[Εβρ. 11, 24-26 και 32-40]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Έπειτα πάλι αναφέρει άλλο γνωστό
στους Εβραίους παράδειγμα και μάλλον ανώτερο από το προηγούμενο. Ποιο λοιπόν
είναι αυτό; «Πίστει
Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ (:εξαιτίας της πίστεώς του ο Μωυσής, όταν
μεγάλωσε και έγινε άνδρας, αρνήθηκε να ονομάζεται βασιλόπουλο, γιος της κόρης
του Φαραώ), μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ
λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν (:θεώρησε
καλύτερο και προτίμησε να κακοπαθεί μαζί με τον λαό του Θεού, παρά να έχει τις
πρόσκαιρες απολαύσεις της αμαρτίας, να ζει δηλαδή άνετα και με τιμές ως
Αιγύπτιος άρχοντας με τους ειδωλολάτρες που καταπίεζαν τους Ισραηλίτες), μείζονα πλοῦτον
ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν
μισθαποδοσίαν (:Θεώρησε
μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς και τα αγαθά της Αιγύπτου τις
περιφρονήσεις που έμοιαζαν με τον ονειδισμό και την περιφρόνηση που αργότερα θα
υπέμενε ο Χριστός. Και αυτά όλα διότι
είχε καρφωμένα τα μάτια του στις ουράνιες ανταμοιβές)» [Εβρ. 11, 24-26]. Σαν να τους έλεγε: «κανείς από σας δεν άφησε ανάκτορα και
μάλιστα ανάκτορα λαμπρά, ούτε τέτοιους θησαυρούς, ούτε περιφρόνησε τον τίτλο
του υιού του βασιλιά, όπως έκανε ο Μωυσής». Και ότι δεν τα άφησε τυχαία, το
φανέρωσε λέγοντας: «ἠρνήσατο (:αρνήθηκε)»· δηλαδή, τα μίσησε, τα αποστράφηκε· εφόσον ο ουρανός ήταν μπροστά του, ήταν
περιττό να θαυμάζει τα ανάκτορα της Αιγύπτου.
Και πρόσεχε πόσο θαυμαστά το
έθεσε ο Παύλος. Δεν είπε «επειδή θεώρησε
ως μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς της Αιγύπτου τον ουρανό και αυτά που
υπάρχουν στους ουρανούς»· αλλά τι; «μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου
θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ (:Θεώρησε μεγαλύτερο πλούτο από τους
θησαυρούς και τα αγαθά της Αιγύπτου τις περιφρονήσεις που έμοιαζαν με τον
ονειδισμό και την περιφρόνηση που αργότερα θα υπέμενε ο Χριστός)». Θεώρησε
λοιπόν μεγαλύτερο πλούτο το να έχει «την
περιφρόνηση του Χριστού»· διότι θεώρησε
προτιμότερο το να περιφρονείται για τον Χριστό παρά να Τον εγκαταλείψει· έτσι
και αυτό καθεαυτό ήταν μισθός. «Μᾶλλον», λέγει, «ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ
τοῦ Θεοῦ (:προτίμησε να κακοπαθεί
μαζί με τον λαό του Θεού)». «Εσείς δηλαδή υποφέρετε χάριν του εαυτού σας,
ενώ εκείνος προτίμησε να υποφέρει χάριν των άλλων. Και με τη θέλησή του
ριψοκινδύνευσε τόσο πολύ, ενώ
μπορούσε να ζει με ευσέβεια και να απολαμβάνει τα αγαθά)». «ἢ
πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν (:παρά
να έχει προσωρινή απόλαυση αμαρτίας)»,
λέγει. «Αμαρτία» είπε το ότι δεν
θέλησε ως τότε να συμπάσχει με τους άλλους· «αυτό, λέγει, «ο Μωυσής το
θεώρησε αμαρτία». Εάν λοιπόν εκείνος θεώρησε αμαρτία το να μην κακοπαθεί
πρόθυμα μαζί με τους άλλους, άρα είναι μεγάλο αγαθό η κακοπάθεια, στην
οποία υπέβαλε τον εαυτό του, αφού απομακρύνθηκε από τα ανάκτορα. Και αυτά
τα έκανε, επειδή προέβλεπε κάποια μεγάλα αγαθά· γι’ αυτό και έτσι μίλησε.
«Μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ
Χριστοῦ (:θεώρησε
μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς και τα αγαθά της Αιγύπτου τις
περιφρονήσεις που έμοιαζαν με τον ονειδισμό και την περιφρόνηση που αργότερα θα
υπέμενε ο Χριστός)» [Εβρ. 11,26]. Τι σημαίνει «τὸν ὀνειδισμὸν
τοῦ Χριστοῦ»; Δηλαδή «το να
περιφρονείται γι’ αυτά που περιφρονείστε και εσείς», την περιφρόνηση που
υπέμεινε ο Χριστός· ή ότι «για τον Χριστό
υπέμεινε, όταν τον περιγελούσαν για την πέτρα, από την οποία έβγαλε νερό»· «ἡ δὲ
πέτρα (:και η πέτρα)»,
λέγει, «ἦν ὁ
Χριστός (:ήταν
ο Χριστός)» [Α΄Κορ. 10,4]· [βλ.
Έξ. 17,1-6: «Καὶ
ἀπῇρε πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ ἐκ τῆς ἐρήμου Σὶν κατὰ παρεμβολὰς αὐτῶν διά ῥήματος
Κυρίου καὶ παρενεβάλοσαν ἐν Ῥαφιδείν· οὐκ ἦν δὲ ὕδωρ τῷ λαῷ πιεῖν. καὶ ἐλοιδορεῖτο
ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν λέγοντες· δὸς ἡμῖν ὕδωρ, ἵνα πίωμεν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μωυσῆς·
τί λοιδορεῖσθέ μοι, καὶ τί πειράζετε Κύριον; ἐδίψησε δὲ ἐκεῖ ὁ λαὸς ὕδατι, καὶ
διεγόγγυζεν ἐκεῖ ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν λέγοντες· ἱνατί τοῦτο; ἀνεβίβασας ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου
ἀποκτεῖναι ἡμᾶς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν καὶ τὰ κτήνη τῷ δίψει; ἐβόησε
δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον λέγων· τί ποιήσω τῷ λαῷ τούτῳ; ἔτι μικρὸν καὶ
καταλιθοβολήσουσί με. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· προπορεύου τοῦ λαοῦ τούτου,
λαβὲ δὲ σεαυτῷ ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ· καὶ τὴν ῥάβδον, ἐν ᾗ ἐπάταξας τὸν
ποταμόν, λαβὲ ἐν τῇ χειρί σου καὶ πορεύσῃ. ὅδε ἐγὼ ἕστηκα ἐκεῖ πρὸ τοῦ σε ἐπὶ
τῆς πέτρας ἐν Χωρήβ· καὶ πατάξεις τὴν πέτραν, καὶ ἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καὶ
πίεται ὁ λαός. ἐποίησε δὲ Μωυσῆς οὕτως ἐναντίον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. καὶ ἐπωνόμασε
τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Πειρασμὸς καὶ Λοιδόρησις, διὰ τὴν λοιδορίαν τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ καὶ διὰ τὸ πειράζειν Κύριον λέγοντας· εἰ ἔστι Κύριος ἐν ἡμῖν ἢ οὔ; (:Όλο το πλήθος των Ισραηλιτών, κατόπιν εντολής του Κυρίου, ξεκίνησαν
από την έρημο Σιν κατά τμήματα και κατασκήνωσαν στη Ραφιδείν. Εκεί όμως δεν
υπήρχε νερό, για να πιει ο λαός. Και οι Ισραηλίτες έβριζαν τον Μωυσή λέγοντας: “Δώσε
μας νερό να πιούμε!”. Και εκείνος τους απάντησε: “Γιατί μιλάτε υβριστικά
εναντίον μου; Και γιατί πειράζετε τον Κύριο με την ελλιπή σας πίστη;”· δίψασε
λοιπόν ο ισραηλιτικός λαός εκεί για νερό και γόγγυζαν εναντίον του Μωυσή
λέγοντας: “γιατί μας το έκανες αυτό; Μας έβγαλες από την Αίγυπτο, για να
φονεύσεις εμάς και τα παιδιά μας και τα ζώα μας με τη φοβερή δίψα;”. Με θερμή προσευχή βόησε ο Μωυσής προς τον Θεό:
“Τι να κάνω, Κύριε, στον λαό αυτόν; Λίγο
ακόμη και θα με λιθοβολήσουν με μανία”. Και είπε ο Κύριος προς τον Μωυσή: “Προχώρησε
μπροστά από τον λαό αυτόν, πάρε μαζί σου μερικούς από τους γεροντότερους του
λαού· πάρε στα χέρια σου την ράβδο, με την οποία χτύπησες τον Νείλο ποταμό, και
προχώρησε. Εγώ λοιπόν θα έχω σταθεί εκεί
πριν από εσένα στη γυμνή πέτρα του όρους Χωρήβ. Χτύπησε την πέτρα και θα αναπηδήσει νερό από αυτήν, για να πιει όλος ο
λαός”. Όπως είπε ο Θεός, έτσι έκανε
ο Μωυσής ενώπιον των Ισραηλιτών. Και
έδωσε μάλιστα στον τόπο εκείνον το όνομα «Πειρασμός και Λοιδόρηση» εξαιτίας των ύβρεων του ισραηλιτικού λαού και
διότι πίκραναν τον Κύριο εκπειράζοντάς Τον απιστώντας με το να λένε: “Είναι
άραγε ο Θεός μαζί μας ή όχι;”)».
Και πώς είναι «ονειδισμός του Χριστού»; Επειδή απορρίπτουμε αυτά που παραλάβαμε από
τους προγόνους, περιφρονούμαστε, επειδή προστρέχουμε στον Θεό, κακοπαθούμε.
Ήταν φυσικό και ο Μωυσής να περιφρονούνταν όταν άκουσε «μήπως θέλεις να με φονεύσεις, με τον τρόπο που φόνευσες χθες τον
Αιγύπτιο;» [βλ. Έξ. 2,11-15: «Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πολλαῖς ἐκείναις
μέγας γενόμενος Μωυσῆς, ἐξῆλθε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.
κατανοήσας δὲ τὸν πόνον αὐτῶν ὁρᾷ ἄνθρωπον Αἰγύπτιον τύπτοντά τινα Ἑβραῖον τῶν ἑαυτοῦ
ἀδελφῶν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ· περιβλεψάμενος δὲ ὧδε καὶ ὧδε οὐχ ὁρᾷ οὐδένα καὶ
πατάξας τὸν Αἰγύπτιον, ἔκρυψεν αὐτὸν ἐν τῇ ἄμμῳ. ἐξελθὼν
δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ ὁρᾷ δύο ἄνδρας Ἑβραίους διαπληκτιζομένους καὶ λέγει τῷ ἀδικοῦντι·
διὰ τί σὺ τύπτεις τὸν πλησίον; ὁ δὲ εἶπε· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν
ἐφ᾿ ἡμῶν; μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις, ὃν τρόπον ἀνεῖλες χθὲς τὸν Αἰγύπτιον; ἐφοβήθη
δὲ Μωυσῆς, καὶ εἶπεν· εἰ οὕτως ἐμφανὲς γέγονε τὸ ῥῆμα τοῦτο; (:μετά την πάροδο αρκετού χρόνου από τη
στιγμή που τον βρήκε και τον περιέσωσε ως βρέφος και ανέλαβε την ανατροφή του η
κόρη του Φαραώ, όταν ο Μωυσής έγινε μέγας για τη σοφία και τη δύναμή του,
εξήλθε από τα αιγυπτιακά ανάκτορα και επισκέφθηκε τους ομοεθνείς του, τους
Ισραηλίτες. Ενώ παρακολουθούσε και έβλεπε την ταλαιπωρία και τη θλίψη τους,
είδε έναν Αιγύπτιο να χτυπά έναν Εβραίο, έναν από τους αδελφούς του, τους Ισραηλίτες.
Ο Μωυσής κοίταξε ολόγυρά του από εδώ και από εκεί, δεν είδε κανένα και αφού
χτύπησε θανάσιμα τον Αιγύπτιο τον φόνευσε και έκρυψε το πτώμα του στην άμμο.
Την άλλη μέρα εξήλθε πάλι το Μωυσής, είδε δύο Εβραίους να διαπληκτίζονται και
λέγει σε αυτόν που αδικούσε τον άλλο: “Γιατί εσύ χτυπάς τον πλησίον σου;”. Εκείνος
του απάντησε με αναίδεια: “Ποιος σε όρισε άρχοντα και δικαστή σε μας; Μήπως
θέλεις να φονεύσεις και εμένα, όπως φόνευσες χθες τον Αιγύπτιο;”)»].
Αυτό επίσης είναι «ὀνειδισμὸς
τοῦ Χριστοῦ», το να υποφέρει
κανείς μέχρι τέλους και μέχρι τελευταίας αναπνοής, όπως ακριβώς ο Χριστός
ονειδιζόταν και άκουγε: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ (:εάν είσαι Υιός του Θεού)» [Ματθ. 27, 39-40: «Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν
αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν
τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ
σταυροῦ (:στο μεταξύ εκείνοι που
περνούσαν κοντά από τον σταυρό, Τον έβριζαν και κουνούσαν με περιφρόνηση και
κακία τα κεφάλια τους και έλεγαν: “Εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και σε τρεις
ημέρες θα τον ξαναέκτιζες, σώσε τώρα τον
εαυτό σου. Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρό”)»]· και τα άκουγε από εκείνους για
τους οποίους σταυρωνόταν, από τους ίδιους τους ομοεθνείς Του.
Αυτός είναι ονειδισμός του
Χριστού, όταν κάποιος περιφρονείται από
τους δικούς του, όταν κάποιος περιφρονείται από εκείνους που ευεργετεί· διότι
και Εκείνος τα έπαθε αυτά που εκείνους που ευεργέτησε. Εδώ ο Παύλος ανύψωσε
τους Εβραίους προς τους οποίους απευθυνόταν με τη συγκεκριμένη επιστολή,
δείχνοντας ότι και ο Χριστός τα ίδια έπαθε και ο Μωυσής, δύο πρόσωπα δηλαδή
ένδοξα. Ώστε ο ονειδισμός αυτός είναι
μάλλον του Χριστού παρά του Μωυσή, επειδή έπαθε από τους δικούς Του τέτοια.
Όμως ούτε ο Μωυσής έπαθε κάτι, ούτε ο
Χριστός δεν έστειλε κεραυνούς προς τιμωρία τους, αλλά περιφρονούνταν και τα
υπέμενε όλα, παρά το ότι εκείνοι κουνούσαν περιπαικτικά τα κεφάλια τους.
Επειδή λοιπόν ήταν φυσικό τέτοια να ακούνε και αυτοί και να επιθυμούν την
ανταπόδοση λέγει ότι και ο Χριστός και ο
Μωυσής τέτοια υπέφεραν. Άρα λοιπόν η
άνεση είναι της αμαρτίας, ενώ η περιφρόνηση του Χριστού. Τι λοιπόν θέλεις; Τον ονειδισμό του Χριστού
ή την άνεση;
«Καὶ τί ἔτι λέγω;
ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών,
Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε,
Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν (:και τι ακόμη να λέω και να διηγούμαι; Πρέπει να
σταματήσω, διότι δεν θα μου φτάσει ο χρόνος να διηγούμαι για τον Γεδεών και τον
Βαράκ, τον Σαμψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμουήλ και τους
προφήτες)» [Εβρ. 11,32].
Κατηγορούν μερικοί τον Παύλο,
γιατί αναφέρει σε αυτό το σημείο τον Βαράκ και τον Σαμψών και τον Ιεφθάε. Τι
λες; Αυτός που ανέφερε την πόρνη Ραάβ, δεν θα αναφέρει αυτούς; Μη μου αναφέρεις
την άλλη ζωή τους, παρά μόνο το αν
πίστεψαν ή έλαμψαν ως προς την πίστη.
«τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως
κατηγωνίσαντο βασιλείας (:και τους
προφήτες οι οποίοι, επειδή είχαν πίστη, καταπολέμησαν και υπέταξαν βασίλεια)». Βλέπεις ότι
εδώ δεν παρουσιάζει τη λαμπρή ζωή τους· διότι δεν ήταν αυτό προηγουμένως το
ζητούμενο· αλλά η εξέταση προηγουμένως
ήταν για την πίστη. Διότι, πες μου, δεν τα κατόρθωσαν όλα με την πίστη;
Πώς; «Με την πίστη», λέγει, «καταπολέμησαν βασίλεια οι όμοιοι με τον
Γεδεών. Άσκησαν δικαιοσύνη». Ποιοι; Αυτοί οι ίδιοι οι παραπάνω. Τη φιλανθρωπία εδώ την ονόμασε “δικαιοσύνη”.
«ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν (:πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων
που τους έδωσε ο Θεός». Νομίζω ότι
αυτό το λέγει για τον Δαβίδ. Και ποιες από αυτές τις υποσχέσεις πέτυχε; Αυτές που του είπε, ότι το σπέρμα του, ο
Μεσσίας, θα καθίσει στον θρόνο του.
«ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν
δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας (:έφραξαν
στόματα λιονταριών, όπως ο Δανιήλ, έσβησαν την καταστρεπτική δύναμη της φωτιάς,
διέφυγαν τον κίνδυνο της σφαγής». Πρόσεχε πως ήταν μέσα στον ίδιο τον θάνατο, ο Δανιήλ περικυκλωμένος από τα
λιοντάρια, οι τρεις παίδες μέσα στο καμίνι του πυρός, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο
Ιακώβ, περιβαλλόμενοι από διάφορους πειρασμούς, και όμως δεν απογοητεύτηκαν. Πράγματι
αυτό είναι πίστη· όταν τα γεγονότα εκπληρώνονται αντίθετα από ό,τι προσδοκούμε,
τότε πρέπει να πιστεύουμε ότι τίποτε το αντίθετο δεν έγινε, αλλά όλα ήταν
επακόλουθα. «Διέφυγαν τον κίνδυνο της
σφαγής». Αυτό νομίζω πάλι ότι το
λέγει για τους τρεις Παίδες.
«ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν
ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων (:πήραν δύναμη, και έγιναν καλά από αρρώστιες,
αναδείχθηκαν ισχυροί και ανίκητοι στον πόλεμο· έτρεψαν σε φυγή τις εχθρικές
παρατάξεις και τα πολυπληθή στρατεύματά τους)» [Εβρ. 11,34]. Εδώ
υπαινίσσεται εκείνα που συνέβησαν κατά την επάνοδό τους από τη Βαβυλώνα. «Από ασθένειες», λέγει· δηλαδή, από την αιχμαλωσία. Όταν πια είχαν
εγκαταλείψει τα ιουδαϊκά, όταν δεν διέφεραν σε τίποτε από τα οστά των νεκρών,
τότε έγινε η επάνοδός τους. Πράγματι,
ποιος θα έλπιζε να επανέλθουν από τη Βαβυλώνα, και όχι μόνο να επανέλθουν, αλλά και να γίνουν ισχυροί και να
τρέψουν σε φυγή τα στρατεύματα των εχθρών; «Σε μας όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο», λέγει. Αλλά αυτά είναι τύποι των μελλοντικών.
«ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν (:με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι
γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά
τους, που ανέστησαν οι προφήτες)». Εδώ αναφέρει εκείνα που έγιναν από τους προφήτες, τον Ελισαίο, τον Ηλία· διότι αυτοί ανέστησαν νεκρούς.
«ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος
ἀναστάσεως τύχωσιν (:άλλοι πάλι
δέθηκαν στο βασανιστικό όργανο που λεγόταν τύμπανο και δάρθηκαν σκληρά μέχρι
θανάτου, επειδή δεν δέχθηκαν να αρνηθούν την πίστη τους και να ελευθερωθούν
έτσι από το μαρτύριο. Προτίμησαν το
σκληρό αυτό μαρτύριο, για να αναστηθούν σε μία καλύτερη ζωή, παρά να έχουν μία
πρόσκαιρη αποκατάσταση στη ζωή αυτή)»
[Εβρ.
11,37]· ενώ εμείς δεν πετύχαμε την
ανάσταση. Αλλά «έχω να σας παρουσιάσω»,
λέγει, «και εκείνους που αποκεφαλίστηκαν
και δεν δέχθηκαν τη σωτηρία, για να πετύχουν καλύτερη ανάσταση». Διότι, πες
μου, γιατί, ενώ μπορούσαν, δε θέλησαν να
ζήσουν; Δεν το έκαναν επειδή περίμεναν καλύτερη ζωή; Και αυτοί που
ανέστησαν τους άλλους, προτίμησαν οι ίδιοι να πεθάνουν, για να επιτύχουν
καλύτερη ανάσταση, όχι σαν εκείνη που πέτυχαν τα παιδιά των γυναικών. Εδώ μου
φαίνεται ότι υπονοεί και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο· καθόσον “αποτυμπανισμός”
λέγεται ο αποκεφαλισμός. Μπορούσαν να βλέπουν τον ήλιο, μπορούσαν να μην
ελέγχουν, και όμως προτίμησαν να
πεθάνουν· και αυτοί που άλλους ανέστησαν,
προτίμησαν να πεθάνουν οι ίδιοι για
να επιτύχουν καλύτερη ανάσταση.
«ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον,
ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς·ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν (:Κι άλλοι πάλι δοκίμασαν εμπαιγμούς και
μαστιγώσεις, ακόμη μάλιστα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν,
πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλούς πειρασμούς)» [Εβρ. 11,37]. Σταματά σε
αυτούς που τους ήταν πιο γνωστοί.
Καθόσον μεγαλύτερη παρηγοριά φέρνουν αυτά, όταν η αιτία της λύπης τους είναι
κοινή, διότι και αν πεις κάτι μεγαλύτερο, που δεν προήλθε όμως από την ίδια
αιτία, δεν έκανες τίποτε. Γι' αυτό σταμάτησε σε αυτόν τον λόγο του, μιλώντας
για δεσμά, φυλακές, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, θυμίζοντάς τους όσα έχουν σχέση με τον Στέφανο και τον προφήτη Ζαχαρία,
τον πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστή·
γι' αυτό και συμπλήρωσε: «ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (:θανατώθηκαν με σφαγή από μαχαίρι)».
Τι λες; Άλλοι διέφυγαν τη σφαγή,
και άλλοι πέθαναν δια σφαγής; Τι σημαίνει αυτό; Ποιον επαινείς, ποιον
θαυμάζεις; Αυτό ή εκείνο; «Ναι»,
λέγει, «και αυτό και εκείνο· αυτό, διότι
σας είναι πιο οικείο, και εκείνο, διότι η
πίστη νίκησε και τον ίδιο τον θάνατο και η νίκη αυτή είναι τύπος των
μελλοντικών»· διότι δύο είναι τα
θαύματα της πίστεως, και κατορθώνει μεγάλα πράγματα, και πάσχει μεγάλα, χωρίς να
υπολογίζει τα παθήματα. «Και δεν
μπορείς να πεις», λέγει, «ότι ήταν
κάποιοι αμαρτωλοί και μηδαμινοί· διότι και αν ακόμη όλον τον κόσμο παραβάλεις
μαζί τους, θα δεις ότι προς αυτούς θα κλείνει η ζυγαριά και ότι αυτοί είναι
τιμιότεροι». Γι' αυτό και έτσι μίλησε:
«ὧν οὐκ ἦν ἄξιος
ὁ κόσμος (:ολόκληρος ο
κόσμος δεν άξιζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπορούσε να συγκριθεί με
αυτούς)». Τι λοιπόν επρόκειτο εδώ να απολαύσουν, εφόσον τίποτε από τα του
κόσμου δεν ήταν άξιο γι΄ αυτούς; Εδώ διεγείρει τη διάνοιά τους, για να τους διδάξει ότι δεν πρέπει να
προσηλώνονται στα παρόντα, αλλά να έχουν τη σκέψη τους πάνω από όλα τα αγαθά
αυτής της ζωής, εφόσον όλος ο κόσμος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους.
Γιατί λοιπόν θέλεις να λάβεις εδώ μισθό; Διότι είναι ατιμία για σένα, εάν
λάβεις εδώ τον μισθό.
Ας μη σκεπτόμαστε λοιπόν κοσμικά,
ας μην περιμένουμε εδώ την ανταπόδοση, και ας μην είμαστε τόσο φτωχοί· εφόσον
όλος ο κόσμος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους, γιατί θέλεις να συγκρίνεις ένα
μέρος αυτού; Και σωστά· διότι αυτοί
είναι φίλοι του Θεού. «Κόσμο» εδώ
λέγει το πλήθος των ανθρώπων ή την ίδια
την κτίση· καθόσον και τα δύο συνηθίζει η Γραφή να τα ονομάζει έτσι. «Εάν όλη η κτίση μαζί με τους ανθρώπους της»,
λέγει, «σταθεί δίπλα τους, δεν θα
μπορέσουν να φανούν αντάξιοι αυτών»· και σωστά. Διότι, όπως ακριβώς μύριες
ζυγαριές άχυρου και χόρτου δεν θα ήταν αντάξιες δέκα μαργαριταριών, έτσι ούτε
και εκείνοι· διότι «είναι ανώτερος ένας
που πράττει το θέλημα του Κυρίου, παρά μύριοι παράνομοι»· «μυρίους» δεν λέγει τους πολλούς, αλλά το πλήθος το άπειρο.
Σκέψου πόσο ανώτερος είναι ο
δίκαιος. Είπε ο Ιησούς του Ναυή: «στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ
φάραγγα Αἰλών (:ας σταθεί ο ήλιος
πάνω από την πόλη Γαβαών και η σελήνη πάνω από τη κοιλάδα Αιλών)» [Ιησ. Ναυή 10,12.]. Ας έλθει λοιπόν όλη η οικουμένη, ή μάλλον
δύο και τρεις και τέσσερις και δέκα και είκοσι οικουμένες, και ας πουν και ας
το κάνουν αυτό· όμως δεν θα μπορέσουν. Ενώ ο φίλος του Θεού διέτασσε τα
κτίσματα του Φίλου του ή καλύτερα παρακαλούσε τον Φίλο του και υποχωρούσαν τα
στοιχεία της φύσεως, οι υπηρέτες του Θεού, και ο άνθρωπος που ήταν στη γη
διέτασσε αυτά που ήταν στον ουρανό. Βλέπεις ότι αυτά έχουν γίνει για να υπηρετούν και να εκπληρώνουν τον δρόμο τον
διατεταγμένο;
Αυτό είναι μεγαλύτερο από τα έργα
του Μωυσή. Γιατί άραγε; Διότι δεν είναι το ίδιο να διατάσσεις τη θάλασσα και
αυτά που βρίσκονται στον ουρανό· πράγματι είναι μεγάλο και εκείνο και πολύ
μεγάλο μάλιστα, αλλά όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσο με αυτό.
Άκουσε και πώς έγινε τόσο
μεγάλος. Γιατί δηλαδή; Το όνομα του
Ιησού του Ναυή ήταν τύπος του Χριστού. Γι' αυτό λοιπόν, εξαιτίας αυτής της
προσωποποιημένης προσφωνήσεως, την οποία είχε ο Ιησούς, η κτίση υποτάχθηκε με
σεβασμό. Τι λοιπόν; Άλλος δεν ονομάστηκε Ιησούς; Αλλά αυτός για αυτόν τον σκοπό ονομάστηκε, για να είναι
τύπος· διότι ονομαζόταν και Αυσής·
γι’ αυτό αλλάχθηκε το όνομα· διότι ήταν
πρόρρηση και προφητεία. Αυτός εισήγαγε στη γη της επαγγελίας τον λαό, όπως ο
Ιησούς στον ουρανό· δεν τον εισήγαγε ο νόμος, όπως ούτε ο Μωυσής, αλλά έμενε
έξω· δεν έχει τη δύναμη ο νόμος να εισαγάγει, αλλά η χάρη. Βλέπεις ότι οι
τύποι από παλιά έχουν προκαθοριστεί; Διέταξε
την κτίση, ή καλύτερα το κύριο μέρος της κτίσεως, που βρισκόταν πάνω από το
κεφάλι του, για να μην τρομάξεις ούτε να παραξενευτείς, όταν δεις τον Ιησού με
την ανθρώπινη μορφή να λέγει τα ίδια. Ο Ιησούς του Ναυή και ενώ ζούσε ο
Μωυσής, κατατρόπωσε τους εχθρούς, ο Ιησούς Χριστός, αν και υπάρχει ο νόμος,
διοικεί τα πάντα, αλλά όχι φανερά.
Ας δούμε όμως πόσο μεγάλη είναι η
αρετή των αγίων. Εάν εδώ τόσο μεγάλα εργάζονται, εάν εδώ τόσο μεγάλα κάνουν,
όσα οι άγγελοι, τι άραγε θα κάνουν εκεί; Πόση λαμπρότητα θα έχουν; Ίσως καθένας
από εσάς θα ήθελε να είναι τέτοιος, ώστε να μπορεί να διατάσσει τον ήλιο και τη
σελήνη. Ως προς αυτό, τι θα μπορούσαν να πουν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι ο
ουρανός είναι σφαιρικός; Γιατί λοιπόν δεν είπε «ας σταθεί ο ήλιος», αλλά πρόσθεσε «ας σταθεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβαών και η σελήνη πάνω από τη
φάραγγα Αιλών» [Ιησού Ναυή, 10,12]. Δηλαδή, να κάνει την ημέρα μεγαλύτερη. Αυτό έγινε και επί του Εζεκία· διότι οπισθοδρόμησε
ο ήλιος. Αλλά αυτό είναι περισσότερο θαυμαστό από εκείνο, το να έλθει πάλι πίσω
στον ίδιο δρόμο, χωρίς να περιέλθει τον δρόμο. Αλλά εμείς, εάν θέλουμε,
μεγαλύτερα από αυτά θα κατορθώσουμε. Πράγματι τι μας υποσχέθηκε ο Χριστός; Δεν
μας είπε ότι θα σταματήσουμε τον ήλιο, αλλά τι; «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου
τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν (:εάν κανείς με αγαπά, θα τηρήσει στη ζωή του τις εντολές μου, και ο
Πατέρας μου θα τον αγαπήσει)», λέγει, «καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ
ποιήσομεν (:και θα έλθουμε σε
αυτόν και θα μεταβάλουμε την καρδιά του σε μόνιμη κατοικία μας, ώστε αυτός να
είναι ο έμψυχος ναός του ζώντος Θεού)»
[Ιω.14,23].
Τι
μου χρειάζεται ο ήλιος και η σελήνη και τα θαυμαστά τους, όταν ο ίδιος ο
Δεσπότης πάντων κατέρχεται και εγκαθίσταται σε εμένα; Δεν μου
χρειάζονται αυτά. Διότι σε τι θα μου
χρειαστεί κάτι από αυτά; Αυτός θα
μου είναι ήλιος και σελήνη και φως. Διότι πες μου, τι θα ήθελες, εάν
εισερχόσουν στα ανάκτορα, να μπορούσες να μεταρρυθμίσεις κάτι από αυτά που
είναι στερεωμένα, ή να επιτύχεις τη φιλία του βασιλιά, ώστε να τον πείσεις να
κατέλθει προς εσένα; Δεν θα προτιμούσες πολύ περισσότερο αυτό παρά εκείνο; Τι
όμως; Δεν είναι θαυμαστό πράγματι ότι άνθρωπος προστάσσει αυτά που προστάσσει
και ο Χριστός; «Αλλά ο Χριστός», θα
μπορούσε να έλεγε κάποιος, «δε χρειάζεται
τον Πατέρα, αλλά με απόλυτη εξουσία ενεργεί». Καλώς· λοιπόν ομολόγησε πρώτα
και πες ότι δεν έχει ανάγκη του Πατρός και ότι με απόλυτη εξουσία ενεργεί, και
τότε θα σου πω πάλι, ή καλύτερα θα σε διδάξω για την προσευχή που κάνει, ότι
γινόταν από συγκατάβαση και θεία οικονομία (διότι δεν ήταν κατώτερος από τον
Ιησού του Ναυή ο Χριστός) και ότι μπορούσε να μας διδάσκει χωρίς προσευχή.
Όπως ακριβώς δηλαδή όταν ακούς
τον διδάσκαλο να ομιλεί σαν παιδί και να διηγείται τα στοιχειώδη δεν λες ότι
είναι αμαθής, και όταν ερωτά «πού είναι
αυτό το στοιχείο», γνωρίζεις ότι δεν το ερωτά από άγνοια, αλλά επειδή θέλει
να διδάξει τον μαθητή· έτσι και ο
Χριστός προσευχήθηκε όχι επειδή είχε ανάγκη προσευχής, αλλά επειδή θέλει να
διδάξει εσένα, να προσεύχεσαι συνεχώς, αδιαλείπτως, με νηφαλιότητα, και να
κάνεις αυτήν με πολλή αγρυπνία. Και όταν λέω να αγρυπνείς δεν εννοώ μόνο το
να σηκώνεσαι τη νύχτα, αλλά και κατά το
διάστημα της ημέρας να επαγρυπνείς στις προσευχές· διότι αυτός που ενεργεί
έτσι ονομάζεται άγρυπνος. Αφού είναι δυνατό να κοιμάται κανείς και όταν
προσεύχεται τη νύχτα και να αγρυπνεί κατά το διάστημα της ημέρας και όταν δεν
προσεύχεται, όταν η ψυχή υψώνεται προς τον Θεό, όταν γνωρίζει με Ποιον
συνομιλεί, σε Ποιον απευθύνεται, όταν σκεφτεί ότι οι άγγελοι στέκονται δίπλα
στον Θεό με φόβο και τρόμο, ενώ αυτός προσέρχεται με χασμουρητά και ξυνόμενος.
Είναι
μεγάλο όπλο η προσευχή, όταν γίνεται με την αρμόζουσα διάθεση. Και για να
μάθεις τη δύναμή της, πρόσεχε εδώ· η συνεχής προσευχή κατανίκησε την αδιαντροπιά και την αδικία και την ωμότητα και τη
θρασύτητα· διότι λέγει: «ἀκούσατε τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει (:ακούστε και προσέξτε καλά τι λέγει ο
άδικος κριτής)» [Λουκ. 18,6].
Επίσης και την απροθυμία νίκησε· και
αυτό που δεν πέτυχε η φιλία, αυτό το
κατόρθωσε η συνεχής αίτηση· «λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ
τὸ εἶναι αὐτοῦ φίλον, διά γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει
(:σας διαβεβαιώνω ότι και αν
ακόμη δεν θελήσει να σηκωθεί να του δώσει, μολονότι τον είχε φίλο, πάντως για
την αδιακρισία του ότι σε τέτοια νυκτερινή ώρα τον ανησυχεί, θα σηκωθεί και θα
του δώσει όσα του χρειάζονται)»
[Λουκ. 11,8].
Και μία ανάξια πάλι η συνεχής
επιμονή την έκανε άξια: «καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων
ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν
με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων
αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς
τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα·
Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις
ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια
ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω
σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης)» [ Ματθ. 15, 26-27].
Ας είμαστε λοιπόν προσεκτικοί κατά την προσευχή· είναι μεγάλο όπλο, όταν γίνεται με προθυμία,
χωρίς κενοδοξία, όταν γίνεται με ειλικρίνεια ψυχής. Αυτή κατατρόπωσε
εχθρούς, αυτή έθνος ολόκληρο και ανάξιο ευεργέτησε: «καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ
χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς
εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν
Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμοῤῥαίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ
Ἰεβουσαίων (:και κατέβηκα να
ελευθερώσω αυτούς από την δουλεία των Αιγυπτίων, να τους βγάλω από την χώρα της
Αιγύπτου και να τους οδηγήσω σε χώρα εύφορη και μεγάλη, σε γη που θα ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο τον
οποίο σήμερα κατέχουν οι Χαναναίοι, οι Χετταίοι, οι Αμορραίοι, οι Φερεζαίοι, οι
Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι)» [Έξ. 3,8]· αυτή είναι φάρμακο σωτήριο,
αυτή εμποδίζει τα αμαρτήματα και θεραπεύει τα πλημμελήματα· με αυτήν και η χήρα
η εγκαταλειμμένη απηύθυνε επίμονα το αίτημά της.
Εάν λοιπόν προσευχόμαστε με
ταπεινοφροσύνη, εάν κτυπούμε το στήθος όπως ο τελώνης, εάν λέμε εκείνα τα λόγια
που είπε και εκείνος, εάν λέμε, «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»
[Λουκ. 18,13], όλα θα τα επιτύχουμε· διότι, και αν δεν είμαστε τελώνες, όμως έχουμε άλλα αμαρτήματα, όχι λιγότερα
από εκείνου. Μη μου πεις λοιπόν ότι είναι μικρό το σφάλμα σου· διότι έχει
το ίδιο αποτέλεσμα. Όπως ακριβώς δηλαδή ανδροφόνος ονομάζεται όμοια και αυτός
που σκότωσε παιδί και εκείνος που σκότωσε άνδρα, έτσι πλεονέκτης ονομάζεται και αυτός που αρπάζει πολλά και εκείνος που
αρπάζει λίγα.
Αλλά και η μνησικακία δεν είναι μικρό, αλλά μεγάλο αμάρτημα. Διότι
λέγει: «ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωή, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον (:στους δρόμους της αρετής υπάρχει η αληθινή
και ευχάριστος ζωή, ενώ οι δρόμοι των μνησίκακων και εμπαθών ανθρώπων οδηγούν
στον θάνατο)» [Παροιμ. 12,28]. Το ίδιο και αυτός που αποκαλεί τον αδελφό
του μωρό και ανόητο ή οτιδήποτε άλλο
όμοιο με αυτά: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται
τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν
εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (:Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας που οργίζεται εναντίον του αδελφού του
χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο, διαπράττει έγκλημα ανάλογο με εκείνο το οποίο
δικαζόταν άλλοτε από το τοπικό επταμελές δικαστήριο, την “κρίση”. Κι εκείνος
που θα πει περιφρονητικά στον αδελφό του: “ανόητε”, είναι ένοχος βαρύτερου
εγκλήματος, σαν εκείνα που δικάζουν από το ανώτατο δικαστήριο των Ιουδαίων, το
Συνέδριο. Κι εκείνος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελφό του: “ηλίθιε”,
θα είναι ένοχος εγκλήματος που πρέπει να τιμωρηθεί με τη γέεννα του πυρός που
βρίσκεται στον Άδη)» [Ματθ. 5,22].
Μεταλαμβάνουμε επίσης και των φρικτών
μυστηρίων αναξίως και φθονούμε και κακολογούμε· και μερικοί από εμάς πολλές
φορές και μέθυσαν. Καθένα από αυτά τα αμαρτήματα και αυτό καθ’ εαυτό, μάλιστα είναι ικανό
να μας στερήσει τη βασιλεία των ουρανών· όταν όμως και υπάρχουν όλα μαζί, ποια απολογία θα έχουμε;
Έχουμε
ανάγκη πολλής μετάνοιας, αγαπητοί, πολλής προσευχής, πολλής καρτερίας, πολλής
προσοχής, για να μπορέσουμε να κερδίσουμε τα αγαθά που μας έχει υποσχεθεί. Ας πούμε
λοιπόν και εμείς: «συγχώρησέ με τον
αμαρτωλό»· ή καλύτερα ας μην το λέμε μόνο, αλλά και έτσι να σκεπτόμαστε·
και αν κάποιος άλλος μας κατηγορήσει, ας μην οργιστούμε. Άκουσε εκείνος, ότι «δεν είμαι όπως αυτός ο τελώνης» και δεν
οργίστηκε, αλλά λυπήθηκε· δέχθηκε την υπεροχή και απέβαλε το όνειδος. Είπε
εκείνος το τραύμα, αναζήτησε Αυτός το φάρμακο. Ας λέμε λοιπόν: «Θεέ μου, συγχώρησέ με τον αμαρτωλό»· αλλά και αν άλλος μας ονομάσει
αμαρτωλούς, ας μην αγανακτούμε. Εάν όμως
οι ίδιοι λέμε ότι διαπράξαμε μύρια κακά, και όταν το ακούμε από τους άλλους
αγανακτούμε, αυτό δεν είναι τότε ταπεινοφροσύνη, ούτε εξομολόγηση, αλλά
επίδειξη και κενοδοξία.
«Είναι επίδειξη», θα μπορούσε να
αναρωτηθεί κάποιος, «να αποκαλείς τον
εαυτό σου αμαρτωλό;». Ναι· διότι αποκτούμε φήμη ταπεινοφροσύνης,
θαυμαζόμαστε, εγκωμιαζόμαστε· εάν όμως
πούμε τα αντίθετα για τους εαυτούς μας, μας περιφρονούν. Ώστε και αυτό το
κάνουμε για τη δόξα. Και τι είναι
ταπεινοφροσύνη; Το να υπομένεις την κατηγορία του άλλου, το να αναγνωρίζεις το
αμάρτημά σου, το να αντέχεις τις κατηγορίες. Και ούτε αυτό θα ήταν δείγμα
ταπεινοφροσύνης, αλλά ευγνωμοσύνης. Τώρα όμως αποκαλούμε βέβαια τους εαυτούς
μας αμαρτωλούς, αναξίους και πόσα άλλα· αν όμως κάποιος άλλος μας αποδώσει ένα
από αυτά, στενοχωρούμαστε, εξαγριωνόμαστε. Βλέπεις ότι δεν είναι εξομολόγηση,
ούτε ευγνωμοσύνη; Είπες ότι είσαι
τέτοιος· μην αγανακτείς όταν το ακούς και από τους άλλους και όταν ατιμάζεσαι·
έτσι γίνονται ελαφρύτερα τα αμαρτήματά σου, όταν άλλοι σε κατηγορούν· διότι
αυτοί στους εαυτούς τους προσθέτουν
επιπλέον βάρος, ενώ εσένα σε οδηγούν στην άσκηση της αρετής.
Άκουσε τι είπε ο μακάριος Δαβίδ όταν
τον καταριόταν ο Σεμεεί: «εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει
μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ (:υπομένω τις κατάρες του, μήπως ο Θεός δει αυτόν τον εξευτελισμό μου
και με ανταμείψει με αγαθά, αντί της κατάρας η οποία κατά την ημέρα αυτήν
εκσφενδονίστηκε εναντίον μου)»
[Β΄Βασ. 16, 10-12]. Ενώ εσύ αν και λες
για τον εαυτό σου το πιο μεγάλο κακό, αγανακτείς, όταν δεν ακούς από τους
άλλους τα εγκώμια των μεγάλων δικαίων. Βλέπεις ότι παίζεις με πράγματα που δεν πρέπει κανείς να παίζει; Διότι
αρνούμαστε τους επαίνους άλλων, για να επισύρουμε πάλι μεγαλύτερους επαίνους,
για να μας θαυμάσουν ακόμη περισσότερο. Επομένως το κάνουμε αυτό, όχι επειδή
δεν θέλουμε τα εγκώμια, αλλά για να τα αυξήσουμε· και όλα γίνονται για τη δόξα μας, και όχι επειδή πραγματικά τα θέλουμε. Γι'
αυτό όλα είναι κενά, όλα μάταια.
Γι' αυτό λοιπόν παρακαλώ τώρα να απομακρυνθούμε από τη μητέρα των κακών,
την κενοδοξία, και να ζήσουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να
κερδίσουμε και τα μελλοντικά αγαθά, με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού του Κυρίου
μας.
«Περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς(:φορούσαν για ρούχα προβιές και γιδοδέρματα, ζώντας μέσα σε στερήσεις, θλίψεις και κακοπάθειες. Ολόκληρος
ο κόσμος δεν άξιζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπορούσε να συγκριθεί με
αυτούς. Περιπλανιόνταν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της
γης)» [Εβρ.11,37].
Πάντοτε
βέβαια, κυρίως όμως όταν σκέπτομαι τα
κατορθώματα των αγίων, τότε μου έρχεται να ξεχνώ όλα τα δικά μου, διότι ούτε
στο όνειρό μας δεν γνωρίσαμε αυτά που εκείνοι οι άνδρες πέρασαν σε όλη τους τη
ζωή, και αυτά δεν ήταν τιμωρία για τα αμαρτήματά τους, αλλά, αν και
σημείωναν πάντοτε κατορθώματα, όμως πάντοτε αντιμετώπιζαν θλίψεις. Πράγματι,
σκέψου τον Ηλία, στον οποίο αναφέρεται ο λόγος σήμερα· διότι γι’ αυτόν το λέγει αυτό εδώ, το «φορούσαν προβιές» και τελειώνει σε αυτόν τα παραδείγματα
χωρίς να αφήσει ούτε αυτό που τους ήταν γνωστό. Και αφού αναφέρθηκε στους αποστόλους, ότι υπέστησαν τον θάνατο με
μάχαιρα, ότι λιθοβολήθηκαν, επανέρχεται πάλι στον Ηλία, που έπαθε τα ίδια με
αυτούς. Επειδή δηλαδή ήταν φυσικό να μην έχουν ακόμη αυτοί τόση μεγάλη ιδέα
για τους αποστόλους, από αυτόν που αναλήφθηκε και υπερβολικά θαυμάστηκε, δηλαδή
τον προφήτη Ηλία, φέρνει την παρηγοριά και την παράκληση.
«Φορούσαν»,
λέγει, «δέρματα προβάτων και δέρματα
γιδιών, γεμάτοι στερήσεις, θλίψεις και κακοπαθήματα, και όλων αυτών δεν ήταν
άξιος ο κόσμος αυτός». Ούτε ένδυμα είχαν, λέγει, να ντυθούν, εξαιτίας των
υπερβολικών θλίψεων, ούτε πόλη, ούτε σπίτι, ούτε κατάλυμα· αυτό ακριβώς που ο
Χριστός έλεγε: «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ
δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ (:οι αλεπούδες έχουν τρύπες που τις
χρησιμοποιούν ως φωλιές, και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη για να
κουρνιάζουν, ενώ ο υιός του ανθρώπου (δηλαδή εγώ που γεννήθηκα από την Παρθένο
και είμαι ο κατεξοχήν άνθρωπος γνωστός από τις υποσχέσεις του Θεού στον Αδάμ,
και ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλι Κριτής ένδοξος πάνω στις νεφέλες του
ουρανού) δεν έχει ούτε πού να ακουμπήσει το κεφάλι του. Μην περιμένεις λοιπόν
κι εσύ να έχεις σωματικές ανέσεις και αναπαύσεις, αλλά πάρε τις αποφάσεις σου
γνωρίζοντας από πριν ότι η ζωή των ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και
θυσίες, όπως η δική μου)» [Ματθ.
8,20].
Αλλά τι
λέγω «δεν είχαν κατάλυμα»; Ούτε τόπο για να σταθούν είχαν· διότι ούτε όταν κατέφευγαν στην έρημο, ησύχαζαν·
καθόσον δεν είπε, «παρέμειναν στην
έρημο», αλλά και εκεί ευρισκόμενοι έφευγαν και από εκεί καταδιώκονταν· τους έδιωχναν όχι μόνο από την κατοικημένη
περιοχή, αλλά και από την ακατοίκητη. Και υπενθυμίζει τους τόπους όπου
ζούσαν και τα γεγονότα που τους συνέβηκαν εκεί· «γεμάτοι από στερήσεις και θλίψεις». «Έπειτα», λέγει, «εσάς σας
κατηγορούσαν για τον Χριστό, και αυτό τα έκαναν στον Ηλία· τι είχαν να πουν σε
βάρος του, και τον έδιωχναν και τον καταδίωκαν και τον ανάγκαζαν να παλεύει με
την πείνα;». Αυτό και αυτοί τότε πάθαιναν. Γι' αυτό αλλού έλεγε: «τῶν δὲ
μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς
κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς (:οι
μαθητές, λοιπόν, ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν
να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να
υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία)» [Πράξ. 11,29].
Πράγμα που συνέβηκε και σε αυτούς.
«Κακουχούμενοι»,
λέγει· δηλαδή ήταν
εκτεθειμένοι σε όλα τα κακά, και στις οδοιπορίες και στους κινδύνους·
πράγμα που και σε αυτούς συνέβαινε. Αλλά το «περιῆλθον», τι
σημαίνει; «Περιπλανώμενοι στις ερήμους
και στα όρη και στα σπήλαια και στις τρύπες της γης». Τίποτε άλλο δεν
δείχνει αυτό παρά μόνο παρουσιάζει με μια λέξη, ότι περιφέρονταν όπως ακριβώς οι εξόριστοι και οι μετανάστες, όπως ακριβώς
εκείνοι που έχουν καταδικαστεί για ατιμίες, όπως εκείνοι που δεν είναι άξιοι να
βλέπουν ούτε τον ήλιο και ούτε στην έρημο έβρισκαν καταφύγιο, αλλά έπρεπε
διαρκώς να φεύγουν, έπρεπε να αναζητούν κρύπτες, έπρεπε ζωντανοί να θάπτονται,
πάντοτε να είναι φοβισμένοι.
«Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς
πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι
προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι (:και όλοι αυτοί, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη
τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομίας, επειδή ο Θεός
προέβλεψε κάτι καλύτερο για εμάς, ώστε να λάβουν σε τέλειο βαθμό τη σωτηρία
χωρίς εμάς)» [Εβρ. 11,39]. «Ποιος λοιπόν», λέγει, «είναι ο μισθός της τόσο μεγάλης ελπίδας;
Ποια είναι η ανταπόδοση;». Μεγάλη είναι και τόσο μεγάλη, ώστε να μην μπορεί
να εκφραστεί με τον λόγο. «Διότι αυτά»,
λέγει, «που οφθαλμός δεν είδε και αυτί
δεν άκουσε ούτε στην καρδιά του ανθρώπου ανέβηκαν, αυτά είναι εκείνα που
ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που τον αγαπούν». Αλλά ακόμη δεν τα απήλαυσαν,
ακόμη περιμένουν και πέθαναν έτσι μέσα σε τόση μεγάλη θλίψη.
Και
εκείνοι βέβαια έχουν τόσα πολλά χρόνια που νίκησαν όλα αυτά και ακόμη δεν τα
απήλαυσαν την αμοιβή, και εσείς που βρίσκεστε ακόμη στο στάδιο του αγώνα,
αδημονείτε; Σκεφτείτε και εσείς τι σημαίνει αυτό και πόσο ο Αβραάμ θα
περιμένει· και τον απόστολο Παύλο που
περιμένει πότε εσύ θα τελειωθείς, για να μπορέσουν τότε να λάβουν τον μισθό.
Διότι, εάν και εμείς δεν παραβρεθούμε εκεί, τους το προείπε ο Σωτήρας, δε θα τους ανταμείψει. Όπως ακριβώς
ένας φιλόστοργος πατέρας εάν έλεγε για τα παιδιά του, που ευδοκιμούν και έχουν
ολοκληρώσει το έργο τους, να μην τα δώσουν να φάνε, εάν δεν έλθουν και οι
αδελφοί τους. Και εσύ στενοχωριέσαι γιατί ακόμα δεν αμείφθηκες; Τι λοιπόν θα
πρέπει να κάνει ο Άβελ, που πριν από όλους νίκησε, και ακόμη περιμένει
αστεφάνωτος; Τι πρέπει επίσης να κάνει ο Νώε; Και τι όλοι εκείνοι που έζησαν
εκείνα τα χρόνια, που περιμένουν εσένα και τους μετά από εσένα; Βλέπεις ότι
εμείς βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους; Καλά λοιπόν είπε «ότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για εμάς».
Για να μη νομίζουν δηλαδή ότι πλεονεκτούν απέναντί μας εάν στεφανώνονταν
πρώτοι, όρισε να είναι κοινός για όλους ο καιρός των στεφάνων και εκείνος που
έχει νικήσει πριν τόσα πολλά χρόνια μαζί σου να λάβει το στεφάνι.
Βλέπεις
φροντίδα; Και δεν είπε «για να μην στεφανωθούν χωρίς εμάς», αλλά «για να μην τελειωθούν χωρίς εμάς»· ώστε
τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρόλαβαν
στους αγώνες, αλλά δε θα μας προλάβουν και στα στεφάνια. Δεν αδίκησε
εκείνους, αλλά τίμησε εμάς· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρόλαβαν στους
αγώνες, αλλά δε θα μας προλάβουν και στα στεφάνια. Δεν αδίκησε εκείνους, αλλά
τίμησε εμάς· διότι και αυτοί περιμένουν
τα αδέλφια τους. Εφόσον όλοι είμαστε ένα σώμα, μεγαλύτερη γίνεται η ηδονή στο
σώμα, όταν από κοινού στεφανώνεται και όχι μεμονωμένα. Πράγματι οι δίκαιοι και ως προς αυτό είναι αξιοθαύμαστοι, διότι
χαίρονται για τα αγαθά των αδελφών τους, σαν να είναι δικά τους. Ώστε αυτό
είναι σύμφωνο και με την επιθυμία εκείνων, το να στεφανωθούν δηλαδή μαζί με όλα
τα μέλη του σώματός τους· διότι το να δοξαστούν μαζί είναι μεγάλη ηδονή. «Λοιπόν και εμείς, αφού έχουμε γύρω μας ένα
τόσο πυκνό σύννεφο μαρτύρων».
Σε
πολλές περιπτώσεις η Γραφή παρουσιάζει την παρηγοριά στα κακοπαθήματα από τα
γεγονότα που συμβαίνουν, όπως όταν λέγει ο προφήτης: «καὶ ἔσται εἰς σκιὰν ἀπὸ καύματος
καὶ ἐν σκέπῃ καὶ ἐν ἀποκρύφῳ ἀπὸ σκληρότητος καὶ ὑετοῦ (:όλοι και όλα, όσα υπάρχουν κάτω από τη
δροσερή σκιά της νεφέλης, θα προστατεύονται από το καύμα του ηλίου, θα
σκεπάζονται από τις ραγδαίες καταστρεπτικές βροχές, θα ευρίσκονται σε ασφάλεια
και θα ζουν με άνεση)» [Ησ. 4,6]·
και ο Δαβίδ: «ἡμέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν νύκτα (:τότε κατά την ημέρα ο ήλιος δεν θα σε
καυματίσει, ούτε η σελήνη θα σε βλάψει κατά την νύκτα)» [Ψαλμ. 120,6]. Αυτό
λοιπόν και εδώ λέγει, ότι η μνήμη των αγίων εκείνων ανδρών, ως νέφος θα σκιάζει
εκείνον που φλέγεται από θερμότερη ακτίνα· έτσι ανασταίνει και αναζωογονεί την
ψυχή, που είναι αποκαμωμένη από τις δυστυχίες. Και δεν είπε: «που αιωρείται πάνω από εμάς», αλλά «που
μας περιβάλλει», που είναι πολύ πιο ανώτερο· το κάνει για να δηλώσει με
αυτό, ότι περιβάλλοντάς μας, είναι φυσικό ότι θα μας έχει σε μεγαλύτερη
ασφάλεια. Μάρτυρες ονομάζει όχι μόνο αυτούς που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη,
αλλά και στην Παλαιά· καθόσον και αυτοί μαρτύρησαν για το μεγαλείο του Θεού·
όπως οι τρεις παίδες, οι περί τον Ηλία, οι προφήτες όλοι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
Επιμέλεια
κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος