Περὶ ὁμονοίας μὲ βάση τὴν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου


Ἂν στὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως δὲν ὑπάρχει σωστὴ κοινωνία,

κάτι δὲν ἔχει κατανοηθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς πιστοὺς σωστά.

Ὅποιος διακατέχεται ἔστω καὶ ἀπὸ λίγη ἀνησυχία γιὰ τὰ δρώμενα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση νὰ διακρίνει τρεῖς παράγοντες ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ὁμόνοια τοῦ πληρώματος Της, ἰδιαίτερα σὲ καιρὸ αἱρέσεως: Τὴν ἔλλειψη κοινῆς ὁμολογίας καὶ κοινωνίας, τὴν ἔλλειψη συνέπειας καὶ ὀρθοπραξίας, τὴν ἔλλειψη πραγματικοῦ -μὲ βάση τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία- ἐλέγχου ὅσων διαστρεβλώνουν ἢ παρερμηνεύουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του. Αὐτοὶ οἱ παράγοντες ἀποτελοῦν κίνδυνο γιὰ τὴν ὁμόνοια τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τὸ κίνητρο τῶν πράξεων μας εἶναι -ἀντὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων- ἡ προσωπολατρεία, ἡ ἔπαρση, τὸ συμφέρον, ἡ αὐτοπροβολή, ἡ ἀρχομανία.

Μὲ βάση αὐτὲς τὶς σκέψεις ὠφελεῖ ὅλους μας νὰ δοῦμε, τί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν ἔργων τοῦ ὁποίου γίνεται κατανοητό, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς σκοποὺς τῆς διδασκαλίας του ἦταν νὰ τονιστεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ καταδικαστοῦν οἱ αἱρέσεις, οἱ κακοδοξίες καὶ τὰ σχίσματα, ὥστε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὄχι μόνο ἡ αὐθεντία ἀλλὰ καὶ τὸ αὐθεντικὸ σωτηριολογικὸ ἔργο Της. Διότι καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου (ὅπως καὶ σήμερα) ἡ Ἐκκλησία ἦταν διχασμένη καὶ χωρισμένη σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ ὁ Ἅγιος θρηνοῦσε καθημερινὰ γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή. Γιὰ τὸν Ἅγιο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἐν ὁμονοίᾳ ἐγγεγραμμένου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ εὐσέβεια. Ὅπως ξεκάθαρα διδάσκει, μόνο οἱ ἀληθῶς εὐσεβεῖς πιστοὶ μποροῦν νὰ συναριθμηθοῦν στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν: «οὐ γὰρ ἐγγράφεται ἀσεβοῦς ὄνομα ἐν βίβλῳ ζώντων, οὐδὲ ἀριθμεῖται μετά τῆς Ἐκκλησίας» (Eἰς Ψαλμ. 48, 7).

Στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ κληρικὸς καὶ ἰδίως ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει, κατὰ τὸν Ἅγιο, νὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ θυσιάζει τὰ πάντα γιὰ χάρη τῆς Ὀρθόδοξης πίστης τηρώντας παράλληλα μὲ ἀκρίβεια τοὺς Ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας: «Οὐ μήν πρό γε τῆς ἀληθείας τιμητέα ἡμῖν ἡ ἀσφάλεια» (Περί Ἁγίου Πνεύματος 21, 52). Παράλληλα ὀφείλει ὁ λαὸς νὰ ὑπακούει ἔχοντας καὶ αὐτὸς ὡς ζητούμενο τὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν Ἱ. Κανόνων ἐξίσου γιὰ χάρη τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ τῆς καταπολέμησης τῶν αἱρέσεων. Στὴν καταπολέμηση μάλιστα τῶν αἱρέσεων δείχνεται ἡ ποιότητα τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν: «Τοσοῦτον ἀλλήλους κοινωνοῦμεν, ὅσον κοινῇ τοὺς ἐναντίους μισεῖν» (Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 77, 18). Ἂν στὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως δὲν ὑπάρχει σωστὴ κοινωνία, κάτι δὲν ἔχει κατανοηθεῖ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς σωστά.

Στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τὰ μέλη πρέπει νὰ ἀγωνίζονται «κοινῇ» δείχνοντας μία κοινή εὐθύνη καὶ σύμπνοια. Ἡ ἄρνηση τῆς βοήθειας ἢ σύμπραξης τῶν ἄλλων, ἡ παραδοχὴ μίας ἀτομικῆς ἢ ὁμαδικῆς, φατριακοῦ τύπου αὐταρέσκειας δὲν ἀποδεικνύει τὴν ἑνότητα καὶ ἀκολούθως ἀδυνατεῖ νὰ πολεμήσει τὴν αἵρεση. Ὅταν κυριαρχοῦν διαιρέσεις καὶ ἀντιθέσεις ὄχι μόνο δὲν πολεμοῦν τὴν αἵρεση ἀλλὰ προκαλοῦν καὶ τὴν εἰρωνεία τῶν αἱρετικῶν «Ἀκόμα δὲ κι ἡ δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας ἔχει ἐπινοηθεῖ ἀπὸ μερικοὺς σὰν ὅπλο στὴ μεταξύ τους διαμάχη καὶ κρύβοντας τὶς δικές τους ἔχθρες, καμώνονται πὼς ἐχθρεύονται γιὰ χάρη τῆς ὀρθοδοξίας. Κι ἄλλοι, ξεφεύγοντας τὸν ἔλεγχο γιὰ τὶς μεγάλες ντροπές τους, ἀνάβουν στὰ πλήθη μανία στὴ μεταξύ τους φιλονεικία, ὥστε νὰ σκεπάσουν μὲ τὰ γενικὰ κακὰ τὸ δικό τους... Κι ἔτσι, μᾶς περιγελοῦν οἱ ἄπιστοι. Κλονίζονται οἱ λιγόπιστοι. Ἀμφίβολη γίνεται ἡ πίστη. Ἡ ἄγνοια ξεχύνεται στὶς ψυχές, μὲ τὸ νὰ μιμοῦνται τὴν ἀλήθεια οἱ κακοποιοὶ ποὺ δολιεύουν τὴ διδασκαλία. Σιγοῦν τὰ στόματα τῶν ὀρθοδόξων καὶ λύνεται κάθε βλάσφημη γλώσσα. Βεβηλώθηκαν τὰ ἅγια. Ἀποφεύγουν τοὺς ναοὺς τὰ ὀρθόδοξα πλήθη σὰν σχολεῖα τῆς αἵρεσης καὶ στὶς ἐρημιὲς ὑψώνουν τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐράνιο Δεσπότη μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα.» (Ἐπιστολή 92, πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, 2).

Ὁ τραγικὸς γέλωτας τῶν αἱρετικῶν προκαλεῖται, διότι αὐτοὶ ποὺ ὑποτίθεται, ὅτι πολεμοῦν γιὰ τὴν πίστη εἴτε ὑπερβάλλουν εἴτε ἐμφανίζουν ἐλλείψεις, φιλονικώντας συνεχῶς καὶ παραβλέποντας, καὶ οἱ δύο κατηγορίες, τὴν ἀκρίβεια ποὺ ἀπαιτοῦν οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἰδίως σὲ καιροὺς αἱρέσεως «Τραχεῖα δὲ κραυγὴ τῶν ἐξ ἀντιλογίας παρατριβομένων ἀλλήλοις... ἐπὶ ὑπερβολὰς καὶ ἐλλείψεις τὸ εὐθὲς δόγμα τῆς εὐσεβείας παρατρεπόντων» (Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 77, 44). Δυστυχῶς συμβαίνει σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις λόγῳ τῆς ἐπικράτησης τῶν ψυχοφθόρων παθῶν νὰ μὴν λαμβάνονται ὑπόψιν οὔτε ἡ Ἁγία Γραφὴ οὔτε ἡ Ἱερὰ Παράδοση μὲ τὰ παραδείγματα ποὺ προσφέρει: «Οὔτε τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς μεσιτεύειν αὐτοῖς ἐξαρκούσης, οὔτε τῶν ἀποστολικῶν παραδόσεων τὰς πρὸς ἀλλήλους αὐτοῖς διαλαγὰς βραβευουσῶν» (Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 77, 50-53).

Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση πολλὲς φορὲς τὸ ναὶ δὲν εἶναι ναὶ καὶ τὸ ὄχι δὲν εἶναι ὄχι παρόλο ποὺ στὴν τήρηση αὐτῶν τῶν δύο ἁπλῶν λέξεων κρύβεται ὅλη ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα. «Τὸ ναὶ καὶ τὸ οὔ, συλλαβαὶ δύο· ἀλλ’ ὅμως τὸ κράτιστον τῶν ἀγαθῶν, ἡ ἀλήθεια, καὶ ὁ ἔσχατος ὅρος τῆς πονηρίας, τὸ ψεῦδος, τοῖς μικροῖς τούτοις ρήμασι πολλάκις ἐμπεριέχεται» (Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 2, 25-29). Ἀντιθέτως ἀλλάζουν τὶς γνῶμες τους ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις καὶ ἀθετοῦν πρῶτα αὐτὸ ποὺ ὁρίζει ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων καὶ μετὰ αὐτὰ ποὺ οἱ ἴδιοι ὑποσχέθηκαν ἢ θὰ ἦταν θεάρεστο οἱ ἴδιοι νὰ τηρήσουν. Οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς ξεχνοῦν, ὅτι ὁ ἀγῶνας εἶναι γιὰ τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ καὶ παρασύρονται ἀπὸ φιλοδοξία, ἐμπάθεια, μισαλλοδοξία, ἀντιπαλότητα καὶ ἔχθρα, διυλίζοντας τὸν κώνωπα καὶ καταπίνοντας τὴν κάμηλον, μὴ κατανοώντας ὅτι «πίστις δέ ἐστι τὸ πολεμούμενον καὶ κοινὸς σκοπὸς ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας, τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως κατασεῖσαι» (Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 25, 9-12).

Σὲ περίπτωση μάλιστα ποὺ γίνει καλοπροαίρετος ἔλεγχος πρὸς χάριν τῆς ὁμονοίας, τότε ἀντὶ νὰ βλέπουν αὐτὸν τὸν ἔλεγχο ὡς θεμιτὸ καὶ ὡς βοήθεια ἢ ἀκόμα καὶ ὡς ἀφορμὴ ὑγιοῦς θεολογίας, κατήχησης καὶ ἐνδυνάμωσης μὲ βάση τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, δυσανασχετοῦν καὶ παραφέρονται, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε τὸ σύγγραμα του «περὶ Ἁγίου Πνεύματος» γιὰ νὰ βοηθήσει αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔλεγξαν, ἐπειδή, κατὰ τὴν γνώμη τους, ὁ Ἅγιος χρησιμοποίησε στὴν Θεία Λειτουργία ξένες καὶ ὕποπτες γιὰ αὐτοὺς ἐκφράσεις: «Προσευχομένῳ μοι πρώῃν μετὰ τοῦ λαοῦ... ἐπέσκηψάν τινες τῶν παρόντων, ξενιζούσαις ἡμᾶς φωναῖς κεχρῆσθαι λέγοντες, καὶ ἄμα πρὸς ἀλλήλας ὑπεναντίως ἐχούσαις» (Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 3, 1-7). Ὁ Ἅγιος δέχεται τὶς διαμαρτυρίες χωρὶς γογγυσμό, χωρὶς ἀγανάκτηση. Ἀντιθέτως τὶς θεωρεῖ ὡς εὐκαιρία, βασιζόμενος στὴν διδασκαλία τῶν Γραφῶν, νὰ συγγράψει αὐτὸν τὸν περίφημο κατηχητικὸ λόγο γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ αὐτὸν νὰ ἰσχυροποιήσει τὴν πίστη καὶ τὴν ὁμόνοια τοῦ ποιμνίου καταπολεμώντας παράλληλα τοὺς αἱρετικοὺς Πνευματομάχους.

Ἐπιβαλλόμενο ἀγαθὸ λοιπὸν κατὰ τοὺς Ἁγίους μας ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ὁμόνοια. Μία ἑνότητα καὶ ὁμόνοια ὅμως ποὺ διακρίνεται ἀπὸ εὐσέβεια, σύμπνοια, ἀκρίβεια, μεγαλοπρέπεια, συνέπεια, ταπείνωση καὶ ἀλήθεια. Αὐτὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Χριστιανῶν, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ κατέχουμε ἢ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἀποκτήσουμε ὅλοι μας γιὰ νὰ πολεμήσουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου