά φιλολογούμε ιστορικά ή τα εξετάζουμε νομικά και μαθηματικά.
Δηλαδή, εάν τα καρφιά που κάρφωσαν τον Χριστό ήταν τρία ή τέσσερα, και πόσοι στρατιώτες ήταν, όταν σταύρωσαν τον Χριστό, και δεν προχωρούμε σ’ αυτό που έχει σημασία, ότι ο Χριστός σταυρώθηκε για τις δικές μας αμαρτίες, για να μας λυτρώση, και ότι υπέφερε περισσότερο από όλους τους Αγίους Μάρτυρας. Διότι εκείνους τους βοηθούσε θεϊκά, ενώ στον εαυτό Του δεν χρησιμοποίησε καθόλου θεϊκή δύναμη και υπέφερε τους φρικτούς πόνους από αγάπη, και τρυπήθηκαν και τα δύο Του χέρια και τα δύο Του πόδια.
Εάν με ένα καρφί τρυπήθηκαν και τα δύο Του πόδια ή με δύο καρφιά, αυτό δεν έχει σημασία, μια που τρυπήθηκαν και τα δύο, και υπέφερε τους πόνους και ήπιε και την χολή, για να μας γλυκάνη ξανά στον Παράδεισο, αιώνια κοντά Του, σαν φιλόστοργος Πατέρας μας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου (νυν αγίου Παϊσίου), «Επιστολές», έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.