Οικουμενισμός και υποδούλωσις εις τα πάθη

Τῆς Δάφνης Βαρβιτσιώτη, Ιστορικοῦ


    Αναλύοντας το μακρύ ιστορικό τής από μέρους των οικουμενιστών υπονομεύσεως των θεμελιωδών χριστια­νικών δογμάτων, τα οποία θεμελιώνουν και στηρίζουν την χρι­στιανική περί ανθρώπου αντίλη­ψη και τα οποία διαμορφώνουν τον «Καινόν Ανθρωπο», ο μα­καριστός Ι. Πόποβιτς είχε επιση­μάνει -προ τριακονταετίας, ήδη- ότι, ο Οικουμενισμός απομάκρυνε «ολόκληρον τον Θεάνθρωπο» (Ι. Πόποβιτς, Αρχιμανδρίτης(♱), Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974), για να τον αντικαταστήσει με τον Ευρωπαίο άνθρωπο.
Η σύγχρονη, όμως, βιβλιογραφία, αλλά και η οικουμενιστική πρακτική, τεκμηριώνουν ότι, σή­μερα πλέον, ο Οικουμενισμός αποδομεί συστηματικά το πρότερο ανθρωπολογικό πρότυπό του, προς χάριν ενός άλλου προτύπου. Ως μέσον για την αποδόμηση του προηγούμενου προτύπου του, ο Οικουμενισμός εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τον «αγαπισμό». Εστιασμένος αποκλειστικώς στον άνθρωπο -και όχι στον Θεάνθρωπο- ο «αγαπισμός» επιβάλλει ως μό­να κριτήρια χριστιανικής ή άλλης -θρησκευτικής, ιδεολογικής ή ηθικής- αυτοσυνειδησίας την «αγάπη χωρίς σύνορα, χωρίς όρια και χωρίς περιορισμούς προς τον άν­θρωπο», αλλά και την πλήρη ανο­χή προς τα πάθη και προς τις πα­ντοειδείς «ιδιαιτερότητες» (Ι. Πόποβιτς, «Σήμερα, επιστρέφουμε στον πανθεϊστικό ανιμισμό του Πλωτίνου, όπου η ψυχή είναι θεός, χωρίς όμως την από μέρους του απόρριψη των παθών του σώματος. Για τον αναδυόμενο πανθεϊστικό μυστικισμό, τα πάθη, ως "ζωικά", θεω­ρούνται ιερά». Βλ. Οδός Θεογνωσίας, Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 1985).
Με την μεθόδευση αυτή, ο Οι­κουμενισμός εδραιώνει την νέα «θεολογία» του, η ατομική ηθική της οποίας επιτρέπει την πλήρη «απελευθέρωση» και επικράτηση των παθών, σωματικών και ψυχοπνευματικών. Με την παθοκρατία ως πυρήνα της νέας «θεολογί­ας» του, ο Οικουμενισμός προσεται­ρίζεται τους πάντες. Προσεταιρί­ζεται τους μη συνειδητούς ορθοδόξους χριστιανούς -αλλά και τους πιστούς άλλων δογμάτων και ομολογιών- παρουσιαζόμενος ως ενω­τικός και αγαπητικός. Προσεται­ρίζεται τους αλλοθρήσκους ή και αθέους, παρουσιαζόμενος ως ανε­ξίθρησκος και ανεξίκακος. Τέλος, προσεταιρίζεται και τους έχοντες έντονα πάθη και «ιδιαιτερότητες», παρουσιαζόμενος ως «απελευθε­ρωτικός» και ανεκτικός.
Με τον «αγαπισμό» ως όπλο του, ο Οικουμενισμός εξαλείφει ό,τι θεωρεί πρόσκομμα για την πραγμάτωση του ενωτικού οράμα­τός» του, που είναι η εδραίωσίς του ως Πανθρησκείας δια της επι­καλύψεως -ή και απορροφήσεως εντός των κόλπων του- της πανσπερμίας θρησκειών, φιλοσοφιών, ιδεολογιών και στάσεων ζωής του πλανήτη και δια της συνενώσεως των πάντων σε ένα «Όλον». Ση­μειωτέον ότι, καθαρά ολιστική, αυτή η επιδίωξη του Οικουμενι­σμού οικοδομείται επί της «διευρυμένης» επανερμηνείας του ευαγ­γελικού «Ινα πάντες εν ώσι»· οικοδομείται, δηλαδή, επί της στρεβλώς επαναπροσδιορισμένης εννοίας τής οικουμενικότητος, η οποία προτάσσει το «εν αγάπη», παραμε­ρίζοντας το «εν αληθεία» Χριστού. Δια του «αγαπισμού», ο Οικου­μενισμός διατρανώνει ότι «αγαπά χωρίς όρια και χωρίς περιορι­σμούς» τον άνθρωπο, ότι μάχεται για τα «δικαιώματά» του και ότι κόπτεται για την «ελευθερία του». Διαποτισμένος, ωστόσο, από το έλλειμμα της εν Χριστώ αληθείας, ο αγαπισμός «αγαπά» μεν τον άνθρωπο, αλλά υπό έναν απαρέγ­κλιτο όρο: να είναι υποδουλωμένος στα σωματικά ή και ψυχο-πνευματικά πάθη του, σε σημείο απολύτου υπαρκτικής ταυτίσεώς του με αυτά. Και, βεβαίως, ακριβώς το ίδιο έλλειμμα αληθείας μεταλ­λάσσει τον «αγαπισμό» σε βαθύτατη απέχθεια έναντι του καινού ανθρώπου, ο οποίος έχει ενσυνειδήτως επιλέξει να είναι βιαστής των παθών του.
Επιβάλλοντας την παθοκρατία και αντιμαχόμενος τον καινό άνθρωπο, ο Οικουμενισμός απο­καλύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι εγκαταλείπει και αυτό ακόμη το μεταπτωτικό -αλλά και εκπτωτικό- πρότυπο του Ευρωπαίου ανθρώπου, προκειμένου να επα­να προσδιορίσει τον άνθρωπο επί τη βάσει του κατωτάτου παρανομαστού της ανθρωπίνης υπάρξε­ως: του ανθρώπου ως αποκλει­στικώς ζωικού όντος.
Ακραία θεμελιοκρατικός (δηλ. φονταμενταλιστικός) ο εν λόγω επαναπροσδιορισμός α) αντι­προσωπεύει μια μή-χριστιανική (και αντι-χριστιανική) και μια μή-δυτική (και αντι-δυτική) περί ανθρώπου αντίληψη· β) δρομο­λογεί την σταδιακή παλινδρόμηση της βουλήσεως και της αυτοσυνειδησίας του δυτικού ανθρώ­που στα προχριστιανικά, αλλά και προ-λογικά δεδομένα της· γ) ευνοεί την επικράτηση του ανθρώπου, ο οποίος επειδή είναι έρμαιο των παθών του, είναι ευάλωτος, εύπειστος, χειραγωγήσιμος και υποταγμένος· δ) εξομοιώνει την οικουμενιστική ανθρωπολογία με την ανθρωπολογία θρησκειών, στις οποίες η έννοια τής βουλήσεως είτε απουσιάζει παντελώς, είτε εκφράζεται με την ενδοτικότητα και την τυφλή υποταγή· ε) είναι σύμφωνη με την νεοποχίτικη ηθική τής παγκοσμιοποιήσεως, η οποία θέλει να διαμορφώσει ό,τι αποκαλεί τον «Νέον άνθρωπον», ήτοι έναν τύπο ανθρώπου χωρίς εσωτερικούς περιορισμούς και ενοχές, σε ό,τι αφορά την ατομική του ηθική· στ) τέλος, ο εν λόγω επαναπροσδιορισμός είναι ταυτόσημος με την μαρξιστική ανθρωπολογία, η οποία -θεωρώντας τον άνθρωπο αποκλειστικώς ζωτικό ον («ζώσα ύλη») και επιδιώκοντας (και αυτή) την οικοδόμηση του «Νέου Ανθρώπου»- (MICHEL HELLER, Ρώσος ιστορικός, Καθ. στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, O Σο­βιετικός ΑνθρωποςΕρευνα στην Διάπλαση του Homo Sovieticus,εκδ. ΘΕΤΙΛΗ, 1985, Β’ εκδ. 1987) επιτάσσει, ως «φυσική», την πλήρη «απελευθέρωση» του ανθρώπου από κάθε εσωτερικό περιορισμό («H πλήρης απελευθέρωση είναι αυτή που θα οικοδομήσει την από μα­κρού αναμενόμενη Λενινιστική-Μαρξιστική Ουτοπία»).
Αλλά, ο οικουμενιστικός επα­ναπροσδιορισμός της εννοίας του ανθρώπου ως ζωικού όντος συ­μπαρασύρει αναπόφευκτα και αυτήν καθ’ εαυτήν την έννοια της βουλήσεως. Και τούτο διότι, μοι­ραίος, οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό της επί βιολογικής – υλι­στικής βάσεως (Παρόμοιος κίνδυνος ελλοχεύει και από την από μέρους των οικουμενιστών (αλλά και από μέρους θεολόγων υπερμάχων της μετανεωτερικότητος) εκμετάλλευση της θέ­σεως του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ότι η ψυχή αποτελείται από λεπτοτάτη ύλη). Απορρίπτοντας, δηλαδή, τα θεμελιώδη χριστιανι­κά θεολογικά ερείσματα, τα οποία προσδίδουν υπερβατικότητα και ιερότητα στον άνθρωπο και στην ελευθερία τής βουλήσεώς του, και απορρίπτοντας την χριστιανική έννοια και σημασία της αμαρτίας και της σωτηρίας, ο Οικουμενι­σμός υποβιβάζει τον μεν άνθρω­πο σε «ζώσα ύλη», την δε βούλησή του, σε απλή βιολογική λει­τουργία. Για να το πούμε διαφο­ρετικά: υιοθετώντας κατά τρόπο έμμεσο, αλλά σαφή, αυτήν την κα­θαρά φονταμενταλιστική περί ανθρώπου αντίληψη, ο Οικουμε­νισμός επιφέρει -κατά τρόπο αθέ­ατο αλλά ουσιαστικό- δύο καίρια πλήγματα κατά της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας. Μεταλλάσσει τον μεν άνθρωπο, από μοναδικό Πρόσωπο, σε απρόσωπο ζωικό ον με αγελαία αυτοσυνειδησία, το δε αυτεξούσιον, από το μεγαλύτερο δώρο ελευθερίας και αγάπης του Τριαδικού Θεού προς τον άνθρω­πο, σε μηχανιστική – βιολογική αντίδραση· ήτοι, σε απλό σωμα­τικό – ζωικό ανακλαστικό, η χει­ραγώγηση του οποίου είναι επι­τρεπτή, τόσο από ηθικής, όσο και από μεταφυσικής απόψεως.
Συμπερασματικά: με την «νέα θεολογία» του, ο Οικουμενισμός νομιμοποιεί ηθικώς την πλήρη υποδούλωση του ανθρώπου. Διό­τι, απαξιώνοντας οντολογικά τον άνθρωπο και αποψιλώνοντας την βούλησή του από την ιερότητα που της προσέδιδε ο Χριστιανι­σμός, νομιμοποιεί ηθικώς (και μεταφυσικώς) την διαβουκόληση του ανθρώπου από τους εξουσια­στές. Από την άλλη, επιβάλλοντας την παθοκρατία, ο Οικουμενισμός νομιμοποιεί ηθικώς (και μεταφυσικώς) την υποδούλωση του ανθρώ­που στα πάθη του. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι διαμορφώνει άτο­μα που -βυθισμένα στον υποβο­λιμαίο εκμαυλισμό τους, αλλά και επαιρόμενα για αυτόν-, άλλοτε μεν, δεν αντιλαμβάνονται την διαβουκόλησή τους από τους εξου­σιαστές, άλλοτε δε, την αντιλαμ­βάνονται, αλλά δεν ενοχλούνται από αυτήν σε αμφότερες, πάντως, τις περιπτώσεις, δεν αντιλαμβά­νονται ότι ο εκμαυλισμός, που τους προσφέρεται ως αγαπητικό δώρο «απελευθερώσεως», έχει ως τίμημα τον αποπροσανατολισμό τους, την αδιαφορία τους -ή ακόμα και την συνεργεία τους- στην διαβουκόλησή τους από τους εξουσιαστές. Να είναι άραγε τυχαίο ότι, με την «νέα θεολογία» του, ο Οικουμενισμός συμβάλλει στην άνευ όρων καθυπόταξη του άνθρωπου στις απάνθρωπες συνθήκες της παγκοσμιοποιήσεως και της Νέας Τάξεως Πραγμάτων;